Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία του όντος) (8)

Συνέχεια από Δευτέρα, 28 Μαρτίου 2016

Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Του Erich Przywara.
          
Product Details
Η πρώτη θέση ερμηνεύει το χωρίο τού Ιωάννου με την έννοια τής «υπερφυσικής μετοχής στήν θεία φύση», η οποία εδωρίσθη ελεύθερα στον “άνθρωπο” «στην αρχή της δημιουργίας», και ελεύθερα εχάθη από τον άνθρωπο στο προπατορικό αμάρτημα και ελεύθερα επαναπροσφέρθη από τον θεό στην λύτρωση. Το «ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν» αντανακλά την κατεξοχήν ουσία αυτής της υπερφυσικής θεώσεως (θέωσις): Μετοχή στον Πατέρα, διότι υιοί του Πατρός, μετοχή στον Υιό, διότι σύμμορφοι με τον Υιό και συνεπώς μετοχή στο Άγιο Πνεύμα σαν ενότητος του Πατρός και του Υιού, διότι άνθρωποι εν πνεύματι αγίω (πνευματικός). Η μετοχή αντιπροσωπεύει το αληθές, πραγματικό περιεχόμενο τής δημιουργίας, ένα περιεχόμενο το οποίο κοινωνήθηκε στον άνθρωπο στο ξεκίνημα της δημιουργίας, χάθηκε στην συνέχεια στο προπατορικό αμάρτημα και επεστράφη στην λύτρωση! Η σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημα είναι πραγματική όταν συνίσταται σε μία τέτοια σχέση μετοχής στην θεία φύση. Ακόμη και η ιδιαίτερη πλευρά τής λυτρώσεως ανήκει σε αυτό το περιεχόμενο: αυτή (σε μια τυπικά αλεξανδρινή προοπτική) φανερώνεται στην πρόσληψη τής ανθρώπινης φύσεως που είναι στον Χριστό, στην προσωπική μορφή τού θεού και επομένως στην μετοχή σε αυτή την πρόσληψη ακόμη και των «μελών του Χριστού». Η μετοχή στην θεία φύση λοιπόν καταλήγει ακόμη και μετοχή στο θείο πρόσωπο και με αυτόν τον τρόπο η θέωση ολοκληρώνεται. Πρόκειται για μια προοπτική η οποία αρχής γενομένης από τον Ειρηναίο συναντάται πάνω απ’ όλα στους Έλληνες πατέρες. Εκείνη λόγω της οποίας το να «είμαι στον Χριστό» είναι κατ’ ουσίαν να «είμαι στον θεό». Ο Ειρηναίος για παράδειγμα, διακρίνει τον σκοπό τής ενσαρκώσεως στο γεγονός ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός έγινε αυτό που είμαστε για να μπορέσουμε και εμείς να φθάσουμε την τελειότητα, γινόμενοι αυτό που είναι αυτός! Παρομοίως και ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (στην κορυφή της παραβολικής εξελίξεως) ισχυρίζεται ότι η ουσία τής τάξεως τής λυτρώσεως είναι να γίνουμε σαν θεοί, διότι παρότι εκ φύσεως άνθρωποι, επειδή είμαστε εν Χριστώ αναπληρώνουμε τον θεό, διότι ο Χριστός είναι θεός!

Συνεπάγεται ότι η διαδρομή τής πρακτικής χριστιανικής ζωής, έτσι όπως συστήθηκε από τον Κλημη Αλεξανδρέα και τον Ωριγένη, ακολουθεί την ανάπτυξη τού Χριστιανού σαν ενεργεία θεού, θεωρημένο μάλιστα αφομοιωμένο στον θεό (εσόμενος και δη εξομοιούμενος θεός, Κλήμης Στρωματείς VII, 1!). Επειδή δε η θέωση ουσιαστικά επανέρχεται και ολοκληρώνεται στον Χριστό, η διαδρομή τής αναπτύξεως τής θεώσεως προσλαμβάνει αναγκαίως την μορφή τού Χριστού. Αυτός όμως γίνεται κατανοητός ουσιαστικά σαν το θείο πρόσωπο, όπως ο “Λόγος”, όπως επίσης και σαν αυτός που είναι «ο Χριστός», ο χρισμένος στο χρίσμα τού Αγίου Πνεύματος, του οποίου το έργο εκπληρώνεται λοιπόν με την διάχυση του Αγίου Πνεύματος σαν “πνεύμα”. Η ανάπτυξη τής θεώσεως συντελείται λοιπόν κάτω από το σημείο τού Λόγου και τού Πνεύματος και επομένως σαν μια αυξανόμενη πνευματοποίηση, τόσο που στον Ωριγένη η ορατότης και η Μυστηριακότης τής Εκκλησίας είναι μόνον μια στιγμή προετοιμασίας στην οδό προς το «καθαρό πνεύμα» (και γι’ αυτό θεωρείται εδώ σαν το θεμέλιο τής «πνευματικής Εκκλησίας» του Ιωακείμ και όλου του Ιωακειμισμού).
Το περιεχόμενο της θεολογίας που αναπτύσσεται σε αυτή την βάση είναι λοιπόν από απόψεως τυπικής, φορμαλιστικής, η λεγόμενη «μετοχή στην φύση και στο πρόσωπο του θεού». Και καθώς αυτή η θέωση είναι ταυτοχρόνως μια «καθαρή πνευματοποίηση», η πράξη μιας τέτοιας θεολογίας, δηλαδή η αυθεντική της μέθοδος, συνίσταται εξ’ απόψεως φορμαλιστικής πάντοτε σε μία “μετοχή” πνευματικώς συνειδητοποιημένης, και επομένως σε μία πρόγευση της αιωνίου θεωρίας (visio beatifica) στην “γνώση”, η οποία είναι η μορφή τήν οποία προσέλαβε η γνώση: «πίστη είναι η γνώση, γνωστική η πίστη». Εάν η θέωση είναι το περιεχόμενο τής θεολογίας, η γνώση είναι η αντίστοιχη τυπική (φορμάλε) ενέργεια. Η αντικειμενική οντική μετοχή κατορθώνεται μέσω μιας νοητικής υποκειμενικής μετοχής. Όπως το αντικείμενο τής θεολογίας είναι μια «πλήρης μετοχή» στο είναι τής φύσεως και του προσώπου τού θεού, έτσι και η θεολογική πράξη είναι κατά συνέπειαν η πλήρης μετοχή μας στην συνείδησή Του. Μια υποδοχή στην πίστη τής πράξεως με την οποία ο θεός μαρτυρεί τον εαυτό του, για να επιτρέψει στην συνέχεια αυτή η ίδια η πράξη να αυτοφανερωθεί στην γνώση.
Η θεολογία είναι αυτή η αυτοφανέρωση της ενεργείας η οποία έχει αποσταλεί από τον θεό και η οποία πραγματοποιείται στον Υιό του, σαν τον Λόγο του και στο Άγιο Πνεύμα σαν το πνεύμα του. Όπως στην μετοχή και στην οντική συμμετοχή το φυσικό ανθρώπινο ον δεν είναι τίποτε άλλο από μια δύναμη υπακοής, ένα αφήνω να συμβεί από μόνο του, έτσι και στην μετοχή και στην νοητική συμμετοχή η φυσική ανθρώπινη συνείδηση (η οποία διακρίνεται από την λογική σκέψη) εργάζεται μόνον σαν μία αντίστοιχη νοητική δύναμη υπακοής, δηλαδή σαν μία προσεκτική και υπάκοη εγκατάλειψη στην καθοδήγηση από τον Λόγο και από το πνεύμα της θείας παραδόσεως. Η θεολογία είναι θεολογία τής παραδόσεως εν Λόγω και εν πνεύματι.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος



Δεν υπάρχουν σχόλια: