ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Η ορθή χρήση της αναλογίας με βάση το θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
2.2.4 Αναλογία και Θεολογία
Ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμάς, βασιζόμενος στον αναλογικό συλλογισμό, παρατηρεί ότι «ὡς γὰρ
αἴσθησις ἐν τοῖς ὑπ’ αἴσθησιν λογικῆς οὐ δεῖται δείξεως, οὕτως οὐδὲ πίστις ἐν
τοῖς τοιούτοις ἀποδείξεως»1. Κατά τον τρόπο, δηλαδή, που η αίσθηση σε αυτούς
που τη διαθέτουν δε χρειάζεται λογική απόδειξη δυνάμει του ότι είναι αυτόδηλη,
με ανάλογο τρόπο και οι πιστοί δε χρειάζονται επικυρώσιμα στοιχεία για την
πίστη τους. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, «οὐκ ἐξ ἐνδόξων ἐπί τό θεολογεῖν ὁρμώμεθα
ἀρχῶν, ἀλλ᾿ ἀμεταπείστως περί ταύτας ἔχομεν, θεοδιδάκτους οὔσας»2. Οι αρχές της
θεολογίας, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν προέρχονται από τη νόηση και
τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης, αλλά είναι θεοδίδακτες. Η θεολογία, κατά τον άγ.
Γρηγόριο Παλαμά, δε βασίζεται σε διαλεκτικούς συλλογισμούς3 αλλά σε
αποδεικτικούς, οι οποίοι αναφέρονται σε εκείνα που είναι αναγκαία και αιώνια,
σταθερά και αμετάβλητα4. Στα πλαίσια της αποδεικτικής αυτής θεολογίας
εντάσσεται και η χρήση της αναλογίας, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, ως νοερής
ενέργειας και φυσικής οδού κατανόησης των θείων μυστηρίων. Η θεολογία, επειδή
έχει ανάγκη από το λόγο και την τέχνη του λόγου, στηρίζεται στη χρήση των
αποδείξεων και των κοσμικών παραδειγμάτων, τα οποία στρέφονται γύρω από την
εμπειρία των αισθήσεων5. Η θεοπτία όμως, είναι άγνοια πάνω από κάθε κτιστή
γνώση, η οποία αποτελεί κρυφή μετουσία του κρυφίου και ανέκφραστη με κτιστά
λόγια όραση, μυστική και απόρρητη θεωρία και γνώση του απροσίτου φωτός6. Τόσο πολύ
απέχει η θεολογία από τη θεοπτία αυτή, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, όσο
απέχει η γνώση από την απόκτησή της, αφού το να λέμε κάτι για το Θεό και το να
συναναστρεφόμαστε το Θεό δεν είναι το ίδιο7. Για να οδηγηθούμε από τη θεολογία
στη θεοπτία, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, πρέπει να απαρνηθούμε όλες τις
φυσικές ενέργειες του νου και των αισθήσεων, μία από τις οποίες, όπως θα
αποδείξουμε αμέσως παρακάτω, είναι και η αναλογία.
2.2.4.1 Η αναλογία ως νοερή ενέργεια
και φυσική οδός κατανόησης των θείων μυστηρίων
Η
κυριολεκτική απουσία κάθε αναλογίας ανάμεσα στο άκτιστο και στο κτιστό, μέσα
στη θεολογική σκέψη του άγ. Γρηγορίου Παλαμά, φαίνεται από το γεγονός ότι η διά
του Αγίου Πνεύματος κατάληψη του Θεού, γίνεται κατά τρόπο παράδοξο, ακατάληπτο
και ακατανόητο8. Εκείνοι που βλέπουν τα θεία, σταματούν να βλέπουν έτσι όπως
συνήθιζαν να βλέπουν, με φυσικό δηλαδή τρόπο, γιατί το Πνεύμα με το οποίο
βλέπουν είναι ακατάληπτο9. Η ένωση των εκθεουμένων προς το υπεράνω φως «κατ’ αἰτίαν
μὲν οὐκ οὖσα ἢ κατὰ ἀναλογίαν, ἐπεὶ ταῦτα κατ’ ἐνέργειάν ἐστι τοῦ νοῦ, κατὰ δὲ ἀφαίρεσιν
οὖσα, ἀλλ’ οὐκ αὐτὸ τοῦτο οὖσα ἀφαίρεσις»10. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά,
τόσο η κατά την αιτία όσο και η κατά αναλογία οδός, αποτελούν φυσικές ενέργειες
του νου, οι οποίες αδυνατούν να οδηγήσουν στην υπερφυσική ένωση με το Θεό11.
Αλλά ούτε και η αποφατική οδός μπορεί να οδηγήσει στην υπεράρρητο θεία ένωση.
Διότι αν η θεία ένωση ήταν αφαίρεση μόνο, θα εξαρτιόταν με κάποιο τρόπο από
εμάς12. Δεν είναι λοιπόν, μόνο αφαίρεση, απόφαση ή θεωρία, αλλά ένωση και
εκθέωση, που πραγματοποιείται κατά τρόπο μυστικό και απόρρητο από τη χάρη του
Θεού. Γίνεται ύστερα από την αφαίρεση όλων εκείνων που προσδένουν κάτω το νου,
ή καλύτερα μετά την παύση η οποία είναι ανώτερη από την αφαίρεση, αφού η
αφαίρεση είναι απεικόνισμα της καταπαύσεως εκείνης13. Η πορεία αυτή αφαιρεί από
το νου κάθε εικόνα και αναλογία. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο χωρισμός
του νου από κάθε αναλογία ανάμεσα στο Θεό και στα κτίσματα, είναι πράξη την
οποία μπορεί να πετύχει με αρκετή προσπάθεια ο κάθε πιστός14. Θεωρεί έτσι ότι
πρέπει να αποβληθεί από το νου κάθε αναλογία όπως και κάθε άλλη νοερή ενέργεια,
με σκοπό να προετοιμαστεί η καρδιά του πιστού να υποδεχτεί μέσα της το Θεό15. Η
αναλογία ως νοερή ενέργεια και φυσική οδός κατανόησης των θείων μυστηρίων, αποτελεί
μία εμπειρία του νου η οποία είναι ολότελα διαφορετική από την υπερφυσική γνώση
και την ακατάληπτη ένωση με το Θεό, γι’ αυτό και πρέπει να παύσει εντελώς η λειτουργία
της, προκειμένου να γίνει ο νους δεκτικός των θεοποιών δωρεών του Αγίου
Πνεύματος.
2.2.4.2 Η αναλογία ως διανοητική
λειτουργία του λογιστικού, με βάση την οποία είναι δυνατό να αναλογιζόμαστε
στοχαστικά περί τα θεία.
Ο πρωτομάρτυς
Στέφανος, είδε τους ουρανούς ανοιγμένους και τον Χριστό που στεκόνταν στα δεξιά
του Πατρός16, όχι αισθητά, ούτε νοητά, ούτε με αφαιρετικό τρόπο, αλλά με κάποια
ανέκφραστη δύναμη17. Η φωτοφάνεια του Χριστού, δεν είναι λοιπόν κυριολεκτικά
ούτε αισθητή ούτε νοητή, διότι υπερβαίνει τόσο τις αισθήσεις όσο και το νου,
γι’ αυτό και δεν έχει καμία αναλογία είτε με το αισθητό είτε με το νοερό φως18.
Ούτε πάλι είναι κάτι που μπορεί να γνωσθεί δια της αφαιρέσεως, διότι κι αυτή
αποτελεί ένα φυσικό ενέργημα του νου19. «Νοητὴ δ’ εἴπερ ἦν ἡ ὅρασις ἐκείνη, ἢ
κατ’ αἰτίαν ἢ κατά ἀναλογίαν, καὶ ἡμεῖς λοιπὸν ὁμοίως βλέπομεν ἐκείνῳ, καὶ γὰρ
καὶ ἡμεῖς ἀναλογιζόμεθα τὴν ἐν οὐρανοῖς ἐκ δεξιῶν τῆς μεγαλειότητος στάσιν καὶ
καθέδραν τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ»20. Αν η θεία φωτοφάνεια συνέβαινε κατά την
αιτία ή σύμφωνα με την αναλογία, τότε όλοι οι άνθρωποι θα μπορούσαμε με τις
φυσικές μας δυνάμεις να την πετύχουμε, όπως για παράδειγμα κάνουμε όταν
αναλογιζόμαστε στοχαστικά την εκ δεξιών του Πατρός στάση και καθέδρα του Υιού.
Απόδειξη όμως ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο, είναι ότι ο Στέφανος αυτά που είδε
δεν τα διανοούνταν πάντοτε ούτε τα γνώριζε κατά κάποιον τρόπο από πριν, αλλά
τότε τα απέκτησε όταν είδε να ανοίγουν οι ουρανοί και να λάμπει η δόξα του
Χριστού21. Η αναλογία αποτελεί μία διανοητική λειτουργία του λογιστικού, με
βάσητην οποία ο καθείς είναι δυνατό να αναλογίζεται στοχαστικά περί τα θεία. Η
θεία φωτοφάνεια όμως και η ένωση με το Θεό, δε συμβαίνει ούτε διανοητικά, ούτε
λογιστικά, ούτε στοχαστικά. Αντίθετα, γίνεται με μία ακατανόητη και πέρα από
κάθε κτιστή ουσία, ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, κατά την οποία ενώ ο Θεός
παραμένει ολόκληρος μέσα στον εαυτό του, έρχεται ωστόσο και κατοικεί μέσα μας,
μεταδίδοντας σε μας όχι από τη φύση του αλλά από την άκτιστη δόξα και
λαμπρότητά του22. Η δόξα αυτή, την οποία είδαν και οι μαθητές πάνω στο Θαβώρ,
έχει την αξία της μέλλουσας δευτέρας παρουσίας του Χριστού23. Τη λαμπρότητααυτή
μπορούν να αντιληφθούν όχι μόνο οι νοεροί αλλά και οι αισθητοί οφθαλμοί, όχι
όμως με τη δική τους δύναμη και ικανότητα, αλλά με τις νέες τους αισθήσεις τις
οποίες έχουν αποκτήσει με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος24.
2.2.4.3 Η αναλογία ως: α) γεωμετρικό
παράδειγμα ανάμεσα στην καταφατική και στην αποφατική θεολογία, β) εικονιστικό
παράδειγμα ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά.
Σύμφωνα με
τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, εκείνος που αξιώνεται της νοητής φωτοδοσίας του Θεού
με απαθή και άυλο νου, γνωρίζει ότι το θείο βρίσκεται πάνω από τη θεωρία και τη
μύηση αυτή25. Αυτό συμβαίνει όχι επειδή δε βλέπει τίποτα, όπως θεωρούν οι
αποφατικώς θεολογούντες, αλλά επειδή γνωρίζει το πάνω από την όραση μέσω της
οράσεως αυτής, πάσχοντας κατά κάποιο τρόπο την αφαίρεση, και μη σκεπτόμενος
αυτήν26. Για να το καταστήσει αυτό ακόμα πιο εναργές και φανερό, ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμάς παραθέτει τις εξής αναλογίες:
(1) «Ὡς οὖν
τοῦ καταφατικῶς θεολογεῖν τό τά θεῖα πάσχειν καί ὁρᾶν ἕτερον καί ὑπέρτερόν ἐστιν,
οὕτω τοῦ κατά ἀφαίρεσιν θεολογεῖν τό κἀν τῇ πνευματικῇ ὁράσει διά τό τοῦ ὁρωμένου
ὑπερβάλλον πάσχειν τήν ἀφαίρεσιν ἕτερον καί ὑπέρτερόν ἐστιν». Θεωρώντας δηλαδή
ως κάτι δεδομένο ότι το να πάσχει κανείς και να βλέπει τα θεία (Α) είναι
διαφορετικό και ανώτερο από την καταφατική θεολογία (Β), αποδεικνύει αναλογικά
ότι και το να πάσχει την αφαίρεση κατά την πνευματική όραση (Γ) είναι
διαφορετικό από την κατ’ αφαίρεση θεολογία (Δ), λόγω της υπεροχής του ορωμένου.
Πρόκειται
δηλαδή για μία γεωμετρική αναλογία, η οποία θα μπορούσε σχηματικά να παρασταθεί
ως εξής:
(2) Μία
δεύτερη αναλογία παρατίθεται τότε, από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η οποία επιχειρεί
να εξεικονίσει με διαφορετικό τρόπο το ίδιο πράγμα που επιχειρεί να αποδείξει
και η πρώτη: ότι η θέα του ακτίστου φωτός δεν αποτελεί κάποιου είδους «αορασία»,
όπως θεωρούν οι αποφατικώς θεολογούντες, αλλά πνευματική όραση, της οποίας όσοι
αξιώνονται πάσχουν κατά κάποιο τρόπο την αφαίρεση.
«Εἰ γάρ τις ἡλίου
σκιάν ἐν κατόπτρῳ καθορῴη τοῦ κατ᾿ οὐρανόν τούτου λαμπροτέραν, ὡς καί ὑπό τῆς
σκιώδους ἀστραπῆς τήν οἰκείαν ὄψιν ἡττωμένην ἔχειν, πάντως τό δι᾿ ὑπεροχήν ἀόρατον
τοῦ ἀρχετύπου συνεώρακεν ἄν, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ ἀορασίας, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ὁράσεως»27. Όπως
δηλαδή, θα μπορούσε κάποιος να δει τη σκιά του ήλιου μέσα στον καθρέφτη να
είναι λαμπρότερη κι από τον ίδιο τον ήλιο, όπως επίσης και τη σκιά της αστραπής
να υπερνικά τη φυσική όραση, με ανάλογο τρόπο θα μπορούσε οπωσδήποτε να
αντιληφθεί και τον λόγω φυσικής υπεροχής αόρατο χαρακτήρα του αρχετύπου, όχι
διαμέσου της αορασίας αλλά διαμέσου της οράσεως. Η αναλογία εδώ αποτελεί μία
αισθητή εικόνα, με βάση την οποία αποδεικνύεται πως τα νοητά αρχέτυπα γίνονται
αντιληπτά διαμέσου της νοητής οράσεως και όχι της αορασίας. Αφού η σκιά του
αισθητού ήλιου η οποία είναι κατώτερη από τον ήλιο, όταν γίνεται ορατή μέσα από
καθρέφτη λάμπει περισσότερο ακόμη κι από τον ίδιο τον ήλιο, με ανάλογο τρόπο θα
μπορούσε να θεωρηθεί ότι και το αρχέτυπο του αισθητού ήλιου, δηλαδή ο νοητός
ήλιος, μπορεί να γίνει ορατός όχι διαμέσου των αρνήσεων αλλά διαμέσου της
οράσεως που αντιστοιχεί στο κάτοπτρο του νου. Η αναλογία ανάμεσα στα αισθητά
και στα νοητά βασίζεται στη σχέση αρχετύπου-εικόνας η οποία υπάρχει ανάμεσά
τους. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς κάνει ένα λογικό άλμα στο σημείο αυτό,
μεταβαίνοντας από την αρχετυπική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα νοητά και στα
αισθητά, στην υπερ-φυσική σχέση ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά κατά την
πνευματική θέαση του θείου φωτός. Υποστηρίζει πως με ανάλογο τρόπο και εκείνοι
που καθίστανται άξιοι της θέας του θείου φωτός, δε γνωρίζουν αποφατικά αυτά που
είναι πέρα από την όραση, αλλά βλέπουν μέσα από την εν Πνεύματι όραση την
θεοποιό αυτή ενέργεια, καθώς και Εκείνον που ενεργεί αυτή την ενέργεια σ’
αυτούς28. Η αναλογία αυτή αποτελεί ένα εικονιστικό παράδειγμα, με βάση το οποίο
αποδεικνύεται ότι όπως στην αρχετυπική σχέση ανάμεσα στα νοητά και στα αισθητά
ισχύει πως τα πρώτα μπορούν να γίνουν ορατά όχι διαμέσου των αρνήσεων αλλά
διαμέσου της οράσεως, έτσι και στην υπερ-φυσική σχέση ανάμεσα στα άκτιστα και
στα κτιστά η θέαση του θείου φωτός δεν αποτελεί κάποιου είδους «αορασία», αλλά
πνευματική όραση. Η αναλογία αυτή δε βασίζεται σε οποιαδήποτε φυσική ή
υπαρκτική ομοιότητα ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά, αλλά στη δυνατότητα να
χρησιμοποιηθούν εικονιστικά τα κτιστά προκειμένου να διαφυλαχθεί η ορθότητα του
δόγματος της εν πνεύματι οράσεως των ακτίστων από όσους είναι άξιοι.
Ενώ η πρώτη
αναλογία αποτελεί γεωμετρικό παράδειγμα ανάμεσα στην καταφατική και στην
αποφατική θεολογία, η δεύτερη αναλογία αποτελεί εικονιστικό παράδειγμα ανάμεσα
στα άκτιστα και στα κτιστά, το οποίο δεν προϋποθέτει κανενός είδους ομοιότητα
μεταξύ τους, αλλά αντίθετα διαφυλάσσει την απόλυτη διαφορά τους, κατά τη θεωρία
του θείου φωτός από όσους είναι άξιοι.
Με βάση αυτές
τις δύο αναλογίες, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, προσπαθεί να σφραγίσει την
εγκυρότητα των εξής θεολογικών απόψεών του:
α) ότι όσοι
αξιώνονται της θέας του ακτίστου φωτός, γνωρίζουν με πνευματικό τρόπο ότι το
θείο βρίσκεται πάνω από τη θεωρία και τη μύηση σ’ αυτό.
β) ότι η θέα
του ακτίστου φωτός δεν είναι «αορασία», όπως θεωρούν οι αποφατικώς θεολογούντες,
αλλά πνευματική όραση, της οποίας όσοι αξιώνονται πάσχουν κατά κάποιο τρόπο την
αφαίρεση, χωρίς να σκέπτονται καθόλου ή να διαλογίζονται.
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Θεοφάνους διάλεξις, 4, ό.π., επ. Π. Χρήστου, τομ. Β’, σελ.
224.
2. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Ἀκίνδυνον, 9, ό.π., τόμ. Α’, σελ. 213.
3. Σύμφωνα με
τη Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α΄, ΦΘΒ 35, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.
247, «ἡ
διαλεκτικὴ ὡς φιλοσοφικὴ μέθοδος ἐξετάζει “τὸ τὶ ἐστι’’ ὑπὸ τὴν τριπλὴ ἔποψη τοῦ
“διαιρετῶς, ὁριστικῶς, ἀναλυτικῶς”, εἶναι δηλαδή ἡ μέθοδος κατανοήσεως τοῦ
σύμπαντος, ἀλλὰ τοῦτο προϋποθέτει μία οὐσιαστικὴ ὀντολογική ἑνότητα μεταξὺ
δημιουργοῦ καὶ δημιουργίας, μία θέση ἀντίθετη ἀπὸ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας».
4. Α΄ πρός Ἀκίνδυνον,
13, ό.π., σελ. 217, «Ὁ μέν οὖν περί τό ἀναγκαῖον καί ἀεί ὄν καί ἀληθές ὄν καί ἀεί
ὡσαύτως ἔχον, ὁ δέ διαλεκτικός περί τό ἔνδοξον καί πιθανόν». Ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς προσδίδει καινούριο περιεχόμενο στον αποδεικτικό συλλογισμό,
θεμελιώνοντάς τον στην αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού.. Α. ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Τό
Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν Ἃγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν, ΠΙΠΜ, Ανάλεκτα
Βλατάδων 16, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 40. Βλ. επίσης Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗ, Μελετήματα
Χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι 1967, σελ. 81-92.
5. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,42, ό.π., σελ. 453,
«λόγου δεῖται…ἔτι δέ συλλογισμῶν παντοδαπῆς ὕλης καί τῶν ἐξ ἀποδείξεως ἀναγκῶν
καί τῶν κατά κόσμον παραδειγμάτων, ὧν ἐκ τοῦ ὁρᾶν καί ἀκούειν τό πᾶν ἤ πλεῖστον
ἀθροίζεται καί σχεδόν τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ στρεφομένων ἐστί».
6. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,42, ό.π., σελ. 453, Θεολογία και θεοπτία στους ανατολικούς πατέρες
είναι δύο διαφορετικά πράγματα τα οποία συνδυάζονται αρμονικά μεταξύ τους, ενώ
στους δυτικούς είναι όροι οι οποίοι ταυτίζονται. Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή
θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 87. Ο ΑΓ. ΜΑΚΑΡΙΟΣ, τον
οποίο παραθέτει στο έργο του ο άγιος Γρηγόριος, ονομάζει τη θεοπτία ‘‘ένωση
υποστατική’’, για να μη νομίσει κανείς ότι ο φωτισμός αυτός γίνεται μέσω της
γνώσεως, των αναλογιών και των νοημάτων. Βλ. ΑΓ. ΜΑΚΑΡΙΟΥ, Περὶ ἐλευθερίας
νοός, 24, PG 34, 957B, βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος
1,3,43, ό.π., σελ. 454.
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,42, ό.π., σελ. 453.
8. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,17, ό.π., σελ. 427, «ἣν ἔχουσι κατάληψιν ακαταλήπτως ἔχουσι».
9. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,17, ό.π., σελ. 427.
10. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,17, ό.π., σελ. 427. Ο ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, ακολουθεί στο σημείο
αυτό τη διάκριση ανάμεσα στις δύο θεολογικές οδούς, την καταφατική και την
αποφατική, την οποία πρώτος εισηγείται ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ, Περὶ Μυστικῆς
Θεολογίας, 2 και 3, PG3, 1031.
11. Ανίκανος
να προβεί σ’ αυτή τη διάκριση, ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ, Summa Theologica I, 13, διαπραγματεύεται
με λογικό τρόπο τις δύο θεολογικές μεθόδους, προσπαθώντας να συμβιβάσει την υποτιθέμενη
λογική αντινομία που αναγνωρίζει ανάμεσά τους. Οδηγείται κατ’ αυτό τον τρόπο
στο σχηματισμό μίας μέσης οδού ανάμεσα στην καταφατική και στην αποφατική
θεολογία, τη λεγόμενη κατ’ αναλογία οδό ή analogia entis.
12. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,17, ό.π., σελ. 427.
13. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,17, σελ. 427, «ἀπεικόνισμα γάρ ἐστιν ἡ ἀφαίρεσις τῆς ἀποπαύσεως
ἐκείνης». Η κατ’ αφαίρεση θεολογία, σύμφωνα με τον ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ, μπορεί
να αποκτήσει θετικό νόημα και να συμβάλει στην μυστική πορεία του ανθρώπου προς
τη θεογνωσία, μόνο όταν εκληφθεί ως εικόνα της πνευματικής καταπαύσεως, η οποία
παρασκευάζει το νου προς τη θεία ένωση.
14. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,17, ό.π., σελ. 427, «τὸ χωρίζειν πάντων τῶν κτισμάτων τὸν Θεὸν
παντός ἐστι πιστοῦ».
15. Η
αποφατική αυτή οδός διαφέρει ριζικά από την αποφατική οδό του ΠΛΩΤΙΝΟΥ, η οποία
θέτει κατά μέρος την πολλαπλότητα των όντων με σκοπό να πετύχει την «έκσταση»
προς το απόλυτο Ἕν. Βλ. ΠΛΩΤΙΝΟΣ, Ἐννεὰς 6,9,4. Παρά τον όποιο εκστατικό της
χαρακτήρα, η αποφατική αυτή οδός στηρίζεται στις κτιστές δυνατότητες του νου,
σε αντίθεση με την κατ’ αφαίρεση οδό στην παλαμική θεολογία, η οποία αποτελεί
μία προπαρασκευαστική εικόνα της αληθινής καταπαύσεως που προκαλεί στο νου η
άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Όπως ορθά υπστηρίζει ο ΛΟΣΚΥ, Ἡ Μυστική
Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἑκκλησίας, ό.π., σελ. 33 «ἐκτὸς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀγνοεῖ
τις τὴν διαφορὰν μεταξὺ τοῦ κτιστοῦ και ἀκτίστου, ἀγνοεῖ τὴν δημιουργίαν ἐκ τοῦ
μηδενός, τὸ χάσμα το οποῖον πρέπει να ὑπερπηδηθῆ μεταξὺ τοῦ δημιουργήματος καὶ
τοῦ Δημιουργοῦ».
16. Πράξ.
7,55.
17. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «ὁρᾶται ὁ ἀόρατος ὑπὸ τῶν κεκαθαρμένων τὴν
καρδίαν, ἀλλ’ οὐκ αἰσθητῶς, οὐδὲ νοητῶς, οὐδὲ αφαιρεματικῶς, ἀλλ ἀρρήτω τινὶ
δυνάμει».
18. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,3,28, ό.π., σελ.
439, «τὸ φῶς τοῦτο τῶν ὄντων ἐστὶν οὐδέν, ὡς τὰ ὄντα πάντα ὑπερέχον·οὐκ ἄρα αἰσθητὸ κυρίως».
19. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «ἀφαιρεματικῶς δὲ οὐκ ἔνι τι ὁρᾶν, οὐδὲ
νοεῖν».
20. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441.
21. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «πῶς δὲ καὶ μὴ πρότερον καὶ ἀεὶ διενοεῖτο
τοῦτο…ἀλλὰ τότ’ ἐνόησεν αὐτό»
22. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,23, ό.π., σελ. 434.
23. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,26, ό.π., σελ. 437, «τῆς γὰρ μελλούσης δευτέρας τοῦ Χριστοῦ
παρουσίας ἔχει τὸ ἀξίωμα».
24. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,27, ό.π., σελ. 438.
25. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,26, σελ. 561.
26. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,26, σελ. 561, «καί
οὕτω τήν ὑπέρ νοῦν ταύτην κρεῖττον ἤ καθ᾿ ἡμᾶς ἔχουσιν ἐπιβολήν, οὐκ ἀπό τοῦ μή
ὁρᾶν, ὡς οἱ ἐξ ἀφαιρέσεως θεολογοῦντες, ἀλλ᾿ αὐτῇ τῇ ὁράσει τό ὑπέρ ὅρασιν εἰδότες, πάσχοντες οἷον τήν ἀφαίρεσιν, ἀλλ᾿ οὐ διανοούμενοι».
27. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,26, ό.π., σελ.
561.
28. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,3,26, ό.π., σελ.
561, «οὕτω τοίνυν καί οἱ τῆς μακαριωτάτης ἐκείνης θεάς ἀξιούμενοι, οὐκ ἐξ ἀποφάσεως
ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ἐν πνεύματι ὁράσεως τῆς θεοποιοῦ ταύτης ἐνεργείας τό ὑπέρ ὅρασιν
γινώσκουσι, πόσῳ γε μᾶλλον τοῦ ταύτην ἐνεργοῦντος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου