Συνέχεια από: Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024
Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
ή
Η αρχή του καθολικισμού
Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
Του Johann Adam Möhler
Τμήμα πρώτο
Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας
Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας
Πέραν του γεγονότος πως όλοι οι πιστοί σχηματίζουν μια ενότητα, ο καθένας διατηρεί την ατομικότητα του. Δεν υπάρχει καμιά γνώση του Θεού που να προέρχεται από την λογική, η οποία είναι αυτόνομη. Η γνώση του Θεού βασίζεται στο θεμέλιο της αποκεκαλυμμένης πίστεως, και όλοι έχουν την ίδια πίστη, ανεξαρτήτως των διαφόρων μορφών, με τις οποίες κατέχουν το ίδιο πράγμα. Η μέγιστη ποικιλία ως προς το χριστιανικό ήθος υπάρχει στην Εκκλησία. Η αληθινή φύση των αντιθέσεων μέσα στην Εκκλησία. Η ελευθερία μέσα στη λατρεία.
§35
Αν η αρχή του Καθολικισμού (das katholische Prinzip) συνδέει όλους τους πιστούς σε μια ενότητα, τότε δεν επιτρέπεται να αρθεί η ατομικότητα του μεμονωμένου ατόμου γιατί το άτομο πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ως ένα ζωντανό μέλος μέσα σε ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Η ζωή όμως του ατόμου καθορίζεται από την ιδιαιτερότητα του, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να καταποντιστεί. Το όλο μάλιστα θα έπαυε να είναι ζωντανό αν χαθεί η ιδιαίτερη ζωή των ατόμων, από τα οποία και μόνο αποτελείται. Ακριβώς δια των ποικίλων ιδιαιτεροτήτων των ατόμων, δια της ελεύθερης ανάπτυξης και απρόσκοπτης κίνησης τους, καθίσταται ζωντανός οργανισμός, με θαυμαστή άνθιση και ανάπτυξη. Αν όλα τα μέλη του ανθρώπου γίνονταν μάτι, θα έπαυε να είναι ένα σώμα. Αν η ιδιαίτερη δραστηριότητα των άλλων μελών εμποδίζονταν, και η συνεισφορά τους στο σύνολο της ζωής ονειδίζονταν, τότε αυτό θα παρεμποδίζονταν σε πολλές λειτουργίες του, και η εισροή ερεθιστικών δυνάμεων θα αποκόπτονταν, και αναλόγως της επίδρασης ορισμένων, ιδιαίτερα σημαντικών μελών, που αποκόπτονταν, θα σταματούσε και ολόκληρη η διαδικασία της ζωής. Αν όμως όλα τα μέλη ήταν ενεργά, χωρίς η ιδιαίτερη δραστηριότητα των μεμονωμένων μελών να καθορίζεται από μια κινούσα αρχή, θα ήταν εγκλωβισμένα, το καθένα ξεχωριστά και το όλο, με τον ίδιο τρόπο σε μια καταστροφική δραστηριότητα. Ο νόμος που ισχύει για τον γενικό οργανισμό είναι και η εικόνα για το σώμα της Εκκλησίας: απρόσκοπτη ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ατόμων, που εμψυχώνονται από ένα πνεύμα, με τρόπο ώστε να είναι διάφορα τα χαρίσματα, αλλά Ένα πνεύμα.
Οι διάφορες ιδιαιτερότητες των ατόμων όμως φανερώνονται γενικώς, εν μέρει σε αναφορά προς την χριστιανική θεωρία, εν μέρει σε αναφορά προς την χριστιανική ζωή με την στενή έννοια, εν μέρει σε σχέση με θέματα που αφορούν την εξωτερική λατρεία. Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι λοιπόν να παρουσιάσει, πως εκφράστηκε η αρχή του Καθολικισμού ως προς αυτές τις πτυχές και πως έφερε την ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου σε αρμονία με το σύνολο.
Ο Χριστός και οι Απόστολοι Του εξέθεσαν τη διδασκαλία με μεγάλη απλότητα και εγκαρδιότητα. Ως δύναμη του Θεού έπρεπε να γίνει αντιληπτή με την πίστη, χωρίς αποδείξεις, χωρίς όλη την τέχνη με την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να προτείνουν και να διδάξουν τους άλλους τις προτάσεις τους. Μέσω της στον ένα περισσότερο και στον λιγότερο δεδομένης κατεύθυνσης και προδιάθεσης για το θεωρητικό, έπρεπε να συμβεί, και ο Χριστιανισμός να γίνει αντιληπτός ως αντικείμενο σκέψης. Οι επιθέσεις κατά του Χριστιανισμού από πλευράς των απίστων, τόσο Ιουδαίων, όσο και ειδωλολατρών, και η παραμόρφωση του από τις σχολές, έδωσαν στους προς αυτό (σκέψη) ικανούς αφορμή και απαίτηση, να κάνουν χρήση της ιδιαιτερότητας τους για το καλό του Χριστιανισμού. Στους μεν να τον παρουσιάσουν από την πλευρά της λογικής του φύσης, στους δε, όπως τους απέρριψαν δια της επίκλησης της πάντα ίδιας χριστιανικής συνείδησης ή της παραδόσεως, να τους αφοπλίσουν δια της ανάλυσης της ουσίας του Χριστιανισμού. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιήθηκε η ορμή τους προς σκέψη, και στην ίδια ορμή δόθηκε στους άλλους μια υγιεινή τροφή.-Ήδη στους Αποστόλους βλέπουμε να εμφανίζεται αυτή η διαφορά στις πνευματικές κατευθύνσεις. Στον Παύλο κυριαρχούσε, όπως είχε πολλές φορές παρατηρηθεί, το διανοητικό και διαλεκτικό στοιχείο, και εναντίον των Ιουδαίων και ειδωλολατρών, εναντίον των Ιουδαίων και ειδωλολατρών Χριστιανών, χρησιμοποιούσε αυτή του την πνευματική ατομικότητα (Individualität). Στον Ιωάννη αντιθέτως, (κυριαρχούσε) το βάθος και η φωτιά του πνεύματος (Gemüt). Στον Ιγνάτιο συναντούμε την εγκαρδιότητα του Ιωάννη και τη ζωτικότητα μιας πιστής ψυχής, ένα ανώτερο μυστικισμό. Στον Κλήμεντα Ρώμης αντιθέτως αναπτύχθηκε ένας παύλειος χαρακτήρας, με τέτοιο τρόπο όμως, που ο Ιγνάτιος βρισκόταν πιο κοντά στον δάσκαλο του, τον Ιωάννη, απ’ ότι ο Κλήμης στον Παύλο: το βάθος του πνεύματος έχει πιο στενή συγγένεια με τον Χριστιανισμό, και επιτυγχάνεται πιο εύκολα, απ’ ότι η σκέψη. Ο ίδιος παραλληλισμός όπως μεταξύ Ιγνάτιου και Κλήμεντα μπορεί να διαπιστωθεί και μεταξύ Ειρηναίου, που προήλθε από τη σχολή του Ιωάννη, και του Ιουστίνου. Ο με την πίστη άμεσα διαποτισμένος Ειρηναίος διείσδυσε πολύ πιο βαθιά στον Χριστιανισμό από τον φιλοσοφούντα Ιουστίνο. Με τον τελευταίο όμως αρχίζει στην πραγματικότητα μια πρώτη χριστιανική φιλοσοφία της θρησκείας, που στην αλεξανδρινή σχολή της περιόδου αυτής είχε φτάσει στο ύψιστο επίπεδο της.