ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
π. Χρίστος Μαλάης
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β
Η ορθή χρήση της αναλογίας με βάση το θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
2.2.4.4 Η αναλογία ως εικόνα του
τρόπου σχηματισμού των οράσεων της θείας φαντασίας, με βάση τον τρόπο
σχηματισμού των παραστάσεων της ανθρώπινης φαντασίας.
Σύμφωνα με
τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, «ἡ θεία φαντασία πολύ διενήνοχε τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνθρωπίνης
φαντασίας»1. Η θεία φαντασία τυπώνει το ηγεμονικό και πραγματικά ασώματο που
υπάρχει μέσα μας, ενώ η ανθρώπινη φαντασία δημιουργείται μέσα στο σωματοειδές
της ψυχής μας2. Ενώ εκείνο που τυπώνεται στο ηγεμονικό και ασώματο, είναι το
πιο κορυφαίο και ανώτερο μέσα στη λογική ψυχή, αντίθετα αυτό που τυπώνεται στο
σωματοειδές είναι το τελευταίο και το κατώτερο όλων σχεδόν των ψυχικών δυνάμεων3.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς προσπαθεί τότε να εξεικονίσει αναλογικά τον τρόπο με
τον οποίο σχηματίζεται η θεία φαντασία, αφορμώμενος από τον τρόπο με τον οποίο
σχηματίζεται η ανθρώπινη φαντασία. Υποστηρίζει ότι το σωματοειδές της ψυχής
τυπώνεται από τα κινήματα της αισθήσεως, ενώ το ηγεμονικό και ασώματο τυπώνεται
από τη χάρη του Θεού4. Το Άγιο Πνεύμα είναι μάλιστα εκείνο που επικάθεται στο
νου των προφητών, και χρησιμοποιώντας ως ύλη το ηγεμονικό, προλέγει αυτό το
ίδιο μέσω αυτού στους προφήτες τα μέλλοντα, και διαμέσου αυτών σε όλους εμάς5.
Όπως δηλαδή, το σωματοειδές χρησιμοποιεί σαν ύλη τα κινήματα της αισθήσεως, προκειμένου
να σχηματίσει τις εικόνες και τις παραστάσεις της ανθρώπινης φαντασίας, έτσι
και το Άγιο Πνεύμα χρησιμοποιεί σαν ύλη του το ηγεμονικό για να τυπώσει στη
λογική ψυχή τους θείους τύπους και τις οράσεις της θείας φαντασίας.
Ισχύει τότε η
εξής παράσταση:
σωματοειδές(Σ)
------ως
ύλη(Υ)---------- = παραστάσεις ανθρώπινης φαντασίας (φ)
κινήματα αισθήσεως(Κ)
αποτελεί κατ’
αναλογία εικόνα του
Άγιο Πνεύμα(Π)
--------ως
ύλη(Υ)-------- = οράσεις
θείας φαντασίας (Φ)
ηγεμονικό(Η)
Το (φ)
χρησιμοποιείται από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά σαν κατάλληλη εικόνα για το (Φ). Η
αναλογία που σχηματίζεται ανάμεσά τους αποτελείται από έξι όρους: (Σ):(Υ):(Κ) =
(Π):(Υ):(Η).
Παρά το
γεγονός ότι ο τρόπος που σχηματίζονται οι παραστάσεις της ανθρώπινης φαντασίας,
μπορεί να εξεικονίσει τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι οράσεις της θείας
φαντασίας, δεν είναι δυνατό να υπάρξει καμία φυσική ή υπαρκτική ομοιότητα
ανάμεσα στη μία και στην άλλη. «Πῶς οὖν τοῦτο φαντασία, τῆ ἡμετέρα φαντασία
κατάλληλός τε καὶ ὁμότιμος;»6. Η θεία φαντασία δεν είναι ούτε ανάλογη (κατάλληλος)
ούτε ισότιμη (ὁμότιμος) με την ανθρώπινη φαντασία. Το Άγιο Πνεύμα είναι εκείνο
που επικάθεται στο νου των προφητών και των αγίων, τυπώνοντας αυτά τα οποία δεν
είναι δυνατό να έχουν καμία αναλογία και ισοτιμία με κάθε εμπειρία που
προέρχεται από τον κτιστό κόσμο. Καθιστώντας το ηγεμονικό και ασώματο μέρος της
ψυχής κατάλληλο προς θεία θεωρία, το Άγιο Πνεύμα τυπώνει μέσα στον άνθρωπο
εκείνα που είναι άρρητα και υπερβαίνουν τη φύση μας. Αφού η θεία φαντασία δεν
είναι όμοια ούτε ανάλογη με την ανθρώπινη φαντασία, έπεται ότι και το ηγεμονικό
που έχει μετασκευασθεί από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν έχει καμία
ομοιότητα ή αναλογία προς οτιδήποτε φυσικό ή ανθρώπινο.
2.2.4.5 Η αναλογία και το ζήτημα της
θεωνυμίας
Στο Θεό δε
μπορούμε να αποδώσουμε κυριολεκτικά ούτε ουσία ούτε ενέργεια7. Διότι κάθε ουσία
είναι δεκτική των εναντίων και έχει ουσιώδεις διαφορές, όντας συνημμένη με την
ενέργεια, γεγονός το οποίο δεν ισχύει επί του Θεού8. Επίσης, κάθε ενέργεια
κινεί ή και αλλοιώνει προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο τη συνημμένη ουσία,
είτε κατά θέση είτε κατά ποιότητα, πράγμα το οποίο δεν ισχύει για το Θεό, ο
οποίος είναι ιδρυμένος μονίμως σε ακίνητη ταυτότητα9. Ο Θεός είναι πολυώνυμος
κατά τις ενέργειες και ανώνυμος κατά την ουσία10. «Ἀνώνυμος δε ἐστιν αὕτη ἡ ὑπερούσιος
οὐσία ὡς ὑπερκειμένη παντὸς ὀνόματος»11. Συνεπώς, τόσο η κατηγορία της ουσίας
όσο και η κατηγορία της ενέργειας επί του Θεού έχουν δύναμη «ὑπεροχικῆς ἀποφάσεως»12.
Παρά το γεγονός ότι ως προς κάποιες πτυχές τους, οι κατηγορίες του όντος δε
μπορούν να εφαρμοσθούν επί του Θεού, ωστόσο, μπορούν να εφαρμοσθούν ως προς
κάποιες άλλες. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αναφερόμενος στις δέκα αριστοτελικές
κατηγορίες, θεωρεί ότι «πάντων τῶν ὄντων εἰς δέκα συγκεφαλαιουμένων, οὐσίαν,
ποσόν, ποιόν, προς τι, ποῦ, ποτέ, ποιεῖν, πάσχειν, ἔχειν, κεῖσθαι, καὶ τῶν ἐφεξῆς
τῆ οῦσία ἐνθεωρουμένων, ὁ Θεὸς οὐσία ὑπερούσιός ἐστιν, ἧ ἐνθεωρεῖται μόνα τὸ
πρός τι τε καὶ τὸ ποιεῖν, οὐδεμίαν ἐμποιοῦντα ταύτην σύνθεσιν ἤ ἀλλοίωσιν»13. Ο
Θεός έχει κι’ εκείνο που δεν είναι ουσία, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι
είναι συμβεβηκός ή ότι ανήκει στα «μηδαμῆ μηδαμῶς ὄντα»14. Παρατηρούμε
γενικότερα, ότι τα επί του Θεού λεγόμενα δε λέγονται κυριολεκτικώς αλλά κατά
αναλογία προς τη θεολογική αλήθεια για την οποία γίνεται λόγος. Παραδείγματος
χάριν, για να αποδείξει την ύπαρξη της κατηγορίας του προς τι στον Θεό, ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμᾶς, ξεκινάει εκλαμβάνοντας ως δεδομένο το χριστιανικό δόγμα ότι
ο Θεός είναι δημιουργός του κόσμου15. Αυτοί που διατείνονται ότι στο Θεό
υπάρχει μόνο η κατηγορία της ουσίας, αποκλείοντας την κατηγορία των προς τι,
αποκλείουν ότι ο Θεός είναι αρχή, κτίστης, δεσπότης, και πατέρας μας κατά
χάριν, πράγματα που είναι όλα προς τι, γεγονός το οποίο είναι θεολογικά άτοπο16.
Η εφαρμογή των όρων αυτών επί του Θεού, δε στηρίζονται στην ύπαρξη αναλογίας
ανάμεσα στο είναι τους και στο είναι του Θεού, όπως διατείνεται ο Θωμάς
Ακινάτης. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, τα κοινά ονόματα, που
χρησιμοποιούνται τόσο για τα άκτιστα όσο και για τα κτιστά (είτε αισθητά είτε
νοητά), είναι ομώνυμα και εντελώς διαφορετικά ως προς το περιεχόμενό τους17. Ο
χαρακτήρας τους είναι μεν αναγωγικός, οδηγητικός και δεικτικός της κατευθύνσεως
προς την οποία πρέπει να τείνουν τόσο ο νους όσο και οι αισθήσεις, χωρίς ωστόσο
να περιέχουν μέσα τους οτιδήποτε που να ανήκει αφ’ εαυτού στο άκτιστο18. Σκοπός
τους δεν είναι να μεταφερθούμε διαμέσου του περιεχομένου τους σ’ αυτό που είναι
ο Θεός, αλλά να δηλώσουν το σκοπό προς τον οποίο πρέπει να είναι προσηλωμένος ο
νους και η καρδιά μας. Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί να μας οδηγήσει σ’ αυτό που
δηλώνουν τα επί του Θεού λεγόμενα, τυπώνοντας μέσα στο νου μας τους άρρητους
τύπους της θεότητας19.
Αυτό που
πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι η εν-τύπωση του νου με τους θείους και ανέκφραστους
τύπους του Πνεύματος, δεν έχει καμιά ομοιότητα ή αναλογία με την άνοδο της
διάνοιας προς το Θεό διαμέσου της απόφασης και της αφαίρεσης20. Το δεύτερο,
σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο, είναι απλά θεολογία, ενώ το πρώτο είναι και
θεοπτία21. Ο άνθρωπος στον οποίο έχουν εν-τυπωθεί οι τύποι του Αγίου Πνεύματος
συνίσταται από τρία: τη χάρη του επουρανίου πνεύματος, τη λογική ψυχή και το
γήινο σώμα22. Αυτή είναι η καινούρια του υπόσταση23. Θα την αποκτήσει αφού
λύσει την ψυχήν του από κάθε υλικό δεσμό, και αφοσιωθεί στην αδιάλειπτη προσευχή
και στον πόθο προς εκείνον που βρίσκεται πάνω από όλα τα κτιστά24. Ο νους, διά
της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, βγαίνει τότε με τρόπο ακατανόητο έξω από τον
εαυτό του και περιμένει το Θεό, ο οποίος δείχνοντας συγκατάβαση βγαίνει και ο
ίδιος κατά τρόπο ακοινώνητο από τον εαυτό του, για να συναντήσει τον άνθρωπο
και να ενωθεί μαζί του με μία ένωση ασύλληπτη για τον κτιστό νου25. Η ένωση
αυτή, σημειώνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, είναι κάτι μοναδικό, και οποιαδήποτε
ονομασία δώσει κανείς σε αυτήν, είτε ένωση, είτε όραση, είτε αίσθηση, είτε
γνώση, είτε νόηση, είτε έλλαμψη, «ἤ κυρίως ταῦτ’ οὐκ ἔστιν, ἤ μόνη κυρίως ταῦτα
πρόσεστιν αὐτῇ», δηλ. ή κυριολεκτικά δεν είναι αυτά, ή αλλιώς αυτά μόνο ταιριάζουν
κυριολεκτικά σ’ αυτήν26.
Η δήλωση αυτή
του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, σε καμία περίπτωση δε μπορεί να συγκριθεί με την
ακινάτεια αναλογία των ονομάτων, η οποία αναφέρεται στη Θεολογική του Summa,
ερώτηση13η 27. Όπως έχουμε δει, στο κείμενο αυτό ο Ακινάτηςθεωρεί ότι τα
ονόματα των τελειοτήτων που αποδίδουμε στο Θεό, ως προς την ουσία τους ανήκουν
πρώτα και κυρίως στο Θεό, ενώ ως προς τον τρόπο που γίνονται κατανοητά αρμόζουν
πρώτα και κύρια στο ανθρώπινο μυαλό28. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς δηλώνει
αντίθετα, πως η θεία ένωση υπερβαίνει εντελώς κάθε νόημα το οποίο μπορούμε να
συλλάβουμε με το μυαλό μας. Δεν αποδίδει στη θεία ένωση την ουσία των νοημάτων,
αλλά διακηρύσσει την απόλυτη διαφορετικότητά τους. Η θεία ένωση είναι ένα
γεγονός παντελώς καινούριο για τα δεδομένα του κτιστού κόσμου, γι’ αυτό και δεν
παρουσιάζει καμία αναλογία με οτιδήποτε προέρχεται από τη φύση του κτιστού.
Καμία λοιπόν ομοιότητα ή αναλογία δεν υπάρχει, ανάμεσα στην «παλαμική» και στην
«ακινάτεια» θεώρηση της σημασίας των θείων ονομάτων. Μόνο όσοι αξιώθηκαν να
πάθουν τα θεία μπορούν όχι απλά να κατανοήσουν αλλά να βιώσουν κυριολεκτικά τα
θεία ονόματα και όσα βρίσκονται πέρα από αυτά29. Οι υπόλοιποι πρέπει να
αρκεστούμε στην παραδειγματική και αναγωγική χρήση των θείων κατηγορημάτων, με
σκοπό να οδηγηθούμε στην υπεράρρητο θεία ένωση και στην «ενσήμανση» του
αληθινού περιεχομένου τους μέσα στο νου μας, υπό της χάριτος του Αγίου
Πνεύματος.
2.2.4.6 Συμπεράσματα
Συμπερασματικά,
η αναλογία κατά τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, αποτελεί μια νοερή ενέργεια η οποία
μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη θεολογία ως φυσική οδός κατανόησης των θείων
μυστηρίων. Συγκεκριμένα, η αναλογία είναι μια διανοητική λειτουργία του
λογιστικού, με βάση την οποία είναι δυνατό να αναλογιζόμαστε στοχαστικά περί τα
θεία. Είναι μία γνωστική δυνατότητα του κτιστού νου η οποία είναι ολότελα
διαφορετική από την υπερφυσική γνώση και την ακατάληπτη ένωση με το Θεό, γι’
αυτό και πρέπει να παύσει εντελώς η λειτουργία της προκειμένου να γίνει ο νους
δεκτικός των θεοποιών δωρεών του Αγίου Πνεύματος.
Η χρήση της
αναλογίας στη θεολογία δε βασίζεται σε οποιαδήποτε φυσική ή υπαρκτική ομοιότητα
ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά, αλλά στη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν
εικονιστικά τα κτιστά προκειμένου να διαφυλαχθεί η ορθότητα του δόγματος περί
της «ἐν πνεύματι» οράσεως των ακτίστων από όσους είναι άξιοι. Η «θεολογική
αναλογία» στα έργα του άγ. Γρηγόριο Παλαμά, αποτελεί εικονιστικό παράδειγμα
ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά, το οποίο δεν προϋποθέτει κανενός είδους
ομοιότητα μεταξύ τους, αλλά αντίθετα διαφυλάσσει την απόλυτη διαφορά τους.
Η εν-τύπωση
του νου με τους θείους και ανέκφραστους τύπους του Πνεύματος, δεν έχει καμιά
ομοιότητα με την αναλογική άνοδο της διάνοιας προς το Θεό διαμέσου της
καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας. Η θεία ένωση είναι ένα γεγονός παντελώς
ξένο για τα δεδομένα του δημιουργημένου κόσμου, γι’ αυτό και δεν παρουσιάζει
καμία αναλογία προς οτιδήποτε προέρχεται από τη φύση του κτιστού.
Συνεχίζεται
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,59, ό.π., σελ. 592.
2. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,59, ό.π., σελ. 592, «ἐκείνη μέν τό καθ᾿ ἡμᾶς ἡγεμονικόν καί ὄντως
ἀσώματον τυποῖ, ἡ δέ καθ᾿ ἡμᾶς φαντασία ἐν τῷ σωματοειδεῖ γίνεται τῆς καθ᾿ ἡμᾶς
ψυχῆς».
3. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,59, ό.π., σελ. 592, «καί τό μέν τυπούμενον ἐκεῖ τῆς λογικῆς
ψυχῆς ἐστι τό κορυφαῖόν τε καί ἀκρότατον, ἐν ἡμῖν δέ τό τῶν ψυχικῶν δυνάμεων
σχεδόν ἔσχατον».
4. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,59, ό.π., σελ. 592, «καί τυποῦται τοῦτο μέν ὑπό τῶν ἀπ᾿ αἰσθήσεως
κινημάτων, ἐκεῖ δέ, τί ἐστι τό τυποῦν τό ἡγεμονικόν τῶν προφητῶν… τυπούμενοι τῷ
Πνεύματι».
5. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,59, ό.π., σελ. 592, «τὸ Πνεῦμα ἐστι τό ἅγιον τό ἐφιζάνον τῷ νῷ
τῶν προφητῶν καί ὡς ὕλῃ χρώμενον τῷ ἡγεμονικῷ καί ἐν αὐτῷ δι᾿ἑαυτοῦ τά μέλλοντα
προκαταγγέλλον αὐτοῖς…δι᾿αὐτῶν ἡμῖν».
6. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,59, ό.π., σελ. 592.
7. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ θείων ἐνεργειῶν, τόμ. Β’, ό.π., σελ. 107, «οὔτε οὐσία ἐπὶ
τοῦ Θεοῦ οὔτε ἐνέργεια λέγεται κυρίως».
8. Περὶ θείων
ἐνεργειῶν, τόμ. Β’, ό.π., σελ. 108, «Πᾶσα γὰρ οὐσία δεκτική ἐστι τῶν ἐναντίων
καὶ διαφορὰς ἔχει οὐσιώδεις, καὶ ταῦτ’ ἔχει τε καὶ πάσχει τῆ ἐνεργεία
συνημμένη. Ποῦ ταῦτ’ ἐπὶ Θεοῦ;». Πρβλ. Ἀριστοτέλης, Κατηγορίαι 5, 4a10-11, «ἴδιον
τῆς οὐσίας δοκεῖ εἶναι τὸ ταὐτόν και ἕν ἀριθμῶ ὄν τῶν ἐναντίων εἶναι δεκτικόν».
9. Περὶ θείων
ἐνεργειῶν, τόμ. Β’, ό.π., σελ. 108, «Πᾶσα ἐνέργεια κινεῖ ἤ καὶ ἀλλοιοῖ ἐπὶ τὸ
κρεῖττον ἤ τὸ χεῖρον τὴν συνημμένην οὐσίαν κατὰ θέσιν ἤ ποιότητα». Πρβλ. Ἀριστοτέλης,
Φυσικά ΙΙΙ, 201a10-11, 202a5-12. Σύμφωνα με τον Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ, Αὐγουστῖνος
και Γρηγόριος Παλαμᾶς, ό.π., σελ. 50, «ὁ Παλαμᾶς δανείζεται τήν ἀριστοτελική
θεωρία τοῦ 3ου βιβλίου τῶν Φυσικῶν περί ἰσοδυναμίας τῆς ἐνέργειας μέ τήν
κίνηση, καί τή χρησιμοποιεῖ σέ μερικό συνδυασμό μέ τήν ἀριστοτελική διδασκαλία
περί τῶν εἰδῶν τῆς μεταβολῆς ἤ κινήσεως (γένεσις-φθορά, αὔξησις-μείωσις ἤ κατά ποσόν,
ἀλλοίωσις ἤ κατά ποιόν, κατά τόπον). Βλ. Ἀριστοτέλης, Κατηγορίαι 14,
15a13-15b16, Μετὰ τὰ φυσικά 1068a10-11, Φυσικά 243a35-37.
10. Περὶ
θείων ἐνεργειῶν, ό.π., σελ. 108, «κατὰ ταύτας τὰς δυνάμεις καὶ ἐνεργείας καὶ
προόδους καὶ πολυώνυμον ἐστι τὸ θεῖον, κατὰ δὲ τὴν οὐσίαν ἀνώνυμον». Κατά τον
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ, τα ονόματα που αποδίδουμε στο Θεό, μας αποκαλύπτουν τις ενέργειές
του, οι οποίες κατέρχονται προς εμάς, αλλά δεν μας φέρνουν πλησίον της
απροσίτου ουσίας του. Βλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Κατὰ Εὐνομίου, P.G. 29, 521, 577-580,
πρὸς Ἀμφιλόχιον ἐπιστ. 234, P.G. 32, 869.
11. Περὶ
θείων ἐνεργειῶν, ό.π., σελ. 108.
12. Περὶ
θείων ἐνεργειῶν, ό.π., σελ. 107.
13. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 134, ό.π., σελ. 110. Το ότι ο
Αριστοτέλης κάνει λόγο για «λεγόμενα» ενώ ο Παλαμάς για «όντα» ή για
«πράγματα», σύμφωνα με τον Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟ, Αὐγουστῖνος και Γρηγόριος Παλαμᾶς,
ό.π., σελ. 58, δεν είναι παρά διαφορά επιφανειακή και μόνο, διότι «τά σέ δέκα
κατηγορίες διακρινόμενα ἀριστοτελικά λεγόμενα προφανῶς ἀντιστοιχοῦν, κατά τόν
Άριστοτέλη, σέ κάποια ὄντα ἤ πράγματα».
14. Κεφάλαια ἑκατὸν
πεντήκοντα, 135, ό.π., σελ. 111.
15. Κεφάλαια ἑκατὸν
πεντήκοντα, 135, ό.π., σελ. 111.
16. Κεφάλαια ἑκατὸν
πεντήκοντα, 134, ό.π., σελ. 111.
17. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,30, ό.π., σελ. 441, «μήτε πρὸς τὰ αἰσθητὰ ταῦτα κατασπῶν ἢ τὰ νοητά,
εἰ καὶ ὁμωνύμως λέγονται».
18. Ο Ν.
ΓΡΗΓΟΡΑΣ, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 30, 24: ΙΙΙ 286, 7-10, υποστήριζε αντίθετα ότι όλα
τα θεία ονόματα είναι απλές λέξεις, των οποίων η ισοδυναμία με το σημασιολογικό
τους περιεχόμενο είναι προϊόν συμβάσεως. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Περὶ τὰ αἴτια τῆς ἡσυχαστικῆς
ἔριδος, Γρηγόριος Παλαμᾶς 39 (1956), σελ. 93. Τα ονόματα γενικότερα, αποτελούν
σύμβολα, διά των οποίων κοινοποιούνται τα νοήματα ως παθήματα της ψυχής. Τα
παθήματα της ψυχής, ως προερχόμενα από τις αισθήσεις, είναι μόνο η μία πηγή
γνώσεως για τον άνθρωπο, ενώ η άλλη είναι ο νους, ο οποίος δε χρειάζεται τη φωνή
για να κοινοποιήσει τα πράγματα, αλλά έχει άμεση γνώση τους. Βλ. Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ,
Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 30, 25: ΙΙΙ 287, 9-13. Στη θεολογία, ο στόχος των διαφόρων
ονομάτων είναι να αναδείξουν το κοινό νόημα, που είναι η ουσία του Θεού, χωρίς
ποτέ τα ονόματα αυτά να γίνονται ισοδύναμα ή ταυτόσημα με τη θεία ουσία, όπως
δίδασκε ο Ευνόμιος. Βλ. Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 30, 27: ΙΙΙ 288, 22-
289,3. Σύμφωνα με το ΓΡΗΓΟΡΑ, η φωνή και η δια της αισθήσεως νόηση, είναι
προϊόντα πτώσεως. Στη θεολογία, η χρήση των ονομάτων οδηγεί σε μία ενοποίηση
των επιμέρους δυνάμεων του νου από την ίδια τη θεία ουσία, δια της αναγωγής. Ο
ΓΡΗΓΟΡΑΣ, αντιλαμβάνεται τα ονόματα και τους όρους της παραδεδομένης θεολογίας,
όχι ως ρεαλιστικό αποτέλεσμα της μετατροπής των γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου
μέσα από το χώρο του εκκλησιαστικού βιώματος, αλλά ως συμβάσεις και μέσα για τη
νοοκρατική γνώση, τόσο της κτιστής όσο και της άκτιστης ουσίας, η οποία
ονομάζεται ‘‘κυρίως Έν’’ και ταυτίζεται με την αυτογνωσία του νου. Βλ. Ν.
ΓΡΗΓΟΡΑ, Ρωμαϊκὴ Ἱστορία, 30, 66-67: ΙΙΙ 314, 15-23.
19. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,41, ό.π., σελ. 452. Βλ. επίσης ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ, Κεφάλαια θεολογικά
2, 82, P.G. 90, 1164a, και ΜΑΡΚΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ, Κεφάλαια Νηπτικά 24, P.G. 65, 1064b,
«καρδία καθαρὰ ἐστὶν ἡ παντάπασιν ἀνείδεον παραστήσασα τὸν νοῦν τῶ Θεῶ καὶ
μόνοις τοῖς αὐτοῦ ἕτοιμον ἐνσημαίνεσθαι τύποις, δι’ ὧν ἐμφανὴς πέφυκε
γενέσθαι».
20. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3,42, ό.π., σελ. 453, «τῆς δι’ ἀποφάσεων πρὸς Θεὸν ἀνόδου
τῆς διανοίας τὸ θείοις καὶ ἀπορρήτοις τὸν νοῦν ἐνσημαίνεσθαι τοῦ πνεύματος
τύποις κατὰ πολὺ διενήνοχε».
21. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,42, ό.π., σελ. 453.
22. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,43, ό.π., σελ. 454.
23. Πρβλ. Γ.
ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ, Ἡ Πνευματικὴ Ζωὴ κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ, ΠΘΣΓΠ, Θεσσαλονίκη
1986, σελ. 159.
24. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,46, ό.π., σελ. 458.
25. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 1,3,47, σελ. 458. Η έκσταση έτσι, σε αντίθεση με τη σημασία που
έχει σε κάθε θρησκευτική, μυστική ή φιλοσοφική της διάσταση, στον άγιο Γρηγόριο
Παλαμά δεν αποτελεί μία έξοδο από τον εαυτό μας προς μία βαθύτερη εμπειρία του
κοσμικού είναι πάνω στο οποίο θεμελιώνεται όλος ο κόσμος, αλλά μία
μεταμορφωτική υπέρβαση των ορίων της κτιστότητάς μας, η οποία οδηγεί στη
συνάντηση με τον ίδιο τον άκτιστο Θεό. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τὸ Μυστήριο τοῦ Ἀνθρώπου,
ΠΙΠΜ, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 68-69. Βλ. I. P. COULIANO, Εμπειρίες της Έκστασης,
εκδ. Χατζηνικολή, Αθήνα 1986, σελ. 20-22.
26. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 2,3,33, ό.π., σελ. 567.
27. ΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa
Theologica I, 13.
28. Ο P.
RICOEUR, Η Ζωντανή Μεταφορά, ό.π., σελ. 527, θεωρεί ότι αυτή τη διασταύρωση
ανάμεσα στο res significata και στο modus significandi, αποτελεί ένα παιχνίδι
ανάμεσα στο λέγειν και στο είναι, κατά το οποίο: «όταν το λέγειν φτάνει στο
σημείο να βουλιάξει στη σιωπή κάτω από το βάρος της ετερογένειας του είναι και
των όντων, το ίδιο το είναι αποπέμπει το λέγειν χάρη στις υπόγειες αλληλουχίες
που προσφέρουν στο λέγειν μία αναλογική επέκταση των σημασιών του». Ως εκ τούτου,
υποστηρίζει ο B.
MONTAGNES, La Doctrine de l’ analogie de l’etre d’apres St. Thomas d’ Aquin, Nauwlaerts, Louvain 1963, σελ. 114,
η δομή της αναλογίας είναι παράλληλη μ’ εκείνην της μέθεξης, η πρώτη ως
εννοιολογική πλευρά και η δεύτερη ως πραγματική πλευρά της ενότητας του είναι.
29. Η θέση
αυτή απαντά και στο κατ’ εξοχήν φιλοσοφικο-θεολογικό πρόβλημα του δυτικού
μεσαίωνα, σχετικά με τα universalia. Τα θεία ονόματα δεν περιγράφουν κατ’
ουσίαν τίποτα σχετικά με την ουσία (πραγματοκρατία) ή τις ιδιότητες του Θεού
(νομιναλισμός). Το πραγματικό τους περιεχόμενο αποκαλύπτεται στο νου κατά την
υπεράρρητο θείαν ένωση. Ωστόσο, η χρήση τους δεν είναι μόνο περιγραφική, ούτε
αφορά απλά στη διάνοια του ανθρώπου, διότι μπορούν να αποβούν ωφέλιμα καθοδηγώντας
τα νοήματα μας και προπαρασκευάζοντας το νου μας για να λάβει τη θεοποιό χάρη του
Αγίου Πνεύματος. Σχετικά με την πραγματοκρατία και το νομιναλισμό, Βλ. Ν.
ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 594.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου