ΠΡΟΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΝ - ΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
ΠΟΥ ΠΕΡΙΕΧΕΙ ΚΑΤΑΛΟΓΟ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΕΠΕΣΑΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΣ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΠΑΔΟΙ ΤΟΥ, ΑΦΟΥ ΛΕΓΟΥΝ ΟΤΙ Η ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΤΟ
Συνέχεια από: Πέμπτη, 9 Αυγούστου 2018
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (συνέχεια)
Ότι με βάση όσα εδογμάτισαν περί θείας ουσίας και ενεργείας ο Ακίνδυνος και όσοι κατ’ αυτόν συνάγεται ότι περιπίπτουν σε περισσότερες από πενήντα κακοδοξίες και ότι ανοίξαντες τη θύρα παρέχουν είσοδο σε όλες γενικώς τις απ’ αιώνος πονηρές αιρέσεις.
18 γ.' Αλλά και όταν λέγουν -ή μάλλον και επιχειρούν εγγράφως να κατοχυρώσουν- ότι η θεοποιός χάρις ούτε κτιστή ούτε άκτιστος είναι, είναι σαν να λέγουν ακριβώς ότι ο Θεός δεν υπάρχει· διότι το μήτε κτιστό μήτε άκτιστο, δεν υπάρχει καθόλου. Όπως λοιπόν όποιος αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει καθόλου φωτιστική ενέργεια, το φως απομακρύνει ανάμεσα από τα όντα, έτσι και όποιος αθετεί την θεουργό χάρι, αθετεί την ύπαρξη του Θεού. Όπως δε, αν κάποιος αναιρεί τις φωτοδότιδες ηλιακές ακτίνες, έπειτα ισχυρίζεται ότι υπάρχει ήλιος, θα ήταν καταγέλαστος, έτσι είναι και τούτο, αφού παραδέχονται ότι υπάρχει θεία ουσία, αλλά δεν υπάρχει η θεουργός χάρις και οι άλλες ενέργειες.
19 δ'. Και όμως ο Θεός θα είναι κατ’ ουσία από όλους μεθεκτός, από δε τους άγιους και θεωρητός, αν διά της μετοχής του έχει συσταθεί το παν και κατά την ευαγγελική επαγγελία αυτός οράται μόνο από τους άξιους κι’ έχει την ενέργεια του και τη θεοποιό, δηλαδή την άκτιστη λαμπρότητα και χάρι του, κατά την άποψή τους εντελώς αδιάφορη από την ουσία. Αλλά εκείνο απαγορεύεται από τους πατέρες, οι οποίοι λέγουν τον Θεό αμέθεκτο κατ’ ουσία.
ε'. Αυτοί λοιπόν που λέγουν ότι είναι μεθεκτός (μερικές φορές μάλιστα το διακηρύσσουν φανερά), εκτος του ότι αντιτίθενται προς τους πατέρες, εντάσσουν εαυτούς και στους Μεσσαλιανούς. Όπως δηλαδή, έχοντας αισθητική και λογική ουσία είμαστε εκ φύσεως όλοι αισθητικοί και λογικοί, έτσι και αν μετάσχουμε της θείας ουσίας, θα γίνουμε φύσει θεοί. Οι Μεσσαλιανοί λοιπόν αφρόνως νομίζουν ότι μόνο οι άνθρωποι είναι φύσει θεοί, και μάλιστα από τους ανθρώπους εκείνοι που διακρίνονται για την αρετή. Τούτοι όμως πέρασαν και τους Μεσσαλιανούς στη δυσσέβεια. Διότι, ισχυριζόμενοι ότι η θέωσις είναι φυσική μίμησις, κατασκευάζουν τούτο ακριβώς που είπε κάποιος· «διότι αναγκαίως ο θεούμενος θα είναι φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνει κατά δεκτική ικανότητα της φύσεως· και θα μπορέσει τέτοιος άνθρωπος να ονομάζεται και φύσει θεός». Και λέγοντας ότι τα σύμπαντα έχουν μετάσχει της θείας ουσίας, με ανόητη δικαιολογία, εξ αιτίας του ότι αυτή είναι πανταχού παρούσα, καθιστούν φύσει θείο κάθε κτίσμα.
20 ς'. Εκτός από αυτά, επειδή κατά την άποψή τους η θεία ουσία δεν διαφέρει κατά τίποτε από τη θεία ενέργεια και το ενεργείν τού Θεού δεν μπορεί να είναι κατά τίποτε παραλλαγμένο από το είναι του, είναι επόμενο κατ’ αυτούς να ειπούμε ότι το ίδιο πράγμα είναι ότι ο Θεός με το δημιουργικό του έργο ενήργησε κάτι γενικώς και ότι υπήρξε.
ζ'. Επομένως συνέπεια της δοξασίας τους είναι ότι τότε άρχισε να υπάρχει ο Θεός, όταν παρήγαγε τα κτίσματα εις γένεσιν. Και μάλιστα ο Ακίνδυνος ισχυρίζεται ότι το ενεργείν είναι πάντοτε σημαντικό του κτίζειν.
η'. Εάν δε ο Θεός είναι και φύσις χωρίς ενέργεια, αφού την έχει σαν στοιχείο αδιάφορο απ’ αυτήν, τότε θα είναι και χωρίς θέληση· διότι η θέλησις είναι ενέργεια φύσεως. Επομένως τής γενέσεως τών όντων δεν προηγήθηκε θεία θέλησις· διότι το υπάρχον προ της γενέσεως κατ’ ανάγκην είναι αγέννητο, ο δε Ακίνδυνος λέγει ότι κάθε αγέννητη ενέργεια δεν διαφέρει κατά τίποτε από τη θεία ουσία. Το ίδιο λοιπόν είναι κατ’ αυτόν να ειπούμε ότι το σύμπαν παρήχθηκε διά της θελήσεως και διά της φύσεως του Θεού· κι’ επειδή εγίναμε και είμαστε κατά την θέληση του Θεού, άρα εγίναμε και είμαστε κατά τη φύση του Θεού.
θ'. Επομένως σύμφωνα με τους νοσούντες από αθεΐα, όπως είναι εύλογο, τα κτίσματα φαίνονται θεοί.
(συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ: "Διότι, ισχυριζόμενοι ότι η θέωσις είναι φυσική μίμησις, κατασκευάζουν τούτο ακριβώς που είπε κάποιος· «διότι αναγκαίως ο θεούμενος θα είναι φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνει κατά δεκτική ικανότητα της φύσεως· και θα μπορέσει τέτοιος άνθρωπος να ονομάζεται και φύσει θεός".
Εδώ ακριβώς βρίσκουμε μπροστά μας τήν αβυσσαλέα κακοδοξία τής νεοορθοδοξίας, σύμφωνα μέ τήν οποία ο άνθρωπος σάν πρόσωπο, μπορεί νά ζήσει μέ τόν τρόπο τού ακτίστου αλλά καί τήν οικουμενιστική αίρεση τής εκκλησιολογίας τού Ζηζιούλα, σύμφωνα μέ τήν οποία μιά άκτιστη ενέργεια από τά έσχατα θεώνει τόν επίσκοπο καί τούς συναγμένους γύρω από αυτόν.
Κατά έναν τραγικό δέ τρόπο βρίσκουμε καί τήν δυσσώδη αίρεση τής αποτειχίσεως η οποία ισχυρίζεται πλανώντας ότι ο αληθινός πιστός έχει τήν δεκτική ικανότητα τής φύσεως νά μιμηθεί τούς Αγίους, οδηγώντας τούς ευκολόπιστους στήν αθεΐα.
Αμέθυστος
Ότι με βάση όσα εδογμάτισαν περί θείας ουσίας και ενεργείας ο Ακίνδυνος και όσοι κατ’ αυτόν συνάγεται ότι περιπίπτουν σε περισσότερες από πενήντα κακοδοξίες και ότι ανοίξαντες τη θύρα παρέχουν είσοδο σε όλες γενικώς τις απ’ αιώνος πονηρές αιρέσεις.
18 γ.' Αλλά και όταν λέγουν -ή μάλλον και επιχειρούν εγγράφως να κατοχυρώσουν- ότι η θεοποιός χάρις ούτε κτιστή ούτε άκτιστος είναι, είναι σαν να λέγουν ακριβώς ότι ο Θεός δεν υπάρχει· διότι το μήτε κτιστό μήτε άκτιστο, δεν υπάρχει καθόλου. Όπως λοιπόν όποιος αποφαίνεται ότι δεν υπάρχει καθόλου φωτιστική ενέργεια, το φως απομακρύνει ανάμεσα από τα όντα, έτσι και όποιος αθετεί την θεουργό χάρι, αθετεί την ύπαρξη του Θεού. Όπως δε, αν κάποιος αναιρεί τις φωτοδότιδες ηλιακές ακτίνες, έπειτα ισχυρίζεται ότι υπάρχει ήλιος, θα ήταν καταγέλαστος, έτσι είναι και τούτο, αφού παραδέχονται ότι υπάρχει θεία ουσία, αλλά δεν υπάρχει η θεουργός χάρις και οι άλλες ενέργειες.
19 δ'. Και όμως ο Θεός θα είναι κατ’ ουσία από όλους μεθεκτός, από δε τους άγιους και θεωρητός, αν διά της μετοχής του έχει συσταθεί το παν και κατά την ευαγγελική επαγγελία αυτός οράται μόνο από τους άξιους κι’ έχει την ενέργεια του και τη θεοποιό, δηλαδή την άκτιστη λαμπρότητα και χάρι του, κατά την άποψή τους εντελώς αδιάφορη από την ουσία. Αλλά εκείνο απαγορεύεται από τους πατέρες, οι οποίοι λέγουν τον Θεό αμέθεκτο κατ’ ουσία.
