Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020

Η ΤΡΙΑΔΑ ΣΤΟ «ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑΣ», ΣΛΑΪΕΡΜΑΧΕΡ-17

Συνέχεια από: Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Στις πηγές τής νεωτερικής θεολογίας (ΧXVI)

Η ΠΙΣΤΗ ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ


Από το ξεκίνημά της, με τόν Schleiermacher, η μοντέρνα προτεσταντική θεολογία εκφράζει μια απέραντη δυσφορία απέναντι στον τριαδολογικό στοχασμό. Ο Σλαϊερμάχερ ονομάστηκε δικαίως “πατέρας του μοντέρνου προτεσταντισμού” και ακόμη “τελευταίος πατέρας τής Εκκλησίας”. Θέλησε να διακόψει κάθε δεσμό τής θεολογίας με τον Διαφωτισμό και προσπάθησε να ξαναφέρει τήν νοημοσύνη τής πίστεως πίσω στους δρόμους που χάραξε η Διαμαρτύρηση, και να ιδρύσει επίσης μια νέα συνάντηση τής θεολογίας με τον πολιτισμό. Η σύνθεσή του πραγματοποιείται την ίδια εποχή πού δρούν και ο Φίχτε και ο Σέλλινγκ και ο Hegel, μια εποχή εξανθρωπήσεως τού χριστιανισμού και τής θεολογίας μέσα από το φίλτρο τής συνειδήσεως αλλά που κατέληξε να ξανασυμμαχήσει στο τέλος με την αστική ηθική. Η βασική προϋπόθεση τού Σλαϊερμάχερ υπήρξε να δείξει με τα μέσα τής σκέψης και τής γλώσσας, πως οι αρχές τής φιλοσοφίας και τής επιστημονικής έρευνας τής εποχής του, παρότι δεν χρειάζονται τα θεολογικά αξιώματα τα οποία βασίζονται στήν αποκάλυψη και στήν πίστη, παρόλα αυτά δεν τά αποκλείουν. Η θεολογία ανοίγεται στον κόσμο και αναφέρεται στον κόσμο. Η αντιπαράθεση με τον χρόνο τής εποχής του καταλήγει να γίνει η βασική του απασχόληση, τόσο ώστε ξεχνά εντελώς την άλλη βασική εργασία τής θεολογίας, το ξεκαθάρισμα των χριστιανικών αληθειών.

Πώς εξηγείται λοιπόν η έλλειψη εμπιστοσύνης, ακόμη δε και η απέχθεια τού Σλαϊερμάχερ απέναντι στην σπουδαιότητα που αποδίδει ο Hegel στην Τριαδολογία; Γιατί ο θεολόγος, μεγάλος υποστηρικτής τής «αυτοσυνειδησίας», στην οποία έβλεπε την αντανακλώμενη αξία, το σύμβολο ή το όργανο τού θεού, δεν προσπάθησε ποτέ του να κατανοήσει την πραγματικότητα τού θεού, μεταφέροντας αυτή την ίδια Αρχή στην προσπάθεια κατανοήσεως τών προσώπων τής Τριάδος;

Στις 30 Μαρτίου 1818 ο Σλαϊερμάχερ έγραψε ένα εκτενέστατο γράμμα στον Γιακόμπι, έναν φιλόσοφο που εκτιμούσε πάρα πολύ, σχετικά με το πρόβλημα τού προσώπου τού θεού (Persona Dei) το οποίο ο Γιακόμπι εκτιμούσε πάρα πολύ αλλά το οποίο απουσίαζε από τον φίλο του θεολόγο. Έγραφε: «Ο ανθρωπομορφισμός ή καλύτερα ο ιδεομορφισμός είναι οπωσδήποτε απαραίτητος στο πεδίο τής μεταφράσεως τού θρησκευτικού συναισθήματος. Στο πεδίο τής Φιλοσοφίας όμως η καθεμιά έκφραση φανερώνει την ατέλεια τής προηγούμενης, ώστε δεν κατορθώσαμε μέχρι τώρα να δημιουργήσουμε μια πραγματική έννοια τής κορυφαίας ουσίας, παρότι κάθε αληθινή φιλοσοφία είναι μόνον η έμπνευση πως αυτή η άφατη αλήθεια τής κορυφαίας ουσίας βρίσκεται στο βάθος κάθε μας σκέψης και συναισθήματος». Από το ένα μέρος λοιπόν ο Σλαϊερμάχερ φαίνεται να φοβάται τόν ανθρωπομορφισμό ή ιδεομορφισμό τής κατηγορίας τού προσώπου πού αποδίδουμε στον θεό και από το άλλο τήν θεωρεί απαραίτητη στο επίπεδο τής φιλοσοφικής ερμηνείας. Προσθέτει όμως πως για να εκφράσουμε την «κορυφαία ουσία» τού άφατου θεού δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση από τό να μιλήσουμε ξεκινώντας από την θρησκευτική εμπειρία και ιδιαιτέρως από τό «συναίσθημα τής απολύτου εξαρτήσεως».

Σε ένα δοκίμιο τού 1822 ο Schleiermacher συγκεντρώνει με δεξιοτεχνία όλο το υλικό που πρόσφεραν οι έρευνες μέχρι την εποχή του, γύρω από την μάχη των πρώτων Χριστιανών με τις αιρέσεις και την δημιουργία Εκκλησιαστικού δόγματος. Γράφει: «Η νέα πίστη πρέπει να λογαριάσει τα δύο θεμέλια που ορίζουν την ταυτότητά της: Την Μοναρχία ή ενότητα τής ουσίας του θεού και την Οικονομία ή το ιστορικό ξετύλιγμα της Σωτηρίας το οποίο επραγματοποιήθη με τον Χριστό». Προσπαθώντας να συλλάβει την διαλεκτική τής Μοναρχίας ή τής Οικονομίας, ο Σλαϊερμάχερ προσπαθεί να κατανοήσει τις αιτίες τών αιρετικών, οι οποίοι κατέληξαν εκτός Εκκλησίας. Εδώ λοιπόν διακρίνεται μια Ιδιαιτερότης τού Σλαϊερμάχερ ο οποίος ακόμη και όταν μελετά τούς Πατέρες έλκεται ιδιαιτέρως από την σκέψη τού Σαβέλλιου.

Συγκεντρώνει όμως μέσα από τήν ερευνά του και όλες τις ερωτήσεις στις οποίες προσπάθησε να απαντήσει η νεαρή χριστιανική θεολογία!!!

Με ποιον τρόπο στον μοναδικό θεό μπορούμε να μιλήσουμε για έναν Πατέρα, έναν Υιό και ένα Πνεύμα; Εάν στον θεό μετράται ένα πλήθος «προσώπων», με ποιον τρόπο μπορούμε να αποφασίσουμε εάν η γέννηση τού Υιού από τον Πατέρα είναι ένα γεγονός ελευθερίας ή ανάγκης μέσα στην θεϊκή ουσία; Με ποιον τρόπο υπάρχει ένα πλήθος «προσώπων» έτσι ώστε η ουσία αυτών τών προσώπων να είναι μοναδική, ενώ το δεύτερο πρόσωπο είναι τού Σωτήρος και το τρίτο τού Πνεύματος το οποίο ενεργεί στην Εκκλησία; Πώς μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε τήν απόλυτη προσωπικότητα τής Τριάδος; Ο Σλαϊερμάχερ προσπαθεί να ανακαλύψει την λογική γραμμή τών διαφόρων λύσεων, αλλά με πολύ μεγάλη προσοχή φανερώνει τίς αντιφάσεις στίς οποίες περιείλθαν οι Πατέρες προσπαθώντας να αντικρούσουν τόν Σαβέλλιο. Κατά την κρίση του ο Σαβέλλιος κατανοούσε τήν Μοναρχία σαν το δόγμα τής ουσιαστικής ενότητος τού θεού «εις εαυτόν» και την Οικονομία σαν το δόγμα των διαφορών στην θεότητα σε σχέση με τον κόσμο, με την Σωτηρία, με «εμάς». Για τον Σαβέλλιο η τριάδα είναι ο αποκεκαλυμμένος θεός και κάθε μέλος της είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος τής αποκαλύψεως. Η θεότης καθενός απ’ αυτά τα μέλη δεν είναι διαφορετική, αλλά είναι πάντοτε μία και μόνη. Έτσι ο θεός ως άφατος, κρυμμένος, είναι Μονάς, ενότης και ως αποκεκαλυμμένος είναι Τριάς. Τοιουτοτρόπως οι Τρεις τής αποκαλύψεως είναι ομοούσιοι στην μοναδική θεϊκή ουσία (μονοουσία). Στην Αλεξανδρινή Χριστολογία, παρατηρεί ο Σλαϊερμάχερ, υπήρχαν δύο συνδεμένα στοιχεία αλλά ακόμη τελείως ενωμένα: Η υποταγή του Υιού στον Πατέρα και μαζί η θεότης του Υιού σαν υποστατικός Λόγος. Ο Άρειος δέχθηκε το πρώτο στοιχείο και αρνήθηκε το δεύτερο. Αντιθέτως ο Μ. Αθανάσιος δέχθηκε το δεύτερο και αρνήθηκε το πρώτο.

Από εδώ προέρχεται η λύση την οποία πρότεινε ο Μ. Βασίλειος να διακρίνουμε δηλαδή στον θεό την ουσία και την υπόσταση, δηλαδή την ύπαρξη από το πρόσωπο και επομένως το κοινόν από το ίδιον, ώστε να αντιμετωπισθεί από το ένα μέρος ο Τριθεϊσμός και από το άλλο ο Σαβελλιανισμός. Στην πραγματικότητα όμως δεν έγινε κατανοητή η βαθειά πρόθεση τού Σαβέλλιου.

Σ’ αυτό το σημείο θα μπορούσαμε όμως να αναρωτηθούμε γιατί ο Σλαϊερμάχερ δεν έθεσε την καταπληκτική του ιστορική γνώση, την βαθειά του κατανόηση τής πολεμικής η οποία οδήγησε την αρχαία Εκκλησία να εκφράσει τα δόγματά της, στην υπηρεσία μιας μοντέρνας Τριαδικής θεολογίας;

Τον εμπόδισε η βασική του έννοια της «θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας». Πρέπει να γίνει κατανοητός με κάποια ακρίβεια ο λόγος τού Σλαϊερμάχερ στις μεθοδολογικές και θεωρητικές του προϋποθέσεις. Κατ’ αρχάς λοιπόν πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η «αυτοσυνειδησία» δεν ταυτίζεται με την Γνωστική λειτουργία, παρότι εμπλέκεται σ’ αυτή. Η αυτοσυνειδησία για τον Schleiermacher είναι η συνθήκη a priori τής εμπειρίας στην καθολικότητά της, αυτό που προϋπάρχει και κάνει δυνατή αυτή την ίδια την εμπειρία. Στο πιο ψηλό επίπεδο τής πνευματικής υπάρξεως η αυτοσυνειδησία συγκεκριμενοποιείται σαν «στοχαστική σκέψη» και σαν «προγραμματική σκέψη» και πάνω απ’ όλα σαν «αίσθημα», δηλαδή σαν άμεση αυτοσυνειδησία η οποία συσχετίζεται με την ενότητα και την ολότητα του υπαρκτού. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε πως το «αίσθημα» ορισμένο σαν «αίσθημα απολύτως εξαρτημένο» αποτελεί μέσα στον άνθρωπο αυτή την ίδια a priori συνθήκη του σαν κτίσμα. Μια συγκεκριμένη «κατάφαση» τού αισθήματος ή της αμέσου αυτοσυνειδησίας είναι η «θρησκευτικότης». Για τον Σλαϊερμάχερ η θρησκευτικότης δηλαδή η «θρησκευτική αυτοσυνειδησία» δεν είναι καθεαυτή ούτε μια γνώση ούτε μια πράξη, αλλά πάντοτε η a priori υπερβατική προϋπόθεση της σχέσης με τον θεό η οποία επραγματοποιήθη ιστορικά. Η πίστη προσδιορίζεται επομένως σαν βεβαιότης, τοποθετημένη στην αυτοσυνειδησία τού θεού ο οποίος μ’ αυτή την αυτοσυνειδησία σχετίζεται. Συνεπώς κάθε φανέρωση τού θεού μπορεί να προκύψει και να εκφρασθεί pro nobis, στον συσχετισμό της μαζί μας. Η εμπειρία τής πίστεως είναι μια πρόσβαση στην πραγματικότητα τού θεού μόνον μέσα στην αυτοσυνειδησία μας.

Εάν είναι αυτή λοιπόν η σωστή λογική ανάπτυξη τής σκέψεως του Σλαϊερμάχερ, παραμένει η αλήθεια πως στην εποχή τού θριάμβου τής υπερβατικής φιλοσοφίας, θέλησε να ερευνήσει για το θρησκευτικό φαινόμενο και συγκεκριμένα για τον χριστιανισμό, τίς συνθήκες τής δυνατότητός του μέσα στην υπερβατική δομή τής συνειδήσεως.

Σ’ αυτή την προοπτική δεν πραγματοποίησε καμιά «επιστημολογική ρήξη», τοποθετώντας στο κέντρο τής θεολογίας το ανθρώπινο αίσθημα αντί για την αποκάλυψη του θεού, την ανθρωπολογική διάσταση και όχι την κυριότητα τού κηρύγματος. Είναι όμως στ’ αλήθεια η υπερβατικότης ο καλύτερος τρόπος από τις φιλοσοφικές προοπτικές για να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε το Μυστήριο τού Χριστιανικού Θεού, την τριαδικότητα τού Πατρός, τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος;

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: