Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση - Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου (10)

Συνέχεια από: Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Το οντολογικό πρόβλημα στην πατερική παράδοση

Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου


5. Ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου

β. Ὀντολογία τῆς ψυχῆς (3η συνέχεια)

Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς σχέσης τοῦ νοῦ ἢ τῆς νόησης μὲ τὴ βούληση οἱ παραπάνω ψυχολογικὲς τριάδες κατατάσσονται σὲ δύο ὁμάδες. Στὴν πρώτη ὁμάδα ἀνήκει ἡ ψυχολογικὴ τριάδα «νοῦς – γνώση – ἀγάπη» (mens – notitia – amor)55, ὅπου ὁ νοῦς (mens), ποὺ παραλληλίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Πατρός, ἀποτελεῖ τὸ ὄργανο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται ἡ γνώση καὶ ἡ ἀγάπη56, ἐνῶ οἱ δύο τελευταῖες, ποὺ παραλληλίζονται μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἀντίστοιχα, ἀποτελοῦν διακεκριμένες λειτουργίες τοῦ νοῦ ποὺ σχετίζονται, ἀλλὰ δὲν ταυτίζονται μεταξύ τους. Μάλιστα ἐν προκειμένῳ ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης (amor), ποὺ ἀναφέρεται στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ταυτίζεται μὲ τὴν ἔννοια τῆς «βούλησης» (voluntas), ὅπως φαίνεται ἤδη σαφῶς καὶ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες ψυχολογικὲς τριάδες τοῦ Αὐγουστίνου. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ τόσο ὁ νοῦς ὅσο καὶ ἡ λειτουργία τῆς γνώσης διακρίνονται κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο σαφῶς ἀπὸ τὴ λειτουργία τῆς ἀγάπης καὶ τῆς βούλησης.

Στὴ δεύτερη ὁμάδα ἀνήκουν οἱ ὑπόλοιπες ψυχολογικὲς τριάδες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ συνοψισθοῦν οὐσιαστικὰ σὲ μία: «μνήμη» (memoria), «νόηση» (intellectus ἢ intelligentia) καί «βούληση» (voluntas) ἤ «ἀγάπη» (amor), τὴν ὁποία ὁ ἴδιος ὁ Αὐγουστῖνος θεωρεῖ πιὸ ἐπιτυχημένη ἀπὸ τὴν προηγούμενη57. Στὴν τριάδα αὐτὴ δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὸν νοῦ ὡς τὸ λογικὸ ὄργανο τῆς ψυχῆς (mens), ἀλλὰ γιὰ τὶς νοητικές του λειτουργίες, τὴ μνήμη, τὴ νόηση καὶ τὴ βούληση ἢ ἀγάπη, ποὺ ὅμως δὲν νοοῦνται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν νοῦ, ἐφ’ ὅσον αὐτὸς ἀποτελεῖ τὸ κοινὸ ὀντολογικὸ ὑπόβαθρο τῶν ἐν λόγῳ τριῶν λειτουργιῶν του, ποὺ ἐξασφαλίζει ἄλλωστε καὶ τὴν ἑνότητά τους58. Ὡστόσο καὶ ἐδῶ νόηση καὶ βούληση ἢ ἀγάπη δὲν ταυτίζονται μεταξύ τους ὄχι μόνο στὸ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὸ θεϊκὸ ἐπίπεδο. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ὁ Αὐγουστῖνος θεωρεῖ τὸν Υἱὸ ὡς τὴ νόηση καὶ τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα ὡς τὴ βούληση ἢ τὴν ἀγάπη ποὺ τὰ χαρακτηρίζει. Ἐξάλλου ἡ βούληση ὡς νοητικὴ λειτουργία προϋποθέτει καὶ ἀκολουθεῖ τὴ νόηση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λειτουργήσει ἀνεξάρτητα ἀπ’ αὐτήν, δεδομένου ὅτι, γιὰ νὰ θέλουμε κάτι, πρέπει πρῶτα νὰ τὸ γνωρίζουμε59. Τηρουμένων λοιπὸν τῶν ἀναλογιῶν καὶ τὸ Ἅγ. Πνεῦμα, ταυτιζόμενο μὲ τὴ βούληση καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δὲν λειτουργεῖ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλὰ τὸν προϋποθέτει καὶ τὸν ἀκολουθεῖ, ὅπως ἡ βούληση τὴ νόηση, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκπορευόμενο αἰτιωδῶς ἀπὸ τὸν Πατέρα (principaliter a Patre) ἐκπορεύεται ταυτόχρονα καὶ ἀπὸ τὸν Υἱό (Filioque)60.

Κατὰ συνέπεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες, κατὰ τὸν Αὐγουστῖνο ὁ νοῦς οὔτε ὡς λογικὸ ὄργανο τῆς ψυχῆς οὔτε ὡς νοητικὴ λειτουργία (νόηση) δὲν ταυτίζεται μὲ τὴ βούληση οὔτε παρουσιάζουν μεταξύ τους τὴν ὀντολογικὴ ἑνότητα ποὺ παρατηρεῖται στὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση. Ἡ ὅποια ἑνότητα ὑπάρχει μεταξύ τους εἶναι ἑνότητα διακεκριμένων πραγμάτων ποὺ ὀφείλεται στὴν ἑνότητα τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς. Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ἐνῶ κατὰ τὸν Μ. Ἀθανάσιο –ὅπως εἴδαμε– νοῦς, νόηση καὶ βούληση ταυτίζονται, ὥστε ὁ Υἱὸς νὰ θεωρεῖται ὡς ὁ νοῦς, ἡ νόηση καὶ ἡ βούληση τοῦ Πατρός, κατὰ τὸν ἱ. Αὐγουστῖνο ὁ νοῦς, ἡ νόηση καὶ ἡ βούληση διακρίνονται σαφῶς μεταξύ τους, ὥστε νοῦς νὰ θεωρεῖται ὁ Πατήρ, νόηση ὁ Υἱὸς καὶ βούληση τὸ Ἅγ. Πνεῦμα. Ἐξάλλου ἡ διάκριση αὐτή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς διάφορες παραλλαγές της, ὑπὸ τὶς ὁποῖες ἀπαντᾶ στὶς ψυχολογικές του τριάδες, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἱ. Αὐγουστῖνο ἐπιχειρηματολογικὸ ἐργαλεῖο, προκειμένου νὰ ἐξηγήσει καὶ νὰ θεμελιώσει λογικὰ ὄχι μόνο τὴν ἑνότητα τῶν προσώπων τῆς Ἁγ. Τριάδος, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγ. Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».

Ὡστόσο πρέπει νὰ τονίσουμε ὅτι, παρὰ τὴ σαφῆ διάκριση μεταξὺ νόησης καὶ βούλησης στὸν Αὐγουστῖνο καὶ τὴν ἐμφανῆ προτεραιότητα ποὺ ἀναγνωρίζει στὴ νόηση ἔναντι τῆς βούλησης κατὰ τὴ λειτουργία τους, πρᾶγμα ποὺ ἀποτυπώνεται, ὅπως εἴδαμε, καὶ στὴν Τριαδολογία του μὲ τὴ διδασκαλία του γιὰ τὸ Filioque, ἀπὸ ὅσο εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίζουμε, ποτὲ ὁ ἱερὸς πατὴρ δὲν διατύπωσε μία φιλοσοφικὴ ἀρχὴ σὰν αὐτὴν ποὺ δέσποζε στὸν πρώιμο καὶ μέσο Σχολαστικισμό, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία «Intellectus est superior voluntate». Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ οἱ Σχολαστικοί, στηριζόμενοι σχεδὸν μονομερῶς σὲ αὐτόν, παρὰ τὴν πολλὲς φορὲς ἐντυπωσιακὴ ἐκ μέρους τους χρήση τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, εἶδαν τὴ σχέση νόησης καὶ βούλησης ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς τριαδολογικῆς σημασίας τῶν ψυχολογικῶν τριάδων τοῦ Αὐγουστίνου, τὴν ὁποία ἀξιοποίησαν στὴν Τριαδολογία τους61, ἡ διατύπωση τῆς ἀρχῆς αὐτῆς στὴ σχολαστικὴ παράδοση ἦταν ζήτημα χρόνου. Πρέπει μάλιστα νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι ἡ τριαδολογικὴ ἀξιοποίηση τῶν ψυχολογικῶν τριάδων τοῦ Αὐγουστίνου ἀπὸ τὸν μεγαλύτερο ἐκπρόσωπο τοῦ Σχολαστικισμοῦ, τὸν Θωμᾶ τὸν Ἀκινάτη, ἔγινε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ Υἱὸς νὰ θεωρεῖται καὶ νὰ χαρακτηρίζεται ὡς ἡ δεύτερη αἰτία (principium) προελεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μετὰ τὸν Πατέρα62, πρᾶγμα πού, ἀπὸ ὅσο γνωρίζουμε, πουθενὰ δὲν ἀπαντᾶ στὸν Αὐγουστῖνο63. Γι’ αὐτὸν πηγὴ καὶ αἰτία (principium) προελεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἶναι μόνον ὁ Πατήρ64.

Ἔχουμε λοιπὸν τὴ γνώμη ὅτι οἱ Σχολαστικοί, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν τριαδολογικὴ σημασία τῶν ψυχολογικῶν τριάδων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, κατὰ τὴν ὁποία –ὅπως εἴδαμε– ἡ νόηση (intellectus) στὴν Ἁγ. Τριάδα ταυτίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ, ἐνῶ ἡ βούληση (voluntas) μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, καὶ προεκτείνοντας τὴ διδασκαλία του γιὰ τὸ Filioque, εἰς τρόπον ὥστε ὁ Υἱὸς ὡς ἐνδοτριαδικὴ νόηση (intellectus) τοῦ Θεοῦ νὰ θεωρεῖται δεύτερη αἰτία ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ποὺ συνιστᾶ τὴν ἐνδοτριαδικὴ βούλησή (voluntas) του, ὁδηγήθηκαν φυσιολογικὰ καὶ ἀναπότρεπτα στὴν ἔξαρση τῆς ὀντολογικῆς προτεραιότητας τοῦ νοῦ σὲ σχέση μὲ τὴ βούληση, διαφοροποιούμενοι στὸ σημεῖο αὐτὸ σαφῶς ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἡ ἐμφάνιση τῆς διαλεκτικῆς μεταξὺ νοῦ καὶ βούλησης μέσα στοὺς κόλπους τοῦ Σχολαστικισμοῦ ἦταν ἀναπόφευκτη, ἐφ’ ὅσον, ὅπως εἶναι γνωστό, συνδέθηκε στενὰ μὲ τὶς ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες τάσεις ποὺ κυριάρχησαν μεταξὺ τῶν Σχολαστικῶν σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ προτεραιότητα εἴτε τῆς νοητικῆς ἔναντι τῆς βουλητικῆς εἴτε τῆς βουλητικῆς ἔναντι τῆς νοητικῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου.

Ὡστόσο, ὅπως τονίσαμε, δὲν ἦταν ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος αὐτὸς ποὺ διατύπωσε τὴ φιλοσοφικὴ ἀρχὴ ποὺ ἐπικράτησε κατὰ τὴν πρώιμη καὶ μέση περίοδο τοῦ Σχολαστικισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ νόηση ὑπερέχει σὲ σχέση μὲ τὴ βούληση, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι οἱ σχολαστικοὶ θεολόγοι, ἐκμεταλλευόμενοι τὶς ψυχολογικὲς τριάδες τοῦ Αὐγουστίνου στὴν Τριαδολογία τους καὶ ἑρμηνεύοντας τὴ διδασκαλία του γιὰ τὸ Filioque κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε ὁ Υἱὸς νὰ καθίσταται δεύτερη αἰτία ἐκπόρευσης τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, πιστεύουμε, οἱ Σχολαστικοὶ συνέβαλαν καθοριστικὰ στὴ διαφοροποίηση τῆς δυτικῆς σκέψης ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση, ὅσον ἀφορᾶ τὴ σχέση νόησης καὶ βούλησης, καὶ ἔθεσαν τὶς βάσεις τοῦ προβληματισμοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ὀντολογικὴ προτεραιότητα μεταξύ τους, πρᾶγμα ποὺ ἀπασχόλησε τὴ φιλοσοφικὴ καὶ θεολογικὴ σκέψη τους καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς διαμετρικὰ ἀντίθετες ἀπαντήσεις ποὺ ἔδωσαν στὸν προβληματισμὸ αὐτό. Ἔτσι δημιούργησαν τὶς προϋποθέσεις γιὰ μία διαλεκτικὴ ἀντιπαράθεση μεταξὺ νόησης καὶ βούλησης, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθεῖ ἡ μεταγενέστερη δυτικὴ σκέψη σὲ δύο ἀντίπαλα στρατόπεδα, τῶν νοησιαρχικῶν καὶ τῶν βουλησιαρχικῶν, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν αὐτονόμηση τῆς θεωρίας ἀπὸ τὴν πράξη καὶ τὴ μεταξύ τους σύγκρουση, τὸν ἀπόηχο τῶν ὁποίων βιώνουμε μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Ὡστόσο δὲν θὰ ἔφτανε, πιστεύουμε, ἡ δυτικὴ σκέψη σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο διαφοροποίησης ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ πατερικὴ παράδοση, ἂν οἱ Σχολαστικοὶ δὲν ἀξιοποιοῦσαν καὶ δὲν προωθοῦσαν πολὺ περισσότερο τὶς καταβολὲς γιὰ τὴ σχέση μεταξὺ νόησης καὶ βούλησης ποὺ ἔθεσε μὲ τὴν Τριαδολογία του ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος.

Σημειώσεις

55. Βλ. De Trinitate IX, 4, 4.
56. Βλ. χαρακτηριστικὰ L. Karfiková, „Das Geheimnis Gottes des Vaters in Augustinus De Trinitate IX-X und XV“, στό: Gott, Vater und Schöpferr, Pro Oriente, ὅ.π., σ. 252 κ.ἑ.
57. Βλ. De Trinitate, X, 1, 1.
58. Βλ. ὅ.π., X, 11, 18. Βλ. καὶ L. Karfikova, ὅ.π., σ. 255 ἑξ.
59. Βλ. De Trinitate, X, 1, 1 - 3, 5.
60. Βλ. ὅ.π., XV, 17, 29, PL 42, 1081.
61. Βλ. Θωμᾶ Ἀκινάτη, Summa Theologiae 1a, 27, 1-5· Compendium Theologiae 31-34· 37-49.
62. Βλ. Summa Theologiae 1a, 27, 4. Πρβλ. ὅ.π., 1a, 36, 4.
63. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βλ. τὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα παρατήρηση τοῦ Lewis Ayres: “In the atemporal context of the divine communion, questions of whether the Son mediates the Spirit or acts as secondary cause become extremely difficult to pose, and it is perhaps no accident that Augustine offers no discussion of the question” (L. Ayres, ὅ.π., σ. 148).
64. Ὅπως πολὺ εὔστοχα παρατήρησε ἐν προκειμένῳ ὁ Bernd Oberdorfer, „Zweifellos lehrt Augustinus den „Hervorgang“ des Geistes „aus dem Vater und dem Sohn“ bzw. „aus beiden“; er vermittelt dies ja sogar mit dem traditionellen Gedanken von der Monoprinzipialität des Vaters“ (B. Oberdorfer, ὅ.π., σ. 126).

Η ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΟΝ ΝΟΥ. ΕΠΕΣΑΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΥ. Η ΘΕΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ ΥΠΑΚΟΗ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ.
 Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΕΙ ΤΟ ΝΑΙ ΤΟΥ ΠΕΠΤΩΚΟΤΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΚΥΡΙΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ. 
ΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΑΝΑΣΤΗΣΕ Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ. 
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΔΟΞΑΖΕΤΑΙ ΣΑΝ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΤΩΝ ΔΕΣΜΕΥΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ.  ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΥΠΟΠΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΟΤΙ Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ.
Ο κ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΥΠΗΡΞΕ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΡΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ.  ΜΠΡΑΒΟ κ. ΜΑΡΤΖΕΛΟ.  ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΠΙΘΥΜΟΥΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΑΣ. ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΚΑΙ ΜΑΣ.


ΜΠΡΑΒΟ κ. ΜΑΡΤΖΕΛΟ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΜΠΡΑΒΟ κ. ΜΑΡΤΖΕΛΟ