ε'. Αυτοί λοιπόν που λέγουν ότι είναι μεθεκτός (μερικές φορές μάλιστα το διακηρύσσουν φανερά), εκτος του ότι αντιτίθενται προς τους πατέρες, εντάσσουν εαυτούς και στους Μεσσαλιανούς. Όπως δηλαδή, έχοντας αισθητική και λογική ουσία είμαστε εκ φύσεως όλοι αισθητικοί και λογικοί, έτσι και αν μετάσχουμε της θείας ουσίας, θα γίνουμε φύσει θεοί. Οι Μεσσαλιανοί λοιπόν αφρόνως νομίζουν ότι μόνο οι άνθρωποι είναι φύσει θεοί, και μάλιστα από τους ανθρώπους εκείνοι που διακρίνονται για την αρετή. Τούτοι όμως πέρασαν και τους Μεσσαλιανούς στη δυσσέβεια. Διότι, ισχυριζόμενοι ότι η θέωσις είναι φυσική μίμησις, κατασκευάζουν τούτο ακριβώς που είπε κάποιος· «διότι αναγκαίως ο θεούμενος θα είναι φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνει κατά δεκτική ικανότητα της φύσεως· και θα μπορέσει τέτοιος άνθρωπος να ονομάζεται και φύσει θεός». Και λέγοντας ότι τα σύμπαντα έχουν μετάσχει της θείας ουσίας, με ανόητη δικαιολογία, εξ αιτίας του ότι αυτή είναι πανταχού παρούσα, καθιστούν φύσει θείο κάθε κτίσμα.
20 ς'. Εκτός από αυτά, επειδή κατά την άποψή τους η θεία ουσία δεν διαφέρει κατά τίποτε από τη θεία ενέργεια και το ενεργείν τού Θεού δεν μπορεί να είναι κατά τίποτε παραλλαγμένο από το είναι του, είναι επόμενο κατ’ αυτούς να ειπούμε ότι το ίδιο πράγμα είναι ότι ο Θεός με το δημιουργικό του έργο ενήργησε κάτι γενικώς και ότι υπήρξε.
ζ'. Επομένως συνέπεια της δοξασίας τους είναι ότι τότε άρχισε να υπάρχει ο Θεός, όταν παρήγαγε τα κτίσματα εις γένεσιν. Και μάλιστα ο Ακίνδυνος ισχυρίζεται ότι το ενεργείν είναι πάντοτε σημαντικό του κτίζειν.
η'. Εάν δε ο Θεός είναι και φύσις χωρίς ενέργεια, αφού την έχει σαν στοιχείο αδιάφορο απ’ αυτήν, τότε θα είναι και χωρίς θέληση· διότι η θέλησις είναι ενέργεια φύσεως. Επομένως τής γενέσεως τών όντων δεν προηγήθηκε θεία θέλησις· διότι το υπάρχον προ της γενέσεως κατ’ ανάγκην είναι αγέννητο, ο δε Ακίνδυνος λέγει ότι κάθε αγέννητη ενέργεια δεν διαφέρει κατά τίποτε από τη θεία ουσία. Το ίδιο λοιπόν είναι κατ’ αυτόν να ειπούμε ότι το σύμπαν παρήχθηκε διά της θελήσεως και διά της φύσεως του Θεού· κι’ επειδή εγίναμε και είμαστε κατά την θέληση του Θεού, άρα εγίναμε και είμαστε κατά τη φύση του Θεού.
θ'. Επομένως σύμφωνα με τους νοσούντες από αθεΐα, όπως είναι εύλογο, τα κτίσματα φαίνονται θεοί.
ΣΧΟΛΙΟ: "Διότι, ισχυριζόμενοι ότι η θέωσις είναι φυσική μίμησις, κατασκευάζουν τούτο ακριβώς που είπε κάποιος· «διότι αναγκαίως ο θεούμενος θα είναι φύσει Θεός, αν η θέωσις γίνει κατά δεκτική ικανότητα της φύσεως· και θα μπορέσει τέτοιος άνθρωπος να ονομάζεται και φύσει θεός".
Εδώ ακριβώς βρίσκουμε μπροστά μας τήν αβυσσαλέα κακοδοξία τής νεοορθοδοξίας, σύμφωνα μέ τήν οποία ο άνθρωπος σάν πρόσωπο, μπορεί νά ζήσει μέ τόν τρόπο τού ακτίστου αλλά καί τήν οικουμενιστική αίρεση τής εκκλησιολογίας τού Ζηζιούλα, σύμφωνα μέ τήν οποία μιά άκτιστη ενέργεια από τά έσχατα θεώνει τόν επίσκοπο καί τούς συναγμένους γύρω από αυτόν.
Κατά έναν τραγικό δέ τρόπο βρίσκουμε καί τήν δυσσώδη αίρεση τής αποτειχίσεως η οποία ισχυρίζεται πλανώντας ότι ο αληθινός πιστός έχει τήν δεκτική ικανότητα τής φύσεως νά μιμηθεί τούς Αγίους, οδηγώντας τούς ευκολόπιστους στήν αθεΐα.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου