Συνέχεια από Δευτέρα, 27
Απριλίου 2020
IGNACE
DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο
Χριστός και η αλήθεια
Το
Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
3ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ - Α Λ
Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Γ.
Ερμηνεία του Ιωάν. 1,
14.17.18
4.
Ο Σαρκωθείς Λόγος,
πλήρης της χάριτος της αληθείας (1, 14)
γ. Η δόξα του μονογενούς Υιού παρά του Πατρός (1,14β)
Ποια είναι όμως η αποκάλυψη περί της
οποίας μιλούμε; Ποια αλήθεια μας φέρνει ο
Σαρκωθείς Λόγος; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει να
αναζητήσουμε την σημασία του κεντρικού μέλους (Β) του στίχου, που έχει την
μορφή παρένθεσης (ανάμεσα στο Α και Α΄) ( και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός). Ποιο
είναι το πραγματικό νόημα αυτής της παρεμβολής για την δόξα του Μονογενούς
Υιού; Εάν αυτό το κεντρικό μέλος διακόπτει την ροή του κειμένου μεταξύ του Α (και ο λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν
ημίν, ) και του Α΄ ( πλήρης χάριτος
και αληθείας) η παρεμβολή αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί ως προετοιμασία για
το πέρασμα από το ένα στο άλλο. Και όντως αν η δήλωση του Α΄ δεν είχε
θεμελιωθεί στο Β θα έμοιαζε παράτολμη και χωρίς στήριγμα: πώς γνωρίζει ο
συγγραφέας ότι ο Σαρκωθείς Λόγος είναι «πλήρης της δωρεάς της αληθείας»; Η
απάντηση βρίσκεται στο Β: από την
εμπειρία που απέκτησε αυτός και οι υπόλοιποι μαθητές: «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός». Επειδή
ο μαθητής είδε την δόξα του
Μονογενούς Υιού, ο Σαρκωθείς Λόγος είναι γι’ αυτόν «πλήρης της δωρεάς την
αληθείας».
1). εθεασάμεθα.
Το νόημα του ρήματος είναι ευκρινές.
Θεᾶσθαι, όρος που συναντάται συχνά
στο Ευαγγέλιο, προσδιορίζει το βλέμμα που παρατηρεί το αντικείμενο. Στην
περίπτωση του Ιησού, χαρακτηρίζει το βάθος του βλέμματος του Δασκάλου επί των
μαθητών του ή του πλήθους που έρχεται σ’ αυτόν (1,38 και 6,5). Στον στ. 11,45
του Ευαγγελίου αφορά στους Ιουδαίους που παρευρέθησαν στην ανάσταση του
Λαζάρου: «θεασάμενοι ἃ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς,
ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν». Το πέρασμα από την θέα στην πίστη είναι
προφανές. Η πρόοδος της θέας είναι παρούσα στον 4,35 όπου ο Ιησούς καλεί τους μαθητές
« ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν
καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμόν».
Η θεολογική σημασία του ρήματος είναι επίσης εμφανής στον πρόλογο της 1ης Επ.: «ὃ ἀκηκόαμεν,
ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν,
περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς… (1η Επ. Ιω. 1,1). Ο Ευαγγελιστής περιγράφει
εδώ την εμπειρία των μαρτύρων: ήκουσαν τους λόγους του Ιησού Χριστού, τον
ψηλάφισαν με τα χέρια τους, τον είδαν με τα μάτια τους, και αυτό το βλέμμα προς
αυτόν μεταμορφώθηκε στην θέα του Λόγου της ζωής, της Ζωής «ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα» (στ. 2). Σχετικά με την χρήση του ρήματος θεᾶσθαι, ο C. Traets
γράφει: «Ο όρος της θεωρίας χρησιμεύει για να προσδιορίσει την πρόοδο της
οράσεως που καταλήγοντας στο αντικείμενό της αποκτά την πλήρη διάστασή της». Μ’
αυτή την έννοια, συμπληρώνει, θα πρέπει να αντιληφθούμε και το νόημα του στ.
1,14. «και εθεασάμεθα την δόξαν
αυτού». Το κείμενο είναι παρόμοιο με αυτό της 1η Επ. 1,1. Στον 1,14
το ρήμα βρίσκεται στον αόριστο και επικαλείται μια παρελθούσα εμπειρία των
αυτοπτών μαρτύρων της ζωής του Ιησού, οι οποίοι από την εξωτερική όραση πέρασαν
βαθμιαία στην εσωτερική θέα της πίστεως: «θεώμενοι» τον Ιησού Χριστό
αναγνώρισαν σταδιακά σ’ αυτόν την «δόξα» του Μονογενούς.
2). ως Μονογενοῦς παρὰ πατρός.
Ας προσπαθήσουμε τώρα να
εξακριβώσουμε τι είναι αυτή η δόξα. Ο Ιωάννης την περιγραφεί με μία πολύ πυκνή
διατύπωση: δόξαν ως Μονογενοῦς παρὰ πατρός. Θα εξετάσουμε
πρώτα το νόημα του ως και την
προέλευση του παρά Πατρός. Στις δύο
επόμενες παραγράφους (3 και 4) θα μελετήσουμε τους σημαντικότερους θεολογικούς
όρους: τον Μονογενή και την δόξα.
1.
Όλοι οι σχολιαστές
συμφωνούν σήμερα με την διαπίστωση ότι το ως
δεν εισάγει μια απλή σύγκριση, αλλά προσδιορίζει ένα γεγονός, μια ιδιότητα, την
αιτία ή την βάση μιας διαφορετικής πραγματικότητας ( Μαρ.1,22/ Ρωμ. 1,21/ Εβρ.
3,6): ο Σαρκωθείς Λόγος μετέχει της δόξης «ως Μονογενής». Ο Ιωάννης προσδίδει
ιδιαίτερη έμφαση στην δόξα του Σαρκωθέντος Λόγου: την αναφέρει πρώτα ως
αντικείμενο του εθεασάμεθα και στη συνέχεια
προσδιορίζει την προέλευσή της. Ο Αγ. Θωμάς (Ακινάτης) παρατηρεί:
«Ο Ιωάννης επιθυμεί εδώ να υπογραμμίσει
ότι αυτή η δόξα είναι διαφορετική από την δόξα των αγγέλων, του Μωυσή, του Ηλία
ή οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου· είναι η «quasi Unigeniti»
δόξα, η καθεαυτό δόξα του Μονογενούς.
2.
Ένα ακόμη ζήτημα τίθεται
σχετικά με το αν οι λέξεις παρά πατρός
θα πρέπει να συνδεθούν με την δόξαν
ή τον μονογενή. Στην πρώτη περίπτωση
η μετάφραση θα ήταν «η δόξα που
προέρχεται από τον πατέρα, ως Μονογενής Υιός»· εδώ η σημασία αποδίδεται
στην προέλευση της δόξας (εκ του Πατρός) και την θεϊκή της ιδιότητα· στην
δεύτερη περίπτωση θα μεταφράζαμε «την δόξα που κατέχει ως Μονογενής Υιός παρά του Πατρός», αποδίδοντας βαρύτητα στην
Ενσάρκωση, στην αποστολή του Υιού από τον Πατέρα, και στην υιότητα του
Σαρκωθέντος Λόγου· η δόξα δηλαδή περιγράφεται ως δόξα του Υιού.
Υπέρ της πρώτης ερμηνείας μπορούμε να επικαλεσθούμε τα
αποσπάσματα 5,41.44:«δόξαν παρὰ ἀνθρώπων
οὐ λαμβάνω…τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ» (και στις δύο περιπτώσεις με
την πρόθεση παρά όπως στον 1,14), ή
17,22: «τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι».
Υπάρχει όμως κάποια δυσκολία στην ερμηνεία του 1,14. Δεν νοείται το πέρασμα του
νοήματος από την δόξα στο παρά Πατρός, αγνοώντας σημαντικότατους
όρους όπως ο μονογενής. Επί πλέον τι
θα εξυπηρετούσε η υπογράμμιση του γεγονότος ότι η δόξα του Υιού προέρχεται από τον Πατέρα. Στην περίπτωση του 5,41.44
το πρόβλημα που αναδύεται είναι η αντίθεση ανάμεσα στην δόξα των ανθρώπων και
την δόξα του Θεού. Όπως όμως αποδεικνύεται στο παράλληλο απόσπασμα 1,18, όπου
δεν αναφέρεται η δόξα, ο συγγραφέας επιδιώκει μάλλον εδώ να τονίσει την υιότητα του Σαρκωθέντος Λόγου καθώς και
τη αποστολή της αποκαλύψεως. Έτσι ακριβώς η έκφραση παρά του Θεού (ή του Πατρός,
σου, αυτού) προσδιορίζει συνήθως την αποστολή του Υιού παρά του Πατρός
(6,46/ 7,29/9,16.33/ 16,27/17,8)· εξ άλλου η ιδιότητα του μονογενούς, που
εκφράζει επίσης την υιότητα, συνδέεται επίσης με την αποστολή του (3,16.18/ 1η
Επ. 4,9). Θα πρέπει λοιπόν να επιλέξουμε την δεύτερη ερμηνεία.
3.
Ποιο είναι το ακριβές
νόημα της πρόθεσης παρά στην έκφραση μονογενοῦς παρά πατρός; Οπωσδήποτε δεν
αποδίδει άμεσα το νόημα της Τριάδος ή της υιότητας, όπως υποστηρίζει ο Ωριγένης
και κάποιοι μεταγενέστεροι. Η πρόθεση παρά
με γενική πτώση, όταν αναφέρεται στο Χριστό, προσδιορίζει την αποστολή του από
τον Πατέρα (16,27: παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον). Ο Ιωάννης όμως δεν λέγει ούτε υπό ούτε από· και αν οι προθέσεις αυτές στην ελληνιστική γλώσσα είναι
ισοδύναμες, τούτο δεν ισχύει για τον Ιωάννη. Όπως και στην κλασσική γλώσσα η
πρόθεση παρά υποδεικνύει και σ’
αυτόν το σημείο εκκίνησης, την εγγύτητα
του απεσταλμένου προς τον αποστέλλοντα. Η ερμηνεία αυτή είναι εμφανής στον στ.
7,49: «ὅτι παρ' αὐτοῦ εἰμι κἀκεῖνός με απέστειλεν», που αποδεικνύει την
«προαιώνια αλλά και σύγχρονη παρουσία του Χριστού πλησίον του Πατρός του», και
την αποστολή του από τον Πατέρα. Καμμία άλλη ερμηνεία του 1,14 δεν είναι νοητή.
Η έκφραση αυτή λοιπόν τονίζει τις δύο βασικές αρχές του 4ου
Ευαγγελίου: ο Ιησούς, ο «Μονογενής», εστάλη
από τον Πατέρα και ως Μονογενής Υιός είναι
παρά του Πατρός και έρχεται παρά
του Πατρός. Ακόμη και αν δεν εκφράζεται κυριολεκτικά, αυτή η «εγγύτητα» του
Υιού «παρά» του Πατρός ταυτίζεται με την συγκεκριμένη σχέση της υιότητας προς
τον Πατέρα.
3). Ο Μονογενής
Θα πρέπει τώρα να προσεγγίσουμε την
σημαντικότερη λέξη του 1,14γ: την ιδιότητα του Σαρκωθέντος λόγου ως μονογενούς. Η ακριβής ερμηνεία της
είναι αμφιλεγόμενη.
1.
Η διαμάχη αφορά κυρίως
το εξής ζήτημα: μονογενής σημαίνει
απλώς τον «μοναδικό» ή περιέχει και κάποιο επιπλέον νόημα; Στην πρώτη περίπτωση
ο ορισμός αυτός θα σήμαινε ότι ο Ιησούς έχει κάτι διαφορετικό και όπως μερικοί
επισημαίνουν είναι ο μοναδικός Υιός, αυτός που κατέχει με μοναδικό τρόπο την
ιδιότητα του Υιού. Αυτός ο τρόπου κατανόησης κυριάρχησε στην αρχαία Εκκλησία
μέχρι περίπου τα μέσα του 4ου αιώνα: στις πρώτες λατινικές εκδοχές
του Πιστεύω κυριαρχεί το unicus
(μοναδικός). Κατά την αντιπαράθεση με τον αρειανισμό όμως, ο μονογενής γίνεται συνώνυμο του μόνος γεννηθείς: η άποψη για την μοναδικότητα της φύσεως ο Υιού
προσδιορίστηκε, και σ’ αυτήν προστέθηκε η προαιώνια εκπόρευση από τον Πατέρα· η ερμηνεία αυτή έχει διατυπωθεί με
συνοπτικούς όρους από τον αγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Μονογενής δε, ότι μόνος εκ μόνου του πατρός μόνως εγεννήθη». Στους
Λατίνους ο όρος unicus αντικαταστάθηκε
σταδιακά από τον όρο unigenitus
(μονογενής).
Το ερώτημα τέθηκε εκ νέου στη σύγχρονη εποχή από τους
βρετανούς ερμηνευτές με το άρθρο του D. Moody, του οποίου τα
συμπεράσματα αποδέχεται και ο R. Brown. Ο D. Moody υποστηρίζει μία σύγχρονη μετάφραση, την «Revised
Standard
Version»
(1946), που ερμηνεύει το μονογενής ως
«only Son», ενώ η «King James Version» (1611) ακολουθούμενη από την «English Revised
Version»
(1881), μετέφραζε «only begotten
(γεννηθείς) Son». Αυτή η παραδοσιακή μετάφραση, υποστηρίζει ο D.
Moody
είναι λανθασμένη. Διότι, κατ’ αυτόν, ο επιθετικός προσδιορισμός υποδεικνύει
απλώς την μοναδικότητα μιας ύπαρξης, αγνοώντας όμως τον τρόπο έλευσής της στην
ύπαρξη. Αυτό σημαίνει ότι ο όρος μονογενής,
που χρησιμοποιεί ο Ιωάννης δεν
κάνει καμμία αναφορά στην «εκπόρευση» του Υιού από τον Πατέρα, κανένα υπαινιγμό
στην «διαδικασία» της θείας προέλευσης.
Πρόκειται για μια άστοχη διαμάχη, μια αποπροσανατολιστική
εναλλακτική
επιλογή. Οι δύο όροι (μοναδικότητα,εκπόρευση)δεν
αλληλοαποκλείονται
όπως πιστεύουν κάποιοι. Ακόμη και αν
δεχθούμε ότι ο Ιωάννης, με τον όρο μονογενής,
δεν αναφέρεται άμεσα στην προαιώνια εκπόρευση, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο
προσδιορισμός αυτός σημαίνει αποκλειστικά «μοναδικός στο είδος του». Η ερμηνεία
του D.
Moody
απαιτεί διπλή διόρθωση. Πρώτον δεν
πρόκειται εδώ για μια οιαδήποτε «μοναδικότητα», (σ’ αυτό ο Moody
αναντίρρητα θα συμφωνούσε). Δεύτερον, αυτή η υιότητα δεν αποδίδεται κυρίως ούτε
αποκλειστικά στον Θεό· γίνεται δυνατή
(εθεασάμεθα) και για τους μαθητές
του ιστορικού Χριστού. Γιατί λοιπόν
αυτή η υιότητα του Ιησού, συγκρινόμενη με την υιότητα των πιστών (Ιωαν.
1,12-13) είναι απόλυτα μοναδική; Ο Ευαγγελιστής έχει έναν σημαντικό λόγο που
υπογραμμίζει την «μοναδικότητά» της. Επίσης δεν νοείται να αναφέρεται στην
παρθενική γέννηση του Ιησού διότι θα επρόκειτο για μια μοναδική σχέση με την
μητέρα του· άρα αφορά αποκλειστικά την μοναδική σχέση με τον Πατέρα: η υιότητά
του επομένως περιλαμβάνει εμμέσως πλην
σαφώς την αναφορά στην προέλευσή του, στην υιότητα προς τον Θεό. Αυτή η
ερμηνεία έχει γίνει δεκτή, με μερικές παραλλαγές, από την πλειονότητα των
συγγραφέων· και αυτή μόνο δικαιώνει το κείμενο του Ιωάννη όπως θα αποδείξουμε
με περισσότερη λεπτομέρεια.
2.
Θα πρέπει πρώτα να
γνωρίσουμε το βασικό νόημα της λέξης μονογενής
στην ελληνική γλώσσα. Η ετυμολογία της έχει την σημασία της: ο τρόπος που την
ερμηνεύουμε θα είναι διαφορετικός εάν την συνδέσουμε με το γένος (με την έννοια της φυλής, του είδους) ή με την ρίζα γεν- (του ρήματος γενέσθαι). Στην πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με αρκετούς συγγραφείς,
σημαίνει «μοναδικός στο γένος του, ο
μόνος στο είδος του» (θα πρέπει να αποκλείσουμε άμεσα αυτή την ερμηνεία)· στην
δεύτερη, το επίθετο σημαίνει στην ουσία «ο μόνος γεννηθείς, μοναχογιός». Η
έρευνα παρόμοιων περιπτώσεων, δηλαδή άλλων λέξεων στις οποίες της καταλήξεως –γενής προηγείται ένα επίθετο ή ένα
επίρρημα αποδεικνύει ότι οι σύνθετοι αυτοί όροι παράγονται άλλοτε από το γένος και άλλοτε από το ρήμα γενέσθαι και έχουν διαφορετικό νόημα.
Παραθέτουμε μερικά επίθετα που προέρχονται από το γένος (με την έννοια του είδους, της φυλής):
αλλογενής διαφορετικής
φυλής, ξένος
ανομοιογενής διαφορετικού
είδους
ευγενής καλού γένους
ετερογενής διαφορετικού
γένους
ομογενής της ίδιας φυλής
Εάν ο μονογενής
προερχόταν από το γένος η μετάφρασή
του δεν θα ήταν αυτή που προτείνουν οι υποστηρικτές αυτής της ετοιμολογίας,
δηλαδή «μοναδικός» στο είδος του,
διότι αντίθετα με ότι συμβαίνει στις περιπτώσεις που αναφέρονται εδώ, το
επίθετο μονο- θα αφορούσε
αποκλειστικά στο άτομο και όχι στην
κατηγορία του. Υιοθετώντας αυτή την προέλευση (μόνος, γένος) θα έπρεπε να μεταφράσουμε «ενός μοναδικού γένους
(φυλής)», μετάφραση στην οποία η μοναδικότητα δεν αφορά το άτομο, αλλά το είδος, και ο όρος μονογενής θα αφορούσε διαφορετικά άτομα που ανήκουν στην ίδια
κατηγορία. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι το επίθετο δεν έλκει την καταγωγή του από
το γένος.
Θα εξετάσουμε τώρα την δεύτερη ετυμολογία της λέξης στην
οποία οι σύνθετες ονομασίες σε –γενής
προέρχονται κατ’ ευθείαν από το ρήμα γενέσθαι·
εδώ δεν πρόκειται πλέον για το γένος την φυλή ή το είδος· τον νόημα των
επιθέτων σχετίζεται με την ρίζα του ρήματος, δηλαδή με την γέννηση, την
προέλευση του υποκειμένου:
αγενής που
δεν γεννήθηκε, δεν δημιουργήθηκε
αειγενής που
υπήρξε πάντοτε, αιώνιος
αρτιγενής νεο-γέννητος
δευτερογενής που
γεννήθηκε αργότερα
ενδογενής που
γεννήθηκε εντός
μεταγενής που
γεννήθηκε τελευταίος
Σε κάθε μία απ’ αυτές τις λέξεις η ρίζα –γεν αναφέρεται στην γέννηση κάποιου της οποίας η ιδιαίτερη μορφή
προσδιορίζεται από το πρόσφυμα. Η αυτή ετυμολογία εφαρμοζόμενη στην λέξη μονογενής μας δίνει την ακόλουθη ερμηνεία:
«αυτός εγεννήθη, ήρθε στην ύπαρξη μόνος, μοναχο-παίδι».
Δεν πρόκειται λοιπόν μόνον για την μοναδικότητα κάποιου οποιουδήποτε όντος,
αλλά κυρίως για την μοναδικότητα της γενέσεως,
της εκπορεύσεώς του˙ και αυτή είναι
και η ουσιαστική σημασία του γενέσθαι,
παρότι το ίδιο ρήμα συχνά σημαίνει απλώς την «γέννηση»˙ θα δούμε λοιπόν ότι
στις περισσότερες των περιπτώσεων πρόκειται για την μοναδικότητα ενός «τέκνου» σε σχέση με την γέννηση και την γένεση˙
όπως θα δούμε όμως υπάρχουν και άλλες αναφορές στον όρο στις οποίες πρόκειται
για μια διαφορετική μορφή «εκπόρευσης».
3.
Αλλά η ετυμολογία δεν
είναι αρκετή για την κατανόηση του
νοήματος μιας λέξης. Θα πρέπει να συμπληρωθεί με την έρευνα της σημασίας
του σε σχέση προς τα κείμενα. Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει την ετυμολογική
ερμηνεία. Ο D. Moody δεν έδωσε σημασία στο
γεγονός ότι το επίθετο αυτό συνοδεύει, όχι οποιοδήποτε άτομο, αλλά ένα τέκνο, άρρεν ή θήλυ (τέκνον, παις, υιός, θυγάτηρ), τόσο σε κείμενα
κοσμικά όσο και στην ελληνική Βίβλο, ή την Κ. Δ. Διότι αυτό που διακρίνει ένα μοναχοπαίδι από ένα άλλο μοναδικό στο
είδος του άτομο, δεν είναι τα μοναδικά του χαρίσματα (πλούτος, κάλλος, ευφυΐα),
αλλά το γεγονός ότι είναι το μόνο γεννηθέν
υπό των γονέων του τέκνο. Για το λόγο αυτό τους είναι και ιδιαίτερα αγαπητό˙
έτσι εξηγείται και το ότι εμφανίζεται άλλοτε με τον όρο μονογενής (Ψαλ. 21,21/24,16/34,17), αλλά επίσης και με τον όρο αγαπητός (Γεν. 22,2.12.16, Αμως 8,10,
Ζαχ. 12,10,Ιερ. 6,26) ή αγαπώμενος
(Προφ. 4,3).
Εκτός από την χρήση του όρου για τον προσδιορισμό του
τέκνου συναντάται ακόμη σε δύο είδη
λογοτεχνίας που αποκαλούνται θεολογίες και κοσμολογίες οι οποίες θέτουν επίσης
το πρόβλημα της γένεσης, της προέλευσης. Στο πρώτο είδος ο όρος μονογενής αφορά σε θηλυκές θεότητες σε
σχέση με την προέλευσή τους. Όσο για την κοσμολογική του εκδοχή συναντάται ήδη
στον Παρμενίδη κατά την περιγραφή του άφθαρτου όντος και κυρίως στον Πλάτωνα
και την πλατωνική παράδοση όταν αναφέρεται στην «γένεση» του Ουρανού ή του
Κόσμου. Υπάρχουν τέλος κάποια πολύ
σπάνια κείμενα στα οποία το επίθετο περιγράφει απλώς την μοναδικότητα του όντος χωρίς καμία αναφορά στην προέλευσή του˙ αλλά
ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μια προσεκτική μελέτη δείχνει ότι η ιδέα
της γεννήσεως ή της προελεύσεως είναι συνήθως παρούσα.
4.
Συνοψίζοντας την έρευνά
μας της έννοιας του μονογενούς
καταλήγουμε στην άποψη ότι το επίθετο αυτό δεν είναι απλώς το ανάλογο του μόνος, γιατί τότε θα μπορούσαμε να το
επικαλεσθούμε για κάθε αντικείμενο που είναι πραγματικά «μοναδικό», όπως για
παράδειγμα αναφερόμενοι σε ένα ανάκτορο μοναδικής λαμπρότητας, ή ένα σπάνιο
κόσμημα κ.λ.π. Αυτή η εκδοχή όμως αποκλείεται γιατί όταν μιλάμε για ένα
πολύτιμο λίθο, μοναδικό στο είδος
του, δεν θα πούμε ποτέ στα ελληνικά μονογενής
λίθος. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η έννοια περικλείει την γέννηση, την
γένεση ή την ανάπτυξη ενός όντος. Γι’ αυτό ακριβώς και ο όρος χρησιμοποιείται
συνήθως, όπως είπαμε, όταν αναφερόμαστε σε ένα μοναδικό τέκνο: μονογενής παις.
5.
Αυτή ακριβώς είναι η
σημασία του στο Ιωάννη: εκτός από τον στ. 1,14, το επίθετο συναντάται πάντοτε
συνοδευόμενο από το ουσιαστικό υιός
(Ιωαν. 1,18/ 3,16.18/ 1η Επ. 4,9). Μπορεί να έχει διαφορετικό νόημα
στον στ. 1,14, όπως πιστεύει ο Bultmann απλώς επειδή απουσιάζει το υιός; Τίποτε δεν στοιχειοθετεί μια τέτοια εκδοχή, διότι στον 1,14 η
έννοια της υιότητας συμπεραίνεται από
τα συμφραζόμενα: α) από τον άμεσο συσχετισμό του Μονογενούς με τον Πατέρα
στην διατύπωση μονογενούς παρά πατρός·
β) από τον παραλληλισμό της δομής του στ.14 με τον στ. 18: «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς»· να σημειώσουμε σχετικά με τον
στ. 14 ότι η λέξη πατήρ αναφέρεται
εδώ για πρώτη φορά στο 4ο Ευαγγέλιο· επαναλαμβάνεται στον στ. 18
αλλά και στις δύο περιπτώσεις συνδέεται με το μονογενής, όρος που επίσης εμφανίζεται για πρώτη φορά στον 1,14· γ)
από ένα είδος θεματικού παραλληλισμού ανάμεσα στον στ. 13 και τον στ. 14: «ἔδωκεν
αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι … οἳ ἐκ Θεοῦ ἐγεννήθησαν. Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο … ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός…».
Τι σημαίνει λοιπόν τελικά η ιδιότητα του «Μονογενούς» στον
στ. 1,14; Πρώτα και κύρια την ιδέα της μοναδικότητας
του Ιησού, του Σαρκωθέντος Λόγου. Αλλά σ’ αυτή την γενική έννοια της
«μοναδικότητας» προστίθεται αναμφισβήτητα επίκληση της προέλευσης (απαρχής).
Πιο συγκεκριμένα: το γενικό νόημα του επιθέτου μονογενής στα ελληνικά (που προέρχεται από το γενέσθαι) και το γεγονός ότι ο Ιωάννης συνδέει παντού τον όρο με το
θέμα της υιότητας του Ιησού, μας
υποχρεώνει να δεχθούμε ότι η μοναδικότητα που του αποδίδεται είναι αυτή που
κατέχει ως Υιός. Τέλος η ίδια αυτή
ιδέα της υιότητας προϋποθέτει την αναφορά στην εκπόρευση του Υιού από τον Πατέρα, και αυτή ακριβώς η εκπόρευση
είναι που υπογραμμίζεται έντονα στο κείμενο του Ιωάννη (1η Επ. 5,18,
Ιωαν. 1,13.18). Όταν η αρχαία παράδοση, ύστερα από μια συγκεκριμένη εποχή,
ερμήνευε τον μονογενή ως τον μόνο γεννηθέντα και όταν στον
λατινογενή κόσμο τον προσδιόριζε ως unicus και
unigenitus,
δεν επρόκειτο για «σκευωρία» ή για «πλάνη», όπως υποστηρίχθηκε, και δεν
συνέτεινε στην απώλεια «την ύψιστης απλότητας της πρωταρχικής ιδέας»· απλώς
ανέδειξε με μια καθαρή διατύπωση το νόημα που εμπεριέχεται στο κείμενο του
Ιωάννη. Η βασική διαφορά προέρχεται από το γεγονός ότι την εποχή της μάχης κατά
του αρειανισμού ο όρος μόνος γεννηθείς
και unigenitus ερμηνεύθηκαν σε άμεση σχέση με την
τριαδική αναφορά του Λόγου στον Θεό, ενώ ο Ιωάννης και οι υπόλοιποι μαθητές
«εθεώντο» αυτή την «μοναδική υιότητα» του Σαρκωθέντος Λόγου στον ίδιο τον Ιησού
Χριστό. Στον Ιωάννη όμως, τα δύο επίπεδα, της ιστορίας και της αιωνίας
εκπόρευσης δεν διαχωρίζονται: ο μονογενής Υιός ο ερχόμενος παρά του Πατρός, ο
Ιησούς Χριστός, είναι για τον Ιωάννη ταυτόσημος με «τον γεγεννημένο
ἐκ τοῦ Θεοῦ» (1η
Επ. Ιωάν.5,18), «ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ
ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ πατρὸς» (Ιωάν. 1,18).
Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε το πλήρες νόημα της προθέσεως παρά στην οποία αναφερθήκαμε
προηγουμένως. Προσδιορίζει άμεσα την αποστολή
του Υιού «παρά του Πατρός», και ταυτόχρονα προϋποθέτει την παρουσία του πλησίον του. Ποια είναι
όμως αυτή η θέση «παρά πατρός»; Συνίσταται στην ουσία στον «προσανατολισμό» του
Λόγου προς τον Θεό (1,1), του Λόγου
της ζωής προς τον Πατέρα (1η Επ. Ιωάν. 1,2), ταυτίζεται δηλαδή με
την σχέση του προς τον Πατέρα, την θεία
υιότητά του. Με την έννοια αυτή θα μπορούσαμε να αποδειχθούμε την υπόδειξη
του Bultmann: παρά στο σημείο
αυτό αντιστοιχεί σε μια απλή γενική («… ως μονογενής Υιός του Πατρός»)· υπόδειξη η οποία μας προσεγγίζει με τους
παλαιότερους, όπως ο Tolet και ο αγ. Αθανάσιος. Αλλά ο Ιωάννης συνδέει πάντοτε αυτή την
υιότητα του Λόγου με την αποστολή του και την οραματίζεται στον άνθρωπο Ιησού.
Γι’ αυτό το λόγο δεν χρησιμοποιεί την απλούστερη έκφραση «ο μονογενής Υιός του Πατρός»· επιλέγει μια διατύπωση που
περιέχει διπλό νόημα (την υιότητα και την αποστολή): «ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός».
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου