Τετάρτη 7 Ιουλίου 2021

Χρυσόστομος Σταμούλης: Η μεγάλη μας ήττα είναι η αδυναμία μας να διαλεχθούμε με το πραγματικό

 Χρυσόστομος Σταμούλης: 
Η μεγάλη μας ήττα είναι η αδυναμία μας να διαλεχθούμε με το πραγματικό

«[…] η εικόνα που σήμερα διαμορφώνεται στη δημόσια πλατεία για την Εκκλησία δεν είναι η καλύτερη δυνατή» διαβάζουμε στο νέο βιβλίο του και συμφωνούμε. Κι όμως, εάν η εκκλησία είχε περισσότερους ανθρώπους σαν τον ίδιο, η εικόνα της και συνάμα η επαφή της τόσο με την κοινωνία όσο και τον άνθρωπο θα ήταν πολύ διαφορετική και ουσιαστική.
 
Ο λόγος για το νέο κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ (αναλαμβάνει καθήκοντα τον Σεπτέμβριο) και διακεκριμένο καθηγητή Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, Χρυσόστομο Σταμούλη, ο οποίος έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής και έχει δώσει διαλέξεις σε κορυφαία πανεπιστήμια της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής, ενώ παράλληλα με την ακαδημαϊκή του ιδιότητα είναι συγγραφέας, μουσικός και συνθέτης.
 
Ο σπουδαίος καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης – με αφορμή την κυκλοφορία του νέου βιβλίου του με τίτλο «Φάγαμε Ήττα» και υπότιτλο «Κείμενα για τον αυτοεγκλωβισμό της Ορθοδοξίας» – μιλά μαζί μας για ζητήματα που αφορούν τη σχέση κοινωνίας-εκκλησίας, τη ζωή και τον άνθρωπο.
«Το νόημα βρίσκεται σε εκείνο το “γιατί” που ακολουθεί κάθε στάση, κάθε εντολή, κάθε απάντηση. Όλα έχουν ένα γιατί, προκλητικό και μεταιχμιακό», όπως αναφέρετε στο νέο σας βιβλίο με τίτλο «Φάγαμε Ήττα». Ένας τίτλος προκλητικός σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο που μας περιλαμβάνει όλους. Γιατί, λοιπόν, «Φάγαμε Ήττα»;
 
«“Φάγαμε Ήττα” διότι ξεπεράσαμε το ύψος μας. Θεωρήσαμε ότι είμαστε κάτι που δεν είμαστε. Απολυτοποιήσαμε τις δυνατότητες μας, τον εαυτό μας, την επιστήμη, τις τεχνικές μας, την πνευματικότητα μας και φτάσαμε σ’ ένα σημείο να νομίζουμε ότι τα μπορούμε όλα, ενώ στ’ αλήθεια κατανοούμε εκ των υστέρων -ελπίζω πως κατανοούμε- ότι ο άνθρωπος, η κτίση και οι δυνατότητες μας έχουν συγκεκριμένο μέγεθος. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να επεκτείνουμε τις δυνατότητες μας και να αυξήσουμε το ύψος μας, αλλά αυτό συμβαίνει σταδιακά μ’ έναν ρυθμό, ο οποίος οφείλει να είναι δημιουργικά επεκτατικός. Τούτος ο ρυθμός επιβάλλεται άλλοτε από την ανάγκη ανάπτυξης του προσωπικού ή συλλογικού εαυτού και άλλοτε από τις προκλήσεις που δεχόμαστε. 
 

Η ήττα σε γενικό επίπεδο είναι ότι υπερεκτιμήσαμε τον ίδιο μας τον εαυτό και θεωρήσαμε ότι είμαστε άτρωτοι, αλώβητοι
, έως ότου ήρθε ο κορονοϊός και απέδειξε ότι και ο σύγχρονος πολιτισμός με τα τεράστια επιτεύγματά του, με τη συγκλονιστική πρόοδο της επιστήμης και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν ήταν ικανός να αντιδράσει άμεσα. Μπορεί να μας έδωσε λύσεις, προχωράμε πάρα πολύ καλά, εντούτοις δεν πρέπει να λησμονούμε ότι αφήσαμε πίσω μας ανθρώπους και γεμίσαμε τραύματα τα οποία αναμένουν την ίασή τους.»
 
«Η μεγάλη ήττα δεν είναι η αποτυχία, αλλά η εωσφορική άρνηση της αποδοχής της.» Πρόκειται για μια από τις πρώτες φράσεις που διαβάζει ο αναγνώστης του βιβλίου σας. Που πιστεύετε ότι οδηγεί αυτή η άρνηση αποδοχής της ήττας τόσο τον πολιτισμό μας όσο και την εκκλησία;
 
«Η άρνηση της αποδοχής της ήττας δηλώνει την άρνηση μετανοίας, με την έννοια της μεταστροφής του νοός. Την άρνηση δηλαδή της “αλλαγής”. Αν δεν αποδεχθούμε αυτό που συμβαίνει, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε και σε οποιαδήποτε αλλαγή. Το μεγάλο πρόβλημα είναι η άρνηση της ήττας και όχι η ίδια η ήττα. Επειδή είμαστε κτιστοί, φθαρτοί, δηλαδή έχουμε αρχή και τέλος, είναι δεδομένο ότι στη διάρκεια της ζωής μας θα δεχθούμε πάρα πολλές ήττες. Ίσως καμιά φορά οι ήττες να είναι περισσότερες από τις νίκες, γι’ αυτό και θα πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι με ασκημένα τα αισθητήρια μας προκειμένου να χαιρόμαστε τις δημιουργικές στιγμές. 
 
Επιμένω στο γεγονός της μη αποδοχής της ήττας, διότι βλέπω και σήμερα στον χώρο της εκκλησίας αλλά και του ευρύτερου πολιτισμού, στο χώρο της δημόσιας πλατείας, ανθρώπους που δεν έχουν κατανοήσει αυτή την ήττα, δεν θέλουν να την αποδεχθούν, που σημαίνει ότι αδυνατούμε να διαλεχθούμε με το πραγματικό. Ζούμε σ’ έναν κόσμο φανταστικό, έχουμε φτιάξει ένα δικό μας πύργο, έχουμε κλειστεί σε αυτόν τον πύργο και -όντας φυλακισμένοι στ’ αλήθεια- κρίνουμε και πολεμούμε το σύνολο της πραγματικότητας που δεν μπορούμε να  αντιμετωπίσουμε. 
 
 Είναι μεγάλες οι ψευδαισθήσεις μας, οι περισσότερες από τις οποίες είναι δεκτικές ψυχολογικών ερμηνειών. Ένας κορυφαίος θεολόγος ο Paul Tillich, στο  θαυμάσιο βιβλίο του “Το θάρρος της υπάρξεως”, ερμηνεύει πάρα πολύ καλά τα πράγματα. Λέει ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας ψυχολογικής καταστάσεως και αυτό που μας συμβαίνει σήμερα δεν είναι πρωτότυπο. Πάντα οι κοινωνίες και οι άνθρωποι σε περιόδους κρίσεως εμφανίζουν αυτά τα συμπτώματα. Θα το πω αλλιώς όπως το έλεγε ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, ότι σε περιόδους κρίσεως γεμίζουν οι πλατείες από ψευδοπροφήτες και μεσσίες, οι οποίοι πιστεύουν ότι θα σώσουν τον κόσμο.
 
Πρόκειται για ανθρώπους οι οποίοι αδυνατούν να διαλεχθούν πραγματικά με τον κόσμο. Σε ευθεία αντιπαραβολή με τη στάση των  ψευδοπροφητών για τους οποίους μας μιλάει ο  Πεντζίκης έρχεται θα λέγαμε η κινηματογραφική σκέψη του Tarkovsky, ο οποίος στη “Νοσταλγία” του, σε εκείνον τον εκπληκτικό μονόλογο του Domenico με τον οποίο ξεκινάει και το βιβλίο μου, λέει ότι θα πρέπει κάποτε η κοινωνία να μπορέσει να ακούσει και τις άλλες φωνές, οι οποίες είναι φωνές μιας τρελής λογικότητας και μπορούν να αποκαλύψουν στον κόσμο αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Βέβαια, ο Domenico, ως άλλος προφήτης και ποιητής βλέπει αυτά που οι άλλοι δεν βλέπουν. Προϋπόθεση αυτής της όρασης είναι εξάπαντος η σκληρή συνάντηση με το πραγματικό. Πρέπει κανείς να συναντηθεί με τη φθορά της καθημερινότητας προκειμένου να δει την αλήθεια της αμεσότητας. 

Οι εποχές φέρνουν τα γεγονότα και τα πρόσωπα ανταποκρίνονται ή όχι σε αυτά τα γεγονότα. Νομίζω ότι η μεγάλη μας ήττα είναι η αδυναμία μας, σε συλλογικό επίπεδο, να διαλεχθούμε με το πραγματικό και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην εκκλησία. Δεν χωρά καμία αμφιβολία, πως η εκκλησία έχει μια θέση στην πρώτη γραμμή της κοινωνίας,
η πνευματικότητα είναι ένα στοιχείο που αγγίζει την ανθρωπινότητα και στην Ορθόδοξη Ελλάδα αυτό έχει μια μεγάλη ένταση, είναι ένας χώρος παραμυθίας, παρηγοριάς, ανασύστασης του εαυτού. Πολλές φορές, όμως,  αυτή η προοπτική χάνεται μέσα στην αδυναμία να αντιμετωπίσουμε το πραγματικό, διότι ειδωλοποιούμε αυτό που θα θέλαμε να είμαστε ή αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε. Αυτό συμβαίνει όμως και σε άλλους χώρους, το είδαμε και σε πολιτικούς χώρους. 
 
Είδαμε για παράδειγμα το γεγονός κάποιοι να θεωρούν σπουδαία αντίσταση να βγαίνουν ανεξέλεγκτα στους δρόμους. Δεν το δέχομαι. Όπως δεν δέχομαι το γεγονός να μπαίνουμε ανεξέλεγκτα στις εκκλησίες, με οποιοδήποτε κόστος και να θεωρούμε ότι μέσα στο χώρο της εκκλησίας δεν μπορεί να εισέλθει η φθορά, δηλαδή ο χώρος της εκκλησίας είναι ένας χώρος αφθαρσίας. Έτσι, λοιπόν, αυτές οι ψυχώσεις εμφανίστηκαν στο σύνολο των ανθρώπων με τους οποίους διαλεγόμαστε και οι οποίοι βρίσκονται στο δημόσιο χώρο. Εμφανίστηκαν στο χώρο του αθλητισμού, στην αρχή πάρα πολλοί μιλούσανε για αποκλεισμό ή για μάχη απέναντι στον αθλητισμό, αργότερα ήρθανε οι καλλιτέχνες οι οποίοι είπαν ότι χτυπιέται ο καλλιτεχνικός χώρος από κάποιο σύστημα. Επειδή ακριβώς ο ιός δεν είχε πρόσωπο, πολλοί θεωρήσανε ότι υπάρχει κάποιος πίσω από αυτόν τον ιό, ο οποίος έχει στείλει τον ιό προκειμένου να δεσμεύσει την ελευθερία μας, να καταστρέψει την οικονομία μας, κάποιοι να κερδοσκοπήσουν και ούτω καθεξής. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου βέβαια ότι δεν υπάρχουν πονηροί. Πάντα σε περιόδους κρίσεως οι πονηροί παραμονεύουν προκειμένου να εκμεταλλευτούν όσο περισσότερο γίνεται τον πόνο και την τραγωδία των ανθρώπων. Όμως άλλο πράγμα να είμαστε υποψιασμένοι απέναντι στα πράγματα και άλλο να είμαστε καχύποπτοι.»
 
«Το μεγάλο πρόβλημα της εκκλησίας και της θεολογίας είναι η αδυναμία τους να συναντηθούν με το παρόν.» Η παραπάνω δήλωση σας μοιάζει να συμπυκνώνει και ένα από τα βασικότερα ζητήματα που συζητά το βιβλίο σας. Πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή η συνάντηση με το παρόν και να αντιμετωπιστεί ο αυτοεγκλωβισμός;
 
«Δυστυχώς όταν κάτι συστηματοποιείται, είτε πρόκειται για την εκκλησία είτε για μια πολιτική σκέψη είτε για μια φιλοσοφική σκέψη, αποκτά απόλυτα θεσμικό χαρακτήρα, ο οποίος είναι υπεύθυνος  για τη νοσταλγία χαμένων παραδείσων. Ο Μαρξισμός και ο Χριστιανισμός σε πολλές περιπτώσεις νοσταλγούν έναν παράδεισο ο οποίος έχει χαθεί, άρα η πραγματική ζωή με βάση αυτή τη λογική του χαμένου παραδείσου βρίσκεται στο παρελθόν, οπότε ζούμε στο παρόν προκειμένου να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για να επιστρέψουμε στο παρελθόν. Κατά την άποψη μου αυτή η θεώρηση είναι άκρως προβληματική και βεβαίως δεν εκφράζει την Ορθόδοξη Θεολογία. Μπορεί η Ορθόδοξη Θεολογία να έχει δώσει μεγάλο βάρος στο παρελθόν και την προπατορική αμαρτία, η οποία μας έβγαλε από τον παράδεισο, από μια ιδανική ας το πούμε με κάποιο τρόπο κοινωνία, αλλά στ’ αλήθεια αυτή είναι μια παραθεώρηση της Χριστιανικής Θεολογίας και ζωής. 
 
Η Χριστιανική Θεολογία στοχεύει στ’ αλήθεια στα έσχατα, ορίζει τη ζωή της και το παρόν της από αυτό που θα γίνει ο άνθρωπος και ο πραγματικός άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον Χριστό της ιστορίας και των εσχάτων. Στο πρόσωπο του λάμπει η ωραιότητα της ανθρώπινης φύσης, η οποία φωτίζεται από το φως του Θεού. Η αποκλειστική επιστροφή στο παρελθόν δημιουργεί  αγκυλώσεις. Θεωρούμε πως ό,τι παλιό και καλό. Αυτός είναι ένας κανόνας και μια μανιέρα που πολλές φορές επικρατεί στη ζωή και έχει αγγίξει και την ίδια τη Μαρξιστική σκέψη και όχι μόνο. Άρα, λοιπόν, το μεγάλο πρόβλημα είναι αυτό, εφόσον θεωρούμε το παρελθόν ως καλό, αδυνατούμε να διαλεχθούμε με το παρόν.
 
Όταν μάλιστα συστηματοποιείται η σκέψη αδυνατεί να παρακολουθήσει και τις αλλαγές του παρόντος γι’ αυτό και ενοχοποιεί την αλλαγή. Υπάρχουν διανοούμενοι στον τόπο μας αλλά και παγκόσμια οι οποίοι θεωρούν ότι η αλλαγή είναι η μεγάλη αμαρτία, η οποία μας οδηγεί στην απόλυτη αποτυχία του να πληρώσουμε την ύπαρξη μας. Ενώ στ’ αλήθεια η αλλαγή είναι η μόνη δυνατότητα της υπάρξεως για πραγματική ζωή. Ο άνθρωπος υφίσταται εν χρόνω και εν τόπω. Είμαστε ιστορικά όντα και δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι διαλεγόμαστε κάθε δευτερόλεπτο με την ίδια μας την αλλαγή. 
 
Λέει ο Wendel Berry -ένας σπουδαίος λογοτέχνης της Αμερικής, της αγροτικής λογοτεχνίας και ελάχιστα μεταφρασμένος στην Ελλάδα- ότι “όσο αλλάζω, αυτός ο τόπος αλλάζει, όσο ο τόπος αλλάζει, με αλλάζει”. Άρα, λοιπόν, βρισκόμαστε σ’ έναν διάλογο με το περιβάλλον, είτε πρόκειται για το βιολογικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για το πνευματικό πολιτιστικό-πολιτισμικό περιβάλλον, είτε πρόκειται για το φυσικό μας περιβάλλον. Αν, λοιπόν, αρνηθούμε την αλλαγή, το διάλογό μας με το περιβάλλον, που μας αλλάζει, δημιουργείται μια απόσταση ανάμεσα στην πραγματική ζωή και στον εαυτό. Ο εαυτός δεν μπορεί να παρακολουθήσει αυτό που δεν μπορεί να κατανοήσει, το δαιμονοποιεί, το βάζει απέναντι και το πυροβολεί. Έτσι δημιουργούνται τα χάσματα και οι αποστάσεις στην ιστορία του πολιτισμού.»
 
Στο «Φάγαμε Ήττα» βλέπουμε πως «συνομιλείτε» δημιουργικά με σπουδαίους ανθρώπους του κινηματογράφου, όπως ο Andrei Tarkovsky, ο Lars Von Trier και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Παράλληλα στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. διδάσκετε το μάθημα «Θεολογία και Κινηματογράφος». Θέλετε να μας μιλήσετε για την ενδιαφέρουσα σχέση της Θεολογίας με την 7η Τέχνη;
 
«Πρόσφατα είχαμε ένα πολύ ωραίο συνέδριο, που διοργάνωσε ο Θεολογικός Σύνδεσμος “Καιρός”, με τίτλο “Οι άλλες γλώσσες του Θεού” και υπότιτλο “Ο διάλογος της Θεολογίας με την Τέχνη”. Είχα την τιμή και τη χαρά να έχω την εναρκτήρια εισήγηση και μετά από εμένα μίλησαν ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, ο Θανάσης Τριαρίδης, ο συνάδελφος ο Χρήστος Τσιρώνης και ο συνάδελφος της Μέσης Εκπαίδευσης Θανάσης Νευροκοπλής. Στη δεύτερη μέρα είχαμε εργαστήρια με ενότητες κινηματογράφου, λογοτεχνίας, ζωγραφικής και μουσικής. Ο τίτλος που είχε η εισήγηση μού ήταν “Πόσες γλώσσες μιλάει ο Θεός; Προλεγόμενα στο διάλογο της Θεολογίας με την Τέχνη” και προσπάθησα να πω ότι δεν μπορούμε να απολυτοποιήσουμε τη μια γλώσσα του Θεού. Δηλαδή το Ευαγγέλιο είναι μια γλώσσα, τα Πατερικά Κείμενα είναι μια άλλη γλώσσα, οι Αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι επίσης μια άλλη γλώσσα, η λογοτεχνία είναι μια άλλη γλώσσα, όπως μια άλλη γλώσσα είναι κινηματογράφος, το τραγούδι, η ποίηση και η παρατήρηση της κτίσης. Τί σημαίνει αυτό; Ότι ο Θεός τελικά αποκαλύπτεται στο καθετί και με το καθετί.


ΕΜΕΙΣ ΦΑΓΑΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΚΥΡΙΟΥ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Vre Stamouli hippie tis eleinis morfis esy apo tin demek pandimia den efages kamia itta. Minas bainei minas vgainei o misthos etrexe. Gia rota tous epaggelmaties pou se taizoun esena kai to ypoloipo skyloloi apo tous forous tous Aytoi oloi apo to kolokratos akousan to exis. Euro den didomen. Drahmas den didomen. Dolaria den didomen. Didomen mono gia tin zimia ena epidoma tou kolou. AM

Ανώνυμος είπε...

https://www.pronews.gr/thriskeia/1000184_mitropolitis-kifisias Τι να τρώει άραγε αυτός;