-Παρατηρεί εύκολα κανείς, πως εδώ πρόκειται περί της σχέσεως μεταξύ πίστης και γνώσης. Και πως είναι δυνατό, εκείνοι που βρίσκονταν στο ύψος της πιο εκλεπτυσμένης σχέσης, να διατηρούν την εκκλησιαστική κοινότητα μαζί με εκείνους που έμεναν μόνο στην πίστη, η οποία πίστη έπρεπε να παραμείνει για πάντα η ονομαστική πίστη. Μήπως όμως έπρεπε, έτσι φάνηκε, να τεθούν δεσμά στην σκέψη, μέσα στην ορμή της, ή να διακοπεί η κοινότητα ή να αλλάξει η πίστη;
§36
Ήταν εξ αρχής συμφωνημένο, πως χωρίς μια ιδιαίτερη αποκάλυψη δεν υπάρχει γνώση του Θεού. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας, που, ο οποίος, όπως και ο Ωριγένης, έκανε τις πιο εκτενείς και βαθιές έρευνες ως προς το θέμα, εκφράζεται για την γνώση μας περί Θεού ως εξής: «Είναι δύσκολο να βρεθεί ο λόγος κάθε πράγματος. Την πιο μεγάλη όμως δυσκολία ενέχει η διερεύνηση του πρωταρχικού θεμελίου (Urgrund) όλων των πραγμάτων. Γιατί πως μπορεί να γίνει αντιληπτό (το Urgrund), αφού ούτε γένος, ούτε διαφορά, ούτε είδος, ούτε ένα ατομικό ον, ούτε αριθμός; Ούτε ένα συμβεβηκός, ούτε κάτι μέσα στο οποίο κάτι τέτοιο βρίσκεται; Ούτε το σύμπαν είναι. Γιατί το σύμπαν βρίσκεται υπό την έννοια του μεγέθους. Και αυτό είναι ο πατέρας του σύμπαντος. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να διακρίνει κανείς μέρη μέσα σε αυτό. Γιατί η ενότητα είναι αδιάσπαστη. Για τον λόγο αυτό είναι άπειρο, όχι γιατί είναι απροσπέλαστο, αλλά γιατί οι χωρικές και χρονικές σχέσεις δεν εφαρμόζονται σε αυτό. Για τον λόγο αυτό είναι άμορφο και ανώνυμο. Αν του δίνουμε πότε πότε ονόματα, τότε αυτά δεν είναι πραγματικά, όπως όταν λέμε είναι Ένας, είναι το αγαθό, είναι η διάνοια, είναι το απόλυτο, είναι ο πατέρας, Θεός, Δημιουργός, Κύριος, του δίνουμε από ανάγκη αυτά τα ωραία επίθετα, ώστε το πνεύμα μας να μπορεί να κρατηθεί από κάτι, και για να αποτρέψουμε συγχύσεις. Γιατί το μεμονωμένο δεν δείχνει το Θεό, αλλά όλα μαζί υποδεικνύουν τη δύναμη του παντοδύναμου. Γιατί όλα τα επίθετα αναφέρονται σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις ενός πράγματος ή εκφράζουν σχέσεις, προς άλλα, που βρίσκονται δίπλα τους. Όλα αυτά όμως δεν είναι δυνατόν να τα σκεφτεί κανείς περί Θεού. Ο Θεός δεν γίνεται αντιληπτός ούτε δια της επίδειξης. Γιατί αυτή προϋποθέτει κάτι προηγούμενο και γνωστό. Το τίποτα όμως βρίσκεται πριν το αμαρτύρητο. Επαφίεται λοιπόν μόνο στην θεία χάρη και στον Λόγο του, να μας γνωρίσει το άγνωστο. Έτσι ο Κλήμης θέτει το ερώτημα: «Δεν υπάρχει κανένα άλλο είδος ευσεβούς γνώσης, από εκείνη της οποίας πηγή είναι ο Διδάσκαλος Λόγος;» Και απαντά: «Εγώ δεν το πιστεύω» (Στρωματείς, 1. ΙΙ c. p 433: εστιν ουν άλλη τις τοιάυτη κατάστασις αληθής θεοσεβείας αυτής, ης μόνος διδάσκαλος ο λόγος; Ουκ έγωγε οιμαι). Σε άλλο σημείο απαντά στην ένσταση που του έκαναν, ενάντια στο δεδομένο και την πιστότητα της πίστεως, πως δηλαδή μια καθαρά λογική γνώση θα πρόσφερε περισσότερη βεβαιότητα, σε συμφωνία (η απάντηση του) με την πιο πάνω αναφερθείσα θέση: κάθε επιδεικνυόμενη γνώση είναι διαμεσολαβούμενη, και είναι να έχει διάρκεια, τότε τα ενδιάμεσα μέλη της πρέπει να αναφέρονται σε κάτι που δεν επιδεικνύεται, κάτι εκ του εαυτού του βέβαιο, όπου πάλι εισέρχεται η πίστη, σε αυτό το μη δυνάμενο να επιδειχθεί, και αυτό δεν το βρήκαν οι φιλόσοφοι. (…) Στην πρόταση του Κέλσου, πως η έννοια του Θεού μπόρεσε να σχηματιστεί δια του ανθρώπου, δια της αύξησης των καλών ανθρώπινων ιδιοτήτων και της αφαίρεσης των κακών, ο Ωριγένης απαντά ως εξής: «Όταν ο Λόγος λέει, πως κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός, και σε όποιον Τον αποκάλυψε ο Υιός, τότε εξηγεί, πως ο Θεός, δια της θείας χάριτος, που δεν έρχεται στην ψυχή χωρίς τον Θεό, διαπιστώνεται δηλαδή δια της άμεσης επίδρασης της θεότητος. Γιατί αυτό είναι κατανοητό, πως η γνώση του Θεού είναι υπερβολικά μεγάλη για την ανθρώπινη φύση. Από εδώ προέρχονται και οι μεγάλες πλάνες, πως δηλαδή η αγαθότητα και η φιλανθρωπία του Θεού, δια της θαυμαστής του χάριτος δίνεται σε εκείνους με το δώρο της γνώσης Του (φθάνειν την του Θεού γνώσιν), για τους οποίους γνώριζε προηγουμένως, πως ζούσαν με τρόπο άξιο της γνώσης, και δεν παραμόρφωσαν την ευσεβή αντίληψη τους προς Αυτόν, ακόμα και τότε, όταν οδηγούνται στον θάνατο ή γελοιοποιούνται από εκείνους που δεν γνωρίζουν τι είναι ευσέβεια, και μάλλον θεωρούν το εντελώς αντίθετο περί αυτής» (adv. Cels 1. VII. c . 44). «Αυτό που είναι αδύνατο να συλλάβει το σκεπτόμενο, αλλά ταυτόχρονα πεπερασμένο ον, γιατί ως το ύψιστο ξεπερνά τους ανθρώπους, και είναι απείρως πάνω από κάθε περιορισμένη φύση, αυτό γίνεται δυνατό δια της μεγάλης, αμέτρητης χάριτος του Θεού προς τους ανθρώπους εν Χριστώ Ιησού, τον κομιστή εκείνης της μεγάλης χάριτος, και με το Άγιο Πνεύμα, τον βοηθό Του. Αν και είναι αδύνατο στην ανθρώπινη φύση να φτάσει στην Σοφία που τα δημιουργεί όλα, το αδύνατο γίνεται δυνατό δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που έγινε για μας δικαιοσύνη, Σοφία, Αγιότητα και Σωτηρία (Α’ Κορ. 1, 30). Αν κανείς δεν γνωρίζει τα του Θεού, παρά μόνο το Πνεύμα του Θεού, τότε η γνώση του Θεού είναι για μας αδύνατη (Α’ Κορ. 2, 11, 12). Κοίτα όμως πως γίνεται δυνατό: ‘Δεν λάβαμε το πνεύμα αυτού του κόσμου, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ώστε να γνωρίζουμε τι μας δόθηκε από το Θεό’» (Orig. de orat. C. I, Περί Προσευχής)
Συνεχίζεται
§35
Αν η αρχή του Καθολικισμού (das katholische Prinzip) συνδέει όλους τους πιστούς σε μια ενότητα, τότε δεν επιτρέπεται να αρθεί η ατομικότητα του μεμονωμένου ατόμου γιατί το άτομο πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ως ένα ζωντανό μέλος μέσα σε ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Η ζωή όμως του ατόμου καθορίζεται από την ιδιαιτερότητα του, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να καταποντιστεί. Το όλο μάλιστα θα έπαυε να είναι ζωντανό αν χαθεί η ιδιαίτερη ζωή των ατόμων, από τα οποία και μόνο αποτελείται. Ακριβώς δια των ποικίλων ιδιαιτεροτήτων των ατόμων, δια της ελεύθερης ανάπτυξης και απρόσκοπτης κίνησης τους, καθίσταται ζωντανός οργανισμός, με θαυμαστή άνθιση και ανάπτυξη. Αν όλα τα μέλη του ανθρώπου γίνονταν μάτι, θα έπαυε να είναι ένα σώμα. Αν η ιδιαίτερη δραστηριότητα των άλλων μελών εμποδίζονταν, και η συνεισφορά τους στο σύνολο της ζωής ονειδίζονταν, τότε αυτό θα παρεμποδίζονταν σε πολλές λειτουργίες του, και η εισροή ερεθιστικών δυνάμεων θα αποκόπτονταν, και αναλόγως της επίδρασης ορισμένων, ιδιαίτερα σημαντικών μελών, που αποκόπτονταν, θα σταματούσε και ολόκληρη η διαδικασία της ζωής. Αν όμως όλα τα μέλη ήταν ενεργά, χωρίς η ιδιαίτερη δραστηριότητα των μεμονωμένων μελών να καθορίζεται από μια κινούσα αρχή, θα ήταν εγκλωβισμένα, το καθένα ξεχωριστά και το όλο, με τον ίδιο τρόπο σε μια καταστροφική δραστηριότητα. Ο νόμος που ισχύει για τον γενικό οργανισμό είναι και η εικόνα για το σώμα της Εκκλησίας: απρόσκοπτη ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ατόμων, που εμψυχώνονται από ένα πνεύμα, με τρόπο ώστε να είναι διάφορα τα χαρίσματα, αλλά Ένα πνεύμα.
Οι διάφορες ιδιαιτερότητες των ατόμων όμως φανερώνονται γενικώς, εν μέρει σε αναφορά προς την χριστιανική θεωρία, εν μέρει σε αναφορά προς την χριστιανική ζωή με την στενή έννοια, εν μέρει σε σχέση με θέματα που αφορούν την εξωτερική λατρεία. Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι λοιπόν να παρουσιάσει, πως εκφράστηκε η αρχή του Καθολικισμού ως προς αυτές τις πτυχές και πως έφερε την ελεύθερη ανάπτυξη του ατόμου σε αρμονία με το σύνολο.
Ο Χριστός και οι Απόστολοι Του εξέθεσαν τη διδασκαλία με μεγάλη απλότητα και εγκαρδιότητα. Ως δύναμη του Θεού έπρεπε να γίνει αντιληπτή με την πίστη, χωρίς αποδείξεις, χωρίς όλη την τέχνη με την οποία οι άνθρωποι προσπαθούν να προτείνουν και να διδάξουν τους άλλους τις προτάσεις τους. Μέσω της στον ένα περισσότερο και στον λιγότερο δεδομένης κατεύθυνσης και προδιάθεσης για το θεωρητικό, έπρεπε να συμβεί, και ο Χριστιανισμός να γίνει αντιληπτός ως αντικείμενο σκέψης. Οι επιθέσεις κατά του Χριστιανισμού από πλευράς των απίστων, τόσο Ιουδαίων, όσο και ειδωλολατρών, και η παραμόρφωση του από τις σχολές, έδωσαν στους προς αυτό (σκέψη) ικανούς αφορμή και απαίτηση, να κάνουν χρήση της ιδιαιτερότητας τους για το καλό του Χριστιανισμού. Στους μεν να τον παρουσιάσουν από την πλευρά της λογικής του φύσης, στους δε, όπως τους απέρριψαν δια της επίκλησης της πάντα ίδιας χριστιανικής συνείδησης ή της παραδόσεως, να τους αφοπλίσουν δια της ανάλυσης της ουσίας του Χριστιανισμού. Με τον τρόπο αυτό ικανοποιήθηκε η ορμή τους προς σκέψη, και στην ίδια ορμή δόθηκε στους άλλους μια υγιεινή τροφή.-Ήδη στους Αποστόλους βλέπουμε να εμφανίζεται αυτή η διαφορά στις πνευματικές κατευθύνσεις. Στον Παύλο κυριαρχούσε, όπως είχε πολλές φορές παρατηρηθεί, το διανοητικό και διαλεκτικό στοιχείο, και εναντίον των Ιουδαίων και ειδωλολατρών, εναντίον των Ιουδαίων και ειδωλολατρών Χριστιανών, χρησιμοποιούσε αυτή του την πνευματική ατομικότητα (Individualität). Στον Ιωάννη αντιθέτως, (κυριαρχούσε) το βάθος και η φωτιά του πνεύματος (Gemüt). Στον Ιγνάτιο συναντούμε την εγκαρδιότητα του Ιωάννη και τη ζωτικότητα μιας πιστής ψυχής, ένα ανώτερο μυστικισμό. Στον Κλήμεντα Ρώμης αντιθέτως αναπτύχθηκε ένας παύλειος χαρακτήρας, με τέτοιο τρόπο όμως, που ο Ιγνάτιος βρισκόταν πιο κοντά στον δάσκαλο του, τον Ιωάννη, απ’ ότι ο Κλήμης στον Παύλο: το βάθος του πνεύματος έχει πιο στενή συγγένεια με τον Χριστιανισμό, και επιτυγχάνεται πιο εύκολα, απ’ ότι η σκέψη. Ο ίδιος παραλληλισμός όπως μεταξύ Ιγνάτιου και Κλήμεντα μπορεί να διαπιστωθεί και μεταξύ Ειρηναίου, που προήλθε από τη σχολή του Ιωάννη, και του Ιουστίνου. Ο με την πίστη άμεσα διαποτισμένος Ειρηναίος διείσδυσε πολύ πιο βαθιά στον Χριστιανισμό από τον φιλοσοφούντα Ιουστίνο. Με τον τελευταίο όμως αρχίζει στην πραγματικότητα μια πρώτη χριστιανική φιλοσοφία της θρησκείας, που στην αλεξανδρινή σχολή της περιόδου αυτής είχε φτάσει στο ύψιστο επίπεδο της.-Παρατηρεί εύκολα κανείς, πως εδώ πρόκειται περί της σχέσεως μεταξύ πίστης και γνώσης. Και πως είναι δυνατό, εκείνοι που βρίσκονταν στο ύψος της πιο εκλεπτυσμένης σχέσης, να διατηρούν την εκκλησιαστική κοινότητα μαζί με εκείνους που έμεναν μόνο στην πίστη, η οποία πίστη έπρεπε να παραμείνει για πάντα η ονομαστική πίστη. Μήπως όμως έπρεπε, έτσι φάνηκε, να τεθούν δεσμά στην σκέψη, μέσα στην ορμή της, ή να διακοπεί η κοινότητα ή να αλλάξει η πίστη;
§36
Ήταν εξ αρχής συμφωνημένο, πως χωρίς μια ιδιαίτερη αποκάλυψη δεν υπάρχει γνώση του Θεού. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας, που, ο οποίος, όπως και ο Ωριγένης, έκανε τις πιο εκτενείς και βαθιές έρευνες ως προς το θέμα, εκφράζεται για την γνώση μας περί Θεού ως εξής: «Είναι δύσκολο να βρεθεί ο λόγος κάθε πράγματος. Την πιο μεγάλη όμως δυσκολία ενέχει η διερεύνηση του πρωταρχικού θεμελίου (Urgrund) όλων των πραγμάτων. Γιατί πως μπορεί να γίνει αντιληπτό (το Urgrund), αφού ούτε γένος, ούτε διαφορά, ούτε είδος, ούτε ένα ατομικό ον, ούτε αριθμός; Ούτε ένα συμβεβηκός, ούτε κάτι μέσα στο οποίο κάτι τέτοιο βρίσκεται; Ούτε το σύμπαν είναι. Γιατί το σύμπαν βρίσκεται υπό την έννοια του μεγέθους. Και αυτό είναι ο πατέρας του σύμπαντος. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να διακρίνει κανείς μέρη μέσα σε αυτό. Γιατί η ενότητα είναι αδιάσπαστη. Για τον λόγο αυτό είναι άπειρο, όχι γιατί είναι απροσπέλαστο, αλλά γιατί οι χωρικές και χρονικές σχέσεις δεν εφαρμόζονται σε αυτό. Για τον λόγο αυτό είναι άμορφο και ανώνυμο. Αν του δίνουμε πότε πότε ονόματα, τότε αυτά δεν είναι πραγματικά, όπως όταν λέμε είναι Ένας, είναι το αγαθό, είναι η διάνοια, είναι το απόλυτο, είναι ο πατέρας, Θεός, Δημιουργός, Κύριος, του δίνουμε από ανάγκη αυτά τα ωραία επίθετα, ώστε το πνεύμα μας να μπορεί να κρατηθεί από κάτι, και για να αποτρέψουμε συγχύσεις. Γιατί το μεμονωμένο δεν δείχνει το Θεό, αλλά όλα μαζί υποδεικνύουν τη δύναμη του παντοδύναμου. Γιατί όλα τα επίθετα αναφέρονται σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις ενός πράγματος ή εκφράζουν σχέσεις, προς άλλα, που βρίσκονται δίπλα τους. Όλα αυτά όμως δεν είναι δυνατόν να τα σκεφτεί κανείς περί Θεού. Ο Θεός δεν γίνεται αντιληπτός ούτε δια της επίδειξης. Γιατί αυτή προϋποθέτει κάτι προηγούμενο και γνωστό. Το τίποτα όμως βρίσκεται πριν το αμαρτύρητο. Επαφίεται λοιπόν μόνο στην θεία χάρη και στον Λόγο του, να μας γνωρίσει το άγνωστο. Έτσι ο Κλήμης θέτει το ερώτημα: «Δεν υπάρχει κανένα άλλο είδος ευσεβούς γνώσης, από εκείνη της οποίας πηγή είναι ο Διδάσκαλος Λόγος;» Και απαντά: «Εγώ δεν το πιστεύω» (Στρωματείς, 1. ΙΙ c. p 433: εστιν ουν άλλη τις τοιάυτη κατάστασις αληθής θεοσεβείας αυτής, ης μόνος διδάσκαλος ο λόγος; Ουκ έγωγε οιμαι). Σε άλλο σημείο απαντά στην ένσταση που του έκαναν, ενάντια στο δεδομένο και την πιστότητα της πίστεως, πως δηλαδή μια καθαρά λογική γνώση θα πρόσφερε περισσότερη βεβαιότητα, σε συμφωνία (η απάντηση του) με την πιο πάνω αναφερθείσα θέση: κάθε επιδεικνυόμενη γνώση είναι διαμεσολαβούμενη, και είναι να έχει διάρκεια, τότε τα ενδιάμεσα μέλη της πρέπει να αναφέρονται σε κάτι που δεν επιδεικνύεται, κάτι εκ του εαυτού του βέβαιο, όπου πάλι εισέρχεται η πίστη, σε αυτό το μη δυνάμενο να επιδειχθεί, και αυτό δεν το βρήκαν οι φιλόσοφοι. (…) Στην πρόταση του Κέλσου, πως η έννοια του Θεού μπόρεσε να σχηματιστεί δια του ανθρώπου, δια της αύξησης των καλών ανθρώπινων ιδιοτήτων και της αφαίρεσης των κακών, ο Ωριγένης απαντά ως εξής: «Όταν ο Λόγος λέει, πως κανείς δεν γνωρίζει τον Πατέρα, παρά μόνο ο Υιός, και σε όποιον Τον αποκάλυψε ο Υιός, τότε εξηγεί, πως ο Θεός, δια της θείας χάριτος, που δεν έρχεται στην ψυχή χωρίς τον Θεό, διαπιστώνεται δηλαδή δια της άμεσης επίδρασης της θεότητος. Γιατί αυτό είναι κατανοητό, πως η γνώση του Θεού είναι υπερβολικά μεγάλη για την ανθρώπινη φύση. Από εδώ προέρχονται και οι μεγάλες πλάνες, πως δηλαδή η αγαθότητα και η φιλανθρωπία του Θεού, δια της θαυμαστής του χάριτος δίνεται σε εκείνους με το δώρο της γνώσης Του (φθάνειν την του Θεού γνώσιν), για τους οποίους γνώριζε προηγουμένως, πως ζούσαν με τρόπο άξιο της γνώσης, και δεν παραμόρφωσαν την ευσεβή αντίληψη τους προς Αυτόν, ακόμα και τότε, όταν οδηγούνται στον θάνατο ή γελοιοποιούνται από εκείνους που δεν γνωρίζουν τι είναι ευσέβεια, και μάλλον θεωρούν το εντελώς αντίθετο περί αυτής» (adv. Cels 1. VII. c . 44). «Αυτό που είναι αδύνατο να συλλάβει το σκεπτόμενο, αλλά ταυτόχρονα πεπερασμένο ον, γιατί ως το ύψιστο ξεπερνά τους ανθρώπους, και είναι απείρως πάνω από κάθε περιορισμένη φύση, αυτό γίνεται δυνατό δια της μεγάλης, αμέτρητης χάριτος του Θεού προς τους ανθρώπους εν Χριστώ Ιησού, τον κομιστή εκείνης της μεγάλης χάριτος, και με το Άγιο Πνεύμα, τον βοηθό Του. Αν και είναι αδύνατο στην ανθρώπινη φύση να φτάσει στην Σοφία που τα δημιουργεί όλα, το αδύνατο γίνεται δυνατό δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που έγινε για μας δικαιοσύνη, Σοφία, Αγιότητα και Σωτηρία (Α’ Κορ. 1, 30). Αν κανείς δεν γνωρίζει τα του Θεού, παρά μόνο το Πνεύμα του Θεού, τότε η γνώση του Θεού είναι για μας αδύνατη (Α’ Κορ. 2, 11, 12). Κοίτα όμως πως γίνεται δυνατό: ‘Δεν λάβαμε το πνεύμα αυτού του κόσμου, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ώστε να γνωρίζουμε τι μας δόθηκε από το Θεό’» (Orig. de orat. C. I, Περί Προσευχής)
Συνεχίζεται
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΜΕ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. ΜΑΣ ΕΠΙΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ.
1 σχόλιο:
Μητρ. Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος - Μια εκ βαθέων εξομολόγηση | Ad Hoc
https://www.youtube.com/watch?v=JFV8E9XfJnE&t=1647s
Στα πρώτα λεπτά αναφέρεται στην ενότητα....παρά τα προβλήματα που δημιουργεί η διασπορά, οι εθνικές εκκλησίες, διατηρήθηκε η ενότητα του ποτηρίου.
Δημοσίευση σχολίου