Συνέχεια από Τετάρτη, 15 Ιουλίου 2020
IGNACE
DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο
Χριστός και η αλήθεια
Το
Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
3ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ - Α Λ
Η Θ Ε Ι Α
ΙΙ. « Ἐγώ
εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιωάν. 14,6)
Γ. Φιλολογικό
περιεχόμενο του στ. 14,6
Αν και έχουμε
καταλήξει στην ερμηνεία της δομής του στίχου, η φιλολογική του ερμηνεία
παραμένει αναγκαία, αν επιθυμούμε να συλλάβουμε όλες τις προεκτάσεις της στενής
σχέσης που συνδέει το νόημα της οδού με την έννοια της αλήθειας.
1.
Ελληνικοί ή γνωστικοί παραλληλισμοί;
Μετά την ανάλυση
που προηγήθηκε μπορούμε να αποκλείσουμε χωρίς δισταγμό τις φιλολογικές
ερμηνείες των Bauer, Bultmann και Dodd.
Θα πρέπει να αποκλείσουμε κατ’ αρχάς τα κείμενα στα οποία η αλήθεια αντιπροσωπεύει το καθεαυτό θείο
είναι, όπως για παράδειγμα διατυπώνεται στον μαγικό πάπυρο του Λονδίνου εγώ ειμί η αλήθεια, ο οποίος αναφέρεται
στην αιγυπτιακή θεά της αλήθειας Maat· ή ακόμη τα κείμενα που αντανακλούν την πλατωνική σκέψη.
Διότι στον Ιωάννη, όπως παρατηρήσαμε ήδη, «η αλήθεια» δεν αναφέρεται ποτέ στον
ίδιο τον Θεό· στον στ. 14,6 η λέξη αυτή αφορά όχι στον ίδιο το Θεό αλλά στον
Ιησού που οδηγεί προς τον Θεό. Δεν μπορούμε επίσης να ανατρέξουμε στα ερμητικά
κείμενα που περιγράφουν την μυστική οδό
προς την αλήθεια, διότι στην ερμητική παράδοση η αλήθεια υποδεικνύει την θεία πραγματικότητα που βρίσκεται στο τέρμα της ουράνιας διαδρομής, και όχι,
όπως στον στ. 14,6 την ίδια την διαδρομή. Τέλος θα πρέπει να αποκλείσουμε
επίσης τα κείμενα των Μανδαίων, στα οποία παραπέμπει ο Bultmann. Εδώ θα πρέπει να
σταθούμε για λίγο διότι ο μανδεϊσμός έχει τις καταβολές του στον ιουδαϊσμό, και
μόνο αργότερα μετατρέπεται σε μια από τις διαφορετικές μορφές του γνωστικισμού.
Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει είναι σημαντικό να πούμε ότι η έκφραση που
επανέρχεται συχνά στα κείμενα των Μανδαίων, «η οδός της αλήθειας», έχει βιβλική
και ιουδαϊκή προέλευση. Χωρίς αμφιβολία η Kusta (=αλήθεια) των Μανδαίων ανήκει επίσης στον
ξεχωριστό κόσμο του φωτός. Αλλά σε κανένα από τα κείμενα του Bultmann
δεν γίνεται μνεία της οδού προς αυτόν
τον κόσμο της αλήθειας. Αν τα κείμενα των Μανδαίων είναι σε θέση να φωτίσουν
κατά κάποιο τρόπο την φιλολογική προέλευση του στ. 14,6, είναι επειδή διατηρούν
έναν τρόπο έκφρασης, που ανάγεται στην
εβραϊκή παράδοση και συναντάται επίσης και στον Ιωάννη. Εάν στην συνέχεια
παρεισέφρησαν γνωστικές επιδράσεις στον μανδεϊσμό η εξέλιξη αυτή δεν ανατρέπει
την αρχική εβραϊκή προέλευση της έκφρασης, όπως θα δούμε.
2.
Βιβλικό, εβραϊκό και ιουδαιο-χριστιανικό περιεχόμενο
α) Προκειμένου να αναδείξουμε τα συμπεράσματα στα οποία μας
καλεί η φιλολογική ερμηνεία του στ. 14,6 θα πρέπει να αναζητήσουμε τα
αποσπάσματα στα οποία η αλήθεια και
η ζωή προσδιορίζουν την οδό. Στην Βίβλο γίνεται συχνά αναφορά
στην «οδό της αλήθειας» (Γεν. 24,48)· συνήθως η έκφραση οδός αληθείας (Τωβίτ 1,2/ Ψαλμ. 118,30/ Σοφ Σολ. 5,6) προσδιορίζει
έναν τρόπο ζωής σύμφωνο με τον νόμο, δηλαδή τον ευθύ δρόμο του Θεού· η
παράλληλη διατύπωση οδός ζωής (Ψαλ.
15,11/ Παρ. 5,5-6/6,23/10,17/15,24) υποδεικνύει κατ’ αρχήν «έναν τρόπο ζωής που
εξασφαλίζει μακρόχρονη και ευημερούσα βιωτή». Οι όροι «οδός» και «αλήθεια»
αναφέρονται κάποτε και ως συνώνυμα: «ὁδήγησόν
με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου, καὶ πορεύσομαι ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου» (Ψαλμ. 85,11). Αυτά
όμως τα κείμενα αφίστανται κατά πολύ ως προς το νόημα από τον στ. 14,6 του
Ιωάννη, διότι η αλήθεια έχει κυρίως
ηθικά «ορθό» περιεχόμενο. Είναι όμως σημαντικό το ότι πολλά από αυτά τα κείμενα
οδεύουν προς μια εσχατολογική προοπτική: «η οδός της ζωής» είναι μια
οδός «που οδηγεί προς τα άνω», προς «την ζωή και την τιμή» και είναι αντίθετη
με την πορεία προς τον Άδη (Ψαλμ. 15,11/ Παρ. 2,18-19 και 5,5-6).
β) Στα μεταγενέστερα κείμενα, δηλ. την εποχή της Κ. Δ., η
εσχατολογική προοπτική της έννοιας γίνεται ευκρινέστερη· αλλά η λέξη «αλήθεια»
δεν υποδεικνύει το τέλος του δρόμου, αλλά την ίδια την οδό, δηλαδή την χριστιανική πίστη ή έναν τρόπο ζωής
σύμφωνο προς την πίστη: «ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας» (2η Επ. Πετ. 2,2) ή : η «εὐθεῖα ὁδὸς» (2,15), ή «ὴ ὁδὸς τῆς δικαιοσύνης» (2,21) που είναι αντίθετη
«τῇ ὁδῷ τοῦ Βαλαὰμ: (2,15) των ψευδοπροφητών· αυτή η τελευταία οδηγεί τους
αιρετικούς «εἰς ἡμέραν κρίσεως κολαζομένους», εις τον ζόφον του σκότους
(2,9-17), ενώ : «ῇ παρούσα ἀληθείᾳ» (1,12), «ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ»
(1,19), οδηγεί τους χριστιανούς στην «ημέρα» της Παρουσίας. Το θέμα της «οδού της
ζωής» αντίθετα είναι άμεσα
εσχατολογικό: στην επί του όρους ομιλία ο Ιησούς αντιπαραθέτει την ευρύχωρη οδό
που οδηγεί στην απώλεια, στην στενή πύλη που οδηγεί στην ζωή (Ματ. 6,13).
Παρόμοια είναι και η εντύπωση που συνάγεται από τα πρώτα
χριστιανικά κείμενα. Ο Κλήμης Ρώμης εκλιπαρεί τους Κορινθίους να προσπαθήσουν
να εξασφαλίσουν την συμμετοχή τους στα αγαθά του μέλλοντος βίου: «Πώς θα το
κατορθώσουν…; Προσκολλώντας με πίστη την σκέψη τους στον Θεό…, ακολουθώντας την
οδό της αληθείας (1 κλ. 35,5). Αυτή η εσχατολογική προοπτική διαφαίνεται
καθαρότερα στην Απολογία του
Αριστείδη· αφού περιγράψει τον τρόπο ζωής των χριστιανών καταλήγει ως εξής:
«Αυτή είναι λοιπόν η οδός της αληθείας:
οδηγεί, όσους την ακολουθούν, στο αιώνιο βασίλειο που υποσχέθηκε ο Χριστός στην μέλλουσα
ζωή». Στις Ωδές του Σολομώντος
ο συγγραφέας αναφέρει ότι «διέτρεξε …την οδό της αληθείας, από την αρχή ως το
τέλος» (11,3-4)· η αναφορά στο τέλος αναδεικνύει την σωτηριολογική προοπτική·
τα αποσπάσματα που προηγούνται
αναφέρονται στην σωτηρία και οι τελευταίοι στίχοι περιγράφουν την ευτυχία του
παραδείσου.
γ) Στα πλαίσια αυτής της παράδοσης αρκετά κείμενα συνδέουν την
έννοια της αλήθειας με το πρόσωπο του Χριστού. Στις Ωδές του Σολομώντος αναφέρεται επίσης: «Ο Λόγος του μας ακολουθεί
σε όλο τον δρόμο μας, ο Σωτήρας που σώζει τις ψυχές» (41,11-12)· το
σωτηριολογικό περιεχόμενο του αποσπάσματος είναι προφανές· αυτός που «σώζει τις
ψυχές μας» είναι ο Λόγος του Πατρός της αληθείας (στ. 16-17), «ο πραγματικός
Μεσσίας … που προορίσθηκε πριν από την δημιουργία του κόσμου για να σώσει για
πάντα τις ψυχές δια της αληθείας του ονόματός του» στ.16-17). Ο Χριστός φέρνει
λοιπόν το μήνυμά του, την αποκάλυψή του, την αλήθεια του, και αυτοί που τον
δέχονται σώζονται.
Ο ίδιος συσχετισμός ανάμεσα στον Χριστό και την αλήθεια
παρατηρείται στις Πράξεις του Θωμά
όπου ο Χριστός εμφανίζεται συχνά ότι αποκαλύπτει την αλήθεια και αποκαλείται διδάσκαλος αληθείας. Αυτός είναι που
αποκαλύπτει την αλήθεια: «Σε ευχαριστώ, Κύριε Ιησού, που απεκάλυψες την αλήθεια
στους ανθρώπους· διότι εσύ είσαι ο μόνος
Θεός της αλήθειας». Πριν από τον θάνατό του ο Θωμάς απευθύνεται στον Χριστό:
«Πίστεψα στην αποκάλυψή σου και παρέμεινα στην πτωχεία του κόσμου τούτου, έως ότου
σύ ο πλούτος της αληθείας, μου
αποκαλύφθηκες· εμένα, και όσους είναι άξιοί σου, μας επλήρωσες δια του πλούτου
σου· και εγώ εκπλήρωσα Κύριε τις εντολές σου, υπηρέτησα την θέλησή σου». Η ίδια
ακριβώς αντίληψη ενυπάρχει και στις Πράξεις
του Ιωάννη. Όπως και ο Θωμάς, στο προηγούμενο απόσπασμα, ο απόστολος
Ιωάννης απευθύνεται στον Χριστό πριν από τον θάνατό του: «Σε δοξάζουμε … εσένα
που μας χάρισες την αλήθεια, την ανάπαυση, τη γνώση»,
δ) Τα κείμενα που μόλις εξετάσαμε και παρουσιάζουν κάποιου είδος
σχέση με τον 14,6 του Ιωάννη μας οδηγούν στα ακόλουθα συμπεράσματα:
1) Κανένα εβραϊκό ή
ιουδαιοχριστιανικό κείμενο που αναφέρεται «στην οδό της αληθείας» ή σχετίζει
τις έννοιες οδός και αλήθεια δεν θεωρεί την αλήθεια σαν
«πραγματικότητα θείας προελεύσεως», ως τον ζητούμενο τελικό στόχο· άρα αυτή η
παράδοση δεν έχει τίποτε το κοινό με τα κείμενα του ελληνιστικού δυαλισμού που
αναφέραμε στην αρχή, και προφανώς επίσης καμία σχέση με τα πλατωνικά και
ερμητικά γραπτά.
2) Σ’ αυτήν την
παράδοση, η λέξη οδός – ακόμη και αν
εκφράζεται με την έννοια άνοδος (Πρ.
του Θωμά) ή τον όρο ανάγειν (Πραξ.
του Φιλίππου) – θα πρέπει να εκλαμβάνεται μεταφορικά· προσδιορίζει άλλοτε τον
τρόπο ζωής του πιστού και άλλοτε αυτόν που είναι ο οδηγός στην οδό (=τον
Χριστό)· ποτέ όμως δεν υπονοεί την γνωστική αντίληψη της ανόδου των ψυχών προς το βασίλειο του φωτός και της αλήθειας.
3) Ποια είναι λοιπόν
η σχέση των όρων «οδός» και «αλήθεια» σ’ αυτή την παράδοση. Δεν αποτελούν το
μέσον για την επίτευξη ενός σκοπού. Οι δύο αυτές πραγματικότητες βρίσκονται στο
ίδιο επίπεδο, είτε η λέξη αλήθεια
προσδιορίζει την οδό (όπως στην έκφραση «η οδός της αληθείας»,), είτε την
ερμηνεύει («αυτή η οδός είναι η αλήθεια» Ευαγγέλιο
της αλήθειας 18,20), είτε τέλος οι δύο έννοιες εμφανίζονται με συνώνυμο ή
ανάλογο περιεχόμενο (Πραξ. του Ιωάννη 98, Πρ. τ. Φιλ. 112). Παραμένουμε λοιπόν
στην προέκταση του βιβλικού νοήματος της οδού της αληθείας. Στα μεταγενέστερα
όμως κείμενα, οι λέξεις οδός και αλήθεια ανεξαρτητοποιούνται και η κάθε
μια αποκτά αυτόνομη αξία, γεγονός που τους επιτρέπει να εναλλάσσονται.
4) Ο όρος αλήθεια
δεν έχει πάντοτε το ίδιο νόημα. Η έκφραση η
οδός της αληθείας σημαίνει συνήθως, όπως στην Βίβλο, τον τρόπο ζωής των
δικαίων: εδώ κυριαρχεί το ηθικό περιεχόμενο. Άλλα κείμενα όμως αποδίδουν στην
«αλήθεια» το νόημα της «αποκάλυψης»: στην περίπτωση αυτή η αλήθεια γίνεται το άμεσο αντικείμενο των ρημάτων αποκαλύπτειν και υποδεικνύειν (Πρ. Θωμ. 25 και 80)· ή η «αλήθεια» γειτνιάζει με το
«φως» (Πρ. Φιλ.) ή το ρήμα «φωτίζω» (Ευαγ. Αληθ.)
5) Στα
περισσότερα απ’ αυτά τα κείμενα η έκφραση «οδός της αληθείας» έχει
σωτηριολογικό και εσχατολογικό περιεχόμενο: διότι δια της οδού της αληθείας
οδηγούμεθα στην σωτηρία, στο βασίλειο της ζωής, πλησίον του Θεού.
3. Σ υ μ π έ ρ α σ μ α
Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι το νόημα που
αποδίδεται στις λέξεις «οδός» και «αλήθεια» σ’ αυτά τα κείμενα εκφράζει το
πραγματικό φιλολογικό περιεχόμενο του στ. 14,6 του Ιωάννη; Ο W.
Michaelis
το αρνείται. Το ερώτημα όμως δέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Θα απαντούσαμε και
εμείς αρνητικά αν επρόκειτο για μια άμεση επίδραση στον εν λόγω στίχο: μ’ αυτήν
την έννοια, προφανώς, κανένα από τα αναφερθέντα κείμενα, που είναι σχεδόν όλα
μεταγενέστερα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε πηγή ούτε ότι βρίσκεται σε
αντιστοιχία με τον εν λόγω στίχο.
Το πρόβλημα όμως της αντιστοιχίας μπορεί να κατανοηθεί στα
πλαίσια ενός ευρύτερου νοήματος, όπως συνηθίζεται συχνά στις συγκριτικές
μελέτες. Στην περίπτωση αυτή φιλολογική συνάφεια και συγγένεια δεν σημαίνει
άμεση εξάρτηση, κυριολεκτική και δουλική προσκόλληση σε μια πηγή. Μπορούμε
απλώς να υποστηρίξουμε ότι, για την καλύτερη κατανόηση ενός κείμενου
επιτρέπεται να το επανατοποθετήσουμε σε μια πολιτιστική ή φιλολογική παράδοση,
σε ένα ζωντανό περίγραμμα, που χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη ορολογία και
δομή της σκέψης. Υπ’ αυτήν την έννοια, πιστεύουμε ότι ο στ. 14,6 του Ιωάννη,
μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει από φιλολογική άποψη, στην βιβλική, την εβραϊκή
και ιουδαιοχριστιανική παράδοση, που περιγράψαμε προηγουμένως, ακόμη και αν
στην ουσία ανανεώνει, εμβαθύνει και μεταλλάσσει εν μέρει τις έννοιες που
συναντάμε σ’ αυτήν. Η έκφραση «η οδός της αληθείας» και η συζυγία των όρων «οδός» και «αλήθεια» (με την έννοια της
αποκαλύψεως), που συναντάμε σ’ αυτά τα κείμενα, σχετίζονται στενά με τον εν
λόγω στίχο του Ιωάννη, και μας επιτρέπουν να αναζητήσουμε, στην προέκτασή τους,
μια ικανοποιητική ερμηνεία του 14,6.
Θα αναφερθούμε τώρα πιο συγκεκριμένα σε ορισμένους κοινούς
τόπους της παράδοσης αυτής και του κειμένου του Ιωάννη.
α) Όπως και στα εβραϊκά κείμενα η αλήθεια στον στ. 14,6 δεν τοποθετείται στο τέλος της οδού αλλά
αποτελεί (μαζί με την ζωή) την ερμηνεία της ίδιας της οδού. Η
διαπίστωση αυτή είναι καίριας σημασίας και μας απομακρύνει κατά πολύ από των
γνωστικισμό (και κυρίως τον ερμητισμό).
β) Η λέξη οδός στον
στ. 14,6, όπως και στα παλαιότερα χριστιανικά κείμενα που αναφέραμε, δεν
σημαίνει μετάβαση στο σύμπαν. Υιοθετούμε εδώ την κριτική του W.
Michaelis
κατά αυτών που παραπέμπουν στην γνωστική ερμηνεία: κανένα στοιχείο δεν μας
παραπέμπει σε ένα ουράνιο ταξίδι της ψυχής. Αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο ο
Ιωάννης θα χρησιμοποιούσε τον όρο οδός
(με αυτήν την τόσο προσφιλή στους γνωστικούς έννοια) πολύ συχνότερα. Όμως,
εκτός από τον στ. 1,23 (που αποτελεί απλώς αναφορά στον Ησαΐα 40,3: «ἑτοιμάσατε
τὴν ὁδὸν Κυρίου») η λέξη εμφανίζεται σε όλο
το 4ο Ευαγγέλιο μόνο στο εδ. 14,4-6. Απουσιάζουν επίσης από το
απόσπασμα αυτό άλλες εκφράσεις γνωστικού περιεχομένου όπως για παράδειγμα η
ουράνια προέλευση των ψυχών και η πτώση τους στον κόσμο. Θα μπορούσαμε να
επικαλεσθούμε κάποια αναλογία ανάμεσα στην «επιστροφή» του Ιησού στον Πατέρα
και την «ανύψωση» του γνωστικού σωτήρα· αλλά η επιστροφή αυτή του Ιησού δεν
έχει επ’ ουδενί χαρακτήρα πλανητικό ή συμπαντικό· και αν εξετάσουμε προσεκτικά
το κείμενο θα αποκλείσουμε κάθε παραλληλισμό, αφού ο Ιησούς υπόσχεται στους
μαθητές του ότι θα επιστρέψει (14,3.
18. 28).
γ) Στις Πράξεις του Θωμά ο Χριστός αποκαλείται
«ο πλούτος της αληθείας»· είναι αυτός που «δείχνει την οδό της αληθείας», την
αποκαλύπτει, είναι «ο διδάσκαλος της αληθείας». Τα κείμενα αυτά συγγενεύουν με
το 4ο Ευαγγέλιο στο οποίο ο Χριστός αποκαλείται άμεσα «η αλήθεια»,
αυτός που την αποκαλύπτει δια του λόγου του (βλ. την αλήθεια λ α λ ε ί ν). Οι
παράλληλες αυτές διατυπώσεις του απόκρυφου κειμένου υπονοούν ότι ο Ιησούς είναι
«η αλήθεια» ως ο απόλυτος αποκαλύπτων,
ως πληρότητα (ή «πλούτος») της αληθείας.
δ) Η πιο εντυπωσιακή όμως αναλογία με την
παράδοση που εξετάσαμε είναι το σωτηριολογικό και εσχατολογικό περιεχόμενο του
εδαφίου του Ιωάννη. Ο Ιησούς επιστρέφει εις τον «οίκον» του Πατρός για να
ετοιμάσει «τόπον» στους μαθητές (στ. 2)· και θα επανέλθει για να τους πάρει
μαζί του, για να είναι και αυτοί όπου και αυτός, δηλαδή πλησίον του Πατρός (στ.
3)· και στον στ. 6 αποκαλύπτει ότι αυτός είναι η Οδός προς αυτόν τον «τόπο».
Είναι εμφανές ότι τα χριστιανικά
κείμενα της παραδόσεως που προαναφέραμε βρίσκονται πολύ κοντά στο πνεύμα του
Ιωάννη: η οδός της αλήθειας που οδηγεί στο αιώνιο βασίλειο (Απολ. Αριστ., 16)·
ο Χριστός που δείχνει τον δρόμο της αλήθειας (Πρ. Θωμ., 80), ότι είναι ο
πλούτος της αληθείας (όπ. αν.), αυτός που αποκαλύπτει την αλήθεια (όπ. αν.),
είναι η ζωή και η αλήθεια (Πρ. Φιλ., 112). Τίποτε που να θυμίζει γνωστικισμό
δεν υπάρχει εδώ. Τα κείμενα αυτά αποτελούν κατά κάποιο τρόπο ένα «προϋπάρχοντα»
σχολιασμό του στ. του Ιωάννη.
Βλέπουμε λοιπόν τώρα καθαρά το
νόημα του φιλολογικού περιεχομένου της διατύπωσης. Η προηγηθείσα έρευνα
προβάλει ευκρινέστατα την πρωτοτυπία και τον νεωτερισμό της έκφρασης του
Ιωάννη. Οι τρείς έννοιες που χρησιμοποιεί ο Ιησούς (οδός, αλήθεια, ζωή) είναι
αναντίρρητα κατανοητές ως η προέκταση το νοήματος που τους αποδίδεται στην
εβραϊκή παράδοση. Αλλά ο τρόπος που παρατίθενται στον στ. 14,6 είναι
αποκλειστική επιλογή του Ιωάννη. Σε κανένα προ-χριστιανικό κείμενο δεν
συναντήσαμε κάποιον που να αυτοαποκαλείται «η οδός» ή «η αλήθεια» όπως εδώ ο
Χριστός. Αυτός είναι και ο κατ’ εξοχήν καινοφανής νεωτερισμός της χριστιανικής
αποκαλύψεως: στο εξής, η οδός της αληθείας θα πρέπει να αναζητηθεί μόνον στο πρόσωπο του Ιησού. Αυτό διατύπωσε
κάποτε με εξαιρετικούς όρους ο αγ. Θωμάς ο Ακινάτης στον πρόλογο του 3ου
μέρους της Summa Theologica: «Dominus Iesus
Christus … viam veritatis in seipso demonstravit» (Ο Κύριος Ιησούς Χριστός … την οδόν της αληθείας δι’
αυτού του ιδίου εφανέρωσε».
Μεταξύ των κειμένων που διατρέξαμε, εγγύτερα στον εν λόγω στίχο
βρίσκονται τα μεταγενέστερα χριστιανικά κείμενα. Επικαλούνται συχνά τους τρείς
όρους «οδός», «αλήθεια» και «ζωή» με το αυτό περίπου νόημα που έχουν και στον
Ιωάννη, νόημα που πηγάζει από τον ιουδαϊσμό. Χωρίς την απλότητα και τον πλούτο
της διατύπωσης του Ιωάννη, παραθέτουν εν τούτοις μια ενδιαφέρουσα παλαιά
ερμηνεία. Και μας βοηθούν να τοποθετήσουμε τον στ. 14,6 στο σωστό φιλολογικό
πλαίσιο: διότι αφ’ ενός παραμένουν, σε γενικές γραμμές, πιστά στην εβραϊκή
ορολογία, την οποία χρησιμοποίησε και ο Ιωάννης· και αφ’ ετέρου προσφέρουν μια
πιστή ερμηνεία αυτού του κειμένου, που δεν συναντά κανείς ξανά, το ίδιο
ευδιάκριτα, στους πατερικούς σχολιασμούς.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου