Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία (7)

Συνέχεια από: Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Τμήμα πρώτο

                             Η ενότητα μέσα στην Εκκλησία
                                          
             ή
                                 Η αρχή του καθολικισμού

Στο πνεύμα των πατέρων της Εκκλησίας των τριών πρώτων αιώνων
                                   Του Johann Adam Möhler

                                         Τμήμα πρώτο
                     Η ενότητα του πνεύματος της Εκκλησίας

Κεφάλαιο 4: Η ενότητα μέσα στην πολλαπλότητα β


§35

Αν η αρχή του Καθολικισμού (das katholische Prinzip) συνδέει όλους τους πιστούς σε μια ενότητα, τότε δεν επιτρέπεται να αρθεί η ατομικότητα του μεμονωμένου ατόμου γιατί το άτομο πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει ως ένα ζωντανό μέλος μέσα σε ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Η ζωή όμως του ατόμου καθορίζεται από την ιδιαιτερότητα του, η οποία δεν πρέπει με κανένα τρόπο να καταποντιστεί. Το όλο μάλιστα θα έπαυε να είναι ζωντανό αν χαθεί η ιδιαίτερη ζωή των ατόμων, από τα οποία και μόνο αποτελείται. Ακριβώς δια των ποικίλων ιδιαιτεροτήτων των ατόμων, δια της ελεύθερης ανάπτυξης και απρόσκοπτης κίνησης τους, καθίσταται ζωντανός οργανισμός, με θαυμαστή άνθιση και ανάπτυξη. Αν όλα τα μέλη του ανθρώπου γίνονταν μάτι, θα έπαυε να είναι ένα σώμα. Αν η ιδιαίτερη δραστηριότητα των άλλων μελών εμποδίζονταν, και η συνεισφορά τους στο σύνολο της ζωής ονειδίζονταν, τότε αυτό θα παρεμποδίζονταν σε πολλές λειτουργίες του, και η εισροή ερεθιστικών δυνάμεων θα αποκόπτονταν, και αναλόγως της επίδρασης ορισμένων, ιδιαίτερα σημαντικών μελών, που αποκόπτονταν, θα σταματούσε και ολόκληρη η διαδικασία της ζωής. Αν όμως όλα τα μέλη ήταν ενεργά, χωρίς η ιδιαίτερη δραστηριότητα των μεμονωμένων μελών να καθορίζεται από μια κινούσα αρχή, θα ήταν εγκλωβισμένα, το καθένα ξεχωριστά και το όλο, με τον ίδιο τρόπο σε μια καταστροφική δραστηριότητα. Ο νόμος που ισχύει για τον γενικό οργανισμό είναι και η εικόνα για το σώμα της Εκκλησίας: απρόσκοπτη ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ατόμων, που εμψυχώνονται από ένα πνεύμα, με τρόπο ώστε να είναι διάφορα τα χαρίσματα, αλλά Ένα πνεύμα.[ΜΠΡΑΒΟ κ.πρ. ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ]

§37

Για τον λόγο αυτό, ο Κλήμης υποθέτει, μαζί με τους παλαιότερους των πατέρων, που επεκτάθηκαν ως προς το θέμα αυτό, πως ο άνθρωπος έχει μια περιουσία πίστεως μέσα του, μια νοσταλγία για το θείο, μια αναζήτηση, μια ανάγκη του θείου, μια βάση και εσωτερική ικανότητα, να προσλάβει την αληθινή γνώση του Θεού, η οποία όμως (ικανότητα…) αν αφεθεί μόνη της, περιπλανιέται σκοτεινή, δεν καταλήγει στην καθαρή συνείδηση, και πέφτει σε διαρκή λάθη και αντιφάσεις (Στρωματείς 1, ΙΙ: η πίστις είναι γι’ αυτόν ‘τα ώτα της ψυχής’). Ο Αθηναγόρας λέει, πως οι Έλληνες ποιητές και φιλόσοφοι, οδηγούμενοι από μια φυσική ορμή προς το θείο, θα την είχαν επιτύχει με την αίσθηση (Ahndung. Σημείωση: έννοια που λύνει το δίλημμα πίστη-γνώση. Η πεποίθηση στηρίζεται σε καθαρό συναίσθημα. Την έννοια εισήγαγε ο Jakob Friedrich Fries, μαθητής του Fichte), η δύναμη όμως της αισθήσεως αυτής δεν επαρκούσε ώστε να φτάσουν σε μια σωστή γνώση του Θεού. Επειδή όμως δεν ήθελαν να διδαχθούν περί Θεού, αλλά μόνο περί του εαυτού τους, κατέληξαν μόνοι σε σφάλματα και αντιφάσεις. Το ίδιο ήθελε και ο σε όλους τους ανθρώπους σκορπισμένος σπόρος του Λόγου στον Ιουστίνο. Βάσει αυτών των αρχών αναγνώρισαν πως στους Έλληνες και τους άλλους ειδωλολατρικούς λαούς βρίσκονταν μεμονωμένες αλήθειες περί Θεού και των θεϊκών πραγμάτων, αλλά όχι η ίδια η αλήθεια. Και μάλιστα πως αλήθειες αυτές ανακοινώθηκαν μόνο σε άνδρες που ξεχώρισε ο ίδιος ο Λόγος, που δεν είχε εγκαταλείψει ούτε τους ειδωλολάτρες, ή τις είχαν συναγάγει από μια πρωταρχική αποκάλυψη. Γιατί αυτό βρίσκεται ως θεμελιώδης σκέψη στους διαρκώς επιστρέφοντες ισχυρισμούς των πατέρων, πως οι Έλληνες δανείστηκαν τη σοφία τους από τους Εβραίους. (Ιουστίνος, Απολογία 1, Κεφάλαιο 44: αν και μίλησαν για ψυχή, τιμωρίες μετά θάνατον…έλαβαν αφορμές από τους προφήτες…). Αυτές οι αποκομμένες, χωρίς συνάφεια ακτίνες θεϊκής σοφίας θα έμεναν για πάντα χωρίς σημαντική επιτυχία, εν μέρει γιατί τα ιερά φυτά δεν ευδοκιμούν πάνω σέ ανίερο, δηλητηριασμένο έδαφος, εν μέρει γιατί τους έλειπε η αντικειμενικότητα, και γι’ αυτό εκείνοι, που κατείχαν τις αλήθειες, ήταν αβέβαιοι, εάν σε αυτές αντιστοιχούσε κάτι έξω από αυτές, ή αν ήταν απλά παράγωγα υποκειμενικών και κάπως παραπλανητικών διαθέσεων και προϋποθέσεων. Αλλά στον Ιησού το αποκομμένο έγινε ενότητα, το ελαττωματικό πληρότητα, το ασυνείδητο έγινε καθαρότητα. Η αλήθεια έγινε αντικειμενική, εμφανίστηκε η ίδια μέσα στον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, την Αλήθεια καθ’ εαυτήν (Ιουστίνος, Απολογία ΙΙ, Κεφάλαιο 8: ουδέν θαυμαστόν, ει τους κατά σπερματικού λογου μέρος, αλλά κατά την του παντός λόγου μέρος, ο εστί Χριστός, γνώσιν και θεωρίαν, πολύ μάλλον μισείσθαι. Στρωματείς 1, 1:χωρίζεται τε η Ελληνική αλήθεια της καθ’ ημάς, ει και του αυτού μετείληφεν ονόματος, και μεγέθει γνώσεως, και αποδείξει κυριώτερα, και θεία δυνάμει και τοις ομοίοις. Θεοδίδακτοι γαρ ημείς, ιερά όντως γράμματα παρά τω υιώ του θεού παιδευόμενοι, ένθεν ουδ’ ωσαύτως κινούσι τας ψυχάς, αλλά διαφόρω διδασκαλία). Για τον λόγο αυτό, πέραν της αποκαλύψεως δια του Λόγου, που προσλαμβάνεται δια της πίστεως, και χωρίς την πίστη στην προσωπική του εμφάνιση μέσα στην πληθώρα των σημείων, δεν υπήρχε καμιά βέβαιη και αληθινή γνώση του Θεού. Δεν γίνεται παραδεκτή καμιά γνώση περί Θεού, που είναι ανεξάρτητη από την πίστη, και μάλιστα την αποκεκαλυμμένη πίστη. Η δια της λογικής γνώση, μπορούμε να συνοψίσουμε, επικαλείται εν τέλει την πίστη. Η λογική πίστη όμως χρειάζεται την εξ αποκαλύψεως πίστη. Έτσι λοιπόν (η καθαρά ανθρώπινη) φιλοσοφία θεωρείται πως βρίσκεται πολύ πιο χαμηλά από την εξ αποκαλύψεως πίστη. Ως κάτι που έπρεπε να προετοιμάσει την πλήρη εμφάνιση της αλήθειας, ως ένα προ-σχολείο γι’ αυτήν, που έχει δοθεί στους Έλληνες, όπως ο Νόμος στους Εβραίους.

§38

Αν παρακολουθήσουμε τον χαρακτήρα των Απολογιών, πού συνέταξαν οι πατέρες της Εκκλησίας από την αρχή του 20ου αιώνα (Επιστολή προς Διόγνητον) μέχρι το τέλος του 3ου, δε θα δούμε πουθενά, πως ο Χριστιανισμός με λογική ήταν χωρισμένος από το μεταδιδόμενο περιεχόμενο. Ο Χριστιανισμός ετίθετο αμέσως απέναντι σε αυτό που δεν ήταν Χριστιανισμός. Ξεκινούσαν από την προϋπόθεση, ότι αντιστοιχούσε στις υψηλότερες ανάγκες του ανθρώπου, χαρακτηριστικώς και αποκλειστικώς. Επιτρεπόταν λοιπόν να εκτεθεί μόνο υπό την προϋπόθεση μιας προσήκουσας ηθικής προδιάθεσης, για να την ενεργοποιήσει. …

§39

Από τα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα γίνεται φανερό, πως δεν γινόταν με κανένα τρόπο λόγος για γνώση ανεξάρτητη από την χριστιανική πίστη, ούτε με την έννοια, πως ο Χριστιανός λάμβανε ορισμένες θρησκευτικές αλήθειες μέσω του εαυτού του και ορισμένες άλλες μέσω της αποκαλύψεως: ένας τέτοιος διαχωρισμός ήταν ξένος προς την αρχαία Εκκλησία. Αλλά και το από πιο παλιά γνωστό, εμφανιζόταν στον Χριστιανό μέσα σε ένα εντελώς άλλο φως, και μια πιο βαθιά, χαρωπή σημασία. Από αυτό σημείο δεν απειλούσε ούτε μια παρεμπόδιση της ατομικότητας, ούτε κάποια ενόχληση της ενότητας, γιατί οι Χριστιανοί ήταν πεπεισμένοι, πως δεν μπορούσαν να ξεκινήσουν από πιο βαθιά, παρά με τον Χριστό, και γι’ αυτό και δεν τον ήθελε (ο Χριστιανός). Όποιος ήθελε, τον θεωρούσαν μη Χριστιανό: μέσα στην χριστιανική Εκκλησία όμως μπορεί να γίνει λόγος μόνο για ελεύθερη ανάπτυξη της χριστιανικής ατομικότητας. Πρέπει να μιλήσουμε ακόμα για τη χριστιανική γνώση, και μήπως αυτή διατάραξε την ενότητα των πιστών: μήπως δηλαδή δια της γνώσεως, που λαμβάνει κανείς μέσα στον Χριστιανισμό, μπορεί να θεωρήσει πως μπορεί να προσπαθήσει να εγκαταλείψει την πίστη, δηλαδή την πίστη της Εκκλησίας, να βγεί δηλαδή από αυτήν και συνεπώς από την κοινότητα της Εκκλησίας. Ο Κλήμης και ο Ωριγένης περιγράφούν ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο δημιουργείται η χριστιανική γνώση…Το δεδομένο λοιπόν, το θετικό, όταν το προσλαμβάνουμε, δίνει το υλικό, το οποίο παίρνουν οι πνευματικές δραστηριότητες, για να δημιουργήσουν μια επιστημονική διαμόρφωση, και ο Χριστιανός φιλόσοφος διαφέρει από τον απλό πιστό, όχι ως προς το περιεχόμενο της γνώσης, αλλά μόνο ως προς τη μορφή, που έλαβε η κοινή και στους δυο γνώση. Οι σχέσεις όλων των επιμέρους τμημάτων της πίστεως, μεταξύ τους και προς το σύνολο, είναι για τον πρώτο (φιλόσοφο) σαφείς, ή τουλάχιστο προσπαθεί να φτάσει εκεί. Ο πιστός έχει κάνει τον εαυτό του αντικείμενο του στοχασμού του. Η μέχρι τώρα ασυνείδητη πίστη έφτασε στη συνείδηση. Για τον λόγο αυτό, ο Κλήμης ονομάζει τη γνώση «συνειδητοποίηση της αλήθειας, μια αντίληψη της αλήθειας δια του εαυτού της» (ο Κλήμης γράφει, στο χωρίο που παρατίθεται, και του οποίου η τελευταία πρόταση αποτελεί μετάφραση, το εξής: γνώσις δε υιού και πατρός η κατά τον κανόνα τον γνωστικόν. Τον τω όντι γνωστικόν, επιβολη εστίν, και διάληψης αληθείας δια της αληθείας).

Συνεχίζεται

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ΖΕΙ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ  ΜΕ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΕΤΕΡΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. ΜΑΣ ΕΠΙΑΣΑΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

12/12 Νεο-πατερική σύνθεση ή «Μετα-πατερική» Θεολογία;

https://www.youtube.com/watch?v=fnJPl7NQeys&t=2836s

12/12 Νεο-πατερική σύνθεση ή «Μετα-πατερική» Θεολογία;
Το αίτημα της θεολογίας της συνάφειας στην Ορθοδοξία
Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας - Βόλος
3 - 6 Ιουνίου 2010 Παραγωγή: intv.gr

Στα πρώτα 30 λεπτά εκφράζεται ξεκάθαρα ότι ο Ελληνισμός τελείωσε και πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα θεολογία, κονφορμιστική, στα πρότυπα της συναφειακής/κονφορμιστικής θεολογίας των Ελλήνων πατέρων της Εκκλησίας. Ανακοινώνεται δηλαδή το Finis Graeciae. Ο κ. Γιανναράς τους θεωρούσε Έλληνες;