Συνέχεια από Παρασκευή, 1 Ιανουαρίου 2021
50. Εάν λοιπόν αυτό το φως δεν είναι νοερό και παρεκτικό (παραίτιο) γνώσεως, όπως λέγουν οι πατέρες, αλλά είναι γνώση, και η αφθονία αυτής είναι δείγμα θεοφιλούς τελειότητας, ο βίος του Σολομώντα θα ήταν τελειότερος και θεοφιλέστερος από το βίο των από αιώνος αγίων, για να μη πω και από τους Έλληνες που θαυμάζονται για τον πλούτο της σοφίας τους. Επειδή όμως μερικές φορές το φως αυτό λάμπει και σε μερικούς από τους αρχάριους, αλλά αμυδρότερα, και στους τέλειους γίνεται προσθήκη ταπεινώσεως, αλλά διαφορετική στο είδος από την ταπείνωση των αρχάριων, γι’ αυτό προσθέτει ο ίδιος (ο Ιωάννης της Κλίμακος)∙ «τα μεν μικρά στους τέλειους δεν είναι μικρά, ενώ τα δε μεγάλα στους μικρούς δεν είναι οπωσδήποτε τέλεια». Ότι όμως η θεία χάρη από φιλανθρωπία φανερώνεται και σ’ αυτούς, θα το μάθεις με σαφήνεια, αν πεισθείς στον θαυμάσιο Διάδοχο∙ γιατί λέγει∙ «η χάρη στην αρχή συνηθίζει να περιλάμπει την ψυχή με το φώς της με πολλή αίσθηση από αυτήν, κατά το μέσο όμως των αγώνων ενεργεί συνήθως κατά τρόπο άγνωστο». «Γιατί το άγιο Πνεύμα», σύμφωνα με τον εν Πνεύματι ομιλούντα Νείλο, «συμπάσχοντας προς την ασθένεια μας, μας επισκέπτεται (επιφοιτά) και όταν ακόμη είμαστε ακάθαρτοι, και αν βρει τον νου μόνο προσευχόμενο σ’ αυτό με φιλαλήθεια, κάθεται πάνω σ’ αυτόν και εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των λογισμών και των νοημάτων που τον κυκλώνει». Ο άγιος πάλι Μακάριος λέγει∙ «ο Θεός, επειδή είναι αγαθός, ικανοποιεί φιλανθρωπότερα τα αιτήματα σε εκείνους που του τα απευθύνουν σε εκείνον λοιπόν που καταπονείται στην προσευχή, ακόμη και αν δεν φροντίζει κατά τον ίδιον τρόπο τις άλλες αρετές, μερικές φορές επιφοιτά σ’ αυτόν η θεία χάρη και σύμφωνα με το αίτημά του προς τον Θεό δίδεται σ’ αυτόν επί μέρους χάρισμα προσευχής γεμάτης από ευφροσύνη, αλλ’ αυτός μένει έρημος από όλα τα άλλα καλά. Πρέπει επομένως να μη δείχνει ολιγωρία για τα άλλα, αλλά με γεμάτη από κόπους επιμονή και άσκηση να καθιστά την καρδιά υποχωρητική και υπάκουη στον Θεό προς πόθο και απόκτηση κάθε αρετής. Γιατί έτσι και το χάρισμα της προσευχής που δόθηκε από το Πνεύμα θα προκόψει, ακολοθούμενο από αληθινή ταπεινοφροσύνη και γνήσια αγάπη και όλη τη σειρά των αρετών, την οποία ζήτησε με επιμονή προκαταβολικά».
51. Βλέπεις τη διακριτικότητα της πατερικής νουθεσίας; Γιατί προεποικοδομεί εκείνο που λείπει, αλλά δεν υποσκάπτει τα θεμέλια για τον λόγο ότι δεν έχουν υψωθεί ακόμη οι τοίχοι που στηρίζουν τον όροφο. Καθόσον γνωρίζει, έχοντας διδαχθεί από την πείρα, ότι η βασιλεία των ουρανών σπείρεται μέσα μας σαν κόκκος συναπιού, ο οποίος είναι το μικρότερο από όλα τα σπέρματα, έπειτα όμως τόσο πολύ αυξάνεται και ξεπερνάει όλες τις δυνάμεις, ώστε να γίνεται ευχάριστο κατασκήνωμα και των ουράνιων πτηνών. Αυτοί όμως, τους οποίους λέγεις, προχωρούντες από την ακρισία στην κρίση, και αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ωφελήσει τους αδελφούς, από απειρία το αφαιρούν, και αρπάζοντας από αναίδεια την κρίση του Θεού, τον ένα τον θεωρούν άξιο της χάριτος, ενώ τον άλλο όχι, ενώ μόνο στον Θεόν ανήκει να κρίνει τους άξιους της χάριτός του. Εάν λοιπόν αυτός προσέλαβε κάποιον, «ποιος είσαι εσύ που κρίνεις ξένον δούλο;» λέγει ο απόστολος. Αλλ’ εμείς, αφού επανέλθουμε εκεί από όπου κάναμε την παρέκβαση και προσθέσουμε λίγα, ας περατώσουμε τον λόγο αυτόν τον επεκτεινόμενο σε μεγάλο μήκος.
52. Εκείνος που δεν πιστεύει αυτό το μεγάλο μυστήριο της καινής χάριτος ούτε αποβλέπει προς την ελπίδα της θεώσεως, δεν θα μπορούσε να καταφρονεί ούτε τήν σαρκική ηδονή και χρήματα και κτήματα και τη δόξα από ανθρώπους. Και αν μπορέσει για λίγο χρόνο, τον κυριεύει έπαρση επειδή αισθάνεται ότι απέκτησε ήδη το τέλειο. Ενώ αυτός που προσβλέπει σε εκείνο, ακόμη και αν κατορθώσει κάθε αγαθό έργο, έχοντας μπροστά του την υπερτέλεια και ατελείωτη τελειότητα, δεν θεωρεί ότι επέτυχε κάτι, και έτσι προσθέτει στην ταπείνωσή του. Σκεπτόμενος από τη μια την υπεροχή των αγίων που έχουν προηγηθεί, και από την άλλη την υπερβολή της θείας φιλανθρωπίας, πενθώντας φωνάζει το του Ησαΐα∙ «Αλλοίμονό μου! γιατί, ενώ είμαι ακάθαρτος και έχω ακάθαρτα χείλη, είδα τον Κύριο Σαβαώθ με τα μάτια μου». Και το πένθος αυτό αυξάνει την κάθαρση, και έτσι ο Κύριος της χάριτος χορηγεί πλουσιοπάροχα παρηγοριά και έλλαμψη. Γι’ αυτό και ο Ιωάννης της Κλίμακος που διδάσκει από πείρα, λέγει∙ «η άβυσσος πένθους είδε παρηγοριά, ενώ η καθαρότητα της καρδίας δέχθηκε έλλαμψη». Είναι λοιπόν δεκτική της ελλάμψεως αυτής η καθαρή καρδιά, όσα όμως λέγονται για τον Θεό και γνωρίζονται, τα δέχεται και καρδιά ακάθαρτη. Επομένως είναι φανερό ότι αυτή η έλλαμψη βρίσκεται πάνω από το λόγο και τη γνώση. Και αν κανείς την (έλλαμψη) ονομάσει γνώση και νόηση, ως χορηγούμενη στο νου από το Πνεύμα, εννοεί άλλο είδος νοήσεως, πνευματικό και αχώρητο και στις πιστές ακόμη καρδιές αν δεν καθαρθούν με έργα. Γι’ αυτό και εκείνος που παρέχει την όραση και το ορώμενο, δηλαδή το φως της καθαρής καρδιάς, ο Θεός, λέγει∙ «μακάριοι οι καθαροί στην καρδία, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς λοιπόν αυτοί είναι γι’ αυτό μακάριοι, αν η όραση αυτή είναι γνώση, την οποία έχουμε και εμείς οι ακάθαρτοι; Άρα καλώς είπε εκείνος που έλαβε την έλλαμψη και προσδιορίζει την ότι έλλαμψη δεν είναι γνώση, αλλά «άρρητη ενέργεια βλεπόμενη αόρατα», όχι με αισθητό τρόπο, και «νοούμενη κατά τρόπο άγνωστο», όχι με λογικό τρόπο.
53. Θα μπορούσα βέβαια να προσθέσω και άλλα∙ φοβάμαι όμως μήπως και αυτά μάταια τα παρέθεσα. Γιατί σύμφωνα με τον ίδιο άγιο «εκείνος που θέλει να περιγράψει με το λόγο στους άγευστους αίσθηση και ενέργεια της ελλάμψεως του Θεού, είναι όμοιος με εκείνον που θέλει να διδάσκει με λόγια τη γλυκύτητα του μελιού σε εκείνους που δεν δοκίμασαν αυτό». Προς εσένα όμως γράφθηκαν οι λόγοι αυτοί από μένα, ώστε να γνωρίζεις και συ την αλήθεια, και να διαπιστώσεις ότι εμείς συμφωνούμε με τους λόγους των πατέρων, και μελέτησε τους υπόλοιπους από αυτούς που παρατίθενται στην συνέχεια.
ΤΕΛΟΣ ΛΟΓΟΥ 1.3
Αρχαίο κείμενο
50. Εἰ τοίνυν μή νοερόν τουτί τό φῶς καί γνώσες παρεκτικόν, καθάπερ οἱ πατέρες λέγουσιν, ἀλλά γνῶσίς ἐστιν, ἡ ταύτης δέ περιουσία δεῖγμα θεοφιλοῦς τελειότητος. Σολομῶντος ὁ βίος τελεώτερός τε καί θεοφιλέστερος ἄν ἦν τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος ἁγίων, ἵνα μή λέγω καί τῶν ἐπί σοφίας περιουσίᾳ θαυματομένων Ἑλλήνων. Ἐπεί δέ καί τῶν εἰσαγωγικῶν ἔστιν οἷς καί ὅτε, ἀλλ᾿ ἀμυδρότερον, τό τοιοῦτον ἐπιλάμπερι φῶς καί τοῖς τελείοις γίνεται προσθήκη ταπεινώσεως, ἀλλ᾿ ἑτέρα τῷ εἴδει παρά τήν τῶν εἰσαγομένων, διά τοῦτο ἐπιφέρει λέγων ὁ αὐτός˙ «τά μέν μικρά παρά τοῖς τελείοις οὐ μικρά, τά δέ μεγάλα παρά τοῖς μικροῖς οὐ πάντως τέλεια». Ὅτι δέ καί τούτοις ἡ θεία χάρις ἐπιφαίνεται φιλανθρώπως, εἴσῃ σαφῶς, εἴ πείσῃ Διαδόχῳ τῷ θαυμασίῳ˙ «ἡ χάρις γάρ», «τήν ἀρχήν ἐν αἰσθήσει πολλῇ, τήν ψυχήν τῷ οἰκείῳ εἴωθε περιαυγάζειν φωτί˙ περί δέ τά μέσα τῶν ἀγώνων ἀγνώστως τά πολλά ἐνεργεῖ». «Τό γάρ ἅγιον Πνεῦμα», κατά τόν ἐν Πνεύματι λαλοῦντα Νεῖλον, «συμπάσχον τῇ ἡμετέρᾳ ἀσθενείᾳ, καί ἀκαθάρτοις οὖσιν ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ καί, εἴπερ εὑρήσει τόν νοῦν μόνον φιλαλήθως αὐτῷ προσευχόμενον, ἐπιβαίνει αὐτῷ καί πᾶσαν τήν κυκλοῦσαν αὐτόν τῶν λογισμῶν ἤ νοημάτων φάλαγγα ἐξαφανίζει». Ὁ δέ ἅγιος Μακάριος, «ἀγαθός ὤν ὁ Θεός», φησίν, «ὀρέγει τοῖς αἰτοῦσι φιλανθρωπότερον τά αἰτήματα˙ τῷ τοίνυν εἰς προσευχήν ἑαυτόν ἐκπονοῦντι, κἄν εἰ ή πρός τάς ἄλλας τῶν ἀρετῶν τόν αὐτόν τρόπον ἐπιδείκνυται τήν σπουδήν, ἐνίοτε μέν αὐτῷ ἡ θεία χάρις ἐπιφοιτᾷ, καί δίδοται τούτῳ χάριτος ἐκ μέρους ἐν εὐφροσύνῃ κατά τήν αὐτοῦ πρός τόν Θεόν ζήτησιν εὐχή, ἀλλ᾿ ἔρημος οὗτος τῶν ἄλλων πάντων μένει καλῶν˙ δεῖ δή μή ὀλιγώρως ἔχειν πρός τἄλλα, ἀλλά τριβῇ καί γυμνασίᾳ τήν καρδίαν ἀντερίζουσαν ἐνδοτικήν καί πειθήνιον τῷ Θεῷ ποιεῖν τήν σπουδήν τε καί κτῆσιν ἁπάσης ἀρετῆς˙ οὕτω γάρ καί τό δοθέν ὑπό τοῦ Πνεύματος τῆς εὐχῆς χάρισμα πρός ἐπίδοσιν ἥξει, συνεπαγόμενον ταπεινοφροσύνην ἀληθῆ καί ἀγάπην ἀψευδῆ καί πάντα τόν τῶν ἀρετῶν κατάλογον, ὅν καί προβιασάμενος ἐξεζήτησεν».
51. Ὁρᾷς τῆς πατερικῆς νουθεσίας τοὐπίσημον; Προσεποικοδομεῖ γάρ τό λεῖπον, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξορύττει τούς θεμελίους διά τό μήπω τούς τοίχους ἐπεγερθῆναι, οὐδέ καθαιρεῖ τούτους διά τό μή τούτοις ἐπικεῖσθαι τόν ὄροφον. Καί γάρ οἶδε, τῇ πείρᾳ συνείς, ὡς κόκκον μέν συνάπεως σπειρομένην τήν ἐν ἡμῖν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν, ὅ μικρότερον πάντων τῶν σπερμάτων ἐστίν, ὕστερον δ᾿ ἐπί τοσοῦτον αὐξομένην καί τάς τῆς ψυχῆς πάσας ὑπεραναβαίνουσαν δυνάμεις, ὡς καί τῶν οὐρανίων πτηνῶν ἐπιτερπές εἶναι σκήνωμα. Οὗτοι δ᾿ οὕς φῄς, ὑπ᾿ ἀκρισίας εἰς τό κρίνειν χωροῦντες, ὑπ᾿ ἀπειρίας ἀφαιροῦνται, κἄν τι προσῇ τοῖς ἀδελφοῖς λυσιτελεῖν δυνάμενον, καί τήν τοῦ Θεοῦ κρίσιν ὑπ᾿ ἀναιδείας ἁρπάζοντες, τόν μέν ἄξιον ἀποφαίνονται χάριτος, ὅς ἄν δήπου τούτοις δοκῇ, τόν δ᾿ οὔ˙ Θεοῦ γάρ μόνον τούς ἀξίους οἰκείας χάριτος κρίνειν. Εἴ τοίνυν αὐτός τινα προσελάβετο, «σύ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» φησίν ὁ ἀπόστολος. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἐπανελθόντες ὅθεν ἐξέβημεν καί μικρά προσειπόντες ἐπίσχωμεν τό νῦν ἔχον τόν λόγον εἰς πολύ μῆκος ἀποτεινόμενον.
52. Ὁ τοῦτο τό μέγα τῆς καινῆς χάριτος μή πιστεύων μυστήριον, μηδέ πρός τήν ἐλπίδα τῆς θεώσεως βλέπων, οὐδέ σαρκός ἡδονῆς καί χρημάτων καί κτημάτων καί τῆς πρός ἀνθρώπων δόξης καταφρονεῖν δύναιτ᾿ ἄν. Εἰ δ᾿ ἄρα καί δυνηθείη κἄν πρός βραχύ, φυσίωσις αὐτόν ὡς τό τέλειον ἤδη κτησάμενον διαδέχεται, δι᾿ ἧς αὖθις πρός τόν τῶν ἀκαθάρτων ἤδη κτησάμενον διαδέχεται, δι᾿ ἧς αὖθις πρός τόν τῶν ἀκαθάρτων κατασπᾶται κατάλογον. Ὁ δέ πρός ἐκεῖνο βλέπων, κἄν ἅπαν ἔργον ἀγαθόν κτήσηται, προκείμενον ἔχων τήν ὑπερτελῆ καί ἀτέλεστον τελειότητα, ἑαυτόν οὔπω λογίζεται κατειληφέναι τι καί οὕτω τῇ ταπεινώσει προστίθησι˙ διανοούμενος δέ τοῦτο μέν τήν τῶν προωδευκότων ἁγίων ὑπεροχήν, τοῦτο δέ τήν τῆς θείας φιλανθρωπίας ὑπερβολήν, πενθῶν, τό τοῦ Ἠσαΐου βοᾷ, «οἴμοι ὅτι ἀκάθαρτος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, Κύριον Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου». Τό δέ πένθος τοῦτο τῇ καθάρσει προστίθησιν˙ ἐπιδαψιλεύεται δέ ταύτῃ παράκλησίν τε καί ἔλλαμψιν ὁ τῆς χάριτος Κύριος. Ἔνθεν τοι καί ὁ τῇ πείρᾳ διδάσκων Ἰωάννης φησίν˙ «ἄβυσσος μέν πένθους παράκλησιν ἐθεάσατο˙ καθαρότης δέ καρδίας ἐδέξατο ἔλλαμψιν. Δεκτική τοίνυν τῆς ἐλλάμψεως ταύτης καρδία κεκαθαρμένη˙ ὅσα δέ περί θεοῦ λέγεται καί γινώσκεται, καί καρδία ἀκάθαρτος δέχεται. Φανερόν τοίνυν ὡς ὑπέρ λόγον τε καί γνῶσιν αὕτη ἡ ἔλλαμψις. Κἄν γνῶσίν τις ταύτην εἴποι καί νόησιν, ὡς τῷ νῷ χορηγουμένην ὑπό τοῦ Πνεύματος, ἕτερον εἶδος λέγει νοήσεως, πνευματικόν τι καί αὐταῖς ταῖς πισταῖς καρδίαις, εἰ μή δι᾿ ἔργων καθαρθεῖεν, ἀχώρητον. Διό καί τό παρέχον τό ὁρᾶν καί ὁρώμενον, ταυτό δ᾿ εἰπεῖν τό καθαρᾶς καρδίας φῶς, ὁ Θεός, «μακάριοί» φησιν «οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Πῶς οὖν οὗτοι διά τοῦτο μακάριοι, εἴπερ ἡ ὅρασις αὕτη γνῶσις, τήν δέ καί ἡμεῖς ἔχομεν οἱ ἀκάθαρτοι; Καλῶς ἄρ᾿ εἶπεν ὁ ἐλλαμφθείς καί τήν ἔλλαμψιν ὁριζόμενος ὅτι ἔλλαμψίς ἐστιν οὐ γνῶσις ἀλλ᾿ «ἄρρητος ἐνέργεια ὁρωμένη ἀοράτως», οὐ γάρ αἰσθητῶς, καί «νοουμένη ἀγνώστως», οὐ γάρ λογιστικῶς.
53. Ἦν μέν οὖν προσθεῖναι κάι ἕτερα˙ δέδοικα δέ μή καί ταῦτα μάτην προέθηκα. Κατά γάρ τόν αὐτόν ἅγιον «ὁ ἐλλάμψεως Θεοῦ αἴσθησιν καί ἐνέργειαν τοῖς ἀγεύστοις διά λόγου διηγεῖσθαι βουλόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ τοῖς μή γευσαμένοις μέλιτος τήν αὐτοῦ γλυκύτητα διά λόγων διδάσκειν ἐθέλοντι». Πρός σέ δ᾿ ὅμως ἡμῖν οἱ λόγοι γεγόνασιν, ὡς ἄν καί σύ τἀληθές ἀκριβῶς εἰδείης καί ἡμᾶς ὁμολογοῦντας ταῖς τῶν πατέρων φωναῖς, ὧν τάς ὑπολοίπους ὑπογεγραμμένας οὖσας, διέξιθι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου