Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2024

Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας

 H ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ:Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΟΦΕΙΛΕΙ ΝΑ ΒΡΕΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ! ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΘΟΤΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ, ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ, ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΩΤΟΣ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΙΣΣΑΡΙΩΝ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΘΥΜΑ ΤΩΝ ΣΤΑΛΙΝΙΚΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ.

Παρά τίς επίμονες προσπάθειές του προς το αντίθετο, ο Φλωρόφσκυ ήταν, κατά την περιγραφή του Francois Rouleau για τον Kireevsky, ένας «αντί-ιδεαλιστής μορφωμένος από τον ιδεαλισμό»206. Οι επικριτές της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας οφείλουν να υπερβούν το κοινό στερεότυπο ότι, ενώ ο Bulgakov ήταν έρμαιο του ιδεαλισμού και ποικίλων στρεβλών δυτικών πηγών, η θεολογία τού Φλωρόφσκυ, αντίθετα, υπήρξε ένα αμιγώς πατερικό προϊόν. Ο Φλωρόφσκυ, όπως είχε παρατηρήσει ο Rowan Williams για τον Lossky παλαιότερα, «συνεχίζει να διαβάζει τους Πατέρες με ρωσικά μάτια»207. Κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Όπως παρατηρήσαμε εν συντομία, η θεολογία του Φλωρόφσκυ αποτελεί εξίσου ένα προϊόν τού γερμανικού ιδεαλισμού, που είχε διαποτίσει τη ρωσική σκέψη, όπως συμβαίνει άλλωστε, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, με το μεγαλύτερο μέρος τής σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας.

To παραπάνω γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη, εάν λάβουμε υπόψη μας κυρίως την προηγούμενη μόρφωση τού Φλωρόφσκυ, που έδινε έμφαση στον Ρομαντισμό καί στην μετα-καντιανή φιλοσοφία, αν δεν υπήρχε η πατερικη περιβολη του Φλωρόφκσυ καί η επίθεσή του εναντίον τής Ρομαντικής καί ιδεαλιστικής κληρονομιάς στη θεολογία των συγχρόνων του. Ούτε αυτό θα έπρεπε να είναι απαραίτητα αρνητικό, στο βαθμό πού το μεγαλύτερο μέρος τής ρωμαιοκαθολικής (ressourcement) θεολογίας ως επιστροφής στις ρίζες καί μέσω αυτής η Β' Βατικανή Σύνοδος αντλούν από τις ίδιες πηγές. Αυτό πού είναι κρίσιμο για τη σύγχρονη Ορθόδοξη θεολογία -και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει διαφοροποίηση από τίς υπόλοιπες θεολογικές παραδόσεις- είναι να αναγνωρίσει ότι η θεολογική ανάγνωση των Πατέρων γίνεται πάντα μέσα στον ερμηνευτικό ορίζοντα τής κάθε εποχής. Το σημερινό κοσμοείδωλο κυριαρχείται από το Δυτικό πολιτισμό, έτσι ώστε οι διάφορες ξένες πηγές από τον Ιδεαλισμό, στη συνέχεια τον Υπαρξισμό καί τελικά μέχρι την έποχή μας με τη μόδα τής ερμηνευτικής, τον μετά-φιλελευθερισμό καί μετά-δομισμό, λειτουργεί αναπόφευκτα ως πρίσμα με βάση το οποίο ο θεολόγος ερμηνεύει τους Πατέρες και επαναπροσδιορίζει δημιουργικά το μυστήριο της προ-νεωτερικής πίστης για τις ανάγκες της μετα-νεωτερικής έποχής μας. Στο σημείο αυτό δεν θα πρέπει να έχουμε ενδοιασμούς, εάν ως ορθόδοξοι θεολόγοι, θέλοντας να παραμένουμε πιστοί στις ρίζες τής εκκλησιαστικής παράδοσης, δεν αποκρύπτουμε διαρκώς την σχετική εξάρτησή μας από τη δυτική σκέψη καί κουλτούρα για την διατύπωση της αποστολικής παρακαταθήκης. Αυτό πού είναι ζωτικής σημασίας δεν είναι η αποσιώπηση ή άρνηση τής ξένης επιρροής, διότι μία τέτοια άρνηση απλά αυξάνει τη δυναμική της, καθώς την καθιστά ασύνειδη.

Αυτό πού προτείνουμε είναι ότι, ενδεχομένως, το μέλλον τής Ορθοδοξίας δεν βρίσκεται σε ό,τι έχει καταντήσει μία κορεσμένη αντανακλαστική κίνηση πού επιδιώκει να συλλάβει απεγνωσμένα το αμιγώς ανατολικό (ΣτΜ. ορθόδοξο) φρόνημα, το οποίο είναι διαθέσιμο, κατά κάποιο τρόπο σφραγισμένο ερμητικά εναντι τής μετά το Μέγα Σχίσμα Δύσης, μέσα στους Πατέρες καί τη λειτουργική παράδοση (π.χ. η «οντολογία των Καππαδοκών», η «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» καί «η πατερική εξηγητική»), διαχωρίζοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό της από ό,τι διαφορετικό, αλλότριο, δηλαδή δυτικό. Αντίθετα, η εκκλησιαστική ταυτότητα μπορεί να ανακαλυφθεί εάν κατορθώσουμε να κατανοήσουμε καί μέσα σε ό,τι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει τελείως αλλότριο, ακόμη καί εχθρικό, ποιοί είμαστε. Θα μπορούσαμε τότε να ανακαλύψουμε την ανατολικο-ορθόδοξη ταυτότητά μας μέσα από μία θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δυτικό. Σε αυτό συμπεριλαμβάνεται όχι μόνο η δυτική Χριστιανοσύνη, αλλά κατ’ επέκταση, καί η σύγχρονη φιλοσοφία, οι μη χριστιανικές παραδόσεις καί, πολύ περισσότερο, οι επιστήμες. Συνεπώς, μπορούμε να γνωρίζουμε τον εαυτό ως πράγματι Ανατολικό ή Ορθόδοξο ακριβώς μέσα από τη θετική συνάντηση με ο,τιδήποτε δεν είμαστε καί στο σημείο αυτό η Ορθόδοξη θεολογία θα έπραττε συνετά αν αντέστρεφε το παράδειγμα του Φλωρόφσκυ καί μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος ότι, αναζητώντας τον εαυτό μας, εξαρτώμαστε από τον άλλο. Μέσα από αυτή την κοινή συνάντηση-αναγνώριση, ανακαλύπτουμε πραγματικά που ανήκει η καρδιά μας. «Η Ανατολή είναι η Δύση -για να παραλλάξουμε τον Kipling-, η Δύση είναι η Ανατολή καί το ζεύγος κάποτε θα σμίξει»215, με συνέπεια τα δύο μέρη να εμπλακούν σέ μία συνεχή καί δημιουργική ένταση, σέ μία ταύτιση των άκρων. Για να λάβουμε ένα παράδειγμα από την Ανατολή, αναγνωρίζουμε τον Φλωρόφκσυ ως έναν όντως ανατολικό θεολόγο, κυρίως στα σημεία που αυτός μεταλλάσσει αριστουργηματικά τον δυτικό θεολόγο Möhler στον τρόπο πού αυτός διαβάζει τούς Πατέρες. Έτσι, ο Φλωρόφσκυ, έστω κι ασυνείδητα, διαποτίζει τη νεοπατερική του σύνθεση με τον Schelling, με αποτέλεσμα να αποτελεί έναν κρυπτο-ρομαντικό, παραμένοντας, εντούτοις, απόλυτα πατερικός. Ή για να χρησιμοποιήσουμε ένα άλλο παράδειγμα, πού υπογραμμίζει τον εξέχοντα ρόλο του Παλαμισμού στην Ορθόδοξη θεολογία μετά απο τη δεκαετία του ’20. Κατανοούμε πληρέστερα τον Γρηγόριο Παλαμά στα σημεία κυρίως όπου χρησιμοποιεί216, το έργο του Αυγουστίνου, De Trinitate;;;. Περαιτέρω, αντιλαμβανόμαστε κατά τον πλέον οξυδερκή τρόπο τον Χρήστο Γιανναρά μόνο όταν διακρίνουμε τον μοναδικό τρόπο που μετάλλαξε τον Heidegger καί τον ρωμαιοκαθολικό περσοναλισμό υπό το πρίσμα του Παλαμά, ώστε ο ίδιος να πλησιάζει, ανεπίγνωστα, τον Αυγουστίνο.

Συνέχεια από: Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Τμήμα πρώτο

                                 Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
                                          
             ή
                                 Η αρχή του καθολικισμού

Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
                                   Του Johann Adam Möhler

                                         Τμήμα πρώτο
                     Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας

Κεφάλαιο 2: Η λογική ενότητα ε

§16

Μέσω αυτών που μόλις ειπώθηκαν, αλλά και στην παράγραφο 12, απαιτείται από μας να βγάλουμε τα εξής συμπεράσματα όσον αφορά τη σχέση της Γραφής προς την παράδοση.

Ι. Η παράδοση είναι η έκφραση του Αγίου Πνεύματος που ζωοποιεί το σύνολο των πιστών, και η έκφραση αυτή διαπερνά όλες τις εποχές, είναι ζωντανή σε κάθε στιγμή και ταυτόχρονα σωματοποιείται-ενσωματώνεται (Verkörperung. Η Ενσάρκωση λέγεται Menschwerdung).

ΙΙ. Η Γραφή είναι η σωματοποιημένη έκφραση του ίδιου Αγίου Πνεύματος στην αρχή του Χριστιανισμού δια των ιδιαιτέρως χαρισματούχων Αποστόλων. Η Γραφή είναι επομένως το πρώτο μέλος μέσα στην γραπτή παράδοση.

ΙΙΙ. Επειδή η Γραφή αντλήθηκε από την ζωντανή παράδοση, και όχι το αντίστροφο, έτσι δεν μπορεί να αποδειχθεί μέσα από την Γραφή, πως μέσα σε αυτήν δεν επιτρέπεται να βρίσκεται οτιδήποτε που υπάρχει και στην παράδοση. Η ίδια η Γραφή λέει το αντίθετο (Ιω. 20, 30. 31, 21, 24. 25). Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί, πως και οι Απόστολοι ορισμένα πράγματα τα κήρυξαν και εξήγησαν προφορικά πιο συγκεκριμένα, από αυτά που βρίσκουμε στις επιστολές τους.

IV. Όταν λέμε πως η Γραφή μόνη είναι αρκετή για τον Χριστιανό, τότε έχουμε το δικαίωμα να ρωτήσουμε για το νόημα αυτού του ισχυρισμού. Η Γραφή από μόνη της, πέραν από την αντίληψη μας γι’ αυτήν, είναι τίποτα, είναι ένα νεκρό γράμμα. Κάτι είναι μόνο το προϊόν, το οποίο αναδύεται από τη σχέση της πνευματικής μας δραστηριότητας προς τη Γραφή. Πρέπει να τονιστεί, πως μέσα σε αυτή τη σχέση, η παράδοση είναι αναγκαία με τη διπλή (και όμως στην ουσία ταυτόσημη) της σημασία, όπως τονίστηκε πιο πάνω. Αν την προσλάβουμε ως το ζωντανό, μέσα στην Εκκλησία κηρυγμένο Ευαγγέλιο, με όλα όσα ανήκουν στο κήρυγμα του, πράγμα που ο Ειρηναίος ονόμασε εκκλησιαστική παιδεία, τότε χωρίς αυτήν καταλαβαίνουμε την Αγία Γραφή τόσο λίγο, όσο θα την καταλαβαίναμε αν δινόταν χωρίς αυτή στους πιστούς. Η πνευματική μας δραστηριότητα πρέπει λοιπόν να είναι διαποτισμένη από το χριστιανικό πνεύμα, εάν είναι να αναδυθεί από τη σχέση της προς τη Γραφή ένα χριστιανικό προϊόν. – Αν όμως το σε κάθε στιγμή κηρυγμένο ζωντανό Ευαγγέλιο δεν είχε κάθε φορά γίνει ένα γραμμένο Ευαγγέλιο, αν δηλαδή η παράδοση δεν είχε ταυτόχρονα ενσωματωθεί, τότε δε θα ήταν δυνατή καμιά ιστορική συνείδηση, θα ζούσαμε σε μια ονειρική κατάσταση, χωρίς να γνωρίζουμε πως γίναμε, και μάλιστα χωρίς να γνωρίζουμε τι είμαστε και τι πρέπει να είμαστε. Και επειδή (στην περίπτωση αυτή) η Εκκλησία και το καθένα από τα μέλη της δε θα μπορούσε να αποδείξει την ταυτότητα της χριστιανικής της/του συνειδήσεως με την χριστιανική συνείδηση όλων των εποχών, έτσι και η δική μας θα μας ερχόταν αμφίβολη, δε θα είχαμε καμιά βεβαιότητα αν είναι χριστιανική η δική μας συνείδηση, θα βρισκόμασταν αποκομμένοι και χωρίς στήριγμα. Για τον λόγο αυτό δε θα υπήρχε Εκκλησία, καθώς για την ύπαρξη της είναι απαραίτητη, όπως η ενότητα της εσωτερικής ζωής, έτσι και η συνέχεια της συνείδησης περί αυτής της ενότητας σε όλες τις μεταβαλλόμενες περιστάσεις, την οποία (συνείδηση) πρέπει να μπορεί να επιδείξει δια της μνήμης της ως ένα ηθικό πρόσωπο (έτσι μπορούμε να ονομάσουμε και την ενσωματωμένη παράδοση). Αφού όμως δια της παράδοσης μπορεί να αποδειχθεί, πως εκφράστηκε/μίλησε το χριστιανικό πνεύμα σε όλες τις εποχές, και πως πάντοτε μιλούσε ως το ίδιο/ταυτόσημο, καθίσταται βέβαιο ποια είναι η σωστή κατανόηση της χριστιανικής διδασκαλίας, δηλαδή αυτή που ήταν πάντα. Αν όμως και αυτή δεν ήταν σωστή, τότε οι Χριστιανοί θα ήταν με το δίκαιο τους απελπισμένοι, αβέβαιοι αν θα μάθουν ποτέ τι είναι Χριστιανισμός. Με το δίκαιο τους θα απελπίζονταν (χωρίς βεβαιότητα), αν υπάρχει κάποιο Άγιο, χριστιανικό Πνεύμα, το οποίο πληρεί την Εκκλησία και αν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη χριστιανική συνείδηση. Όπως και εκείνοι που απορρίπτουν την παράδοση, θα βρίσκονταν όπως θα δούμε, σε μια τέτοια κατάσταση, και εκεί δε θα ήταν δυνατό να μιλήσει κανείς για ένα αντικειμενικό εκκλησιαστικό Χριστιανισμό. Όπως οι μαθητές των Αποστόλων, στην άμεση επαφή τους με τους Αποστόλους, δηλαδή με το σύνολο όλων των τότε Χριστιανών, είχαν την εξωτερική απόδειξη για την αλήθεια των πεποιθήσεων τους, έτσι και οι επόμενοι, με τον ίδιο χαρακτήρα της αποστολικής διδασκαλίας, δια μέσου των αιώνων, μέχρι και τους Αποστόλους. Με άλλα λόγια, είναι αυτό που ήδη είπαμε, πως οι Χριστιανοί, χωρίς της διαφορά των εποχών, σχηματίζουν ένα σύνολο.

V. Το ερώτημα, αν η παράδοση της Γραφής είναι συνταγμένη ή υποταγμένη, πρέπει λόγω παραπλανητικών προϋποθέσεων να απορριφθεί εξ αρχής. Δεν υπάρχει κάποια αντίφαση μεταξύ των δυο. Στη βάση του λόγου αυτού βρίσκεται η παραδοχή-υπόθεση, ότι η παράδοση και η Γραφή πορεύονται σαν δυο παράλληλες γραμμές η μια δίπλα στην άλλη. Αυτό δεν είναι έτσι, όπως το δείχνει η ιστορία. Πάνε η μία μέσα στην άλλη και ζουν η μια μέσα στην άλλη. Όσο (λίγο) διαβαζόταν η Γραφή μέσα στην Εκκλησία χωρίς την επίδραση της εκκλησιαστικής παιδείας, τόσο λίγο μπορούμε να φανταστούμε την εκκλησιαστική παιδεία τον 2ο και 3ο αιώνα, την πίστη της Εκκλησίας, χωρίς την επίδραση της Γραφής.

VI. Ο ισχυρισμός, πως στην παράδοση προσλαμβάνεται εκείνο που είναι σύμφωνο με τη Γραφή, είναι ασαφής. Και αυτός ξεκινά από μια αντίφαση: τι περιέχει η παράδοση, έτσι όπως αναπτύξαμε ιστορικά την έννοια της, δεν είναι ποτέ ενάντια στην Αγία Γραφή, και εκεί όπου η Γραφή πρέπει να πει κάτι που αντιτίθεται στην παράδοση, δεν το λέει η ίδια, αλλά την βάζουν να το πει. Το επόμενο κεφάλαιο θα μας δώσει περισσότερες λεπτομέρειες για την πραγματική πηγή αυτού του ισχυρισμού.

VII. Εκείνοι που θεωρούν πως ορισμένα πράγματα αποδεικνύονται απλώς μέσα από την παράδοση, και όλα τα άλλα από τη Γραφή, δεν έχουν τη σωστή αντίληψη του πράγματος. Όλα τα έχουμε και τα διαφυλάσσουμε δια της παράδοσης, όπως και εκείνοι που δεν την αποδέχονται, έχουν απορρίψει χωρίς αυτήν τα πάντα, ήδη μέσα στην αρχαία Εκκλησία. Σχετίζεται λοιπόν η παιδεία μέσα στην κοινότητα των πιστών, και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μας δίδεται μέσω αυτής, μόνο με το ένα ή με το άλλο; Δεν υπάρχει ένας τέτοιος διαχωρισμός. Η πρώτη Εκκλησία δεν γνώριζε τίποτα περί αυτού. Όλα είχαν στους πρώτους αιώνες μέσα από τη Γραφή απορριφθεί, και η Εκκλησία έπρεπε να σημειώνει από την κάθε τι το χριστιανικό, βήμα προς βήμα. Η διδασκαλία περί Θεού σε όλη της την έκταση, περί Υιού του Θεού σε όλα τα σημεία, , περί Αγίου Πνεύματος, περί ελευθερίας και χάριτος, κτλ., είχε απορριφθεί από τέτοιους που ονομάζονται Χριστιανοί, με τη Βίβλο στο χέρι (δηλαδή με την ανάποδη χρήση της), και διατηρήθηκε από το πνεύμα της Εκκλησίας και την παράδοση. Είναι θαυμαστό, ότι κανείς δε θέλει να το παραδεχθεί ή να το διαστρεβλώσει αυτό, καθώς είναι πολύ ξεκάθαρο μέσα στην ιστορία.

VIII. Χωρίς την Αγία Γραφή ως την αρχαιότερη σωματοποίηση του Ευαγγελίου, η χριστιανική διδασκαλία, στην καθαρότητα και απλότητα της, δε θα είχε διαφυλαχθεί, και είναι οπωσδήποτε ένα μεγάλο ελάττωμα της δόξης ενώπιον του Θεού, εάν θέλει κανείς να ισχυριστεί, ότι είναι τυχαία (η Γραφή), γιατί μας φαίνεται ότι συντάχθηκε από καθαρά τυχαίες περιστάσεις. Τι αντίληψη και αυτή για την κυριαρχία του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία! Επίσης, χωρίς τη Γραφή θα έλειπε το πρώτο μέλος της σειράς, η οποία χωρίς την Αγία Γραφή, χωρίς μια πραγματική αρχή θα ήταν ακατανόητη, συγκεχυμένη και χαώδης. Αλλά χωρίς τη συνεχιζόμενη παράδοση θα μας έλειπε το ανώτερο νόημα της Γραφής, γιατί χωρίς τα ενδιάμεσα μέλη, δε θα γνωρίζαμε τη συνάφεια. Χωρίς τη Γραφή δεν μπορούμε να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του Σωτήρος, γιατί θα μας έλειπε αξιόπιστο υλικό, και όλα θα γίνονταν αβέβαιοι θρύλοι. Χωρίς τη συνεχιζόμενη παράδοση θα μας έλειπε το Πνεύμα και το ενδιαφέρον, για να σχηματίσουμε μια τέτοια εικόνα, αλλά και το υλικό, γιατί όπως θα δούμε σύντομα, χωρίς την παράδοση δε θα είχαμε τη Γραφή. Χωρίς τη Γραφή θα μας έλειπε η ιδιαίτερη μορφή των ομιλιών του Ιησού. Δε θα ξέραμε πως μίλησε ο Θεάνθρωπος, και εννοώ ότι δε θέλω πια να ζω, εάν δεν μπορώ πια να Τον ακούω να μιλάει. Χωρίς την παράδοση δε θα γνωρίζαμε ποιος μιλούσε εκεί, και τι κήρυττε, και η χαρά για το πως μιλούσε θα είχε χαθεί! Εν συντομία, όλα ανήκουν σε ένα σύνολο, και με τη θεϊκή σοφία και χάρη μας δόθηκαν αχώριστα.

§17


Από τη θέση που πήραμε μπορούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που ήδη τέθηκαν. Γιατί ο Χριστιανισμός δε διαδόθηκε στην αρχή δια της Γραφής; Γιατί ο Χριστός δε δίδαξε τους Μαθητές Του βάσει μιας τέτοιας Γραφής; Γιατί η μεταφύτευση της κράτησε μερικούς αιώνες, στηριγμένη στον ζωντανό λόγο, και γιατί είναι το γραπτό τόσο πολυσήμαντο (αλλά μόνο εκτός της Εκκλησίας);

Με τον τρόπο αυτό τέθηκε η βάση, ώστε ο μαθητής να στηρίζεται σταθερά στον δάσκαλο, το άτομο στο σύνολο. Σιωπηρά και ανεπαίσθητα ήρθε η αναγκαιότητα στη συνείδηση, ότι το άτομο δεν είναι τίποτα χωρίς το σύνολο. Πριν η εγωιστική αρχή λάβει στέρεα τροφή δια της γενικής διάδοσης του γράμματος, ο Χριστιανισμός είχε διαμορφωθεί έτσι και τα είχε συνδέσει όλα στέρεα μεταξύ τους, ώστε να μην μπορεί πια το γράμμα να νικήσει το πνεύμα, η έννοια τη ζωή, το εγωιστικό να νικήσει το κοινό. Εάν συνέβη έτσι, ποιος δε θέλει να πειστεί ότι έπρεπε να γίνει έτσι; Το Πνεύμα είχε αποδείξει ότι Αυτό μπορεί και χωρίς το γράμμα, αλλά το γράμμα δεν μπορεί με κανένα τρόπο χωρίς το Πνεύμα. Όταν όμως το Πνεύμα έχει διαδοθεί, το γράμμα υπηρετεί την στερέωση του (πνεύματος) και μέσα σε αυτό το όργανο, αυτό (το Πνεύμα) θα γίνεται πιο σαφές μέσα στον κάθε πιστό ξεχωριστά. Αν ο Χριστός έγραφε ένα βιβλίο, ή αν οι Απόστολοι έδιναν στον καθένα από ένα, τότε αυτός (ο μεμονωμένος πιστός) θα το έπαιρνε, θα καθόταν κλεισμένος στο τραπέζι του, θα έπαιρνε τις έννοιες, και καμιά Εκκλησία, καμιά κοινή ζωή (καμιά χριστιανική ζωή) θα δημιουργούνταν (γιατί οι έννοιες θα προηγούνταν της ζωής). Επιπλέον: κάθε Γραφη πρέπει να γραφτεί στη γλώσσα ενός συγκεκριμένου λαού, καθώς δεν έχουμε μια γενική γλώσσα. Φέρει αναγκαστικά τον χαρακτήρα ενός ορισμένου έθνους. Αν λοιπόν παραδώσει κανείς μια με τον τρόπο αυτό συνταχθείσα Γραφή σε ένα άλλο έθνος, χωρίς να είναι προηγουμένως γνωστό το περιεχόμενο της, δε θα μπορέσει (το έθνος) να διακρίνει το χριστιανικό από το εθνικό (ιουδαϊκό). Ο ζωντανός λόγος είναι κατά το δυνατόν ελεύθερος από το εθνικό. Για να έχει όμως κάποιος επιθυμία να μελετήσει μια ξένη εθνικότητα, προϋποτίθεται το ενδιαφέρον για τον Χριστιανισμό, και για να το κατέχει (το ενδιαφέρον) κάποιος, πρέπει να γνωρίζει ήδη τον Χριστιανισμό. Θα απαιτούσε λοιπόν κανείς να γνωρίζει τον Χριστιανισμό πριν διαβάσει τα βιβλία του, καθώς θα το γνώριζε αλλιώς μόνο δια των βιβλίων. Τη σχέση μας προς τη Βίβλο δεν χρειάζεται να τη συγκρίνουμε με εκείνη, με αυτήν που έχουν προς αυτήν λαοί που δεν τη γνωρίζουν καθόλου: εμείς συνηθίζουμε από τη νεότητα μας τη γλώσσα της και έχουμε μια βιβλική ανατροφή.

Τέλος κεφαλαίου

Ο ΤΡΟΠΟΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΤΟΥ ΡΑΝΕΡ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: