Σάββατο 17 Ιουλίου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (29)

 Συνέχεια από Τετάρτη, 14 Ιουλίου 2021


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29
Απόδειξη ότι η αίτια της υπάρξεως είναι μια και η αυτή στην ψυχή και στο σώμα

Αλλά, εφ’ όσον ένας είναι ο άνθρωπος, συνιστάμενος από ψυχή και σώμα, πρέπει να δεχόμαστε μια και κοινή την αρχή της συστάσεώς του, ώστε να μη καθίσταται ο ίδιος προγενέστερος και νεώτερος εαυτού, έχοντας το μεν σωματικό πρότερο, το δε άλλο ύστερο. Έτσι κατά μεν την προγνωστική δύναμη του Θεού, σύμφωνα με την λόγο που παρατέθηκε λίγο παραπάνω, πρέπει να λέγουμε ότι όλο το ανθρώπινο πλήρωμα προϋφίσταται· συμμαρτυρεί μάλιστα γι’ αυτό και η προφητεία που λέγει ότι ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους [Δανιήλ - Σωσάννα:  ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος ὁ τῶν κρυπτῶν γνώστης, ὁ εἰδὼς τὰ πάντα πρὶν γενέσεως αὐτῶν]. Κατά τη δημιουργία όμως του κάθε ανθρώπου χωριστά δεν πρέπει να προθέτουμε το ένα στοιχείο από το άλλο, ούτε την ψυχή πριν από το σώμα ούτε το αντίστροφο, ώστε να μη στασιάζει προς τον εαυτό του ο άνθρωπος μεριζόμενος κατά τη χρονική διαφορά.

Πράγματι, εφ’ όσον η φύσις μας νοείται διπλή, κατά την αποστολική διδασκαλία, αποτελείται δηλαδή από τον φαινόμενο και τον κεκρυμμένο άνθρωπο, αν το μεν ένα προϋπάρχει, το δε άλλο είναι μεταγενέστερο, θ’ αποδειχθεί ατελής η δύναμις του δημιουργού· μη επαρκώντας σε όλα συγχρόνως η δύναμις αυτή διαιρείται κατά το έργο και ασχολείται με το κάθε ήμισυ χωριστά. Αλλ’ όπως στο σιτάρι ή σε άλλο σπαρτικό δεχόμαστε ότι σε κάθε στάχυ συμπεριλαμβάνεται κατά δύναμιν όλο το είδος, το χόρτο, η καλάμη, οι ενδιάμεσες ζώνες, ο καρπός, τα άγανα, και δεν ισχυριζόμαστε ότι προϋπάρχει ή προγίνεται κανένα από αυτά κατά φυσικό λόγο, αλλά λέγουμε ότι η εγκειμένη στο σπέρμα δύναμις φανερώνεται με κάποια τάξιν φυσική, χωρίς όμως να υπεισέρχεται άλλη φύσις· κατά τον ίδιο λόγο πιστεύουμε ότι και η ανθρωπίνη σπορά κατά το πρώτο ξεκίνημα τής συστάσεως έχει συγκεντρωμένη τη δύναμιν τής φύσεως, ότι εξαπλώνεται και φανερώνεται με μια φυσική πορεία που προχωρεί προς το τέλειο, χωρίς να προσλαμβάνει τίποτε των έξωθεν σαν αφορμή (αίτιο) της τελειώσεως, αλλά προάγοντας τον εαυτό της προς το τέλειο δι’ ακολουθίας. Κι’ έτσι δεν θεωρούμε ορθό ότι προϋπάρχει η ψυχή του σώματος ούτε ότι προϋπάρχει το σώμα χωρίς ψυχή, άλλα δεχόμαστε ότι και των δύο η αρχή είναι μία, που κατά μεν τον υψηλότερο λόγο καταβλήθηκε στο πρώτο βούλημα του Θεού, κατά τον άλλο ευρίσκεται μέσα στις αφορμές της γενέσεως.

Όπως δηλαδή δεν είναι δυνατό να δούμε την κατά μέλη διάρθρωση στο σπέρμα που εισφέρεται για τη σύλληψη του σώματος πριν από τη διάπλασή του, έτσι ούτε της ψυχής τις ιδιότητες δεν είναι δυνατό να εννοήσουμε σ’ αυτό, πριν εμφανισθούν ενεργώς. Και όπως δεν θα μπορούσε κανείς ν’ αμφιβάλει ότι εκείνο το εναποτεθειμένο σπέρμα σχηματίζεται στην ποικιλία των άρθρων και σπλάγχνων, κι’ αυτό όχι με την είσοδο κάποιας άλλης δυνάμεως αλλά με την κατά τρόπο φυσικό μετατροπή τής μέσα τοποθετημένης εγκειμένης δυνάμεως προς την ενέργεια της· παρόμοια είναι δυνατό να υποθέσουμε αναλόγως και περί της ψυχής, ότι κι αν ακόμη δεν διακρίνεται με ορισμένες ενέργειες στο φαινόμενο σπέρμα, παρά ταύτα υπάρχει σ’ αυτό.

Πράγματι και το είδος του μέλλοντος να συσταθεί ανθρώπου υπάρχει σ’ αυτό εν δυνάμει, αλλά διαφεύγει την παρατήρηση, διότι δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί πριν από την αναγκαία ανάπτυξη. Έτσι και η ψυχή, ευρίσκεται σ’ εκείνο το σπέρμα και χωρίς να φαίνεται, θα φανεί δε δια της οικείας φυσικής ενεργείας της, καθώς αναπτύσσεται μαζί με τη σωματική αύξηση. Επειδή δηλαδή η δύναμις προς σύλληψη δεν προέρχεται από νεκρό σώμα, αλλά από έμψυχο και ζωντανό, γι’ αυτό ισχυριζόμαστε ότι είναι εύλογο να μην θεωρούμε νεκρό και άψυχο το προερχόμενο από ζωντανό σπέρμα για την αφορμή (το ξεκίνημα) της ζωής. Διότι το άψυχο στη σάρκα είναι οπωσδήποτε και νεκρό. Η δε νεκρότης προκαλείται από τη στέρηση της ψυχής. Δεν θα μπορούσε δε να χαρακτηρίσει κανείς επί τούτου τη στέρηση πρεσβύτερη από την κατοχή, αν βέβαια θεωρηθεί ότι το άψυχο, που είναι νεκρότης, είναι πρεσβύτερο της ψυχής.

Εάν δε ζητήσει κανείς και εναργέστερο τεκμήριο του ότι ζει εκείνο το μέρος που γίνεται αρχή του κατασκευαζόμενου ζώου, είναι δυνατό και από άλλα σημεία, δια των οποίων διακρίνεται το έμψυχο από το νεκρό, να σχηματίσουμε και για τούτο γνώμη. Πράγματι τεκμήριο ζωής επί των ανθρώπων θεωρούμε το να είναι κανείς θερμός και ενεργός και κινούμενος. Επί των σωμάτων δε το να είναι κάποιο κατεψυγμένο και ακίνητο δεν είναι τίποτε άλλο παρά νεκρότης. Επειδή λοιπόν θεωρούμε ένθερμο και ενεργό τούτο, για το όποιο ομιλούμε, το έμβρυο, με αυτά αποδεικνύουμε και ότι δεν είναι άψυχο. Αλλ’ όπως κατά το σωματικό μέρος του δεν το αποκαλούμε σάρκα και οστά και τρίχες και όσα άλλα υπάρχουν στο ανθρώπινο σώμα, αλλά δεχόμαστε ότι εν δυνάμει είναι καθένα από αυτά, δεν φαίνεται όμως ακόμη τούτο αισθητικώς· έτσι και κατά το ψυχικό μέρος δεν ισχυριζόμαστε ότι υπάρχουν σ’ αυτό το έμβρυο το λογικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές, και όσα άλλα παρατηρούνται στην ψυχή, αλλά ότι ανάλογα με την κατασκευή και τελείωσιν του σώματος συναναπτύσσονται και οι ενέργειες της ψυχής στο υποκείμενο. Όπως δηλαδή ο άνθρωπος, όταν τελειωθεί, έχει την ενέργεια της ψυχής διαφαινόμενη, έτσι στην αρχή της συστάσεώς δεικνύει μέσα του (εφ’ εαυτού) την κατάλληλη και σύμμετρη προς την παρούσα ανάγκη συνέργεια της ψυχής, με το να κατασκευάζει αυτή για τον εαυτό της το ταιριαστό κατοικητήριο δια της ύλης που έχει τοποθετηθεί μέσα. Διότι λογιζόμεθα ότι δεν είναι δυνατό να προσαρμόζεται η ψυχή σε αλλότριες οικοδομές, όπως δεν είναι δυνατό η σφραγίδα επάνω στο κερί να προσαρμοσθεί προς άλλο ανάγλυφο.

Όπως δηλαδή το σώμα από ελάχιστο σ’ έκταση και δομή προχωρεί προς το τέλειο, έτσι και η ενέργεια της ψυχής, καταλλήλως φυτρώνοντας (εμφυομένη) στο υποκείμενο, προάγεται και συναύξεται μαζί με αυτό. Κατά την πρώτη κατασκευή της, σαν ρίζας κρυμμένης μέσα στη γη προηγείται μόνη η αυξητική και θρεπτική δύναμίς της. Διότι δεν χωρεί περισσότερο η βραχύτης του δεχομένου. Έπειτα, καθώς το φυτό προβαίνει στο φως και δείχνει τον βλαστό στον ήλιο, επανθεί η αισθητική χάρις. Αφού δε σκληρυνθεί και φθάσει σε σύμμετρο μήκος, αρχίζει η λογική δύναμις να διαλάμπει χωρίς να παρουσιάζεται όλη απότομα, αλλά συναυξανομένη δι’ επιμελείας με την τελείωσιν του οργάνου, και καρποφορώντας τόσο, όσο χωρεί η δύναμις του υποκειμένου.

Αν όμως ζητείς τις ψυχικές ενέργειες στην πλάσιν του σώματος, πρόσεχε τον εαυτό σου, λέγει ο Μωυσής, και θα διαβάσεις την Ιστορία των έργων της ψυχής σαν σε βιβλίο. Διότι η ίδια η φύσις σου διηγείται καθαρότερα από κάθε λόγο τις ποικίλες ασχολίες της ψυχής μέσα στο σώμα, τόσο στις γενικές όσο και στις επί μέρους ενέργειες της. Αλλά νομίζω ότι είναι περιττό να αναπτύσσουμε με το λόγο τα συμβαίνοντα μέσα μας, σαν να διηγούμαστε κάποιο απόμακρο θαύμα. Πράγματι ποιός, αφού βλέπει τον εαυτό του, έχει ανάγκη να διδάσκεται με το λόγο τη οικεία φύσιν του; Διότι, όταν κατανοήσει τον τρόπο της ζωής και αντιληφθεί πόσο κατάλληλο για κάθε ζωτική ενέργεια είναι το σώμα, είναι δυνατό να γνωρίσει με τι πράγμα ασχολήθηκε το φυσικό της ψυχής κατά την πρώτη διάπλαση του γινομένου, ώστε και μ’ αυτό να είναι φανερό στους συνετούς ότι το σπέρμα που αποσπάσθηκε από το ζωντανό σώμα για τη φύτευση του ζώου δεν έγινε νεκρό και άψυχο στο εργαστήριο της φύσεως.

Πράγματι και των καρπών την ψίχα και των ριζών τις αποσπάδες (υποφυάδες) τις παραχώνουμε μέσα στη γη, χωρίς να έχουν νεκρωθεί από την εγκειμένη ζωτική δύναμιν που ενυπάρχει στην φύση, αλλά διατηρώντας μέσα τους (στον εαυτό τους) κρυμμένη και πάντως ζωντανή την ιδιότητα του πρωτοτύπου. Την τέτοια δύναμιν δεν την εμβάλλει απ’ έξω η γύρωθε γη ενσταλάζοντάς την αφ’ εαυτής, διότι τότε και τα νεκρά ξύλα θα φέρονταν σε βλάστηση, αλλά ενυπάρχουσα την καθιστά φανερή, τρέφοντας την με την ικμάδα της και τελειοποιώντας το φυτό σε ρίζα και φλοιό και εντεριώνη (ψίχα) και εκφύσεις των κλάδων. Τούτο δεν θα ήταν δυνατό να γίνει, αν δεν είχε καταβληθεί (μέσα στο σπέρμα) κάποια φυσική δύναμις, η οποία προσελκύοντας στον εαυτό της τη συγγενή και κατάλληλη από τα παρακείμενα τροφή γίνεται θάμνος ή δένδρο ή στάχυς ή κάποιο φρυγανικό βλάστημα.

ΓΙΑ ΟΣΟΥΣ ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ, ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗ

Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ.

Ἐσὺ ποὺ μοῦ ἔδωσες μὲ τὴ θέλησή Σου τὴ σάρκα Σου γιὰ τροφή μου,
Ποὺ ῾σαι φωτιὰ καὶ καῖς τοὺς ἀναξίους,
μὴ μὲ κατακάψεις, Πλαστουργέ μου,
ἀλλὰ πέρνα μέσα ἀπ᾿ τὶς ἑνώσεις τῶν μελῶν μου,
στὶς κλειδώσεις, τὰ νεφρὰ καὶ τὴν καρδιά μου.

Κάψε τ᾿ ἀγκάθια ὅλων μου τῶν παραπτωμάτων.

Καθάρισέ μου τὴν ψυχή, ἁγίασε τὸ νοῦ μου,
στήριξε τὰ πόδια μου κι ὅλα τὰ κόκκαλά μου·
φώτισε καὶ τὶς πέντες αἰσθήσεις μου,
καθήλωσέ με ὁλόκληρο στὸ φόβο Σου.

Πάντα σκέπαζέ με, προστάτευε καὶ φύλασσέ με
ἀπὸ κάθε ἔργο καὶ λόγο ψυχοφθόρο.

Κράτα με ἁγνὸ καὶ καθαρὸ κι ὁδήγησέ με·
ὀμόρφυνε, συνέτιζε καὶ φώτιζέ με.
Ἀνάδειξέ με κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος μόνο
κι ὄχι κατοικητήριο τῆς ἁμαρτίας·
ὥστε ὡς δικό Σου κατοικητήριο, ἀφοῦ τὴν θεία Κοινωνία θὰ ῾χω λάβει,
σὰν τὴ φωτιὰ νὰ μὲ ἀποφεύγει κάθε κακοῦργος καὶ κάθε πάθος.

Σοῦ φέρνω πρεσβευτὲς ὅλους τοὺς ἁγίους,
τὶς ταξιαρχίες τῶν Ἀσωμάτων Δυνάμεων,
τὸν Πρόδρομό Σου, τοὺς σοφοὺς Ἀποστόλους,
καὶ μαζὶ μ᾿ ἐκείνους τὴν ἄχραντη κι ἁγνὴ Μητέρα Σου.
Ὅλων αὐτῶν τὶς μεσιτεῖες δέξου, Εὔσπλαγχνε Χριστέ μου,
καὶ ἀνάδειξέ με γιὸ τοῦ φωτός, ἐμένα ποὺ Σὲ λατρεύω.

Γιατὶ Ἐσύ ῾σαι, Ἀγαθέ, ὁ μόνος ἁγιασμός μας
καὶ τῶν ψυχῶν μας ἡ λαμπρότης,
κι ὅπως Σοῦ ἁρμόζει, ὡς Θεὸ καὶ Δεσπότη,
Σὲ δοξολογοῦμε ὅλοι κάθε ἡμέρα.


1 σχόλιο:

Θωμάς είπε...


https://amethystosbooks.blogspot.com/2020/09/blog-post_83.html