Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024

Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία (4)

 Συνέχεια από Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

                              Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
                                          
             ή
                                 Η αρχή του καθολικισμού

Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
                                   Του Johann Adam Möhler

                                         Τμήμα πρώτο
                     Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας

Κεφάλαιο 1: Η μυστική ενότητα γ

§5

Το πόσο χαρακτηριστικό είναι για τον Χριστιανισμό να γίνεται κατανοητός ως ένα πράγμα (υπόθεση) ζωής και της κοινής ζωής, καθιστά κατανοητό το γεγονός, πώς ο Χριστιανισμός αυξήθηκε και εξαπλώθηκε κάτω από την ειδωλολατρία. Ο Ιουστίνος διηγείται, πως ο ίδιος κερδήθηκε από τη ζωή των Χριστιανών, από την άμεση θεώρηση της ζωής για τον Χριστιανισμό (1, γράφει ο Ιουστίνος: διαβαλλόμενος ακούων χριστιανούς, ορών και αφόβους προς τον θάνατον και πάντα τα άλλα νομιζόμενα φοβερά, ενενόουν αδύνατον είναι εν κακία υπάρχειν αυτούς), και διαβεβαιώνει επανειλημμένως το ίδιο και για άλλους (2: ο γαρ και επί πολλών των παρ ημίν γεγενημέων αποδείξαι έχομεν, οι εκ βιαίων και τυράννων μετέβαλον ηττήθέντες, η γειτόνων καρτερίαν βιου παρακολουθήσαντες, η συνοδοιπόρων πλειονεκτουμένων υπομονήν ξένην κατανοήσαντες, ή συμπραγματευομένων πειρασθέντες). Ο Γρηγόριος ο Θαυματουργός δεν το λέει με μικρότερη έμφαση για τον εαυτό του (3: ουχ ούτως ούτος τα περί αρετών ημίν διεξήει λόγοις, επι δε τα έργα μάλλον παρεκάλει, και παρεκάλει πλέον τοις έργοις η οις έλεγεν). Αυτή η όσια, θεϊκή ζωή, που είναι διαδεδομένη στην Εκκλησία, είναι αυτή που πολλές φορές εκχυνόμενη από αυτήν περιλάμβανε και έλκυε με ένα μυστηριώδη και ακαταμάχητο τρόπο τους μη Χριστιανούς (4, παρατίθεται Ωριγένους κατά Κέλσου: πολλοί ώσπεροι άκοντες, προσεληλύθασι χριστιανισμώ, πνεύματος τινός τρέψαντος αυτών το ηγεμονικόν από του μισείν τον λόγον επί το υπεραποθανείν αυτού, και φαντασιώσοντας αυτούς ύπαρ ή όναρ.). Για τον λόγο αυτό λένε οι απολογητές του Χριστιανισμού, πως δρούσε «με πνεύμα και εξουσία», και όχι με τον τρόπο της σχολικής σοφίας, η οποία ήθελε να πείσει και να κερδίσει με γυμνές έννοιες. Ο Ωριγένης παρατηρεί, επιτιθέμενος στον Κέλσο, ο οποίος μιλούσε περιφρονητικά για τον Ιησού και τους Αποστόλους: «Σε αυτόν που μπορεί να παρατηρήσει με οξυδέρκεια και χωρίς προκαταλήψεις τις πράξεις των Αποστόλων, θα του γίνει σαφές, πως κήρυτταν την χριστιανική διδασκαλία με θεϊκή δύναμη. Καθώς δεν ήταν η διαλεκτική και η ρητορική τους παιδεία, που υπέτασσε τους ακροατές τους. Μου φαίνεται, πως αν ο Ιησούς επέλεγε άνδρες ως υπηρέτες του Λόγου Του, οι οποίοι κατείχαν αυτό που συνήθως ονομάζεται σοφία, και ήταν σε θέση να κερδίσουν τις μάζες με εξυπνάδα και τεχνητές ομιλίες, με το δίκιο τους θα πίστευαν, πως δρα όπως οι φιλόσοφοι, που έχουν μια σχολή: η υπόσχεση Του, πως ο λόγος Του είναι εκ Θεού, δε θα εκπληρωνόταν. Γιατί θα βασιζόταν στην πειστική δύναμη μιας σοφίας λόγων και αναπαραστάσεων. Και η πίστη θα ήταν παρόμοια, όπως την παρουσιάζουν οι σοφοί του κόσμου τούτου στις διδασκαλίες τους: θα ήταν ανθρώπινη σοφία, και όχι θεϊκή δύναμη (Α’ Κορινθίους 2, 5: ἵνα ἡ πίστις ὑμῶν μὴ ᾖ ἐν σοφίᾳ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐν δυνάμει Θεοῦ.) Ποιος όμως από αυτούς, που βλέπει ψαράδες και τελώνες, που δεν έμαθαν καν στοιχεία επιστήμης (όπως γράφει περί αυτών το Ευαγγέλιο, και ο Κέλσος ευχαρίστως το πιστεύει, πως λένε την αλήθεια, όταν διατρανώνουν την άγνοια τους), αλλά με σιγουριά μιλούν για την πίστη στον Ιησού, όχι μόνο με τους Εβραίους, αλλά και στους άλλους λαούς κηρύττουν με επιτυχία, ποιος δε θα διερευνήσει, από που τους δόθηκε αυτή η πειστική δύναμη; Ποιος δε θα ήθελε να πει, πως ο Ιησούς, με τα λόγια «Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων», δε τους γέμισε ταυτόχρονα με μια θεϊκή δύναμη; Για τον λόγο αυτό πληρώθηκαν με δύναμη εκείνοι, που ακούν το με δύναμη εκφρασμένο κήρυγμα τους. Και φανερώνουν τη δύναμη αυτή με το φρόνημα τους, την με τη ζωή τους, με τον αγώνα τους για την αλήθεια μέχρι θανάτου» (5). Η πρόσληψη των ειδωλολατρών στην Εκκλησία αντιστοιχούσε στην εκπεφρασμένη θεμελιώδη κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού περί της ανάδυσης του μέσα στον άνθρωπο. Δεν ικανοποιούνταν με την απλή δήλωση, πως προτιμούσαν τις θρησκευτικές έννοιες του Χριστιανισμού από εκείνες των ειδωλολατρικών θρησκειών. Δεν ήθελαν να γίνεται αποδεκτός ο Χριστιανισμός μετά από μια απλή σύγκριση εννοιών, και πως η προτίμηση του οφείλεται στη σύγκριση αυτή. Ο ειδωλολάτρης έπρεπε πρώτα να δοκιμαστεί στη στάση του προς τους Χριστιανούς. Και όταν πείθονταν πως προσέλαβε τον Χριστιανισμό στη ζωή του, και πως είναι πλήρως πεπεισμένος από αυτόν, πως τον εσωτερίκευσε, πως η διδασκαλία του Χριστού είναι εκ Θεού, τότε προχωρούσαν στην πράξη της μύησης. Η Εκκλησία εκφράζει ωραία την πεποίθηση αυτή, ονομάζοντας φωτισμένους τους αναγεννημένους (6), και την χριστιανική ζωή αληθινή και θεϊκή φιλοσοφία (7).

§ 6

Από την θεμελιώδη τοποθέτηση της Εκκλησίας, πως δια των επιδράσεων της εκκλησιαστικής σύναξης, την οποία εμψυχώνει το Άγιο Πνεύμα, πάνω στο άτομο, καθορίζεται η χριστιανική του ζωή και από αυτή η χριστιανική του γνώση, εξαρτώνται οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις για την ανάδυση της ειδωλολατρίας. Δια της αντιθέσεως τους εξηγούν πλήρως την σειρά ιδεών που θα αναπτύξουμε. Ο Θεόφιλος συμπεραίνει πως ο πολυθεϊσμός προέρχεται από την ηθική κατάπτωση των ανθρώπων, των οποίων η περί Θεού συνείδηση συσκοτίστηκε λόγω αυτής, καθώς δια της κατάπτωσης επήλθε βαθιά ομίχλη πάνω από το πνευματικό μάτι, ώστε μέσα σε αυτό να μην μπορεί πλέον να καθρεφτισθεί και να προσληφθεί η θεότητα. Ο άνθρωπος τώρα κατευθύνει το βλέμμα πάντα προς τη γη, και καθώς δεν μπορούσε να ζήσει εντελώς χωρίς Θεό, δημιουργεί τους δικούς του θεούς κατά την αντίληψη του, δηλαδή γήινους θεούς (1). Για το λόγο αυτό απαιτεί καθαρότητα ηθών, για να καταλάβει κανείς τον Χριστιανισμό. Και όπως δια της ειδωλολατρικής σύναξης διδόταν η αμαρτία, με όλες τις επιδράσεις που πήγαζαν από αυτήν, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν η εσφαλμένη αντίληψη περί Θεού και η θρησκευτική πλάνη, έτσι δια της ζωής μέσα στην αγία χριστιανική Εκκλησία, έπρεπε να δίδεται η αληθινή γνώση, η οποία σχηματίζεται από τη χριστιανική ζωή, και οι δυο πλησιάζουν η μια την άλλη. Και όπως εκεί η ηθική ανικανότητα και ο ηθικός θάνατος του καθενός ξεχωριστά, όπως και ολόκληρων των γενεών κληρονομήθηκε άμεσα από την προηγούμενη του σειρά, ώστε πηγαίνοντας προς τα πίσω να συνδέεται με την αμαρτία του πρώτου ανθρώπου, έτσι και η πρόσληψη της χριστιανικής αρχής ζωής, σε μια συγκεκριμένη σειρά και στον καθένα ξεχωριστά, έχει ως προϋπόθεση τη σύνδεση του και την πνευματική του καταγωγή, από όλα τα προηγούμενα χριστιανικά γένη, και φτάνει μέχρι τον Χριστό (2). Και όπως εκεί, όποιος είχε την καταγωγή από τις προηγούμενες γενιές, μπορούσε να αποφύγει, και να μην κληρονομήσει κάποια πνευματική διαταραχή, έτσι τώρα, όποιος δεν κατάγεται πνευματικά από την αδιάκοπη χριστιανική Εκκλησία, συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει καμιά αναγέννηση, καμιά ιδιότητα υιού του Θεού. Όπως παλιότερα, όποιος ήταν τοποθετημένος στη μάζα της αμαρτίας, προσλάμβανε ένα περιορισμό και άρνηση της ζωής, έτσι τώρα, όποιος τοποθετημένος στη ζωή της αγίας Εκκλησίας, μετέχει του πλήρως πραγματικού. Όπως παλιότερα δια της σωματικής γέννησης ο άνθρωπος τοποθετούνταν στη δουλεία της αμαρτίας, έτσι τώρα, δια της πνευματικής γέννησης από την Εκκλησία, τοποθετείται στην ελευθερία των τέκνων του Θεού.

§ 7

Από την μέχρι τώρα παρουσίαση προκύπτει ως κυρίως αποτέλεσμα για τον προσδιορισμό της αρχής της ενότητος της χριστιανικής Εκκλησίας ότι:

Αυτή αποτελείται από μια ζωή, που κινείται άμεσα και πάντοτε από το θεϊκό Πνεύμα, και η οποία διατηρείται και αναπαράγεται δια της αγαπητικής αλληλεπίδρασης των πιστών.

Κατά μέρος προκύπτουν και τα εξής συμπεράσματα:

Ι. Η πίστη ή η χριστιανική γνώση και αγάπη που δημιουργεί τη σύναξη των πιστών, είναι μεταξύ τους άμεσα συνδεδεμένες. Όπου αναπτύχθηκε η πίστη δια της μετάδοσης του Αγίου Πνεύματος, εκεί φανερώνεται ως ενοποιητική η θεϊκή δύναμη, και όπου βρίσκεται ένωση, εκεί είναι δεδομένη η ίδια πίστη.

ΙΙ. Ιδιαιτέρως: Όπως χωρίς την Εκκλησία δεν μαθαίνουμε τίποτα ιστορικά περί του Χριστού, έτσι τον βιώνουμε και μέσα μας, μόνο από και μέσα στην Εκκλησία. Και όσο περισσότερο προσλαμβάνουμε μέσα μας την μέσα σε αυτήν ρέουσα θεϊκή ζωή, τόσο πιο ζωντανή γίνεται μέσα μας η σύναξη των πιστών, όσο πιο θερμά ζούμε εμείς μέσα σε αυτήν και αυτή σε μας, τόσο πιο ζωντανή αποδεικνύεται η πειστικότητα του Χριστού μέσα μας, και αυτού που Αυτός είναι και θα έπρεπε για μας να είναι. Αυτός ίδρυσε τη σύναξη, Αυτός ήρε το μεσότοιχο που ήταν μεταξύ των ανθρώπων, από εκχύθηκε η αγάπη για το Άγιο Πνεύμα στις καρδιές μας. Πως θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μεγαλύτερη συνείδηση της δύναμης και της αξίας Του, παρά δια της συνειδητής πρόσληψης της σύναξης των πιστών μέσα μας, που είναι το πιο χαρακτηριστικό Του έργο. Καθώς επιπλέον ο Χριστός δίδεται στους πιστούς άμεσα μέσα από τη ζωή, για τον λόγο αυτό έχει καταστεί δική τους ζωή και αχώριστος από αυτήν (1: Ιγνάτιος, ad. Magn. C9: εν η (Κυριακή ζωή) και ζωή ημών ανέτειλε δι αυτού, και του θανάτου αυτού, ον τινές αρνούνται.- Ιησούς Χριστός το αδιάκριτον ημών ζην. C1. Άδω τα εκκλησίας εν αις ένωσιν εύχομαι σαρκός και πνεύματος Ιησού, του δια παντός ημών ζην). Η χριστιανική τους ζωή όμως είναι ένα με τη ζωή της Εκκλησίας, από την οποία τους εκχύθηκε, και για τον λόγο αυτό αχώριστη από αυτήν.

ΙΙΙ. Τα κατηγορήματα της Εκκλησίας, ενωμένη, αγία, αληθής, είναι κατά την ουσία της ένα. Το Άγιο Πνεύμα είναι επίσης το Πνεύμα της Αληθείας, και η αγιότητα και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα (2: Ιουστίνος: οι μισάλληλοι και αλληλόφονοι και προς τους ουχ ομόφυλους δια τα έθνη εστίας κοινάς μη ποιούμενοι, νυν μετά την επιφάνειαν του Χριστού ομοδίαιτοι γινόμενοι). Ή ως εξής: η αρχή που συνενώνει τους πιστούς, η αγάπη, είναι ταυτόσημη με την αγιότητα. Η αγάπη είναι πηγή της αληθείας, ή: τη γνώση του Χριστιανού σχηματίζου οι από την ψυχή του (διάθεση του) αναδυόμενες, από τη διάνοια του συλληφθείσες, διαθλασμένες και σε έννοιες συμπεριληφθείσες ακτίνες της αγίας του αγάπης (3: Ωριγένης, Σχόλιο στο κατά Ματθ. Τόμος ΧΙΙ, ν.14: οιμαι γαρ ότι υπέρ εκάστης αρετής της γνώσεως , τινά σοφίας μυστήρια κατάλληλα τω ειδει της αρετής ανοίγεται τω κατ’ αρετήν βιώσαντι, διδόντος του σωτήρος τοις μη κρατηθείσιν υπό των του άδου πυλών τοσαύτας κλείδας, όσαι εισίν αι αρεταί, ανοιγούσας ισαρίθμους πύλας, κατάλληλα κατά την αποκάλυψιν των μυστηρίων εκάστη αρετή). Επειδή η ενότητα, η αλήθεια, και η αγιότητα είναι δώρα του Αγίου Πνεύματος, μπορούμε να πούμε: καθώς είναι πάντα μέσα στην Εκκλησία, δεν μπορεί να πάψει να είναι ενωμένη, αγία και αληθής.

Τέλος 1ου κεφαλαίου


Συνεχίζεται με: Η λογική ενότητα

Δεν υπάρχουν σχόλια: