Enrico Berti
Αλλά όπως είναι γνωστό, ακριβώς από την καθολική αμφιβολία ο Καρτέσιος κερδίζει την πρώτη του βεβαιότητα, δηλ. την θεμελιώδη αρχή όλης του της φιλοσοφίας, δηλ. το Cogito. Εάν δηλ. βάλλουμε σε αμφισβήτηση την ίδια την αμφιβολία δέν την αρνούμαστε, αλλά την επαναβεβαιώνουμε, διότι η αμφισβήτηση της αμφιβολίας είναι μία μορφή αμφιβολίας, επομένως η αμφιβολία είναι αναμφίβολη και η αμφιβολία δέν είναι παρά το Cogito. Αυτό φαίνεται καθαρά και από το διάσημο χωρίο, πάντοτε στο IV μέρος του Λόγου περί της μεθόδου, όπου ο Καρτέσιος βεβαιώνει : «αλλά αμέσως μετά (την αμφιβολία μου) κατάλαβα πως ενώ ήθελα μ’ αυτόν τον τρόπο να σκεφθώ ψεύτικα κάθε πράγμα, έπρεπε αναγκαίως εγώ που το σκεφτόμουν, να είμαι κάτι. Γι’ αυτό, δεδομένου πως αυτή η αλήθεια: Εγώ σκέπτομαι, επομένως είμαι (υπάρχω), είναι τόσο σταθερή και σίγουρη που δέν θα μπορούσαν να την ταρακουνήσουν ούτε οι πιό απίθανες θεωρίες των σκεπτικιστών, έκρινα πως μπορούσα να την υιοθετήσω χωρίς κανένα δισταγμό σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας μου».
Η
ίδια βεβαιότης κατακτάται, στον δεύτερο απο τους Μεταφυσικούς
διαλογισμούς, μέσω της υποθέσεως του απατηλού πνεύματος : «Εγώ υπήρχα
χωρίς αμφιβολία, εάν είχα πεισθεί έστω για κάτι, ή εάν είχα σκεφτεί κάτι
έστω. Αλλ’ όμως υπάρχει δέν ξέρω τί είδος πανίσχυρου απατεώνος και πολύ
πονηρού μάλιστα, ο οποίος προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να με
ξεγελάσει πάντοτε. Δέν υπάρχει αμφιβολία πως εγώ υπάρχω έστω και αν
αυτός με ξεγελά, και ας με ξεγελά όσο θέλει, δέν θα κατορθώσει όμως να
με πείσει πως δέν είμαι τίποτα, μέχρις ότου σκεφτώ ότι είμαι κάτι».
Μέχρις αυτού του σημείου μπορεί νά εννοείται πως η βεβαιότης που
αντλείται είναι μόνον περί της υπάρξεώς μας, αλλά στην πραγματικότητα
είναι πάνω απ’ όλα η βεβαιότης της σκέψεως, μίας σκέψεως η οποία
ασκείται στην μορφή της αμφιβολίας, μίας αμφιβολίας που αποδεικνύεται
επομένως αναμφίβολη.
Αυτό
είναι ξεκάθαρο επίσης σε άλλα δύο χωρία, το ένα των οποίων περιέχεται
στις απαντήσεις στις έβδομες αντιρρήσεις και λέει: «αφού εκτίμησα πως
δέν ήταν δυνατόν να αμφιβάλλουμε πως η ουσία που αμφιβάλλει για τα πάντα
ή αυτή που σκέπτεται, δέν υπάρχει ενώ αμφιβάλλει, την χρησιμοποίησα
αυτή μου την εκτίμηση σαν μία σταθερή γή, στην οποία μπορούσα να
ακουμπήσω τα θεμέλια της φιλοσοφίας μου». Και το δεύτερο περιέχεται στις
φιλοσοφικές αρχές (principia Philosophiae)και
έχει ως εξής: « δέν θα γνωρίζαμε να υποθέσουμε με τον ίδιο τρόπο [με
εκείνο με το οποίο αμφιβάλλουμε για όλα] πως εμείς δέν υπάρχουμε ενώ
αμφιβάλλουμε για την αλήθεια όλων αυτών των πραγμάτων». Εδώ η βεβαιότης
της σκέψεως και της υπάρξεως δίνεται επομένως από το γεγονός της
αμφιβολίας: είναι η αμφιβολία λοιπόν, πρίν απο την σκέψη και την ύπαρξη,
που είναι αναμφίβολη.
Ακόμη
και αυτής της πρακτικής μπορούμε να βρούμε μία αναλογία στην αρχαία
διαλεκτική, και συγκεκριμένα την στιγμή κατά την οποία το όργανο μέσω
του οποίου ανασκευάζονται οι γνώμες, δηλ. η αρχή της μή-αντιφάσεως,
αποδεικνύεται μή-ανασκευάσιμο, αλλά προκύπτει ακριβώς μέσω της ανασκευής
της προσπάθειας να το καταρρίψουμε. Η αναφορά σ’αυτή την περίπτωση δέν
μπορεί παρά να υπάρχει στον Αριστοτέλη, ο οποίος αφού δήλωσε πως η αρχή
της μή-αντιφάσεως δέν αποδεικνύεται, διότι είναι η συνθήκη όλων των
αποδείξεων, συμπληρώνει πως μπορεί να αποδειχθεί μόνον μέσω μίας
αποδείξεως, με την συμφωνία όμως πως κάποιος την αρνείται λέγοντας κάτι
πολύ συγκεκριμένο. Την στιγμή που το λέει αυτό, ο αμφισβητίας θα
εξαιρέσει, πράγματι, υποδορίως το αντίθετο από κείνο που ισχυρίζεται,
και επομένως θα επιβεβαιώσει την αρχή της μή-αντιφάσεως, καταλήγοντας μ’
αυτόν τον τρόπο σε μία διαλληλία και επομένως ανασκευασμένος (Μετ IV4, 1005 b 35-1006 a 28).
3. Το Cogito δέν συμπεραίνεται από την μαθηματική μέθοδο.
Τέλος μία Τρίτη αναλογία ανάμεσα στην διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε απο τον Καρτέσιο, για να καθορίσει το Cogito,
δηλ' την αρχή όλης του της φιλοσοφίας, προκύπτει απο την βεβαίωση, η
οποία επανελήφθη συχνά απο τον συγγραφέα, πως αυτή η διαδικασία δέν
είναι συλλογισμός, δέν είναι δηλ. η απαγωγή μίας ιδιαίτερης προϋποθέσεως
από ένα καθολικό συμπέρασμα, πράγμα που σημαίνει πως δέν είναι δυνατόν
να αποδειχθεί με την απαγωγική διαδικασία αυτής ακριβώς της μαθηματικής
μεθόδου. Μία τέτοια διαβεβαίωση βρίσκεται κατά πρώτον στις Απαντήσεις
στις δεύτερες αντιρρήσεις, όπου λέγεται : «όταν αντιλαμβανόμαστε ότι
είμαστε κάπως σκεπτόμενα πράγματα, αυτό αποτελεί μία πρώτη έννοια, η
οποία δέν προήλθε από κανέναν συλλογισμό. Και όταν κάποιος λέει: εγώ
σκέπτομαι, άρα εγώ Είμαι, ή υπάρχω, δέν συμπεραίνει την ύπαρξή του από
την σκέψη του με την βοήθεια ενός συλλογισμού, αλλά σαν ένα γνωστό
πράγμα καθ’ αυτό, το βλέπει σαν μία απλή διαίσθηση του Νού».
Αυτή η βεβαίωση επιστρέφει στις απαντήσεις στις πέμπτες αντιρρήσεις, όπου ο Καρτέσιος απαντά στον Gassendi, ο οποίος απαιτούσε να συμπεραίνεται τό Cogito
απο την καθολική προϋπόθεση «αυτός που σκέπτεται, είναι», με τον
ακόλουθο τρόπο: « το λάθος που είναι το πιό σημαντικό σε τούτη την
περίπτωση είναι πως αυτός ο συγγραφεύς προϋποθέτει ότι η γνώση των
ιδιαιτέρων προτάσεων πρέπει να συμπεραίνεται πάντοτε απο τις
καθολικότητες, σύμφωνα με την τάξη των συλλογισμών της διαλεκτικής : και
μ’ αυτό φανερώνει να γνωρίζει πολύ λίγο με ποιόν τρόπο πρέπει να
ερευνούμε την αλήθεια, διότι είναι βέβαιο πως για να την βρούμε, πρέπει
να αρχίζουμε πάντα από τις ιδιαίτερες έννοιες, για να φτάσουμε στην
συνέχεια στις γενικές».
Αυτή η ίδια θέση υπάρχει σε πιό πλατειά μορφή στον Διάλογο με τον Burman,
όπου σχολιάζοντας το πρώτο απο τα δύο χωριά που παρουσιάσαμε λέγεται: «
πρίν από αυτό το συμπέρασμα: σκέπτομαι άρα είμαι, μπορούμε να
γνωρίσουμε την μεγαλύτερη προϋποθεση : όλα όσα σκέπτονται είναι, διότι
πραγματικά προηγείται του δικού μου συμπεράσματος και αποτελεί το
θεμέλιο. Γ’ αυτό και ο συγγραφέας λέει στις Αρχές πως προηγείται διότι,
κατά βάθος, προϋποτίθεται πάντοτε και προηγείται. Αλλά δέν γνωρίζω
πάντοτε το προβάδισμά της σε μία καθαρή και φανερή μορφή, και γνωρίζω
για πρώτο το δικό μου συμπέρασμα, διότι ενδιαφέρομαι μόνον γι’ αυτό που
βιώνω σε μένα, αυτό το σκέπτομαι άρα είμαι, ενώ δέν δίνω την αντίστοιχη
προσοχή στην γενικευμένη έννοια: οτιδήποτε σκέπτεται, είναι».
Και
ο Αριστοτέλης δηλώνει επίσης στα Αναλυτικά ύστερα, πως οι αρχες των
επιστημών δέν μπορούν να κατακτηθούν δια της αποδεικτικής οδού, μέσω
δηλ. ενός επιστημονικού συλλογισμού, αλλά πρέπει να φανερωθούν μέσω της
επαγωγής, μέσω μίας διαδικασίας που ξεκινά δηλ. από ιδιαίτερες
περιπτώσεις που έχουν γίνει γνωστές μέσω της αισθήσεως, για να ανέλθουμε
προς συμπεράσματα γενικού, δηλ. καθολικού χαρακτήρος. Και στα τοπικά
βεβαιώνει πως η οδός η οποία οδηγεί στις αρχές ανήκει μόνον στην
διαλεκτική, διότι αυτή διαθέτει την λειτουργία τής εξετάσεως
(εξεταστική), δηλ. να δοκιμάζει και να ανασκευάζει (Αναλ. Υστ. ΙΙ. 19
και Τοπικά Ι. 2).
Είναι
φανερό πώς ο Καρτέσιος είχε μία διαφορετική αντίληψη της διαλεκτικής, η
οποία εθεωρείτο απ’ αυτόν σαν μία λογική καθαρά τυπική, και επομένως
τελείως άδεια από γνώση. Αλλά ο συλλογισμός με τον οποίο μερικοί είχαν
την απαίτηση να αποδείξουν το Cogito δέν ήταν
διαλεκτικός, με την αρχαία σημασία του όρου, αλλά επιστημονικός,
επαναφερόμενος δηλ. στην μέθοδο της αποδεικτικής επιστήμης η οποία ακόμη
και για τον Αριστοτέλη αντιπροσωπευόταν κυρίως απο τα μαθηματικά. Το
γεγονός πως ο Καρτέσιος απορρίπτει την δυνατότητα να βρεθεί το Cogito
μέσω ενός παρόμοιου συλλογισμού, σημαίνει πως εννοεί να ελευθερώσει την
πρώτη αρχή της μεταφυσικής του απο την κυριαρχία της μαθηματικής
μεθόδου, αναγνωρίζοντας ένα χαρακτήρα, όχι και τόσο διαφορετικό απο
εκείνον που ήταν αναγνωρισμένος στις αρχές μέσα στο πλαίσιο της αρχαίας
διαλεκτικής.
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου