Συνέχεια από: Τετάρτη 26 Ιουλίου 2023
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.
Η αντίφαση καί η διαλεκτική στόν Κάντ (συνέχεια καί τέλος).
Όσον αφορά τώρα τήν τελευταία απόδειξη αμέσως επιβάλλονται δύο παρατηρήσεις: Πρώτα απ'όλα είναι αλήθεια ότι αυτός που ανεκάλυψε αυτή την μέθοδο, είναι ο Ζήνων της Ελέας, αλλά μόνον εάν τού αποδώσουμε την ανάπτυξη που τού αποδίδει ο Πλάτων στον Παρμενίδη, κάτι που μάλλον ο Κάντ, βρήκε στα εγχειρίδια τής εποχής του! (Ιστορία τής λογικής τού Gassendi, ο οποίος στηρίχθηκε στο σχόλιο τού Πρόκλου στον Παρμενίδη τού Πλάτωνος). Η Καντιανή ανάπτυξη τής προόδου τής αντινομίας όμως ομοιάζει, περισσότερο απο την μέθοδο την οποία ο Πλάτων παρουσιάζει στο διάλειμμα τού Παρμενίδη, δηλαδή την απαγωγή τών συνεπειών δύο υποθέσεων που είναι αντίθετες μεταξύ τους, ομοιάζει με εκείνη που πραγματοποιείται στο εσωτερικό μόνον τών υποθέσεων οι οποίες προορίζονται για αναίρεση, εκείνων δηλαδή οι οποίες καταλήγουν αρνητικά (για παράδειγμα η πρώτη, στην κατάληξη τής οποίας προκύπτει ότι το Ένα δέν είναι ούτε όλον ούτε μέρος, ούτε ταυτόν, ούτε διαφορετικό, ούτε όμοιο, ούτε ανόμοιο κ.τ.λ) Η μοναδική αναφορά στην μέθοδο η οποία παρουσιάζεται στην παύση βρίσκεται στην λύση τής αντινομίας, δηλαδή στην αναφορά τής αλήθειας τής αντιφατικής προτάσεως σε σχέση και με τα δύο άκρα τής αντινομίας, δηλαδή το ιδεατό τού φαινομένου, του οποίου όμως δέν αναπτύσσονται οι συνέπειες, όπως είχε υποσχεθεί στην παύση αυτή ο Πλάτων. Συνολικά όμως μπορούμε να πούμε ότι η μέθοδος του Ζήνωνος επιτρέπει στον Κάντ να φτάσει σε μία θετική λύση, καθότι αφομοιώνεται στην Πλατωνική διαλεκτική τού Παρμενίδη, συγχωνευμένη επι πλέον απο την αριστοτελική θεωρία των διαφορετικών τύπων αντιθέσεως τής α.τ.μ.α. και της α.τ.τ.α!
Κατά δεύτερον οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι παρά τον δυνατό σύνδεσμο ανάμεσα στην επιχειρηματολογία του Κάντ και την πλατωνικο-αριστοτελική διαλεκτική, η πρώτη παρότι είναι μία ορθή διαλεκτική, δηλαδή ισχύουσα και δέν είναι ψευδαισθησιακή, δηλαδή δέν δημιουργεί φαινομενικότητα, μένει καταδικασμένη σε μία κριτική κατάληξη, δηλαδή καθαρά καταστροφική. Διότι αυτή καταστρέφει την ορθολογική κοσμολογία, δηλαδή την μοντέρνα ορθολογιστική μεταφυσική, η οποία βασίζεται στην ιδέα του κόσμου σαν καθαυτού πράγματος και δικαίως, διότι αυτή η τελευταία είναι καθαρά απορητική, δηλαδή προορισμένη να παραμείνει μπλεγμένη σε αξεπέραστες αντιφάσεις. Παρ'όλα αυτά σαν εναλλακτική σ'αυτή την μεταφυσική ο Κάντ δέν κατορθώνει να δώσει ζωή σε καμμία άλλη θετική μεταφυσική, η οποία δέν θα στηρίζεται στην ιδέα του κόσμου σαν καθαυτού πράγματος, κάτι που πέτυχε όμως και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει αποδεδειγμένο απο την αναίρεση, δηλαδή απο την υπέρβαση των αντινομιών, είναι ότι ο κόσμος σαν καθαυτό πράγμα δέν είναι γνώσιμος! Αυτό που εμποδίζει τον Κάντ σε μία θετική κατάληξη και καταδικάζει οπωσδήποτε την διαλεκτική του, ακόμη και στην ορθή της χρήση, να είναι αποκλειστικά καταστροφική είναι η διάκριση ανάμεσα σε φαινόμενο και νοούμενο ( η αληθινή αντίφαση στον Κάντ είναι ακριβώς αυτή ανάμεσα σε φαινόμενο και νοούμενο), δηλαδή η προϋπόθεση τού φαινομενικού χαρακτήρος (όχι με την έννοια του λανθασμένου, αλλά με την σημασία ακριβώς τού φαινομενικού, δηλαδή τού υπάρχοντος μόνον στις αναπαραστάσεις μας, ακόμη και αν είναι ορθές ή αντικειμενικές και επιστημονικές). των πραγματικοτήτων οι οποίες πιό χαρακτηριστικά σημαδεύονται απο την εμπειρία μας, δηλαδή η πολλαπλότης και η κίνηση! Και αυτή η διάκριση είναι με την σειρά της η συνέπεια τής ανακηρύξεως των φυσικο-μαθηματικών σε ένα μοναδικό μοντέλο ισχύουσας γνώσεως, η οποία οδηγεί να πιστέψουμε ότι όλο αυτό για το οποίο υπάρχει βεβαιότης είναι μία απλή ανθρώπινη κατασκευή!
Εδώ λοιπόν αναδύεται το μακρυνό Ελεατικό βάθος, οπωσδήποτε πιό ελεατικό παρά πλατωνικό-αριστοτελικό, τής Καντιανής διαλεκτικής: η πολλαπλότης και το γίγνεσθαι, με τις πραγματικές τους αντιθέσεις, μή-αντιφατικές, οι οποίες δηλαδή δέν παραβίαζαν, όπως δείξαμε στην θεωρία τής πραγματικής αντιθέσεως, την α.τ.μ.α. στην αριστοτελική του διατύπωση, είναι μόνον φαινόμενα, δηλαδή αναπαραστάσεις. Εάν αντιθέτως υπολογισθούν αυθεντικές πραγματικότητες, δηλαδή πράγματα καθαυτά, τότε δημιουργούν αληθινές αντιφάσεις, δηλαδή κάτι αδύνατον. Η μοναδική αληθινή πραματικότης, μή-φαινομενική, είναι το νοούμενο. Γι'αυτό το τελευταίο, εάν ήταν δυνατόν να απαιτήσουμε επιστήμη, θα έπρεπε να ισχύει απο την οπτική γωνία τού Κάντ, η ά.τ.μ.α, αλλά όχι στην αριστοτελική της διατύπωση, η οποία με την αναφορά στον χρόνο αποκαλύπτει τον εμπειρικό της χαρακτήρα, αλλά στην Ελεατική της διατύπωση δηλαδή η αρχή τής ταυτότητος "Α ειναι Α, Α δέν είναι μή-Α". Θα έχουμε έτσι μία μεταφυσική Ελεατικού τύπου, δηλαδή μονιστικού, η οποία συλλαμβάνει και εννοιολογεί το Είναι αποκλειστικά σαν Ταυτόν με τον εαυτό του, χωρίς πολλαπλότητα και χωρίς γίγνεσθαι. Επι πλέον στην ρίζα τής μεταφυσικής τού Λάϊμπνιτς, θεμελιωμένης στην αρχή τής ταυτότητος, υπήρχε ο μονισμός τού Σπινόζα, στον οποίο είχε προσπαθήσει να αντιδράσει ο Λάϊμπνιτς τοποθετώντας δίπλα στις αλήθειες τής νοήσεως, οι οποίες κυβερνώνται απο την αρχή τής ταυτότητος, τίς αλήθειες τού γεγονότος, τής πράξεως, δηλαδή τις τυχαίες, οι οποίες κυβερνώνται απο την αρχή τής επαρκούς νοήσεως! Επειδή όμως το νοούμενο δέν είναι αναγνωρίσιμο, καθότι ο μοναδικός δυνατός τρόπος γνώσεως για τον Κάντ είναι η σύνθεση a'priori της φυσικής του Νεύτωνος, η αρχή της ταυτότητος, η οποία καθότι "καθαρή", χωρίς καμμία εμπειρική αναφορά, θα ήταν η μοναδική σ'αυτή την σύνθεση ταιριαστή, παραμένει όμως τυπική, καθαρά αναλυτική, δηλαδή άγονη, κενή, έτσι ώστε να μήν γεννάται καμμία μεταφυσική, ούτε πλουραλιστική, ούτε μονιστική!
Σ'αυτή την εννοιολόγηση τής διαλεκτικής, τής αντιφάσεως και τής ταυτότητος, υπάρχουν ήδη οι προϋποθέσεις εκείνης που θα είναι η αντίδραση του Χέγκελ: αυτός λοιπόν όπως θα δούμε στην συνέχεια, αρνούμενος τήν διάκριση ανάμεσα στο νοούμενο και το φαινόμενο, θα υποχρεωθεί να εφαρμόσει στην πολλαπλή και γιγνόμενη πραγματικότητα, την καθαρή και απλή αρχή τής ταυτότητος, την μοναδική αρχή την οποία έκρινε ο Κάντ κατάλληλη για μία αποτελεσματική πραγματικότητα, μή-φαινομενική, αλλά βρίσκοντας αυτή την αρχή εντελώς ακατάλληλη να εκφράσει την πολλαπλότητα και το γίγνεσθαι, ο Χέγκελ δέν θα διστάσει να την απορρίψει, ονομάζοντάς την μονοδιάστατη, αφηρημένη, ταυτολογική, και συνεπώς θα δεχθεί την πραγματικότητα της αντιφάσεως. Όπου λοιπόν, δέν γίνεται νομίμως αποδεκτό ότι η απλή ταυτότης, η πολλαπλότης και το γίγνεσθαι, δηλαδή η διαφορετικότης, η κίνηση, είναι ipso facto αντιφάσεις (υποχρεωτικά), δηλαδή παραβιάσεις της αρχής της "ταυτότητος-μή αντιφάσεως". Αλλά εάν αυτές είναι πραγματικές, στην λογική της ταυτότητος αντικαθίσταται η λογική τής αντιφάσεως: και έτσι μετά την επιστροφή στον Ελεατισμό, επιστρέφουμε στον Ηρακλειτισμό!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου