Στην Ελλάδα επιβάλλεται το γερμανικό οικονομικό μοντέλο, το οποίο στηρίζεται στην αύξηση των εξαγωγών ταυτόχρονα με τη μείωση των εισαγωγών – μοντέλο που όμως θα αποδώσει σωστά μόνο όταν ολοκληρωθεί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος στην πατρίδα μας, με τη μετατροπή της σε χώρα της LIDL.
Ανάλυση
Σε σχέση με τον προϋπολογισμό, δεν νομίζουμε πως έχει νόημα να επικεντρωθούμε στον μη αναπτυξιακό χαρακτήρα του – όπως είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,6% ή περί τα 7,5 δις € εφόσον η ανάπτυξη φτάσει στο 2,5% το 2019, τα οποία θα προέλθουν κυρίως από την συνέχιση της υπερβολικής φορολόγησης (νέοι φόροι 935 εκ. € από τον ΦΠΑ και το φόρο εισοδήματος). Επίσης από την περικοπή του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων (ΠΔΕ) κατά περίπου 550 εκ. €, παρά το ότι καμία χώρα στην κατάσταση της Ελλάδας δεν έχει ποτέ στην ιστορία αναπτυχθεί χωρίς δημόσιες επενδύσεις που αυξάνουν τη ζήτηση – με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι ιδιώτες.
Όσον αφορά την πολιτική των μερισμάτων της ντροπής και των επιδομάτων λογικά συνεχίζεται αφού, όπως είπε ο πρωθυπουργός, το γεγονός ότι το 20% των Ελλήνων πληρώνει το 80% των φόρων (νούμερα κατά προσέγγιση) σημαίνει πως το 80% πληρώνει ελάχιστους φόρους – οπότε είναι φιλολαϊκή η πολιτική του! Σημαίνει όμως επίσης πως ήδη το 80% των Ελλήνων έχουν εξαθλιωθεί – ενώ ασφαλώς δεν είναι πλούσιοι οι πάνω από 4.500.000 Πολίτες που χρωστούν στο δημόσιο ή όλοι αυτοί που χάνουν τα σπίτια τους από χρέη που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν.
Η αιτία της μη αναφοράς μας τώρα είναι το ότι, η Ελλάδα εφαρμόζει το γερμανικό μοντέλο, το οποίο δεν έχει επιβληθεί μόνο στη χώρα μας αλλά, επίσης, σε αρκετά άλλα κράτη, όπως στη Γαλλία και στην Ιταλία – με καταστροφικά αποτελέσματα μέχρι σήμερα. Το μοντέλο αυτό στηρίζεται στην άνοδο των εξαγωγών, παράλληλα με τη μείωση των εισαγωγών – στον τελευταίο συντελεστή δηλαδή του ΑΕΠ, το οποίο είναι ίσο με την κατανάλωση, τις ιδιωτικές επενδύσεις, τις δημόσιες δαπάνες συν το εμπορικό ισοζύγιο. Μπορεί δε να οδηγήσει ένα κράτος σχετικά εύκολα, αν και υπό τις κατάλληλες προϋποθέσεις σε ανάπτυξη, που όμως σπάνια είναι προς όφελος των Πολιτών του. Ειδικότερα τα εξής:
Εάν τώρα όλοι οι συντελεστές παραμείνουν σταθεροί και αλλάξει μόνο ο τελευταίος, κάτι που αιτιολογείται από την υπερχρέωση του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα μίας χώρας, λόγω της οποίας δεν μπορεί να αυξηθεί η κατανάλωση, ούτε να διεξαχθούν εγχώριες επενδύσεις, τότε είναι δυνατόν να υπάρξει ανάπτυξη μόνο από τον τελευταίο συντελεστή – από την αύξηση των Εξαγωγών που επιτυγχάνεται με την εκμετάλλευση της ζήτησης των άλλων κρατών αρκεί να είναι χώρα ανταγωνιστική, καθώς επίσης από τη μείωση των Εισαγωγών μέσω της φτωχοποίησης της.
Μεταξύ άλλων με τη βοήθεια της μείωσης των μισθών των εργαζομένων της (συνήθως μέσω της ανόδου της ανεργίας ή της μερικής απασχόλησης) που, εκτός από την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της περιορίζουν αναγκαστικά τις εισαγωγές – αφού οι άνθρωποι έχουν λιγότερα χρήματα στη διάθεση τους. Έτσι η εξίσωση μπορεί να μεταβληθεί ως εξής:
Με απλά λόγια, χωρίς να υπάρξει καμία αλλαγή στην κατανάλωση, στις ιδιωτικές επενδύσεις και στις δημόσιες δαπάνες (λόγω της φτωχοποίησης των πάντων), οπότε να μην αυξηθεί ούτε το δημόσιο, ούτε το ιδιωτικό χρέος, η χώρα μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και κατά 18%! Επί πλέον, είναι δυνατόν να μειώνεται παράλληλα τόσο το δημόσιο χρέος της, όσο και το ιδιωτικό – αφενός μεν με το ξεπούλημα των κρατικών περιουσιακών στοιχείων, αφετέρου με τις κατασχέσεις/πλειστηριασμούς των ιδιωτικών. Το πρόβλημα όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα είναι οι επενδύσεις που απαιτούνται επί πλέον, εκτός από τις μειώσεις των μισθών – κάτι που έχει μεταθέσει η Γερμανία για αργότερα, όταν θα συμφέρει την ίδια (θα αναλυθεί παρακάτω).
Περίπου με τη συγκεκριμένη οικονομική πολιτική τα κατάφερε η Γερμανία μετά το 2000, μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων της και πουλώντας δημόσια περιουσιακά στοιχεία – σε μία εποχή όμως που (α) όλες οι άλλες χώρες αναπτύσσονταν με ισχυρούς ρυθμούς, κυρίως με τη βοήθεια της κατανάλωσης – οπότε αγόραζαν τα δικά της προϊόντα που γίνονταν συνεχώς φθηνότερα, (β) που οι εξαγορές των δημοσίων εταιριών της γίνονταν με υψηλές τιμές και (γ) που η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τα δικά της συμφέροντα (ανάλυση).
Σε αντίθεση όμως με τότε και παρά το ότι οι ελληνικές εξαγωγές είναι συγκριτικά ελάχιστες (γράφημα), ενώ οι εισαγωγές σχεδόν διπλάσιες, οπότε είναι σχετικά εύκολη η θετική διαμόρφωση του τελευταίου συντελεστή του ΑΕΠ, σήμερα
(α) ο ρυθμός ανάπτυξης των άλλων κρατών της Ευρώπης είναι χαμηλός,
(β) οι περισσότερες χώρες έχουν υπερχρεωθεί, οπότε θέλουν επίσης να αυξήσουν τις εξαγωγές τους για να μειώσουν τα χρέη τους και για να έχουν πλεονάσματα,
(γ) οι εξαγορές των ελληνικών επιχειρήσεων γίνονται σε εξευτελιστικές τιμές,
(δ) η ΕΚΤ έχει απομονώσει την Ελλάδα, οπότε τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων της μειώνουν την ανταγωνιστικότητα τους, αποτελώντας το μεγαλύτερο εμπόδιο της εξαγωγικής τους δραστηριότητας (γράφημα), ενώ
(ε) ο παραγωγικός ιστός της χώρας μας έχει καταρρεύσει μετά από δέκα χρόνια κρίσης – με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, να καλύπτει μόνο το 15% των αναγκών του τουρισμού ή να εισάγεται το 90% των αναγκών του πρωτογενούς τομέα (ανάλυση).
Ως εκ τούτου, οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν μεν στο τρίτο τρίμηνο του 2018 κατά 7,6% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017, αλλά οι εισαγωγές μας ήταν πολύ περισσότερο ανοδικές (15%) – οπότε ο τελευταίος συντελεστής του ΑΕΠ αντί να καλυτερεύσει επιδεινώθηκε. Δηλαδή το εμπορικό μας έλλειμμα αυξήθηκε, ενώ ισορροπεί μόνο με τη βοήθεια του τουρισμού – ο οποίος όμως είναι κυκλικός και άρα επικίνδυνο να στηρίζεται μία χώρα σε αυτόν, με την έννοια πως υποχωρεί σε εποχές κρίσης.
Έτσι μπορεί μεν να έχουμε ανάπτυξη της τάξης του 2% στα τέλη του 2018, αλλά δεν θα είναι καθόλου βιώσιμη ή σύμφωνη με το γερμανικό μοντέλο – αφού θα στηρίζεται κυρίως στην κατανάλωση, από την οποία υπερχρεώθηκε στο παρελθόν η Ελλάδα. Όσον αφορά δε το επόμενο έτος, με δεδομένες τις νομισματικές υποτιμήσεις διεθνώς, όπως της Τουρκίας, της Ρωσίας ή της Μ. Βρετανίας, ακόμη και αν δεν συμβεί το αναμενόμενο παγκόσμιο κραχ, αφενός μεν θα έχουμε μεγάλο ανταγωνισμό στις εξαγωγές γεωργικών προϊόντων και στον τουρισμό από την Τουρκία, αφετέρου λιγότερα τουριστικά έσοδα – οπότε είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς το 2,5% που αναφέρεται στον προϋπολογισμό.
Τα μειονεκτήματα της Ελλάδας
Περαιτέρω, το γερμανικό οικονομικό μοντέλο στηρίζεται στα πλεονεκτήματα της Γερμανίας – όπως είναι ο ισχυρός παραγωγικός της μηχανισμός, τα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που δεν επηρεάζονται από τις υποτιμήσεις των άλλων κρατών, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων της, οι μεταναστευτικές ροές που διατηρούν χαμηλούς τους μισθούς των εργαζομένων της, η μη εξάρτηση της από τον τουρισμό, το γεγονός ότι το 50% του ΑΕΠ της προέρχεται από τις εξαγωγές κοκ.
Τέτοιου είδους πλεονεκτήματα ασφαλώς δεν διαθέτει η Ελλάδα – ενώ, ακόμη χειρότερα, είναι χρεοκοπημένο το δημόσιο, οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της. Όσον αφορά την ίδια την οικονομία της, έχει σταματήσει μεν να υποχωρεί, αλλά η ανάκαμψη της είναι ουσιαστικά αμελητέα – ενώ το γεγονός ότι, συνεχίζεται η μείωση των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (-23,2% στο τρίτο τρίμηνο), παρά το ότι το «έλλειμμα» τους υπερβαίνει τα 150 δις €, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό για το μέλλον μας.
Σε κάθε περίπτωση, σε καμία χώρα στο παρελθόν η κρίση δεν ξεπέρασε τα 4 χρόνια, ενώ η ανάκαμψη ήταν κατακόρυφη, όπως το τίναγμα ενός ελατηρίου (γράφημα) – το οποίο όμως στην Ελλάδα φαίνεται πως έχει σπάσει, μετά από δέκα χρόνια καταστροφικών λαθών.
Σε σχέση τώρα με τη σημερινή μας οικονομική κατάσταση, το δημόσιο χρέος συνεχίζει να αυξάνεται παρά τα πρωτογενή πλεονάσματα και το ξεπούλημα (στα 357,25 δις € στα τέλη του 2018 σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, από 321 δις € περίπου το 2015), η συμμετοχή του δημοσίου στις τράπεζες έχει αξία περί τα 800 εκ. € από 34 δις € στα μέσα του 2014, το κόκκινο ιδιωτικό χρέος από 79,66 δις € το 2009 έχει εκτοξευθεί στα 227,64 δις € τώρα (με τις επιβαρύνσεις και τους τόκους υπερβαίνει τα 300 δις €), ενώ τα δεκαετή ομόλογα παραμένουν στο 4,25% – όπου ατυχώς ο πρωθυπουργός τα σύγκρινε με το 4,9% του ΔΝΤ ισχυριζόμενος πως είναι φθηνά, χωρίς όμως να δώσει σημασία στο γεγονός ότι αφορά μόνο περί τα 10 δις €, ενώ το μέσο επιτόκιο του χρέους μας είναι στο 1,7%. Έτσι σήμερα πληρώνουμε τόκους 6 δις € ετησίως, ενώ με 4,25% θα πληρώναμε 15 δις € – κάτι φυσικά αδύνατον.
Εύλογα λοιπόν αναρωτιέται κανείς γιατί η Γερμανία επιμένει σε αυτήν την πολιτική, παρά το ότι η Ελλάδα είναι το πιο χρεοκοπημένο κράτος στην παγκόσμια ιστορία – αφού τα χρέη της ως προς το ΑΕΠ της είναι υπέρογκα και σε ξένο νόμισμα (το ευρώ είναι ξένο νόμισμα για όλες τις χώρες-μέλη του). Η απάντηση είναι ουσιαστικά πολύ απλή: για τον ίδιο λόγο που επιμένει σε σχέση με την Ιταλία ή τη Γαλλία. Για να εξασφαλίσει δηλαδή την κατοχή της Ελλάδας, με την αλλαγή του ιδιοκτησιακού της καθεστώτος – μέσω του ξεπουλήματος των συνολικών περιουσιακών της στοιχείων, δημόσιων και ιδιωτικών, σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς επίσης με τη μετατροπή των κατοίκων της χώρας που θα εμπλουτιστούν με μετανάστες, σε φθηνούς σκλάβους χρέους.
Ήδη σήμερα δύο ελληνικές τράπεζες, η ΕΤΕ και η Πειραιώς, τις οποίες διέσωσαν οι Έλληνες φορολογούμενοι με 40 δις € που χάθηκαν, με αναβαλλόμενους φόρους 17 δις € κοκ., έδωσαν δάνειο 665,6 εκ. € για να χρηματοδοτηθεί το τίμημα ύψους 1,115 δις € της επέκτασης της σύμβασης παραχώρησης του αεροδρομίου των Αθηνών– το οποίο τίμημα θα δοθεί έναντι του δημοσίου χρέους, οδηγούμενο στο εξωτερικό, όπως συνέβη με τη ΔΕΣΦΑ, με τη FRAPORT κοκ.
Επίλογος
Κλείνοντας, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία αλλαγής ιδιοκτησίας, θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα κυρίως γερμανικές αλλά και άλλες επιχειρήσεις (έχει συμβεί ήδη στην Πορτογαλία) – οι οποίες θα επενδύσουν, αυξάνοντας κατακόρυφα τις εξαγωγές κατά το γερμανικό μοντέλο
Φυσικά θα προσλάβουν φθηνούς Έλληνες εργαζομένους, οι οποίοι θα νοιώθουν ευγνωμοσύνη – ενώ θα κρατούν σκυφτό το κεφάλι, χωρίς απαιτήσεις, φοβούμενοι μήπως χάσουν τη δουλειά τους και δεν έχουν τίποτα για να επιβιώσουν. Έτσι η Ελλάδα θα αναπτύσσεται ξαφνικά με έντονους ρυθμούς, ενώ η ανεργία θα μειώνεται δραστικά – όπως ακριβώς στο παράδειγμα της Γουατεμάλα (ανάλυση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου