ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ : ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Enrico Berti
Έχει αποδειχθή ήδη απο το 1987, πώς το κέντρο του Καρτεσιανού διαλογισμού δέν είναι το Cogito, δηλ, η μεταφυσική (απόδειξη της αθανασίας της ψυχής και της υπάρξεως τού Θεού), η οποία εκτίθεται στο IV μέρος του Discorso (και στη συνέχεια πιό αναλυτικά στις Meditazioni (διαλογισμοί) του 1641), αλλά η μέθοδος.
Η μέθοδος είχε εννοηθεί απο τον Καρτέσιο, σε στενή σχέση με την Φυσική,
ή καλύτερα με τις επιστήμες, όπως φαίνεται απο την έκδοση του Discorso (Λόγος)
με τα τρία δοκίμια, Διοπτρική, Μετεωρίτες και Γεωμετρία, και απο την
εξήγηση του συγγραφέως πώς το πρώτο χρησιμοποιείται σαν εισαγωγή σ’αυτά
και πώς αυτά αποτελούν την πλέον επαρκή έκθεση της ίδιας τής μεθόδου.
Όσον αφορά λοιπόν την καταγωγή της μεθόδου, πρέπει να θυμηθούμε πώς προηγείται κατα πολύ της ανακαλύψεως του Cogito,
δηλ, της μεταφυσικής. Η πρώτη διαίσθηση της μεθόδου ξεκινά απο το 1619,
δηλ, απο τις αρχές της φιλοσοφικής τριβής του Καρτέσιου. Η αφήγηση
αυτής της διαισθήσεως την οποία αφιερώνει στο Discorso είναι
ηθελημένα μειωτική ως προς την σπουδαιότητα της : έχουμε σχεδόν την
εντύπωση πώς η ανακάλυψη τής μεθόδου προήλθε απο την παρατήρηση,
κοινότυπη δέ, πώς οι πρωτοβουλίες οι οποίες επιτυγχάνουν λαμβάνοντας απο
ένα μόνο άτομο, έχουν δέ μεγαλύτερη τύχη απο εκείνες στις οποίες
συνεργάζονται περισσότερα πρόσωπα. Πολύ πιθανόν στα 1637, ο Καρτέσιος να
ήθελε να γλυκάνει την σπουδαιότητα και τον επαναστατικό νεωτερισμό της
ανακαλύψεώς του.
Δέν
συμβαίνει όμως το ίδιο στις πρώιμες σημειώσεις του, οι οποίες γράφτηκαν
ταυτόχρονα με τα γεγονότα και οι οποίες ανακαλύφθηκαν μετά τον θάνατο
του. Στα γραπτά τα ονομαζόμενα Olympica
(ολυμπιακά), περιγράφει πώς στις 10 Νοεμβρίου 1619 δηλ, την προηγούμενη
ημέρα της νύχτας κατα την διάρκεια της οποίας είχε τα τρία διάσημα
όνειρα τα οποία του επιβεβαίωσαν την θεία έμπνευση της ανακαλύψεως του,
είχε ανακαλύψει imirabilis scientiae fundamenta δηλ, τα θεμέλια μίας υπέροχης επιστήμης, η οποία κατόπιν στα 1620 τού αποκαλύπτεται πώς είναι, όπως προκύπτει απο τις cogitatione privatae, την σύνδεση όλων των επιστημών σαν να διαμορφώνουν μία μοναδική καθολική επιστήμη (scienta universalis). Η μέθοδος λοιπόν αποτελείται απο τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους προοδεύει αυτή η καθολική επιστήμη.
Στις
επεξεργασίες αυτής της μεθόδου αφιέρωσε ο Καρτέσιος όπως είναι γνωστό,
την δεκαετία ανάμεσα στα 1619 και το 1628 που προηγήθηκε απο την
απόσυρσή του στην Ολλανδία, και γράφτηκε και φανερώθηκε για πρώτη φορά
στις Regulae (κανόνες),
οι οποίες μάλιστα έμειναν αδημοσίευτες. Σ’αυτή την εργασία δείχνει την
καταγωγή της στα μαθηματικά τών αρχαίων και βρίσκεται καταρχάς στο έργο
του Πλάτωνος. Αυτή η μέθοδος, εξηγεί ο Καρτέσιος, δέν είναι τα
μαθηματικά που κοινώς γνωρίζουμε (vulgaris),
τα οποία ασχολούνται με αριθμούς και φιγούρες (σχήματα και μορφές),
αλλά μία κάποια άλλη επιστήμη, της οποίας εκείνα είναι ένα περιτύλιγμα
και δέν αποτελούν μέρος της. Αυτή είναι η ίδια η τέχνη τής αποδείξεως, η
οποία μας επιτρέπει να οικοδομήσουμε μία γενική επιστήμη του όλου, όλου
εκείνου που έχει τάξη και μέτρο και της οποίας το όνομα είναι αρχαίο
και παραδεκτό ήδη απο την χρήση του, mathesis universalis.
Η ιδέα μίας mathesis universalis, όπως είναι γνωστό απο το βιβλίο του G.GRAPULLI
που είναι αφιερωμένο σ’αυτή, ήταν διαδεδομένη στην κουλτούρα του ‘500’
και ‘600’, και είχε δύο εκδοχές. Μία περιορισμένη η οποία είχε την
καταγωγή της απο την Αριστοτελική παράδοση, σύμφωνα με την οποία η mathesis universalis ήταν
η βάση μόνον των μαθηματικών επιστημών, και μία πιό ανοιχτή και
πλατειά, που καταγόταν απο την νεοπλατωνική παράδοση, και για την οποία
ήταν πραγματικά μία καθολική επιστήμη, η οποία περιείχε όλες τις άλλες,
και η οποία συνέπιπτε με την ίδια την φιλοσοφία. Και στις δύο εκδοχές η mathesis universalis είχε
την δομή που προέκυπτε απο την διαδικασία των δύο αρχών της αναλύσεως
και της συνθέσεως, οι οποίες υπάρχουν ήδη στον Πλάτωνα αλλά ο κλασσικός
ορισμός τους περιείχετο στο Collectiones mathematicae απο τον Pappo της Αλεξάνδρειας, οι οποίες είχαν μεταφραστεί στα λατινικά απο τον Federico Comandino γύρω στα 1589.
Αυτός ο ορισμός που ήταν στα σίγουρα γνωστός στον Καρτέσιο, διότι ο ίδιος θα τον επαναλάβει στις Meditazioni (διαλογισμούς)
δείχνει ξεκάθαρα πώς η ανάλυση και η σύνθεση είναι στην πραγματικότητα
μία και η αυτή πρόοδος δηλ, η απαγωγή, η οποία εξασκείται είτε
ξεκινώντας απο μία πρόταση η οποία δέν είναι ακόμη γνωστή (η λύση του
προβλήματος) αλλά υποτιθέμενη σαν υπόθεση, για να εξαχθούν οι συνέπειες
μέχρις όπου φθάσουμε σε κάτι γνωστό (ανάλυση) η ξεκινώντας απο μία αρχή
ήδη γνωστή, για να εξαχθούν συνέπειες ακόμη άγνωστες (σύνθεση). Και στις
δύο περιπτώσεις η διαδικασία λειτουργεί μόνον εάν οι προτάσεις τις
οποίες χρησιμοποιεί είναι μετατρέψιμες δηλ, συνδεδεμένες αναγκαίως και
με την μία σημασία και με την άλλη, όπως συμβαίνει ακριβώς με τις
μαθηματικές προτάσεις.
Έτσι λοιπόν αυτή η μέθοδος επεκτάθηκε απο τα μαθηματικά σ’ολόκληρη την πραγματικότητα δηλ, στην mathesis universalis, κατανοημένη στην πιό πλατειά της σημασία, απο τον Πρόκλο και συγκεκριμένα στο «Σχόλιο στο 1ο βιβλίο των «στοιχείων» του Ευκλείδη», το οποίο είχε μεταφραστεί στα λατινικά απο τον μαθηματικό Francesco Barozzi ήδη στα 1560 και ήταν στα σίγουρα γνωστό στους Ιησουίτες του Collegio Romano, για παράδειγμα στον Cristoforo Claviο, ο οποίος το αναφέρει και το οποίο πολύ πιθανόν γνωστοποιήθηκε και στον νεαρό Καρτέσιο μέσω εκείνου του μοναχού Francois, ο οποίος αφού σπούδασε μαθηματικά στο Collegio Romano, δίδαξε στο κολλέγιο La Fleche.
Σε κάθε περίπτωση, είτε το γνώρισε ο Καρτέσιος είτε όχι, δέν υπάρχει
αμφιβολία πώς η ιδέα της επιστήμης δομημένης σύμφωνα με την ανάλυση και
την σύνθεση και επομένως περιέχοντας αναγκαίως μία συνδεσμολογία
ολοκλήρου της πραγματικότητος, δηλ, η ιδέα του Πρόκλου, είναι η ίδια που
βρίσκουμε στον Καρτέσιο και η οποία είναι το θεμέλιο της μεθόδου του.
Αυτή
η ιδέα, αυτή η εμπιστοσύνη, δηλ, στην μαθηματική μέθοδο σαν μεθόδου της
καθολικής επιστήμης, δέν επηρέαζεται καθόλου απο την μεθοδική αμφιβολία
η οποία παρουσιάζεται απο τον Καρτέσιο στο IV μέρος του Discorsο,
στην οποία (αμφιβολία) στηρίζεται η μεταφυσική του. Έχουμε μάλιστα στην
εντύπωση πώς η μεταφυσική οικοδομήθηκε μόνο και μόνο για να διαλύσει
τις αμφιβολίες γύρω απο την συμφωνία της Καρτεσιανής μεθόδου με την
Χριστιανική θρησκεία. Αλλά το πραγματικό ενδιαφέρον του Καρτέσιου δέν
ήταν στραμμένο στην Μεταφυσική, αλλά στην Φυσική, και μάλιστα στην
καθολική επιστήμη για την οποία είχε τελειοποιήσει την μέθοδο του, η
οποία έπρεπε να ανακοινωθεί στήν πραγματεία του Le monde,
το οποίο όμως δέν εκδόθηκε ποτέ, λόγω της πληροφορίας που έφτασε και
στους κύκλους του, της καταδίκης του Γαλιλαίου, αλλά του οποίου
διαθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα στα τρία μικρά δοκίμια που συνοδεύουν το
Discorso. Σε κάθε περίπτωση η μεταφυσική γράφτηκε μετά την ανακάλυψη της μεθόδου ανάμεσα στα 1628 και το 1629, και ανακοινώθηκε στο IV μέρος του Discorso (λόγος περί της μεθόδου).
Η μεθοδολογική αμφιβολία στην οποία θεμελιώνεται η μεταφυσική δηλ, το Cogito (η
σκέψη), το δόγμα της ψυχής και το δόγμα του Θεού, επεξεργασμένη για να
ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Χριστιανικής θρησκείας, δέν επηρεάζει
καθόλου την μέθοδο όπως προκύπτει απο το γεγονός πώς για τον Καρτέσιο οι
προτάσεις των μαθηματικών θα παρέμεναν αληθινές έστω και άν μας
φανερωνόταν μόνον σε όνειρο (που είναι ακριβώς το επιχείρημα με το οποίο
βάζει σε αμφιβολία κάθε άλλη βεβαιότητα). Θα μπορούσαν να τεθούν σε
αμφιβολία μόνον καταφεύγοντας στην υπόθεση πώς μας προτάθηκαν απο ένα
κακό πνεύμα, το οποίο είναι μία υπερβολική αμφιβολία, που δέν είναι
μεθοδική, όπως επιθυμεί να είναι η Καρτεσιανή αμφιβολία. Και επιπλέον
αταίριαστη με την ίδια την Χριστιανική πίστη, σύμφωνα με την οποία
δημιουργηθήκαμε απο τον Θεό και ο Θεός δέν μπορεί να μας κοροϊδέψει.
Έχει σημασία επίσης το γεγονός πώς ούτε η Χριστιανική πίστη ερευνάται με
την βοήθεια της αμφιβολίας όπως φαίνεται στο τριτο μέρος του Discorso.
Η μεθοδικότης της μεθόδου και η πίστη είναι γι’αυτόν οι δύο μεγάλες
του βεβαιότητες, που προηγούνται της μαθηματικής αμφιβολίας, οι οποίες
δέν εξετάστηκαν ποτέ απο τον ίδιο και οι οποίες συμφιλιώθηκαν μεταξύ
τους—έτσι πίστεψε ο Καρτέσιος—απο μία μεταφυσική η οποία ναί μέν
γεννήθηκε απο την μεθοδολογική αμφιβολία, αλλά κατανοημένη σαν μία
λειτουργία, σαν ένα εργαλείο.
Η μέθοδος αποτελεί λοιπόν, δίπλα στο Cogito(την
σκέψη), δηλ, την αμφιβολία, την άλλη μεγάλη πηγή της Καρτεσιανής
φιλοσοφίας, μάλιστα την πιό σημαντική, διότι κατευθύνεται σε εκείνη την
καθολική επιστήμη που είναι η αληθινή φιλοσοφία του Καρτέσιου, δηλ, την
ένωση όλων των επιστημών σε μία μοναδική αποδεικτική και συνεπή
αλυσσίδα, της οποίας το V μέρος του Discorso
μας δίνει μόνον μία μικρή γεύση, και παρουσιασμένη, όπως είναι γνωστό,
με την μορφή παραμυθιού. Αυτός ο δυαλισμός ανάμεσα στην μέθοδο και στο Cogito
είναι μάλλον ο αληθινός Καρτεσιανός δυαλισμός, ο οποίος προηγείται όλων
των υπολοίπων συμπεριλαμβανομένου και εκείνου ανάμεσα στην res cogitans και την res extensa.
Αλλά
η μέθοδος είναι επίσης και η στιγμή ή λιγότερο κριτική ολοκλήρου της
φιλοσοφίας του Καρτέσιου, ή ακόμη περισσότερο το θεωρητικό του όριο.
Διότι δέν προέρχεται απο την κριτική όλης της προηγούμενης κουλτούρας,
που περιγράφεται τόσο επαρκώς στο πρώτο μέρος του Λόγου πάνω στη μέθοδο,
ούτε απο την μεθοδική αμφιβολία, που αντιπροσωπεύει αντιθέτως το
αποκορύφωμα της κριτικής του Καρτέσιου και δέν διαθέτει την διαλεκτική
δύναμη του cogito ή βεβαιότης του οποίου προκύπτει απο την αδυναμία απορρίψεώς του.
Η
μέθοδος υιοθετήθηκε, όπως είδαμε, απο τα αρχαία μαθηματικά, απλωμένη
όμως μέχρις ότου αγκαλιάσει το σύνολο της ανθρώπινης γνώσεως, σύμφωνα με
την μεγάλη σύλληψη του Πρόκλου. Δέν εννοούμε βεβαίως πώς ο Καρτέσιος
απλώς επαναλαμβάνει τον Πρόκλο διότι πρώτα απ’όλα το σχέδιο του είναι
ριζικά διαφορετικό απο εκείνο του Πρόκλου, διότι δέν έχει μία σημασία
μυστικής ή θρησκευτικής τάξεως, αλλά διαθέτει αντιθέτως μία σκοπιμότητα
πρακτικής τάξεως και λειτουργικής. Δηλ, τυπικώς μοντέρνας. Μέσω της
μεθόδου εξάλλου, όπως και ο ίδιος ο Καρτέσιος δηλώνει στιν VI μέρος του (Λόγου) Discorsο, μπορούμε να γίνουμε «σχεδόν αφεντικά και κάτοχοι της φύσεως»,
επι πλέον μέσω αυτής της μεθόδου, ο Καρτέσιος έδωσε την δική του
μεγαλειώδη βοήθεια στην γέννηση της συγχρόνου επιστήμης, δηλ, της
αναλυτικής γεωμετρίας και της φυσικο-μαθηματικής, η οποία για τους
αρχαίους θα ήταν εντελώς αδύνατη.
Ο
Καρτέσιος λοιπόν εγκαινιάζει την μοντέρνα φιλοσοφία όχι τόσο σαν
κριτική φιλοσοφία αντιτιθέμενη στον αρχαίο και στον μεσαιωνικό
δογματισμό, όσο σαν πρακτική φιλοσοφία, δηλ, επιστημονική και
τεχνολογική σύμφωνα με το ιδεώδες του Βάκωνος περί εγκαθιδρύσεως της
Βασιλείας των ανθρώπων, αλλά με το πλεονέκτημα έναντι του Βάκωνος ότι
κατείχε εκείνο το υπέροχο εργαλείο επιστημονικής γνώσεως που είναι τα
μαθηματικά.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου