Άγιος Γρηγόριος Επίσκοπος Νύσσης
……….. Αν λοιπόν ο γεωργός δεν αγανακτεί ούτε για τις ρίζες των σπόρων ούτε για το χόρτο που προβάλλει από το σπόρο ούτε για τα άγανα του σταχυού , αλλά στο καθένα από αυτά βλέπει μια απαραίτητη χρησιμότητα , που με αυτήν η φύση προχωρώντας με τέχνη οδηγεί τον καρπό στην τελείωσή του , ελευθερώνοντας τη γόνιμη δύναμη με την εγκατάλειψη όποιου άχρηστου , καιρός είναι και για σένα να μην αγανακτείς που η φύση μας προχωρεί διαμέσου των αναγκαίων δρόμων προς το σκοπό της , αλλά να νομίζεις ότι ανάλογα με το γεγονός των σπόρων, αυτό που είναι κάθε φορά παρόν είναι οπωσδήποτε χρήσιμο και απαραίτητο , αλλά δεν είναι αυτό που για χάρη του γεννηθήκαμε.
Γιατί δε λάβαμε ύπαρξη από το δημιουργό μας για να φτάσομε ως το έμβρυο ούτε η φύση έχει στόχο της τη ζωή του βρέφους ούτε αποβλέπει στις επόμενες ηλικίες που κάθε φορά μεταβαλλόμενη ντύνεται σαν να ήταν φορέματα αλλάζοντας με τον καιρό και τη μορφή της ούτε ακόμα αποβλέπει στη διάλυση του σώματος που έρχεται με το θάνατο. Όλα αυτά και τα όμοια είναι μέρη του δρόμου που βαδίζομε και ο σκοπός και το πέρας της πορείας ανάμεσα σ’ αυτά είναι η αποκατάσταση στο αρχικό, που δεν είναι τίποτε άλλο από την ομοίωση με τη θεότητα.
Και όπως στην εικόνα του σταχυού φάνηκε απαραίτητο για τη φύση του και το χόρτο που εμφανίζεται πρώτα, δεν γίνεται όμως γι’ αυτό η καλλιέργεια ούτε η ασχολία με τη γεωργία περιορίζεται στους χιτώνες και τα άγανα και στις καλαμιές και στους κόμπους της καλαμιάς, αλλά την ενδιαφέρει ο καρπός ο φαγώσιμος που προχωρεί με αυτά στην τελείωσή του, έτσι και της ζωής το πέρας που προσδοκούμε είναι η μακαριότητα , ενώ όσα βλέπομε τώρα γύρω από το σώμα , ο θάνατος , τα γηρατειά, η νεότητα , η νηπιακή ηλικία , η διάπλαση του εμβρύου , όλα αυτά είναι όπως κάποια χόρτα και άγανα και καλαμιές , πορεία δηλαδή και σειρά και δύναμη της τελείωσης που ελπίζομε .
Σ’ αυτήν αποβλέποντας αν σκέφτεσαι σωστά ούτε απέχθεια θα νιώσεις γι’ αυτά , αλλά ούτε θα δεθείς με πάθος μαζί τους και θα τα επιθυμήσεις , ώστε ή να στενοχωριέσαι όταν χωρίζεσαι από αυτά ή να αυτομολείς στο θάνατο.
Αν όμως πρέπει να προσθέσω στο λόγο μου κι αυτό , δεν είναι ίσως άχρηστο, κι ας φαίνεται πως είναι έξω από την ακολουθία του λόγου, ότι η φύση μελετά σε κάθε περίπτωση το θάνατο και είναι δεμένος οπωσδήποτε ο θάνατος με τη ζωή που πορεύεται διαμέσου του χρόνου. . Επειδή λοιπόν ιδιαίτερο γνώρισμα του θανάτου είναι η απραξία και η αδράνεια κι αυτό ακολουθεί ασφαλώς πάντοτε την ζωτική ενέργεια , δεν είναι έξω από την αλήθεια να πούμε ότι ο θάνατος είναι συνυφασμένος με τη ζωή αυτή. Γι’ αυτό κατά τον μεγαλόφωνο Παύλο «πεθαίνομε καθημερινά». Δε μένομε για πάντα οι ίδιοι μέσα στο ίδιο σπίτι του σώματος, αλλά γινόμαστε άλλοι κάθε φορά και με προσθήκη ή αποβολή μεταβαλλόμαστε πάντοτε σε νέο σώμα. Γιατί λοιπόν μας ξενίζει ο θάνατος, αφού αποδείχτηκε ότι η ζωή της σάρκας είναι αδιάκοπη μελέτη θανάτου και άσκησης ; Κι αν αναφέρεις τον ύπνο και την εγρήγορση, πρόκειται πάλι για μια άλλη σύζευξη του θανάτου με τη ζωή , κατά την οποία σε όσους κοιμούνται σβήνουν οι αισθήσεις , ενώ η εγρήγορση πραγματοποιεί για μας την ανάσταση που ελπίζομε .
Αλλά με όσα είπαμε δεν διασαφηνίστηκε ακόμα το θέμα μας, επειδή το νόημα που ανέκυψε έτρεψε το λόγο μας σ’ άλλη κατεύθυνση. Ας επιστρέψομε λοιπόν πάλι σ’ αυτό που θέσαμε από την αρχή˙ ότι δηλαδή ούτε η φύση του σώματος είναι άχρηστη στην ελπίδα των αγαθών που προσδοκούμε . Γιατί, αν ήμαστε αυτό που γίναμε από την αρχή , οπωσδήποτε δε θα χρειαζόμαστε το δερμάτινο χιτώνα , επειδή θα είχαμε λαμπρή την ομοίωσή μας προς τη θεότητα. Επειδή όμως με την απάτη του εχθρού της ζωής μας ο άνθρωπος απόχτησε εκούσια τη ροπή προς το κτηνώδες και το άλογο, φαίνεται ίσως για όσους δεν εξετάζουν τα πράγματα χρήσιμη η απόσπαση από το χειρότερο και η αναγκαστική μεταφορά προς το καλύτερο, για τον πλάστη όμως της φύσεως μας φάνηκε ασύμφορο και άδικο να μας προκαλέσει με τέτοια οικονομική τη ζημία του μέγιστου αγαθού μας.
Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος έγινε όμοιος με το Θεό και μακάριος , τιμημένος με το αυτεξούσιο ( γιατί η αυτεξουσιότητα και η ελευθερία είναι ιδιότητες της θείας μακαριότητας ) , το να μεταφερθεί υποχρεωτικά με τη βία σε άλλη κατάσταση αποτελούσε αφαίρεση του αξιώματος. Αν δηλαδή αποσπούσε την ανθρώπινη φύση με τη βία και τον καταναγκασμό από ό,τι της άρεσε , όταν είχε ορμήσει σύμφωνα με την αυτεξούσια κίνησή της σε πράγματα ανεπίτρεπτα, το γεγονός θα ήταν αφαίρεση του εξαίρετου αγαθού και αποστέρηση της ισόθεης τιμής ( γιατί το αυτεξούσιο είναι ισόθεο ). Για να παραμείνει λοιπόν και η εξουσία στον άνθρωπο και το κακό να διαγραφεί , η σοφία του Θεού βρήκε αυτόν τον τρόπο˙ ν’ αφήσει δηλαδή τον άνθρωπο να κάνει ό,τι είχε θελήσει, ώστε , δοκιμάζοντας το κακό που επιθύμησε και διαπιστώνοντας με την πείρα τι έδωσε και τι πήρε, να επιθυμήσει και να πάρει τον αντίστροφο δρόμο θεληματικά προς τη θεία μακαριότητα, αποβάλλοντας από πάνω του σαν βαρύ φορτίο την εμπάθεια και την αναλογία, ή καθαιρόμενος στην παρούσα ζωή με προσοχή και φιλοσοφία ή μετά την αναχώρηση από εδώ με αναχώνευση μέσα στην καθαρτήρια φωτιά.
Όπως δηλαδή ο γιατρός˙ κατέχοντας σύμφωνα με το επαγγέλμά του όλη την επιστήμη των ωφέλιμων και των βλαβερών συμβουλεύει το παιδί το σωστό, αλλά δεν μπορεί με τη συμβουλή του να εμποδίσει το μικρό στην ηλικία και στο νου να επιθυμήσει κάποιο δηλητηριώδη καρπό ή χόρτο. Επειδή όμως έχει κάθε είδους αντίδοτο, επιτρέπει στο παιδί να δοκιμάσει τα βλαβερά, ώστε με την εμπειρία των βλαβερών να καταλάβει τη χρησιμότητα της πατρικής συμβουλής κι αφού επιθυμήσει πάλι την υγεία με τα αντίδοτα να επαναφέρει το παιδί στην υγεία, που με την άτοπη επιθυμία των δηλητηρίων έχασε. Έτσι και ο γλυκός και αγαθός Πατέρας της φύσης μας, που γνωρίζει τι μας ωφελεί και τι μας βλάπτει, έκανε γνωστό στον άνθρωπο το δηλητήριο και τον συμβούλεψε να μην το πάρει. Αλλά κι όταν νίκησε η επιθυμία του χειρότετου δεν του έλειψαν τα ωφέλιμα αντίδοτα, για να επαναφέρει με αυτά πάλι τον άνθρωπο στην αρχική του υγεία.
Επειδή δηλαδή ο άνθρωπος προτίμησε αυτή την υλική ηδονή αντί την ψυχική ευφροσύνη, θέλησε να τον συντρέξει στην ορμή του αυτή με το δερμάτινο χιτώνα, που του φόρεσε εξαιτίας της ροπής του στο χειρότερο και που τα ιδιώματα της άλογης φύσης κατασκευάστηκαν φόρεμα της λογικής φύσης με τη σοφία εκείνου που οικονομεί τα καλύτερα από τα αντίθετά τους. γιατί, έχοντας εκείνος ο δερμάτινος χιτώνας όλες εκείνες τις ιδιότητες όσες είχε όταν περιέκλειε την άλογη φύση, τη φιληδονία, το θυμό, τη λαιμαργία, την απληστία και τα όμοια, ανοίγει δρόμο στην ανθρώπινη προαίρεση και γίνεται πεδίο της ροπής και προς τα δύο, της αρετής και της κακίας.
Μέσα σ’ αυτά ζώντας ο άνθρωπος κατά την εδώ ζωή του, αν με την αυτεξούσια κίνησή του ξεχωρίζει ό,τι ιδιάζει στο άλογο και επιδιώκει για τον εαυτό του την κοσμιότερη ζωή , θα κάνει την παρούσα ζωή καθαρτήριο από την κακία που αναμίχθηκε σ’ αυτόν και με το λογικό θα υποτάξει την αλογία. Αν πάλι κλείνει στην άλογη κλίση των παθών, αφού χρησιμοποιήσει ως συνεργό του στα πάθη το δέρμα των αλόγων, στη συνέχεια θα σκεφτεί διαφορετικά, δηλαδή προς το καλύτερο, αντιλαμβανόμενος κατά την έξοδο από το σώμα τη διαφορά της αρετής προς την κακία , καθώς δεν θα μπορεί να μετάσχει στη θεότητα , αφού η καθαρτήρια φλόγα δε θα έχει αποκαθάρει το ρύπο που έχει αναμιχθεί στην ψυχή.
Αυτά είναι που έκαναν απαραίτητη για μας τη χρήση του σώματος , με το οποίο και το αυτεξούσιο σώζεται αλλά και η επάνοδος πάλι στο αγαθό δεν εμποδίζεται . Με την περιοδική όμως αυτή διαδικασία δημιουργείται σ’ εμάς θεληματικά η ροπή προς το καλύτερο και μερικοί ήδη από εδώ με την ένσαρκη ζωή τους πραγματοποιούν με την απάθεια την πνευματική τους ζωή. Τέτοιοι ακούμε πως έχουν γίνει οι πατριάρχες και οι προφήτες και οι σύγχρονοί τους και οι μεταγενέστεροι που με την αρετή και τη φιλοσοφία ανέτρεξαν στο τέλειο ( εννοώ τους μαθητές και τους αποστόλους και τους μάρτυρες και όλους όσοι τίμησαν τη ζωή της αρετής κι όχι τον υλικό βίο , που , αν και είναι λιγότεροι στον αριθμό από το πλήθος εκείνων που γλιστρούν στο χειρότερο , δίνουν σοβαρή μαρτυρία ότι είναι δυνατό να κατορθωθεί η αρετή και μέσα από τη σάρκα ) .
Ενώ οι άλλοι αποβάλλουν με την μετέπειτα ζωή με το καθαρτικό πυρ την προσκόλληση προς την ύλη κι επιστρέφουν θεληματικά με την επιθυμία των αγαθών στη χάρη που έχει από την αρχή αποκληρωθεί στη φύση μας. Γιατί η επιθυμία των αλλοτρίων δεν παραμένει για πάντα στη φύση μας , επειδή νιώθει καθένας πλησμονή και κόρο για ό,τι δεν είναι δικό του , και ό,τι δεν κοινώνησε η φύση μας από την αρχή και μόνον ό,τι είναι συγγενικό και ομόφυλο μένει για πάντα ποθητό κι αγαπητό , όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει αμετάβλητη . Αν όμως πάθει καμιά εκτροπή από προαίρεση κακή , τότε γεννιέται σ’ αυτήν η επιθυμία των αλλοτρίων, που η απόλαυσή τους ευχαριστεί όχι τη φύση αλλά το πάθος της φύσης . Όταν αναχωρήσει το πάθος , αναχωρεί μαζί του και η παραφύση επιθυμία και γίνεται πάλι σ’ αυτή ποθητό και κατάλληλο το δικό της , κι αυτό είναι το καθαρό και άυλο και ασώματο Αυτό αν πει κανένας ότι ανήκει στη θεότητα που είναι πάνω από όλα , δε θα κάνει σφάλμα ..
Με τον ίδιο τρόπο, επειδή κατάκλυσε η κακία την οπτική δύναμη της ψυχής σαν ένα ρεύμα με την απάτη του εχθρού, ο λογισμός έκλινε θεληματικά προς το σκοτεινό βίο, επειδή με το πάθος έγινε οικείος με το ζόφο (γιατί «καθένας που πράττει φαύλα έργα μισεί το φως», όπως λέει ο θείος λόγος ). Κι όταν εξαντληθεί το κακό από τα όντα και μεταβεί πάλι στο μην ον, με ευχαρίστηση ο άνθρωπος βλέπει πάλι προς το φως, αφού έλειψε η αιτία που θόλωνε την καθαρότητα της ψυχής.
Με όσα ειπώθηκαν αποδείχθηκε πως είναι αβάσιμο να μισούμε τη φύση της σάρκας˙ γιατί δεν συνδέεται μ’ αυτήν η αιτία των κακών, αλλιώς η δύναμή της θα εκτεινόταν σε όλα όσα έλαβαν το σωματικό βίο. Αλλά επειδή καθένας από όσους μνημονεύονται για την αρετή τους και μέσα στη σάρκα ήταν κι από την κακία απουσίαζε, είναι φανερό απ’ αυτό ότι δεν είναι το σώμα αίτιο των παθών, αλλά η προαίρεση που δημιουργεί τα πάθη. Γιατί το σώμα κινείται σύμφωνα με τη δική του φύση και με όσα συντελούν στη σύσταση και τη διατήρησή του, προς αυτά προσαρμόζεται με τις ορμές του.
Εννοώ το εξής μ’ αυτό που λέω. Έχει ανάγκη από φαγητό και ποτό, ώστε το ποσό της δύναμης που δαπανήθηκε να συμπληρωθεί στο βαθμό που λείπει. Γι’ αυτό ενεργοποιείται η όρεξη. Με τη διαδοχή πάλι όσων γίνονται η φύση του σώματος αθανατίζεται, ενώ είναι θνητή. Γι’ αυτό προσφέρεται και σ’ αυτή την ορμή το σώμα. Ακόμα εκτός από αυτά το σώμα έχει γίνει γυμνό από το επικάλυμμα των τριχών και γι’ αυτό χρειαστήκαμε το ντύσιμο απ’ έξω. Αλλά επειδή δεν μπορούσαμε ν’ αντέξουμε στη ζέστη και στο κρύο και στη βροχή αναζητήσαμε τη σκέπη από τα σπίτια. Αυτά και τα όμοια, όποιος αντιμετωπίζει την ανάγκη λογικά, δέχεται καθένα από αυτά χωρίς προβλήματα κάνοντας όρο της όρεξης το σκοπό της χρήσης. Το σπίτι, το φόρεμα, τη συζυγική ζωή, την τροφή, με καθένα από αυτά αναπληρώνει την έλλειψη της φύσης.
Ο υπηρέτης όμως των ηδονών έκανε τις αναπόφευκτες ανάγκες δρόμους να περάσουν τα πάθη˙ αντί τροφής επιζητεί την τρυφή, αντί φορέματος προτιμά τον καλλωπισμό, αντί της απλής χρησιμοποίησης των σπιτιών την πολυτέλεια, αντί να κάνει παιδιά κυνηγά τις παράνομες και απαγορευμένες ηδονές.
Γι’ αυτό και η πλεονεξία μπήκε θορυβωδώς με ολάνοιχτες πύλες στην ανθρώπινη ζωή και η μαλθακότητα και η έπαρση και η αποχαύνωση και η κάθε είδους ασωτία και τα όμοια σαν κάποια χλωρά και ξεραμένα βλάστησαν κοντά στις αναπόφευκτες ανάγκες, επειδή η όρεξη ξεπέρασε τα όρια της ανάγκης και απλώνεται σ’ επιδιώξεις σε τίποτε χρήσιμες . Τι κοινό έχουν με τη χρησιμότητα της τροφής τα σκαλισμένα ασημικά ποικιλμένα με χρυσό και πέτρες ; Ή τι χρειάστηκε το φόρεμα τη χρυσή κλωστή και το πορφυρό χρώμα και τα υφασμένα σχέδια, που μ’ αυτά απεικονίζουν πολέμους και θηρία και τα όμοια πάνω στους χιτώνες και τα πανωφόρια οι υφαντές και γεννούν σύμμαχό τους τη νόσο της πλεονεξίας ;
Γιατί, για να επιτύχουν τη δυνατότητα να τα κατασκευάσουν, προμηθεύονται τα υλικά γι’ αυτά που επιθυμούν από την πλεονεξία. Η πλεονεξία ανοίγει την είσοδο στην απληστία, που είναι, κατά το Σολομώντα, το τρυπημένο πιθάρι που πάντα χρειάζεται νερό από αυτούς που το γεμίζουν και βρίσκεται πάνοτε άδειο. Δεν είναι λοιπόν το σώμα που δίνει τις αφορμές των παθών, αλλά η προαίρεση δημιουργεί το σκοπό που επιδιώκομε, εκτρέποντάς μας στην επιθυμία των ανεπίτρεπτων.
Ας μην κακίζουν λοιπόν οι απερίσκεπτοι το σώμα, με το οποίο η ψυχή μετά από αυτή τη ζωή, αφού μεταστοιχειωθεί με την αναγέννηση, θα καλλωπιστεί προς το θεϊκότερο, αφού ο θάνατος αποκαθάρει τα περιττά και άχρηστα στην απόλαυση της μέλλουσας ζωής.
(Πηγή: orp.gr. Η/Υ επιμέλεια: Ελένης Χρήστου, Σοφίας Μερκούρη)
Λόγος στους κεκοιμημένους (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης) / Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ
“Δεν είναι λοιπόν το σώμα που δίνει τις αφορμές των παθών, αλλά η προαίρεση δημιουργεί το σκοπό που επιδιώκομε, εκτρέποντάς μας στην επιθυμία των ανεπίτρεπτων.” – απο {Λόγος στους .com)κεκοιμημένους (Άγιος Γρηγόριος Νύσσης) }. – Οδοιπορούντες Αγίου Συμεών Του Νέου Θεολόγου (wordpress
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου