Κυριακή 4 Ιουλίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (25)

 Συνέχεια από: Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25

Πώς θα μπορούσε και κάποιος άπιστος να προσαχθεί να πιστεύσει τη Γραφή όταν διδάσκει περί της αναστάσεως.

Αλλά ίσως κάποιος, που βλέπει προς τα διαλυθέντα σώματα και κρίνει το Θείο κατά το μέτρο της δίκης του δυνάμεως, να πει ότι είναι αδύνατος ο λόγος (το φαινόμενο) της αναστάσεως, λέγοντας ότι δεν είναι πιθανό να σταθούν τα τώρα κινούμενα και να αναστηθούν τα τώρα μη κινούμενα∙ αυτός όμως ο άνθρωπος πρώτο και μέγιστο τεκμήριο της αληθείας της αναστάσεως ας κάμει την αξιοπιστία του κηρύγματός της, ενώ η πιστότης των λεγομένων έχει το ασφαλές (την επιβεβαίωσή της) από την έκβαση των άλλων προρρήσεων. Επειδή λοιπόν η θεία Γραφή παρέθεσε πολλούς και ποικίλους λόγους είναι δυνατό παρατηρώντας το ψεύδος ή την αλήθεια των άλλων προρρήσεων, από εκείνα να κατανοήσουμε και το δόγμα περί της αναστάσεως. Πράγματι αν στα άλλα οι λόγοι αποδεικνύονται ψευδείς και ξένοι προς την αλήθεια, ούτε το περί της αναστάσεως δόγμα είναι έκτος του ψεύδους. Αν όμως όλα τα άλλα μαρτυρούνται αληθινά από την πείρα, είναι επόμενο να θεωρήσουμε αληθινή και την πρόρρησιν περί αναστάσεως. 

Ας αναφέρουμε λοιπόν ένα ή δύο από τα προφητευθέντα και ας αντιπαραθέσουμε την έκβαση των προρρήσεων, ώστε να γνωρίσουμε από αυτά, αν ο λόγος βλέπει προς την αλήθεια.

Ποιός δεν γνωρίζει, πως άκμαζε στην αρχαιότητα ο Ισραηλίτης λαός, που αγωνιζόταν εναντίον όλων των δυναστειών της οικουμένης; Ποιά ήταν τα παλάτια στην πόλη των Ιεροσολύμων; Ποία τα τείχη; Οι πύργοι; Η μεγαλοπρέπεια του ιερού; Αυτά είναι τα πράγματα που ενομίσθηκαν αξιοθαύμαστα και από τους μαθητές του Κυρίου και αξίωσαν (ζήτησαν) από τον Κύριο να τα παρατηρήσει, αφού έδειξαν προς τα φαινόμενα θαυμαστή διάθεση, όπως δηλώνει η διήγηση του ευαγγελίου, λέγοντας προς αυτόν, «τί έργα είναι αυτά και τί μεγαλοπρεπείς οικοδομές!». Εκείνος δε υποδεικνύει προς αυτούς που θαυμάζουν το παρόν την ερήμωσιν του τόπου που θα συμβεί και τον αφανισμό του κάλλους εκείνου, λέγοντας ότι έπειτα από λίγο δεν θ’ απομείνει τίποτε από τα φαινόμενα.
["Και εκπορευομένου αυτού εκ του ιερού λέγει αυτώ είς των μαθητών αυτού διδάσκαλε, ίδε ποταποί λίθοι και ποταπαί οικοδομαί, και ο Ιησούς αποκριθείς είπεν αυτώ βλέπεις ταύτας τάς μεγάλας οικοδομάς; ού μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον ός ού μη καταλυθή"(Μαρκ.13.1) δηλαδή : Και καθώς έβγαιναν από την αυλή του Ναού του είπε ένας από τους μαθητές "διδάσκαλε κοίτα τι ωραίες πέτρες και πόσο μεγαλοπρεπή κτίρια είναι αυτά"! Και ο Ιησούς απάντησε και του είπε "βλέπεις αυτές τις μεγάλες οικοδομές, δεν θα μείνει εδώ πέτρα πάνω στην πέτρα που να μην γκρεμιστεί"]. 

Αλλά και τον καιρό του πάθους, οι μεν γυναίκες ακολουθούσαν θρηνώντας την άδικη εναντίον του Χριστού απόφασιν∙ διότι δεν αντιλαμβάνονταν ακόμη την οικονομία των γινομένων. Εκείνος όμως συμβουλεύει να σιωπούν σχετικά με αυτόν, διότι δεν είναι άξια δακρύων∙ να αναβάλουν δε τον οδυρμό και το θρήνο στον κατάλληλο για τα δάκρυα καιρό, όταν η πόλις θα συσφιχθεί από τους πολιορκητές και τα πάθη φθάσουν σε τέτοιο σημείο εντάσεως, ώστε να θεωρηθεί μακαριστός όποιος δεν γεννήθηκε. Ανάμεσα σ’ αυτά προεμήνυσε και την τεκνοφαγία, λέγοντας ότι κατά τις ήμερες εκείνες θα μακαρισθεί η άγονη γαστέρα. Που λοιπόν είναι εκείνα τα παλάτια; Που το ιερό; Πού τα τείχη; Πού οι προβολές των πύργων; Πού η δύναμις των Ισραηλιτών; Δεν διασπάρθηκαν σε όλη σχεδόν την οικουμένη, άλλος εδώ και άλλος εκεί; Και με την καταστροφή τούτων δεν ερειπώθηκαν και τα παλάτια;

Πράγματι αυτά και τα παρόμοια με αυτά νομίζω ότι προεμήνυσε ο Κύριος, όχι για χάριν των πραγμάτων (διότι τί κέρδος θα έφερε στους ακούοντες η πρόρρησις εκείνων που οπωσδήποτε θα συνέβαιναν; Ακόμη και αν δεν το εγνώριζαν από πριν, θα το αντιλαμβάνονταν από την πείρα), αλλά με το σκοπό δια τούτων να έλθει σ’ αυτούς και η πίστη για τα ανώτερα. Διότι η δια των έργων μαρτυρία σ’ αυτά τα θέματα είναι απόδειξη της αληθείας και σ’ εκείνα.

Ένας γεωργός που διηγείται τη δύναμη των σπερμάτων, αν συμβεί ν’ απιστήσει στα λεγόμενά του κάποιος άπειρος της γεωργίας, είναι σε θέση ν’ αποδείξει την αλήθεια με ένα σπόρο, από εκείνους που είναι στον μέδιμνο, για λογαριασμό και των άλλων. Πράγματι όποιος δει το ένα σιτάρι ή το ένα κριθάρι ή ό,τι άλλο τύχει να είναι μέσα στον μέδιμνο, μετά το παράχωμά του στο χώμα, να γίνεται στάχυς, από αυτό το ένα δεν θ’ απιστεί πλέον ούτε για τα άλλα. Έτσι νομίζω ότι μου είναι ικανή για την μαρτυρία του μυστηρίου της αναστάσεως η αποδεκτή για τα άλλα από τα λεγόμενα αλήθεια, μάλλον δε και της ιδίας της αναστάσεως η πείρα, την οποία διδαχθήκαμε όχι τόσο με τα λόγια όσο με τα ίδια τα έργα.

Επειδή δηλαδή το θαύμα της αναστάσεως ήταν μεγάλο και απίστευτο, άρχισε τη θαυματοποιία με τα κατώτερα, κι’ έτσι συνήθισε την πίστη μας προς τα ανώτερα. Είναι αυτό που κάμει η μητέρα, τρέφοντας το νήπιο. Στην αρχή βάλλει το γάλα με τη θηλή στο απαλό και υγρό στόμα. Όταν όμως αποκτήσει πλέον δόντια και μεγαλώσει, του προσφέρει τον άρτο, όχι σκληρό και ακατέργαστο, ώστε να μην τραυματιστούν από τη σκληρότητα της τροφής τα απαλά και αγύμναστα ούλα∙ αλλά τον κάμει σύμμετρο και κατάλληλο προς τη δύναμιν του λαμβάνοντος, αφού τον μασήσει με τα δικά της δόντια. Έπειτα, καθώς προχωρεί η δύναμις, φέρει το νήπιο, που έχει συνηθίσει στα απαλότερα, βαθμιαίως προς τη στερεώτερη τροφή. Έτσι ο Κύριος, τρέφοντας την ανθρώπινη μικροψυχία με τα θαύματα, σαν νήπιο ατελές, πρώτα προλογίζει τη δύναμιν της αναστάσεως σε μια απεγνωσμένη νόσο, πράγμα που ήταν μεν μεγάλο κατόρθωμα, όχι όμως τόσο ώστε λεγόμενο ν’ απιστηθεί.

Πράγματι με επιτίμηση του πυρετού που κατέκαιε δυνατά την πεθερά του Σίμωνος, τέτοια μεταβολή του κακού προξένησε, ώστε αυτή που περίμεναν να πεθάνει κιόλας, να κατορθώσει να υπηρετήσει τους παρισταμένους. 
[(Λουκ. 4,38): Ἀναστὰς δὲ ἐκ τῆς συναγωγῆς εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος. ἡ πενθερὰ δὲ τοῦ Σίμωνος ἦν συνεχομένη πυρετῷ μεγάλῳ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν περὶ αὐτῆς. καὶ ἐπιστὰς ἐπάνω αὐτῆς ἐπετίμησε τῷ πυρετῷ, καὶ ἀφῆκεν αὐτήν· παραχρῆμα δὲ ἀναστᾶσα διηκόνει αὐτοῖς.
Μετάφρ.: Έπειτα δε από την θεραπείαν του δαιμονιώντος εξεκίνησε και ανεχώρησε από την συναγωγήν και επήγε στο σπίτι του Σιμωνος. Η δε πενθερά του Σιμωνος είχε μεγάλον πυρετόν και τον παρεκάλεσαν να την θεραπεύση. Και αφού επλησίασε και εστάθη από επάνω της, διέταξε τον πυρετόν και την αφήκεν αμέσως. Αυτή δε αμέσως εσηκώθη και χωρίς να αισθάνεται καμμίαν αδυναμίαν από την ασθένειάν της, τους υπηρετούσε].

Έπειτα προσθέτει λίγη δύναμη περισσότερη· ενεργεί ώστε ο υιός του βασιλικού αξιωματούχου, που ευρισκόταν σε σοβαρό κίνδυνο (διότι έτσι λέγει η ιστορία, ότι επρόκειτο ν’ αποθάνει, ενώ ο πατέρας του εφώναζε, «κατέβα πριν αποθάνει το παιδί») και πιστεύονταν ότι θ’ απέθαινε, ν’ αναστηθεί∙ ενέργησε το θαύμα με μεγαλύτερη δύναμη, διότι ούτε επλησίασε στον τόπο, αλλά απέστειλε από μακριά τη ζωή με την ισχύ της προσταγής. 
[(Ιω. 4, 46): λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλικός· Κύριε, κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν τὸ παιδίον μου. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πορεύου· ὁ υἱός σου ζῇ. καὶ ἐπίστευσεν ὁ ἄνθρωπος τῷ λόγῳ ᾧ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐπορεύετο. 
Μετάφρ.: Λεγει προς αυτόν ο βασιλικός· “Κυριε, σε παρακαλώ, κατέβα γρήγορα εις την Καπερναούμ πριν πεθάνη το παιδί μου”. Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “πήγαινε, το παιδί σου ζη και είναι καλά”].

Στη συνέχεια αναβαίνει βαθμιαίως στα υψηλότερα θαύματα. Τρέχοντας προς την κόρη του αρχισυναγώγου, εκουσίως σταμάτησε την οδοιπορία, για να ανακοινώσει τη θεραπεία της αιμορροούσης γυναικός, που είχε γίνει σιωπηρά, ώστε σ’ αυτό το διάστημα να κατανίκησει την ασθενή κόρη ο θάνατος. Μόλις λοιπόν η ψυχή της χωρίσθηκε από το σώμα και οι παρόντες έκλαιαν και εθρηνούσαν γοερά για το πάθημα, αυτός με τον προστακτικό του λόγο εσήκωσε πάλι το κοράσιο προς τη ζωή σαν από ύπνο· έτσι ανέβαζε την ανθρώπινη ασθένεια προς το ανώτερο με συνεχή πορεία. 
[(Μαρκ. 5,22): Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται. καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο; καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου. καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε. καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν. 
Μεταφρ.: Και έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι Ιάειρος, ο οποίος όταν τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του και τον παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις και έλεγε, ότι “η μικρά μου κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή και ζήση”. Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν. Και μια γυναίκα, η οποία έπασχεν επί δώδεκα έτη από αιμορραγίαν και είχε ταλαιπωρηθή πολύ από πολλούς ιατρούς, είχε δε εξοδεύσει όλα τα υπάρχοντά της, χωρίς να ίδη καμμίαν ωφέλειαν, αλλά μάλλον είχε έλθει στο χειρότερον, όταν ήκουσε δια τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς, ανεμίχθη με το πλήθος, ήλθε πίσω από τον Ιησούν και ήγγισε το ένδυμά του. Διότι έλεγε μέσα της, ότι “εάν και μόνον εγγίσω τα ενδύματά του, θα σωθώ”. Και αμέσως εξηράθηκε και έκλεισεν η πηγή, από την οποίαν έτρεχε το αίμα της, και αντελήφθη από την βελτίωσίν που ήλθε στο σώμα της, ότι ιατρεύθη από το βάσανον εκείνο. Και αμέσως ο Ιησούς αντελήφθη πολύ καλά, ως παντογνώστης, την δύναμιν που εβγήκεν από αυτόν και στραφείς στο πλήθος έλεγε· ποιός ήγγισε τα ενδύματά μου; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο;  Και έλεγον εις αυτόν οι μαθηταί του· βλέπεις τον όχλον να σε σπρώχνη από όλα τα σημεία και ερωτάς ποιός σε ήγγισε; Ο Ιησούς όμως περιέφερε γύρω το βλέμμα του, δια να ίδη αυτήν, που είχε κάμει αυτό. Η δε γυναίκα φοβισμένη και τρέμουσα, επειδή είχε πλέον αντιληφθή πολύ καλά την θεραπείαν, που της είχε γίνει, ήλθε και έπεσεν εις τα γόνατα εμπρός του και του είπεν όλην την αλήθειαν. Εκείνος δε της είπε· “κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνην εις την ψυχήν σου και να είσαι για πάντα υγιής και απηλλαγμένη από την βασανιστικήν ασθένειάν σου”. Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυναγώγου άνθρωποι λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς ακόμη τον διδάσκαλον;”. Ο δε Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνο πίστευε”. Και δεν αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου. Και έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει θόρυβον και βλέπει πολλούς να κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ. Και εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον θόρυβον με τας κραυγάς σας και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν. Αυτός όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα και τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο το παιδί. Και αφού έπιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό· “ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε εγώ ομιλώ, σήκω”. Και αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και μεγάλον θαυμασμόν. Και τους είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν με ένα τρόπον έντονον, κανείς να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των).]

Έπειτα υπερβαίνει κατά το θαύμα αυτά τα προηγούμενα και με υψηλότερη δύναμη ετοιμάζει στους ανθρώπους το δρόμο για την πίστη της αναστάσεως. Η Γραφή αναφέρει μια πόλη Ναΐν στην Ιουδαία. Ζούσε εκεί ένας υιός μονογενής κάποιας χήρας. Δεν ήταν υιός πού να βρίσκεται ακόμη ανάμεσα στα παιδάκια, αλλ’ είχε προχωρήσει στην εφηβική ηλικία. Ο λόγος τον ονομάζει νεανία. Η ιστορία διηγείται πολλά με λίγα λόγια· η διήγησις είναι καθ’ εαυτήν θρήνος. Χήρα ήταν, λέγει, η μητέρα του νεκρού. Βλέπεις το βάρος της συμφοράς, πώς με λίγα λόγια ο λόγος εξετραγώδησε το πάθημα; Διότι τί είναι το λεγόμενο; Ότι δεν υπήρχε γι’ αυτήν ελπίδα παιδοποιίας, που θα θεράπευε τη συμφορά για τον αποθανόντα, αφού η γυναίκα ήταν χήρα. Δεν μπορούσε επίσης να κοιτάξει προς άλλο παιδί αντί του απερχομένου, αφού το γέννημα ήταν μονογενής. Πόσο δε κακό είναι τούτο, είναι εύκολο να το δει ο καθένας, που δεν είναι αποξενωμένος από τη φύση. Μόνο από εκείνον εγνώρισε τις ώδινες, μόνο εκείνον έθρεψε με τους μαστούς της∙ μόνο αυτός της χαροποιήσου το τραπέζι της∙ μόνο αυτός ήταν η χαρά του σπιτιού της, παίζοντας, σοβαρεύοντας, ασκούμενος, χαρούμενος, σε εξόδους, σε παλαίστρες, σε νεαρές συντροφιές∙ κάθε τι πού είναι γλυκύ και πολύτιμο για τους οφθαλμούς της μητέρας, εκείνος ήταν, τώρα που ερχόταν σε ηλικία γάμου, ο βλαστός του γένους, ο κλάδος της οικογενειακής διαδοχής, η ράβδος των γηρατειών. Αλλά και το θέμα της ηλικίας, αύξανε τον θρήνο. Διότι ο Κύριος που είπε «νεανίσκε» ανέφερε το άνθος της μαραμένης νεότητος, καθώς μόλις εμφανιζόταν το χνούδι στο πρόσωπο, τα γένια δεν είχαν βαθύνει ακόμη και τα μάγουλά του έλαμπαν από την ομορφιά. Τί μπορούσε λοιπόν να πάσχει γι’ αυτόν η μητέρα; Σαν να καταφλέγεται από φωτιά μέσα στα σπλάγχνα, να θρηνεί γι’ αυτόν ακατάπαυστα αγκαλιάζοντας το προκείμενο πτώμα, ώστε να μην επισπευσθεί η κηδεία του νεκρού αλλά να πλημμυρίζει από πάθος παρατείνοντας τους οδυρμούς επάνω απ’ αυτόν για πολλή ώρα. Ούτε τούτο δεν το παράλειψε ο λόγος, που λέγει∙ «καθώς την είδε ό Ιησούς, την ευσπλαγχνίσθηκε, επλησίασε κι’ άγγιξε την σορό, ενώ αυτοί που την εβάσταζαν εσταμάτησαν. Και λέγει στον νεκρό· νεαρέ, σου λέγω, σήκω· και τον παρέδωσε ζωντανό στη μητέρα του». Έτσι λοιπόν, ενώ δεν ήταν μικρό το διάστημα αφ’ ότου πέθανε ο νέος, αλλά πάντως τόσο ώστε να μην έχει αποτεθεί στον τάφο, γίνεται από τον Κύριο το μεν θαύμα μεγαλύτερο, το δε πρόσταγμα ίσο.
[(Λουκ. 7,11): Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ. καὶ ἐξῆλθεν ὁ λόγος οὗτος ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ περὶ αὐτοῦ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ.
Μετάφρ.: Έπειτα από αυτά, επήγαινε ο Ιησούς προς την πόλιν Ναΐν. Και μαζή του επήγαιναν αρκετοί μαθηταί του και λαός πολύς. Μόλις δε επλησίασε εις την πύλην της πόλεως και ιδού εγίνετο η εκφορά ενός νεκρού, ο οποίος ήτο μονογενής υιός εις μητέρα χήραν και αποστράτευτον και πολύς λαός με πολλήν συμπάθειαν προς αυτήν παρακολουθούσε μαζή της την κηδείαν. Και όταν την είδε ο Κυριος, την ευσπλαγχνίσθη και της είπε· “μη κλαίεις”. Και αφού επλησίασε, ήγγισε το φέρετρον, ενώ εκείνοι που το εκρατούσαν εσταμάτησαν, και είπε· “νεανίσκε, εις σε λέγω· Σηκω”. Και αμέσως εσηκώθη και εκάθισε ο νεκρός και ήρχισε να ομιλή. Ο δε Ιησούς έδωκε αυτόν εις την μητέρα του. Και κατέλαβε φόβος όλους και εδόξαζαν τον Θεόν λέγοντες ότι “προφήτης μέγας παρουσιάσθη μεταξύ μας και ότι ο πανάγαθος Θεός επεσκέφθηκε τον λαόν του”. Και διεδόθη το γεγονός της αναστάσεως του νεκρού εκ μέρους του Χριστού εις όλην την Ιουδαίαν και εις τας πλησίον γειτονικάς χώρας. (Οτι δηλαδή ο Ιησούς με ένα λόγον, χωρίς καμμίαν δυσκολίαν και χρονοτριβή ανέστησε τον νεκρόν)].

Έπειτα η θαυματοποιία προχωρεί σε υψηλότερο σημείο ώστε να πλησιάσει τα φαινόμενα περισσότερο προς το απιστούμενο θαύμα για την ανάσταση. Ασθενούσε κάποιος από τους στενούς φίλους του Κυρίου, που ονομαζόταν Λάζαρος. Ο Κύριος εματαίωσε την επίσκεψιν στο φίλο και επήγε μακριά, για να εύρει ο θάνατος τόπο και δύναμιν κατά την απουσία της ζωής να διενεργήσει τα δικά του με την νόσο (αρρώστια). Ανακοινώνει ο Κύριος στους μαθητές το πάθος του Λαζάρου κατά τη Γαλιλαία, αλλά και το ξεκίνημα προς αυτόν για να σηκώσει τον κατακείμενον. Εκείνοι ήσαν περίτρομοι εξ αιτίας της ωμότητος των Ιουδαίων, θεωρώντας δύσκολο και επικίνδυνο να έλθουν πάλι στην Ιουδαία ανάμεσα στους ζητούντες να τον φονεύσουν. Γι’ αυτό καθυστέρησαν και ανέβαλαν κάμποσον καιρό την επάνοδο από τη Γαλιλαία. Αλλά η εξουσία του Κυρίου υπερίσχυσε και οι μαθητές οδηγήθηκαν από αυτόν, για να μυηθούν κατά κάποιον τρόπο στα προμυστήρια της καθολικής αναστάσεως στη Βηθανία. Ήταν τέσσερις ήμερες μετά το θάνατο∙ όλα τα καθορισμένα είχαν τελεσθεί στον νεκρό, το σώμα του είχε κατεκρύβη στον τάφο∙ όπως είναι εύλογο, είχε ήδη πρησθεί, διαλυόταν από τη φθορά, διότι το σώμα αποσυντίθετο από τη μούχλα της γης και κομματιαζόταν από την πίεση. Είναι αποτρόπαιο το πράγμα, αν βιαζόταν η φύσις ν’ αποδώσει πάλι στη ζωή το διαλυθέν στη δυσωδία.

Τότε το απιστούμενο έργο της καθολικής αναστάσεως φέρεται σε απόδειξη με ένα εναργέστερο θαύμα. Διότι τώρα δεν σηκώνεται κάποιος από βαρειά νόσο ούτε επαναφέρεται στη ζωή τη στιγμή που ευρισκόταν στις τελευταίες αναπνοές του ούτε ζωοποιείται παιδί που επέθανε προ ολίγου ούτε ανασηκώνεται πάλι από τη σορό νεαρός που οδηγείται στον τάφο. Αλλά ένας άνδρας ηλικιωμένος, νεκρός, έωλος, πρησμένος, διαλυμένος, ώστε ούτε οι συγγενείς του να μη θέλουν να πλησιάσει ο Κύριος στον τάφο, εξ αιτίας της αηδίας που παρουσίαζε το αποσυντεθειμένο σώμα∙ αυτός λοιπόν (ο Λάζαρος) με μια κλήση ζωοποιείται κι’ έτσι επιβεβαιώνει το κήρυγμα της αναστάσεως, δηλαδή το προσδοκώμενο επί του κοινού, το οποίο μάθαμε με την πείρα από το επιμέρους. Όπως δηλαδή κατά την αναστοιχείωση του παντός, λέγει ο απόστολος ότι θα κατεβή ο ίδιος ο Κύριος μ’ ένα πρόσταγμα, με φωνή αρχαγγέλου, και με σάλπιγγα θ’ αναστήσει τους νεκρούς σε αφθαρσία· έτσι και τώρα ο ευρισκόμενος μέσα στον τάφο με τη φωνή του προστάγματος απέσεισε τον θάνατο σαν να ήταν ύπνος και αποτίναξε από επάνω του τη διαφθορά που είχε προκληθεί από τη νεκρότητα, βγαίνει άρτιος και σώος από τον τάφο, χωρίς ούτε οι επίδεσμοι στα πόδια και στα χέρια να εμποδίσουν την έξοδό του.

Άραγε είναι μικρά πράγματα τούτα για την πίστη στην ανάσταση των νεκρών ή ζητείς να σου επιβεβαιωθεί και με άλλα παραδείγματα η κρίσις περί τούτου; Αλλά νομίζω ότι ο Κύριος δεν είχε πει ματαίως στους κατοίκους της Καπερναούμ, λέγοντας σαν εκ μέρους των ανθρώπων προς τον εαυτό του, «οπωσδήποτε θα μου ειπείτε τούτη την παραβολή∙ ιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου». Διότι έπρεπε, αφού συνήθισε τους ανθρώπους με άλλα σώματα στο θαύμα της αναστάσεως, να βεβαιώσει τον λόγο στον καθ’ εαυτόν άνθρωπο. Είδες το κήρυγμα ενεργό σε άλλους∙ τους μέλλοντες ν’ αποθάνουν, το παιδί που μόλις είχε παύσει να ζει, τον νεαρό προς τον τάφο, τον αποσυνθεμένο νεκρό, όλους να επανέρχονται προς τη ζωή εξ ίσου μ’ ένα πρόσταγμα. Ζητείς κι’ εκείνους που επέθαναν με τραύματα και αίμα, μη τυχόν κάποια ατονία επ’ αυτών λύει τη χάριν της ζωοποιού δυνάμεως; Ίδε αυτόν που διαπεράσθηκε στην πλευρά με λόγχη. Πέρασε τα δάκτυλά σου μέσα από τους τύπους των καρφιών. Βάλε το χέρι σου μέσα στο τραύμα από τη λόγχη. Ασφαλώς αντιλαμβάνεσαι πόσο μπόρεσε να εισδύσει μέσα η αιχμή από το πλάτος του τραύματος, αναλογιζόμενος την προς τα μέσα διέλευση. Διότι η πληγή που εχώρεσε ανθρώπινο χέρι, πόσο βαθιά υποδεικνύει ότι μπήκε ο σίδηρος; Αν λοιπόν αυτός αναστήθηκε, εύκολο θα ήταν να επαναλάβουμε το αποστολικό, «πώς λοιπόν λέγουν μερικοί ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών;». 

Επειδή λοιπόν κάθε πρόρρησις του Κυρίου επιδεικνύεται αληθινή από τη μαρτυρία των γεγονότων (και δεν μάθαμε τούτο μόνο με λόγο, αλλά λάβαμε εμπράκτως την απόδειξη της επαγγελίας από εκείνους που επανήλθαν στη ζωή με την ανάσταση), τότε ποιά αιτιολογία υπολείπεται σ’ αυτούς που δεν πιστεύουν; Δεν θα ειπούμε, χαίρετε, σ’ αυτούς που παραχαράσσουν την αγνή πίστη με την ψευδοφιλοσοφία και κενή απάτη, ώστε να κρατήσουμε την απλή ομολογία, αφού μάθαμε με λίγα λόγια δια του προφήτη τον τρόπο της χάριτος με όσα λέγει, «θ’ αφαιρέσεις το πνεύμα τους, και θα εκλείψουν και θα επιστρέψουν στο αρχικό τους χώμα∙ θα εξαποστείλεις το Πνεύμα σου, και θα κτισθούν και θα ανακαινίσεις το πρόσωπο της γης»; Εκεί όπου λέγει ότι ευφραίνεται ο Κύριος για τα έργα του, εφ’ όσον εκλείπουν οι αμαρτωλοί από τη γη. Πράγματι πώς θα ονομασθεί κάνεις αμαρτωλός, όταν αμαρτία δεν θα υπάρχει;

Το πρωτότυπο κείμενο

Πῶς ἄν τις καὶ τῶν ἔξωθεν προσαχθείη πιστεῦσαι τῇ Γραφῇ περὶ τῆς ἀναστάσεως διδασκούσῃ. 

Ἀλλ' ἴσως τις πρὸς τὰ διαλυθέντα σώματα βλέπων, καὶ πρὸς τὸ μέτρον τῆς ἰδίας δυνάμεως τὸ Θεῖον κρίνων, τὸν τῆς ἀναστάσεως λόγον ἀδύνατον εἶναί φησι, καὶ στήσεσθαι τὰ νῦν κινούμενα, καὶ ἀναστήσε σθαι· τὰ νῦν μὴ κινούμενα μὴ ἐνδέχεσθαι λέγων· ἀλλ' ὁ τοιοῦτος πρῶτον μὲν καὶ μέγιστον ποιείσθω τεκμήριον τῆς κατὰ τὴν ἀνάστασιν ἀληθείας, τὸ τοῦ κηρύγματος αὐτῆς ἀξιόπιστον· ἡ δὲ τῶν λεγομένων πί στις ἐκ τῆς τῶν λοιπῶν τῶν προῤῥηθέντων ἐκβάσεως τὸ ἀσφαλὲς ἔχει. Ἐπειδὴ γὰρ πολλούς τε καὶ παντοδαποὺς παρέθετο λόγους ἡ θεία Γραφὴ, δυνατόν ἐστιν ὅπως ἂν ἔχῃ ψεύδους ἢ ἀληθείας τὰ λοιπὰ τῶν εἰρημένων θεασαμένους, δι' ἐκείνων καὶ τὸ περὶ τῆς ἀναστάσεως δόγμα κατανοῆσαι. Εἰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις ψευδεῖς οἱ λόγοι, καὶ διεσφαλμένοι τῆς ἀληθείας ἐλέγχονται, οὐδὲ τοῦτο πάντως ἐκτὸς ψεύδους ἐστίν. Εἰ δὲ τὰ ἄλλα πάντα μαρτυροῦσαν ἔχει τῇ ἀληθείᾳ τὴν πεῖραν, ἀκόλουθον ἂν εἴη δι' ἐκείνων καὶ τὴν περὶ τῆς ἀναστάσεως πρόῤῥησιν ἀληθῆ νομίσαι. 

Οὐκοῦν ἐπι μνησθῶμεν ἑνὸς ἢ δυοῖν τῶν προκατηγγελμένων, καὶ ἀντιπαραθῶμεν τοῖς προῤῥηθεῖσι τὴν ἔκβασιν, ὥστε γνῶναι δι' αὐτῶν, εἰ πρὸς τὴν ἀλήθειαν ὁ λόγος βλέπει. 

Τίς οὐκ οἶδεν ὅπως ἤνθει κατὰ τὸ ἀρχαῖον ὁ Ἰσραηλίτης λαὸς, πάσαις ταῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην δυναστείαις ἀντεγειρόμενος; οἷα ἦν τὰ βασίλεια κατὰ τὴν τῶν Ἱεροσολύμων πόλιν; οἷα τὰ τείχη; οἱ πύργοι; ἡ τοῦ ἱεροῦ μεγαλουργία; ἅπερ καὶ τοῖς μαθηταῖς τοῦ Κυρίου ἄξια θαύματος ἐνομίσθη, καὶ κατανοεῖν ἀξιοῦσι τὸν Κύριον, θαυμαστικῶς περὶ τὰ φαινόμενα διατεθέντες, ὡς ἡ τοῦ Εὐαγγελίου ἱστορία δηλοῖ, λέγοντες πρὸς αὐτόν· «Ποταπὰ τὰ ἔργα καὶ ποταπαὶ αἱ οἰκοδομαί!» ὁ δὲ τὴν ἐσομένην περὶ τὸν τόπον ἐρήμωσιν, καὶ τὸν ἀφανισμὸν τοῦ κάλλους ἐκείνου πρὸς τοὺς τὸ παρὸν θαυμάζοντας ὑποδείκνυσι, λέγων μηδὲν τῶν φαινομένων μετ' ὀλίγον ὑπολειφθήσεσθαι. 

Ἀλλὰ καὶ παρὰ τὸν τοῦ πάθους καιρὸν, αἱ μὲν γυναῖκες ἐπηκολούθουν θρηνοῦσαι τὴν ἄδικον ἐπ' αὐτῷ ψῆφον· οὔπω γὰρ εἰς τὴν τῶν γινομένων οἰκονομίαν ἀπέβλεπον· ὁ δὲ συμβουλεύει τὰ μὲν περὶ αὐτὸν γινόμενα σιωπᾷν· μηδὲ γὰρ εἶναι δακρύων ἄξια· ὑπερθέσθαι δὲ τὸν ὀδυρμὸν καὶ τὸν θρῆνον εἰς τὸν ἀληθῆ τῶν δακρύων καιρὸν, ὅταν περισχεθῇ τοῖς πολιορκοῦσιν ἡ πόλις, καὶ εἰς τοσοῦτον συνοχῆς ἔλθῃ τὰ πάθη, ὡς μακαριστὸν ἡγεῖσθαι τὸν μὴ γεννώμενον. Ἐν οἷς καὶ τὸ περὶ τὴν τεκνοφάγον προεμήνυσεν ἄγος, εἰπὼν μακαρισθήσεσθαι κατὰ τὰς ἡμέρας ἐκείνας τὴν γαστέρα τὴν ἄγονον. Ποῦ τοίνυν ἐκεῖνα τὰ βασίλεια; ποῦ τὸ ἱερόν; ποῦ τὰ τείχη· ποῦ τῶν πύργων αἱ προβολαί; ποῦ δὲ ἡ τῶν Ἰσραηλιτῶν δυνα στεία; οὐχ οἱ μὲν κατὰ πᾶσαν μικροῦ δεῖν τὴν οἰκουμένην ἄλλος ἀλλαχῆ διεσπάρησαν; τῇ δὲ τούτων καταστροφῇ συνηρειπώθη καὶ τὰ βασίλεια; 

Δοκεῖ γάρ μοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα προμηνῦσαι ὁ Κύριος, οὐ τῶν πραγμάτων χάριν (τί γὰρ τοσοῦτον ἦν τοῖς ἀκούουσι κέρδος τῶν πάντως ἐκβησομένων ἡ πρόῤ ῥησις; ἔγνωσαν γὰρ ἂν τῇ πείρᾳ, καὶ μὴ προμαθόντες τὸ γενησόμενον), ἀλλ' ὥστε διὰ τούτων αὐτοῖς καὶ τὴν περὶ τῶν μειζόνων πίστιν εἰς ἀκολουθίαν ἐλθεῖν. Ἡ γὰρ ἐν τούτοις διὰ τῶν ἔργων μαρτυρία, καὶ τῆς ἐν ἐκείνοις ἀληθείας ἐστὶν ἀπόδειξις.

Ὥσπερ γὰρ εἴ τινος γεωργοῦ τὴν τῶν σπερμάτων ὑφηγουμένου δύναμιν, ἀπιστεῖν συμβῇ τὸν τῆς γεωρ γίας ἀπείρατον, αὐτάρκης ἂν εἰς ἀπόδειξιν τῆς ἀληθείας ἦν τῷ γεηπόνῳ ἐν ἑνὶ σπέρματι τῶν ἐν τῷ με δίμνῳ κειμένων δείξαντι τὴν δύναμιν, καὶ περὶ τῶν λοιπῶν ἐγγυᾶσθαι. Ὁ γὰρ ἰδὼν τὸν ἕνα πυρὸν, ἢ τὴν μίαν κριθὴν, ἢ ὅ τι περ ἂν ἐν τῷ πληρώματι τοῦ με δίμνου τύχῃ, μετὰ τὸ ἐγκαταβληθῆναι
τῇ βώλῳ στά χυν γενόμενον, οὐκέτι ἂν διὰ τοῦ ἑνὸς, οὐδὲ περὶ τῶν λοιπῶν ἀπιστήσειεν. Οὕτως ἱκανή μοι δοκεῖ πρὸς μαρτυρίαν εἶναι τοῦ κατὰ τὴν ἀνάστασιν μυστηρίον, ἡ τοῖς λοιποῖς τῶν εἰρημένων συνομολογουμένη ἀλήθεια. Μᾶλλον δὲ καὶ αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως ἡ πεῖρα, ἥν οὐ διὰ λόγων τοσοῦτον, ὅσον δι' αὐτῶν τῶν ἔργων ἐδιδάχθημεν. 

Ἐπειδὴ γὰρ μέγα καὶ ὑπὲρ πίστιν ἦν τὸ κατὰ τὴν ἀνάστασιν θαῦμα, διὰ τῶν κα τωτέρων τῆς θαυματοποιίας ἀρξάμενος, ἡρέμα πως τὴν πίστιν ἡμῶν προσεθίζει τοῖς μείζοσι. Καθάπερ γάρ τις μήτηρ καταλλήλως τιθηνουμένη τὸ νήπιον, τέως μὲν ἁπαλῷ τε καὶ ὑγρῷ τῷ στόματι τὸ γάλα διὰ τῆς θηλῆς ἐντίθησιν· ὀδοντοφυοῦντι δὲ ἤδη καὶ αὐξανομένῳ προσάγει τὸν ἄρτον, οὐ τραχύν τε καὶ ἀκατέργαστον, ὡς ἂν μὴ περιξανθείη τῷ σκληρῷ τῆς τροφῆς τὸ τῶν οὔλων ἁπαλόν
τε καὶ ἀγύμναστον, ἀλλὰ τοῖς ἰδίοις ὀδοῦσι καταλεάνασα, σύμμετρόν τε καὶ κατάλληλον τῇ δυνάμει τοῦ προσφερομένου ἐποίησεν· εἶτα κατὰ προσθήκην τῆς δυνάμεως ἐπιδιδούσης, προσεθισθὲν τοῖς ἁπαλωτέροις ἠρέμα τὸ νήπιον προσάγει τῇ στερεωτέρᾳ τροφῇ· οὕτω τὴν ἀνθρωπί νην μικροψυχίαν ὁ Κύριος, οἷόν τι νήπιον ἀτελὲς διὰ τῶν θαυμάτων τρέφων καὶ τιθηνούμενος, πρῶτον μὲν ἐν ἀπεγνωσμένῃ νόσῳ τὴν τῆς ἀναστάσεως προοιμιάζεται δύναμιν, ὃ μέγα μὲν ἦν τῷ κατορθώματι, οὐ μὴν τοιοῦτον, οἷον ἀπιστεῖσθαι λεγόμενον.

Ἐπιτιμήσας γὰρ τῷ πυρετῷ σφοδρῶς τὴν πενθερὰν τοῦ Σίμωνος καταφλέγοντι, τοσαύτην ἐποίησε τοῦ κακοῦ τὴν μετάστασιν, ὡς πρὸς τὸ διακονεῖν τοῖς παροῦσιν ἐνισχύσαι τὴν ἤδη προσδοκωμένην τεθνήξεσθαι.

Εἴτα μικρόν τι τῇ δυνάμει προστίθησι, καὶ τοῦ βασιλικοῦ τὸν υἱὸν ἐν ὁμολογουμένῳ κινδύνῳ κείμενον (οὕτω γάρ φησιν ἱστορία, ὅτι ἔμελλε τελευτᾷν, τοῦ πατρὸς βοῶντος· «Κατάβηθι πρὶν ἀποθανεῖν τὸ παι δίον·») ἐνεργεῖ πάλιν τοῦ τεθνήξεσθαι πεπιστευμένου τὴν ἀνάστασιν, ἐν μείζονι τῇ δυνάμει τὸ θαῦμα κατεργασάμενος, τῷ μηδὲ πλησιάσαι τῷ τόπῳ, ἀλλὰ πόῤῥωθεν τῇ τοῦ προστάγματος ἰσχύϊ τὴν ζωὴν ἀποστεῖλαι.

Πάλιν δι' ἀκολουθίας τοῖς ὑψηλοτέροις ἐπαναβαίνει θαύμασι. Πρὸς γὰρ τὴν παῖδα τοῦ ἀρ χισυναγώγου ὁρμήσας, ἑκὼν ἔδωκε τῇ ὁδοιπορίᾳ σχο λὴν, τὴν ἴασιν τῆς αἱμοῤῥοΐας δημοσιεύων λαθοῦσαν, ὡς ἂν ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ κατακρατήσειε τῆς νοσούσης θάνατος. Ἄρτι τοίνυν τῆς ψυχῆς χωρισθείσης τοῦ σώματος, καὶ θορυβουμένων ἐν τῇ γοερᾷ κραυγῇ τῶν ἐπικωκυόντων τῷ πάθει, καθάπερ ἐξ ὕπνου τῷ προστακτικῷ λόγῳ διανίστησι πάλιν πρὸς τὴν ζωὴν τὸ κοράσιον, ὀδῷ τινι καὶ ἀκολουθίᾳ πρὸς τὸ μεῖζον ἀναλαμβάνων τὴν ἀνθρωπίνην ἀσθένειαν.

Εἶτ' ἐπὶ τούτοις ὑπερβαίνει τῷ θαύματι, καὶ δι' ὑψηλοτέρας δυνάμεως ὁδοποιεῖ τοῖς ἀνθρώποις τὴν περὶ τῆς ἀναστάσεως πίστιν. Νάϊν τινὰ πόλιν κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ἱστορεῖ Γραφή. Παῖς ἦν ἐν ταύτῃ μονογενὴς χήρᾳ τινὶ, οὐκέτι τοιοῦτος παῖς, οἷος ἐν μειρακίοις εἶναι, ἀλλ' ἤδη ἐκ παίδων εἰς ἄνδρας τελῶν. Νεανίαν αὐτὸν ὀνομάζει λόγος· πολλὰ δι' ὀλίγων διηγεῖται ἱστορία· θρῆνος ἄντικρύς ἐστι τὸ διήγημα. Χήρα, φησὶν, ἦν τοῦ τεθνηκότος μήτηρ. Ὁρᾷς τὸ βάρος τῆς συμφορᾶς, πῶς ἐν ὀλίγῳ τὸ πάθος λόγος ἐξετραγῴδησε; Τί γάρ ἐστι τὸ λεγόμενον, ὅτι οὐκ ἦν αὐτῇ παιδοποιίας ἐλπὶς, τὴν ἐπὶ τῷ ἐκλείποντι συμφορὰν θεραπεύουσα· χήρα γὰρ γυνή. Οὐκ εἶχε πρὸς ἕτερον ἀντὶ τοῦ κατοιχομένου βλέπειν· μονογενὴς γὰρ τόκος. Ὅσον δὲ τὸ ἐπὶ τούτῳ κακὸν, παντὶ ῥᾴδιον συνιδεῖν τῷ μὴ ἀπεξενωμένῳ τῆς φύσεως. Μόνον ἐν ὠδῖσιν ἐκεῖνον ἐγνώρισε, μόνον ταῖς θηλαῖς ἐτιθηνή σατο· μόνος αὐτῇ φαιδρὰν ἐποίει τὴν τράπεζαν· μόνος ἦν τῆς κατὰ τὸν οἶκον φαιδρότητος ἡ ὑπόθεσις· παίζων, σπουδάζων, ἀσκούμενος, φαιδρυνόμενος, ἐν προόδοις, ἐν παλαίστραις, ἐν συλλόγοις νεότητος· πᾶν ὅτι μητρὸς ὀφθαλμοῖν γλυκύ τε καὶ τίμιον, μόνος ἐκεῖνος ἦν. Ἤδη τοῦ γάμου τὴν ὥραν ἄγων, ὁ τοῦ γένους ὅρπηξ, ὁ τῆς διαδοχῆς κλάδος, ἡ βακτηρία τοῦ γήρους. Ἀλλὰ καὶ ἡ τῆς ἡλικίας προσθήκη, ἄλλος θρῆνος ἦν. Ὁ γὰρ νεανίαν εἰπὼν, τὸ ἄνθος εἶπε τῆς μαρανθείσης ὥρας, ἄρτι τοῖς ἰούλοις ὑπο χλοάζοντα, οὔπω τοῦ πώγωνος διὰ βάθους ὑποπιμπλάμενον, ἔτι τῷ κάλλει τῶν παρειῶν ὑποστίλβοντα. Τί τοίνυν πάσχειν εἰκὸς ἦν ἐπ' αὐτῷ τὴν μητέρα; οἱονεὶ πυρὶ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαταφλέγεσθαι, ὡς πικρῶς ἐπ' αὐτῷ παρατείνειν τὸν θρῆνον, περιπλεκομένην προκειμένῳ τῷ πτώματι, ὡς μὴ ἂν ἐπι σπεῦσαι τῷ νεκρῷ τὴν κηδείαν, ἀλλ' ἐμφορεῖσθαι τοῦ πάθους, ἐπιπλεῖστον αὐτῷ τοὺς ὀδυρμοὺς παρατείνουσαν· οὐδὲ τοῦτο παρῆκεν ὁ λόγος·« Ἰδὼν γὰρ αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς», φησὶν, «ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάσαντες ἔστησαν. Καὶ λέγει τῷ νεκρῷ· Νεανία, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι· καὶ παρέδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ ζῶντα». Ἤδη τοίνυν οὐκ ἐν ὀλίγῳ διαστήματι τοῦ νεκροῦ γεγενη μένου, καὶ ὅσον οὐδέπω ἐναποτεθέντος τῷ τάφῳ, γίνεται παρ' αὐτοῦ Κυρίου τὸ μὲν θαῦμα μεῖζον, τὸ δὲ πρόσταγμα ἶσον.

Ἔτι πρὸς τὸ ὑψηλότερον ἡ θαυματοποιία προέρχεται, ὡς ἂν μᾶλλον προσεγγίσειε τὰ φαινόμενα τῷ ἀπιστουμένῳ περὶ τὴν ἀνάστασιν θαύματι. Ἠσθένει τις τῶν συνήθων τῷ Κυρίῳ καὶ φίλων· Λάζαρος ὄνομα τῷ ἀσθενοῦντι. Καὶ παραιτεῖται ὁ Κύριος τὴν τοῦ φίλου ἐπίσκεψιν, πόῤῥω τοῦ νοσοῦντος γενόμενος, ὡς ἂν εὕροι χώραν καὶ δύναμιν ἐν τῇ τῆς ζωῆς ἀπουσίᾳ τὸ ἴδιον ἐργάζεσθαι διὰ τῆς νόσου ὁ θά νατος. Μηνύει τοῖς μαθηταῖς ὁ Κύριος κατὰ τὴν Γαλιλαίαν τὸ περὶ τὸν Λάζαρον πάθος· ἀλλὰ καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁρμὴν, ἐφ' ᾧ τε διαναστῆσαι τὸν κείμενον. Περιδεεῖς δὲ ἦσαν ἐκεῖνοι διὰ τὴν τῶν Ἰουδαίων ὠμότητα, χαλεπὸν καὶ κινδυνῶδες ποιούμενοι τὸ πάλιν ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἐν μέσῳ τῶν φονώντων γενέσθαι. Καὶ διὰ τοῦτο μέλλοντες καὶ ἀναβαλλόμενοι, χρόνῳ ποιοῦνται τὴν ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπάνοδον. Κατεκράθη γὰρ ἡ ἐξουσία, καὶ ἤγοντο παρὰ τοῦ Κυρίου οἱ μαθηταὶ, οἱονεὶ τὰ προτέλεια τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως ἐν Βηθανίᾳ μυηθησόμενοι. Τέσσαρες ἦσαν ἤδη μετὰ τὸ πάθος αἱ ἡμέραν πάντα ἐπεπλήρωτο τῷ κατοιχομένῳ τὰ νομιζόμενα, τάφῳ κατεκρύβη τὸ σῶμα. Ἐξῳδήκει κατὰ τὸ εἰκὸς ἤδη, καὶ πρὸς διαφθορὰν διελύετο, μυδῶντος ἐν τῷ εὐρῶτι τῆς γῆς, καὶ διαπίπτοντος ὑπ' ἀνάγκης τοῦ σώματος. Φευκτὸν ἦν τὸ πρᾶγμα, βιαζομένης τῆς φύσεως τὸ διαλυθὲν εἰς δυσωδίαν ἀποδιδόναι πάλιν τῷ ζῇν.

Τότε τὸ ἀπιστούμενον τῆς καθολικῆς ἀναστάσεως ἔργον δι' ἐναργεστέρου τοῦ θαύματος εἰς ἀπόδειξιν ἄγεται. Οὐδὲ γὰρ ἐκ νόσου τις ἀνίσταται χαλεπῆς, οὐδὲ πρὸς ταῖς τελευταίαις ὢν ἀναπνοαῖς εἰς τὴν ζωὴν ἐπανάγεται, οὐδὲ παιδίον ἀρτιθανὲς ζωοποιεῖται, οὐδὲ μέλλων τῷ τάφῳ προσάγεσθαι νεανίας πάλιν ἐκ τῆς σοροῦ ἀναλύεται· ἀλλ' ἀνὴρ τῶν ἐξώρων, νεκρὸς, ἕωλος, ἐξῳδηκὼς ἤδη, καὶ λελυμένος, ὡς μηδὲ τοῖς ἐπιτηδείοις ἀνεκτὸν εἶναι προσεγγίσαι τῷ τάφῳ τὸν Κύριον, διὰ τὴν ἐγκειμένην ἀηδίαν τοῦ διαπεπτωκότος σώματος, μιᾷ κλήσει ζωοποιηθεὶς πιστοῦται τὸ κήρυγμα τῆς ἀναστάσεως, τοῦτ' ἐστι, τὸ ἐπὶ τοῦ κοινοῦ προσδοκώμενον, ὃ ἐπὶ μέρους τῇ πείρᾳ ἐμάθομεν. Καθάπερ γὰρ ἐν τῇ τοῦ παντὸς ἀναστοιχειώσει, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, αὐτὸν καταβήσεσθαι τὸν Κύριον ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου, καὶ διὰ σάλπιγγος εἰς ἀφθαρσίαν τοὺς νεκροὺς διαναστήσειν· οὕτω καὶ νῦν οἷόν τινα ὕπνον τὸν θάνατον, τῇ φωνῇ τοῦ προστάγματος ὁ ἐν τῷ τάφῳ ἀποσεισάμενος, καὶ ἀποτινάξας ἑαυτοῦ τὴν ἐπιγινομένην διαφθορὰν τῇ νεκρότητι, ἄρτιος καὶ σῶος τοῦ τάφου ἐξάλλεται, μηδὲ τῷ δεσμῷ τῶν περὶ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας κειριῶν κωλυθεὶς πρὸς τὴν ἔξοδον.

Ἆρα μικρὰ ταῦτα πρὸς πίστιν τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως; Εἰ ζητεῖς καὶ δι' ἑτέρων βεβαιωθῆ ναί σοι τὴν περὶ τούτου κρίσιν; ἀλλά μοι δοκεῖ μὴ μάτην τοῖς κατὰ Καφαρναοὺμ εἰρηκέναι, ὡς ἐκ προσώπου τῶν ἀνθρώπων ὁ Κύριος τοῦτο πρὸς ἑαυτὸν λέγων· «Πάντως ἐρεῖτέ μοι τὴν παραβολὴν ταύτην· Ἰατρὲ, θεράπευσον σεαυτόν».  Ἔδει γὰρ ἐν ἑτέροις σώμασι προσεθίσαντα τοὺς ἀνθρώπους τῷ κατὰ τὴν ἀνάστασιν θαύματι, ἐν τῷ καθ' ἑαυτὸν ἀνθρώπῳ βεβαιῶσαι τὸν λόγον. Εἶδες ἐν ἑτέροις ἐνερ γὸν τὸ κήρυγμα. Τοὺς τεθνήξεσθαι μέλλοντας, τὸ παιδίον τὸ τοῦ ζῇν ἄρτι παυσάμενον, τὸν πρὸς τῷ τάφῳ νεανίαν, τὸν διεφθορότα νεκρὸν, πάντας κατὰ τὸ ἶσον ἐνὶ προστάγματι πρὸς τὴν ζωὴν ἀναλύοντας. Ζητεῖς καὶ τοὺς διὰ τραυμάτων καὶ αἵματος ἐν τῷ θανάτῳ γεγονότας, μή τις ἐπὶ τούτων ἀτονία τῆς ζωοποιοῦ δυνάμεως λύῃ τὴν χάριν; Εἶδε τὸν ἐν ἥλοις διαπερονηθέντα τὰς χεῖρας. Εἶδε τὸν τὴν πλευρὰν λόγχῃ διαπαρέντα. Διένεγκε τοὺς δακτύλους σου διὰ τῶν τύπων τῶν ἥλων. Ἔμβαλε τὴν χεῖρά σου τῷ ἐκ τῆς λόγχης τραύματι. Στοχάζῃ πάντως ἐπὶ πόσων εἰκὸς ἦν εἰς τὸ ἐντὸς τὴν αἰχμὴν διαδῦναι, διὰ τοῦ πλάτους τῆς ὠτειλῆς, τὴν ἐπὶ τὸ ἔσω πάροδον λογιζόμενος. Ἡ γὰρ εἴσοδον χειρὸς ἀνθρωπίνης χωρήσασα πληγὴ, πόσον ἐντὸς τοῦ βάθους γεγενῆσθαι τὸν σίδηρον ὑποδείκνυσιν; Εἰ οὖν οὗτος ἐγήγερται, εὔκολον ἂν εἴη τὸ ἀποστολικὸν ἐπιφθέγξασθαι· «Πῶς λέγουσί τινες, ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν;»

Ἐπειδὴ τοίνυν πᾶσα μὲν πρόῤῥησις τοῦ Κυρίου διὰ τῆς τῶν γεγονότων μαρτυρίας ἀληθὴς ἐπιδείκνυται, τοῦτο δὲ οὐ λόγῳ μεμαθήκαμεν μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐ τῶν τῶν ἐπὶ τὴν ζωὴν ἐξ ἀναστάσεως ἐπανελθόντων, ἔργῳ τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἐπαγγελίας ἐλάβομεν· τίς ὑπολείπεται τοῖς μὴ πιστεύουσιν ἀφορμή; Οὐκ, Ἔῤῥωσθε, φράσαντες τοῖς διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης παρακρουομένοις τὴν ἀκατάσκευον πίστιν, ψιλῆς ἑξόμεθα τῆς ὁμολογίας; μαθόντες ἐν ὀλίγῳ διὰ τοῦ Προφήτου τὸν τρόπον τῆς χάριτος, δι' ὧν φησιν· «Ἀντανελεῖς τὸ πνεῦμα αὐτῶν, καὶ ἐκλείψουσι, καὶ εἰς τὸν χοῦν αὐτῶν ἐπιστρέψουσιν. Ἐξ αποστελεῖς τὸ Πνεῦμά σου, καὶ κτισθήσονται, καὶ ἀνακαινιεῖς τὸ πρόσωπον τῆς γῆς». Ὅτε καὶ εὐφραίνεσθαι τὸν Κύριον ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ λέ γει, ἐκλειπόντων τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ τῆς γῆς. Πῶς γάρ τις ἐξ ἁμαρτίας ὀνομασθήσεται, τῆς ἁμαρτίας οὐκ οὔσης;


Δεν υπάρχουν σχόλια: