Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης
1.3 Η Εγκύκλιος του 1902-1904[1].
Με την Εγκύκλιο του 1902 το Πατριαρχείο φαίνεται να υφαίνει μια στροφή στις θέσεις του, συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες της εγκυκλίου του 1895, όσον αφορά τα θέματα των σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις δυτικές χριστιανικές ομολογίες. Δεν θα ήταν αδόκιμο να υποστηρίξουμε, με βάση και τα εκκλησιαστικά-ιστορικά δεδομένα ότι η συγκεκριμένη Εγκύκλιος λειτουργεί ως ενδιάμεσος και προλειαίνει το έδαφος για την Εγκύκλιο του 1920, όπως θα φανεί στα επόμενα. Η Εγκύκλιος απευθύνεται στο σύνολο σχεδόν των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών και σε αυτήν το Πατριαρχείο προτρέπει προς: α) την εξεύρεση των κατάλληλων μέσων και τρόπων για την προαγωγή και εμπέδωση της διορθόδοξης ενότητας, β) τις προσπάθειες για μια ενδεχόμενη εξομάλυνση των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με τις ΄΄Εκκλησίες΄΄ της Δύσης, (ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο ζήτημα της ενώσεως με τους παλαιοκαθολικούς[2]), γ) την ρύθμιση του ημερολογιακού ζητήματος. Όσον αφορά τις διαχριστιανικές σχέσεις, το Πατριαρχείο διευκρινίζει εξαρχής ότι επιζητεί να πληροφορηθεί τις απόψεις των υπολοίπων Ορθόδοξων Εκκλησιών για τις σύγχρονες και τις μελλοντικές σχέσεις της Ορθοδοξίας «μετά τῶν δύο μεγάλων τοῦ χριστιανισμοῦ ᾀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καί τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας[3]», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο της Εγκυκλίου και φυσικά θα ήταν αστοχία να μην οσμιστούμε μια πρωτόλεια, περιεκτικότατη δε, διατύπωση της περιβόητης θεωρίας των κλάδων[4]. Ακολούθως υπενθυμίζει, «ὃτι διηνεκοῦς εὐχής καί δεήσεως ὑποκείμενον διατελεῖ ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησία καί παντός γνήσιου χριστιανοῦ τῇ εὐαγγελικῇ τῆς ἑνότητος διδασκαλίᾳ στοιχοῦντος πόθος εὐσεβής καί ἐγκάρδιος ἡ ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ πίστει μεθ' ἡμῶν ἕνωσις αὐτῶν καί πάντων τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων[5]» και αφού στη συνέχεια περιγράφει τις δυσκολίες συνεννόησης που υπάρχουν ανάμεσα στις Εκκλησίες, τόνιζει ότι «ἡ Ἐκκλησία μία ἐστί πράγματι ἐν ταὐτότητι πίστεως καί ὁμοιότητι ἠθών καί ἐθίμων συνῳδά ταῖς ἀποφάσεσι τῶν ἑπτά Οἰκουμενικών Συνόδων, καί μία ὀφείλει εἶναι, ἀλλ' οὐ πολλαί καί διαφέρουσαι πρός ἀλλήλας κατά τε τά δόγματα καί τούς θεμελιώδεις θεσμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβερνήσεως[6]». Δεν παραλείπει επίσης να υπενθυμίσει ότι καθώς τα πάντα είναι δυνατά για τον Θεό έτσι, «καί περί τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐλπίζειν ἔνεστιν ὡς δυνατῆς ποτέ ἐσομένης, τῆς θείας μέν χάριτος ἐπιφοιτώσης καί συνερομένης, τῶν ἀνθρώπων δ' εἰς τρίβους εὐαγγελικής ἀγάπης καί εἰρήνης κατευθυνόμενων[7]». Αντιλαμβανόμαστε ότι το Πατριαρχείο παραβλέποντας όλα τα θεολογικά (δεν γίνεται η παραμικρή αναφορά στις τραγικές σωτηριολογικές εκτροπές των δυτικών ομολογιών, ίδιαιτέρως οι ερωτοτροπίες με την παν-εξουσία, του και πρόσφατα αλάθητου ανακηρυγμένου Πάπα), και ιστορικά δεδομένα, θεωρεί την στιγμή κατάλληλη για προσέγγιση με τις δυτικές ομολογίες και αναζητά τρόπους «πῶς ἂν εἴη δυνατόν προλεᾶναι τήν πρός τοιοῦτο τέρμα ἂγουσαν ἀνώμαλον, τό γε νῦν, ὁδόν, ἐξευρεῖν τέ σημεῖα συναντήσεως καί ἐπαφής, ἢ καί ἀμοιβαίων θεμιτῶν παροράσεων, μέχρι τῆς διά τοῦ χρόνου τοῦ ὅλου ἔργου τελειώσεως, δι’ ἧς πληρωθήσεται πρός κοινήν εὐφροσύνην καί ὠφέλειαν ἡ περί μιᾶς ποίμνης καί ἑνός ποιμένος ρῆσις τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ και Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»[8]. Οι απαντήσεις των Εκκλησιών (όσων απάντησαν) θα ορίσουν την σωστή διάσταση των πραγμάτων. Απαντώντας στη συντριπτική τους πλειοψηφία αρνητικά, άφησαν μετέωρες ενδεχόμενες παρορμητικές προσεγγίσεις οι οποίες, όπως εκ των υστέρων γνωρίζουμε, το μόνο που θα μπορούσαν να κομίσουν ήταν η προσκρούστεια θεολογική κλίνη. Στην ανταπάντηση του, το 1904, το Πατριαρχείο επιμένει για τους ετερόδοξους: «...οἱ ὁποῖοι τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καὶ αὐτοὶ πιστεύοντες καὶ τῷ ὁνόματι τοῦ Κυρίου ἡμὼν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθήναι ἑλπίζουσι[9]», αφήνοντας λύπης κατάλοιπο και ενέχυρο αυτήν την πίστη στους μετέπειτα διαχειριστές της άνικμης εξουσίας, και οδοδείκτη για την μακράν του Κυρίου φθοροποιό πορεία.
Σημειώσεις
[1]Τσέτσης, 1988, σ. 213-222
[2]Θ.Η.Ε τ. 9, στ. 1069-1074.
[3]Τσέτσης, 1988, σ.215.
[4]William Palmer (1803-1885). Θεολόγος της Οξφόρδης και κύριος δημιουργός της Θεωρίας των Κλάδων. Στο δίτομο σύγγραμμά του για την Εκκλησία του Χριστού (1838) διατύπωσε την ιδέα. Η θεωρία αυτή στη συνέχεια διαδόθηκε κατά τη διάρκεια του Κινήματος της Οξφόρδης, κυρίως μέσα από το έργο των «Tractarians». Σχετικά με τους Tractarians βλέπε στο The Oxford movement 1891, σσ. 111-126. Επίσης βλ.http://archive.org/stream/oxfordmovementtw00churuoft#page/n6/mode/1up. Συμφώνα με αυτή η Εκκλησία παραβάλλεται με δένδρο. Κορμός του δένδρου είναι η μία ενωμένη Εκκλησία και κλάδοι οι ποικίλες αιρέσεις, οι αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και οι διάφορες κακοδοξίες. Όλες αυτές είναι δήθεν ίσες μεταξύ τους και ενώνονται όπως οι κλάδοι του δένδρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελούν εκδηλώσεις της μιας Εκκλησίας. Ουδεμία είναι η Εκκλησία και μηδεμία έχει την όλη εκκλησιαστική αλήθεια. Η θεωρία των κλάδων είναι μια θεολογική σύλληψη του Αγγλικανισμού, σύμφωνα με την οποία η Ρωμαιοκαθολική ΄΄Εκκλησία΄΄, η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Αγγλικανική Κοινωνία είναι οι τρεις βασικοί κλάδοι της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Μερικοί Αγγλικανοί θεολόγοι συμπεριλαμβάνουν επίσης τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, την ΄΄Εκκλησία΄΄ των Ασσυρίων της Ανατολής, την παλιά καθολική ΄΄Εκκλησία΄΄, και την ΄΄Εκκλησία΄΄ της Σουηδίας. Ενδιαφέρον έχει ο ορισμός του The Oxford dictionary of the Christian Church, 2005ISBN 978-0-19-280290-3, άρθρο "branch theory of the Church", όπου διαβάζουμε ότι: «σύμφωνα με τη θεωρία αν και η Εκκλησία έχει πέσει σε σχίσμα και αρκετές επαρχίες ή ομάδες των επαρχιών δεν βρίσκονται σε κοινωνία, παρόλα αυτά η καθεμία μπορεί ακόμα να είναι ένας κλάδος της Εκκλησίας του Χριστού, με την προϋπόθεση ότι α) εξακολουθεί να κατέχει την πίστη της αρχικής αδιαίρετης Εκκλησίας και β) να διατηρεί την Αποστολική διαδοχή των επισκόπων». Η αντίφαση είναι προφανής. Η ενότητα ερμηνεύεται ως ειρηνική συνύπαρξη ποικίλων θέσεων. Η εκκλησία είναι μια διευρυμένη κοινότητα ανθρώπων που εξωτερικά ομνύουν στην ενότητα της δια της ποικιλίας των θέσεων και των δογμάτων, οι δε εκκλησίες χαρακτηρίζονται ως αδερφές. Θα έλεγε κανείς ότι η θεωρία γεννά μία δογματική χοάνη, η οποία οδηγεί στην έκπτωση του δόγματος σε άποψη και εν τέλει τον δογματικό μηδενισμό, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως ο χώρος στον οποίο μπορούν να συνυπάρχουν και να περιφέρονται πλειάδα δογμάτων μη εχόντα τίποτε το δογματικό. Τα δογματικά μνημεία σχετικοποιούνται και λειτουργούν ως τροφοδότες της ακόρεστης χοάνης. Ο Κύριος αντικαθίσταται οριστικά από τις θεολογικές συνθέσεις των επιμέρους «συλλογικών εγώ». Βασικός στόχος να δικαιωθεί η αυτονόμηση. Δεν είναι απορίας άξιο, λοιπόν, η απόλυτη αποδοχή από τον Οικουμενισμό της αρχής της περιεκτικότητας (αρχή της περιεκτικότητας: δέχεται ότι η εκκλησία μπορεί να περιέχει διαφορετικούς χριστιανισμούς ή είναι ανεκτική στην διαφορετικότητα της πίστης. Στην ουσία δηλώνει την αναλογία με την οποία κάθε κλάδος της ενωμένης ΄΄Εκκλησίας΄΄ συνεισφέρει ένα μέρος της αλήθειας. Επομένως, η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως μέρος της ενωμένης ΄΄Εκκλησίας΄΄ συνεισφέρει ένα κομμάτι της αλήθειας, και όχι όλη την Αλήθεια. Καμιά επί μέρους εκκλησία δεν κατέχει όλη την Αλήθεια, αλλά μόνο μέρος αυτής. Με άλλα λόγια είναι η «ὁδός, ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ἀπώλειαν», (Ματθ. Ζ΄ 13) που καταργεί την ασκητική διάσταση της χριστιανικής πίστης. Στη θέση της τοποθετεί την εμπαθή αγάπη η οποία ερμηνεύεται ως αγάπη, ιδιαίτερα και καταχρηστικώ τω τρόπω ως η αγάπη που δίδαξε και έδειξε ο Κύριος. Όμως «Η πίστη είναι η βάση της αγάπης… Κράτα την πίστη με κάθε κόστος…Εάν χάσεις την αγάπη θα έχεις χάσει τον καρπό από το δέντρο, όμως αν χάσεις την πίστη, θα έχεις κόψει το δέντρο», Βελιμίροβιτς, 2009, σ. 98. Φυσικό επόμενο είναι ο πολυπολιτισμός, ως έκφρασης της αρχής της περιεκτικότητας, να καταργήσει τον πλησίον για να οικειωθεί τον ξένο αφήνοντάς τον για πάντα ξένο ταΐζοντας τον με τα ξυλοκέρατα των δικαιωμάτων.
[5]Τσέτσης, 1988, σ. 215.
[6]Τσέτσης, 1988, σ. 215.
[7]Τσέτσης, 1988, σ. 215.
[8]Τσέτσης, 1988, σ. 215. Προφανώς το Πατριαρχείο αντιλαμβάνεται τη διαλεκτική των θέσεών του και φαίνεται να ρέπει προς την ποικιλία της κλαδικής θεωρίας. Εμμέσως (πλανώμενο;) μας διδάσκει ότι οι Θερμοπύλες που ο λαός του Κυρίου φύλαξε, καθίστανται πλέον ανόητες. μιας και οι νοητές Θερμοπύλες ήδη αλώθηκαν από ενωτικές παροράσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου