Συνέχεια από 26. Ιουλίου 2023
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της ΙστορίαςΚεφάλαιο 2: Το ερώτημα περί του θεμελίου της ιστορίας η
Από την Αντινομία στη Διαλεκτική
Η συμφιλίωση αυτή παίρνει διάφορες μορφές στον Kant-θρησκεία, τελεολογική κρίση, τέχνη και ιστορία. Η τελευταία έχει για μας ιδιαίτερη σημασία. Ως συγκεκριμένος, δηλαδή ως άτομο, ο άνθρωπος παρακινείται εν γένει από την επιθυμία. Η δική του ελευθερία και το καλό των άλλων είναι σχεδόν πάντα πιο απόμακρο από την αμεσότητα των παθών του. Ως καθολικός, δηλαδή ως ένα είδος, ο άνθρωπος είναι κατά κύριο λόγο ορθολογικός: καθοριστικό είναι το γενικό και όχι το ειδικό συμφέρον, έστω και μόνο ως εγκαθίδρυση δίκαιων νόμων για την ρύθμιση των ειδικών συμφερόντων. Και έτσι, ενώ το άτομο μπορεί να απορρίψει την επιταγή του ορθολογισμού κατά την εξάσκηση της ελευθερίας του, το είδος τείνει προς την ιδρυματοποίηση του μέσα σε ένα κόσμο ορθολογικής πολιτικής τάξεως. Συνεπώς, ενώ το άτομο μπορεί να μην είναι ποτέ ικανό να υπερβεί αυτόν τον δυισμό, ως είδος προοδεύει διαρκώς προς την αληθινή συμφιλίωση και ενότητα.
Το επιχείρημα αυτό όμως δεν ικανοποιεί τον Hegel. Αυτός αντιτείνει πως «ο πρακτικός λόγος, ο οποίος καταφεύγει εκεί (στην άπειρη πρόοδο) και θα έπρεπε να συνεχίσει τον εαυτό του ως απόλυτο μέσα στην ελευθερία, αναγνωρίζει, ακόμα και μέσα από αυτή την άπειρη διαδικασία, τον πεπερασμένο του χαρακτήρα και την ανικανότητα του να καταστήσει τον εαυτό του απόλυτο». Ο πρακτικός λόγος θα έπρεπε, αλλά δεν μπορεί ποτέ να είναι απόλυτος. Μπορεί να πλησιάσει απειροστά κοντά το απόλυτο, αλλά δεν μπορεί ποτέ να το επιτύχει. Ο υπερβατικός ιδεαλισμός λοιπόν για τον Hegel δεν πάει ποτέ πέρα από το επίπεδο ενός «οφείλει», και επομένως δεν επιτυγχάνει την αληθινή συμφιλίωση ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας. Αποτυγχάνει λοιπόν στο να εγκαθιδρύσει ένα θεμέλιο για την ιστορία.
Αν και ο Kant ήταν υπεύθυνος για την έναρξη του προβλήματος της αντινομίας, ακόμα και αν δεν αναγνώριζε τις αληθινές του διαστάσεις, σύμφωνα με τον Hegel. Ο λόγος είναι για τον Kant αρχιτεκτονικός, και ως τέτοιος επιδιώκει να διαμορφώσει ένα συντονισμένο και συμμετρικό σύστημα. Αντί να συνάγει τις αντινομίες από την εξέταση αυτού που είναι, ο Kant απλώς τις προσαρμόζει στο ολοκληρωμένο σχήμα των κατηγοριών. Ο Kant λοιπόν παραδέχεται μόνο τέσσερις αντινομίες. Αυτό μπορεί να διατηρεί τη συμμετρία του καντιανού συστήματος, αλλά σύμφωνα με τον Hegel, οδηγεί τον Kant σε ένα θεμελιώδες σφάλμα, καθώς δεν βλέπει «πως η αντινομία δεν βρίσκεται μόνο στα τέσσερα ιδιαίτερα αντικείμενα παρμένα από την κοσμολογία, αλλά πολύ περισσότερο σε όλα τα αντικείμενα όλων των ειδών, σε όλες τις αναπαραστάσεις, έννοιες και ιδέες». Μια πιο βαθιά ματιά στη φύση του λόγου, η θεώρηση που είναι θεμελιώδης για το σύνολο του θεωρητικού ιδεαλισμού και ιδιαιτέρως για τη φιλοσοφία του Hegel, βλέπει κάθε έννοια ως σύνθεση των αντιθέτων, η οποία θα μπορούσε να τοποθετηθεί στη μορφή μιας αντινομίας. Ο Hegel συνεπώς συμπεραίνει: «Το να το γνωρίζει κανείς και να αναγνωρίζει τα αντικείμενα με αυτά τα χαρακτηριστικά, ανήκει σε αυτό που είναι ουσιαστικό για τη φιλοσοφική παρατήρηση. Το χαρακτηριστικό αυτό συνιστά αυτό που καθορίζει επιπλέον τον εαυτό του ως διαλεκτική στιγμή του λογικού». Αυτή είναι καταγωγή της εγελιανής διαλεκτικής από την καντιανή αντινομία.
Ο Hegel δεν υιοθέτησε απλώς την καντιανή περί αντινομίας διδασκαλία, αλλά τη μεταμόρφωσε. Κατά την άποψη του Hegel, ο Kant ταυτοποίησε καλώς τις πιο σημαντικές αντινομίες, αλλά δεν συνέλαβε ή δεν εξέφρασε την αληθινή τους μορφή ούτε κατάλαβε την αληθινή τους έκταση, ούτε τέλος αναγνώρισε ή εγκαθίδρυσε μια αληθινή λύση. Αυτή την έλλειψη προσπαθεί να θεραπεύσει ο Hegel. Η περί αντινομίας διδασκαλία του Kant καθίσταται, mutatis mutandis, εγελιανή διαλεκτική.
Η διαλεκτική είναι για τον Kant θεμελιωδώς σοφιστική. Επιστρέφοντας σε αυτό που ισχυρίζεται πως είναι η αρχαία σημασία του όρου, διαβεβαιώνει πως η διαλεκτική «δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η λογική της παραπλάνησης, μια σοφιστική τέχνη» (Κριτική του καθαρού λόγου, Α61/Β86). Συνδυάζοντας αυτό με τον μεσαιωνικό ορισμό, «ως το υποτιθέμενο όργανο», ο Kant συμπεραίνει πως η διαλεκτική δεν είναι παρά σοφιστική χωρίς τους περιορισμούς των πραγματικοτήτων της ουσίας. Κατά την άποψη του Kant, η αντινομία είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα των διαλεκτικών συμπερασμάτων του υποθετικού λόγου, που ξεπερνά τα δεσμά της εμπειρίας. Ο Kant συμπεραίνει λοιπόν, πως «ο υποθετικός λόγος είναι καθ’ εαυτώ διαλεκτικός μέσα στην υπερβατική εφαρμογή του» (Κριτική του καθαρού λόγου, Β805).
Η από πλευράς του Hegel πρόσληψη και μεταμόρφωση της περί αντινομίας διδασκαλίας του Kant, είναι επίσης πρόσληψη και μεταμόρφωση της έννοιας της διαλεκτικής στον Kant. Σύμφωνα με τον Hegel, ο Kant ανακάλυψε, αλλά παρανόησε τη θεμελιώδη αλήθεια, πως ο λόγος είναι διαλεκτικός. Το συμπέρασμα του Kant, πως ο λόγος είναι ανίκανος να γνωρίσει το άπειρο, είναι σύμφωνα με τον Hegel πολύ περίεργο, καθώς ο Kant θεωρεί πως το άπειρο είναι το λογικό. Η λύση λοιπόν που δίνει ο Kant είναι ισοδύναμη με τη διαβεβαίωση πως ο λόγος δεν μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό του. Κατά την άποψη του Hegel ο άνθρωπος δεν περιορίζεται στην κατηγορική κατανόηση, αλλά είναι επίσης ικανός προς μια λογική η οποία συλλαμβάνει το άπειρο. Ο Hegel αρνείται με αυτή την τοποθέτηση το συμπέρασμα που βγάζει ο Kant από την αντινομία, και για να είναι σίγουρος, χωρίς να αρνείται την αντινομία. Ο άνθρωπος δεν είναι θεμελιωδώς πεπερασμένος και απομονωμένος μέσα στην αυτό-κατοπτριζόμενη υποκειμενικότητα, αλλά είναι ένα συνειδητό ον που λαμβάνει μέρος στην καθολική και εν τέλει άπειρη δραστηριότητα του λόγου και του πνεύματος. Ο άνθρωπος δεν είναι απομονωμένος από το απόλυτο, αλλά συνδεδεμένος με αυτό δια του λόγου. Μέσα στον στοχασμό της αντινομίας, ο λόγος δεν εγκαταλείπει το στοχαστικό του εγχείρημα, αναγνωρίζοντας τους περιορισμούς του, αλλά αναγνωρίζει τον άκρως δικό του εαυτό, αναγνωρίζει πως ο λόγος είναι θεμελιωδώς διαλεκτικός.
Ο λόγος (reason) όμως δεν μπορεί να παραμείνει μέσα στην αποξένωση της αντινομίας, αλλά επιδιώκει να συμφιλιώσει ή να συνθέσει τις αντιμαχόμενες δυνάμεις-όχι δια της λύσης της αντίφασης, γιατί αυτό είναι απλώς διαλεκτικό, αλλά δια της αναγνώρισης και εγκαθίδρυσης τόσο της αντίφασης όσο και της ενότητας της. Η συμφιλίωση αυτή είναι η αναγνώριση της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης των προφανώς αντιφατικών και αμοιβαίως αποκλειόμενων θέσεων. Σύμφωνα με τον Hegel, ο Kant αναγνώρισε την αναγκαιότητα της αντίφασης-αυτή ήταν πράγματι μια από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες του στην φιλοσοφία-αλλά δεν αναγνώρισε ή δεν εξέφρασε την εξίσου απαραίτητη συσχέτιση ή σύνθεση των αντίθετων θέσεων. Η διείσδυση του Kant μέσα στη φύση της αντινομίας και επομένως μέσα στην ανθρώπινη γνώση, ήταν ανεπαρκής, καθώς δεν «συνέλαβε πως η αντίφαση είναι απλώς η εξύψωση του λόγου πάνω από τους περιορισμούς της κατανόησης και η λύση αυτών των περιορισμών». Η αντινομία καταδεικνύει για τον Kant την ανωτερότητα της διάνοιας (understanding) και την απάτη του υποθετικού (speculative) λόγου. Για τον Hegel από την άλλη, η αντινομία καταδεικνύει με ακρίβεια την ανεπάρκεια της διάνοιας και την ανωτερότητα του λόγου.
Αυτή είναι η απαρχή της αντιστροφής ή μεταμόρφωσης από πλευράς του Hegel του υπερβατικού ιδεαλισμού: ο λόγος αναγνωρίζει στην αντινομία τόσο την αντίφαση όσο και την αλληλεπίδραση. Η καθαρότερη μορφή της διαλεκτικής της αιτιότητας, την οποία αναπτύσσει ο Hegel, είναι μια εξήγηση αυτής της αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης. Η αιτία διαφοροποιείται τυπικά από το αποτέλεσμα ως καταγωγικό και δραστικό στοιχείο, το ελεύθερο στοιχείο από το οποίο αναδύεται η κίνηση. Ουσιαστικά όμως η αιτία δεν διακρίνεται από το αποτέλεσμα, και στην πραγματικότητα, μόνο η αιτία είναι και μπορεί να είναι η αιτία εν τη γενέσει ένα αποτέλεσμα, όπως ακριβώς το αποτέλεσμα είναι και μπορεί να είναι μόνο και μόνο επειδή ήταν αιτία. Η αιτία γίνεται αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα γίνεται έτσι αιτία (του επόμενου αποτελέσματος). Επιπλέον, η μεταμόρφωση αυτή του κάθε πράγματος στο αντίθετο του, δηλαδή της αιτίας σε αποτέλεσμα και του αποτελέσματος σε αιτία, είναι απαραίτητη, καθώς το καθένα έχει νόημα μόνο σε σχέση προς το άλλο, είναι επομένως μόνο μέσα στο και δια του άλλου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Hegel, η αιτία είναι επίσης απαραίτητη και το αποτέλεσμα είναι επίσης ελεύθερο. Η αληθινή λύση της αντινομίας βρίσκεται λοιπόν στην παραδοχή πως η αλήθεια της αιτίας είναι μέσα στο αποτέλεσμα και η αλήθεια του αποτελέσματος στην αιτία. «Η αντιστοιχία αυτή σημαίνει πως καμιά από τις δυο στιγμές της αιτιότητας δέν είναι απόλυτη για τον εαυτό της», ούτε η ελευθερία ούτε η αναγκαιότητα είναι επαρκής η καθεμιά για τον εαυτό της- η καθεμιά είναι τοποθετημένη (gesetzt) σε αντίθεση προς την άλλη ως αντίθεση (Entgegengesetzte) και επομένως δεν έχει ανεξάρτητη αυτό-υποστηριζόμενη ύπαρξη, αλλά βρίσκεται μόνο στην ενότητα των τοποθετήσεων (Setzung) τους.
Η αντιστροφή αυτή όμως εμπεριέχει ήδη μια λεπτή, αλλά αποφασιστική μεταμόρφωση της αντινομίας. Ο Kant είχε αντιληφθεί την αντινομία ως συμπλοκή μεταξύ αντιτιθέμενων νόμων (Gesetze) ή προτάσεων (Sätze). Στην επανερμηνεία της αντινομίας, ο Hegel δεν ασχολείται πια με νόμους ή προτάσεις, αλλά με αντιτιθέμενες έννοιες, αντικείμενα, αναπαραστάσεις και ιδέες. Ο Hegel φαίνεται να μεταμορφώνει την αντινομία φύσεως και ελευθερίας κατά τον Kant σε απλή λογική ερώτηση περί προφανούς αντιφάσεως και αμοιβαίου αποκλεισμού του φαινομένου και του νοουμένου, δηλαδή φύσεως και πνεύματος, αλλά στην πραγματικότητα η μεταμόρφωση αυτή είναι μια προσπάθεια να απομονώσει το ουσιαστικό στοιχείο μέσα στην αντινομία, τη σχέση και ιδιαιτέρως την αλληλεπίδραση του φαινομένου και του νοουμένου, και να εγκαταστήσει έτσι ένα αληθινά φαινομενολογικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο, και μέσα από το οποίο μπορεί να αναδυθεί το δίδυμο φύσεως και πνεύματος. Ο Kant προσπαθεί να καταδείξει την αναγκαιότητα και την αντίφαση τόσο μεταξύ ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας, όσο και της δυνατότητας της συμβατότητας τους. Ο Hegel προσπαθεί να δείξει πως η αναγκαιότητα της αντίφασης είναι η πραγματική τους συμφιλίωση: το καθένα υπάρχει μόνο ως το αντίθετο του άλλου και το καθένα είναι μόνο μέσα στο γίγνεσθαι το άλλο. Αυτή είναι η αναγκαιότητα, που είναι ο δεσμός της ενότητας τους. Για τον Kant η αντίφαση αποκλείει και απομονώνει, για τον Hegel συσχετίζει και συμφιλιώνει. Ο Hegel δεν ασχολείται με τήν εμπειρική ή την φαινομενική ερώτηση περί αλήθειας ως επάρκειας, ούτε με την νοούμενη ή λογική ερώτηση περί αλήθειας ως μη αντιφάσεως, αλλά με την φαινομενολογική ερώτηση περί αληθούς θεμελίου, που προκύπτει μέσα από την αντινομία, και ως αντινομία.
Αυτό το πρόβλημα θέτει σύμφωνα με τον Hegel η αντινομία: να συλλάβει όχι απλά την αλληλεπίδραση πνεύματος και φύσεως, αλλά το θεμέλιο της ολότητας τους και συνεπώς την ολότητα ως έχει. Ο Kant αρνήθηκε πως ο άνθρωπος έχει πρόσβαση σε αυτό το είδος γνώσης και πίστευε πως η αντινομία ήταν η απόδειξη περί αυτού. Ακριβώς αυτή τη γνώση όμως είναι που αναζητά ο Hegel: το ύψιστο είδος γνώσης, κατά την άποψη του, δεν είναι η υπερβατική, αλλά η υποθετική. Ο άνθρωπος δεν περιορίζεται στην κατανόηση του πεπερασμένου, αλλά μπορεί να κατανοήσει το άπειρο, μέσα στον και δια του λόγου.
Αυτή είναι απλώς η αντιστροφή του υπερβατικού σε υποθετικό ιδεαλισμό. Στην «Εισαγωγή» της Λογικής του, ο Hegel γράφει:
«Το αποτέλεσμα αυτό (η καντιανή διαλεκτική), από την θετική του πλευρά, δεν είναι τίποτε άλλο παρά εσωτερική αρνητικότητα του ίδιου, ως η αυτό-κίνητος ψυχή, η αρχή κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής ως τέτοιας…Το υποθετικό συνίσταται στο διαλεκτικό, όπως κατανοείται εδώ, και με αυτό στην κατανόηση της αντίθεσης μέσα στην ενότητα της ή του αρνητικού μέσα στο θετικό».
Η εσωτερική, αληθινή αρχή κάθε φυσικής και πνευματικής ζωής είναι η αρνητικότητα της αντιφάσεως. Αυτή είναι η διαλεκτική, που για τον Hegel είναι η κινητήριος αρχή, μέσα στην ουσία του καθετί που είναι. Αν βέβαια όλες οι έννοιες, αντικείμενα, κτλ., είναι απλώς και τελικώς αντιφατικά, αν το θέμα της αντιφάσεως είναι και προκαλεί μόνο περαιτέρω αντιφάσεις, τότε μέσα στην καρδιά των πραγμάτων παραμένει η ρήξη. Έτσι λοιπόν δεν αρκεί να συλλάβει κανείς απλώς την αντίφαση και την υπόθεση της αλληλεπίδρασης της. Πρέπει μάλλον να κατανοήσει τις αντιθέσεις μέσα στην ενότητα τους, πρέπει να πάει πέρα από την αλληλεπίδραση θέσης και αντίθεσης στην αρχική ενότητα από την οποία αναδύονται, στο θεμέλιο τους. Αυτή είναι η ουσία του υποθετικού (θεωρητικού-speculative)-να διακρίνει και να κατανοεί τη θεμελιώδη ενότητα και το θεμέλιο.
Ο Hegel αποδέχεται λοιπόν τη διαπίστωση του Kant για το τι είναι η συνείδηση ή το πνεύμα, και πως η συνείδηση αυτή ή το πνεύμα είναι θεμελιωδώς αντιφατική. Απορρίπτει όμως την υπερβατική λύση του Kant. Η λύση κατά την άποψη του δεν βρίσκεται στον απόλυτο διαχωρισμό, αλλά στην απόλυτη συμφιλίωση, όχι στη διάκριση της νοούμενης ή λογικής πραγματικότητας και της φαινομενικής πραγματικότητας της συνείδησης, αλλά σε μια μοναδική φαινομενολογία του πνεύματος. Για να συλλάβουμε αυτή την απόλυτη σύνθεση, είναι κατά πρώτον απαραίτητο κατά την άποψη του, να σταθούμε με αποφασιστικότητα απέναντι στην αντίφαση: για να υπερβεί κανείς τον μηδενισμό, πρέπει πρώτα να τον αποδεχτεί ως μηδενισμό. Έξω από αυτήν την «άβυσσο του τίποτα…το αίσθημα: ο Θεός είναι νεκρός…η ύψιστη ολότητα μέσα στην πλήρη σοβαρότητα της και εκτός του βαθύτερου θεμελίου της, σε μια στιγμή τα συμπεριλαμβάνει όλα, και μπορεί και πρέπει να αναδυθεί μέσα στην πρόσχαρη ελευθερία της μορφής της» (Hegel, Πίστη και Γνώση).
Η μεταμόρφωση του υπερβατικού ιδεαλισμού βασίζεται λοιπόν σε μια νέα κατανόηση της αντίφασης. Σύμφωνα με τον Hegel, ο Kant αναγνώρισε την αναγκαιότητα της αντιφάσεως, αλλά απέτυχε να διακρίνει την αναγκαιότητα, και πίστευε επομένως πως ήταν αναγκαίο να διαλύσει την αντίφαση για να διατηρήσει τη λογικότητα του φυσικού και ηθικού νόμου. Κάνοντας το αυτό, διέλυσε και την αναγκαιότητα που ήταν παρούσα μέσα στην αναγκαιότητα. Η βάση της συμφιλίωσης της αντιφάσεως, και συνεπώς της συμφιλίωσης της φαινομενικής πραγματικότητας της φυσικής αναγκαιότητας και της νοούμενης πραγματικότητας της ελευθερίας, αναδύεται από την μηδενιστική ουσία της αντιφάσεως. Αν η αντίφαση είναι απλώς τυχαία, δε θα μπορούσε να είναι απόλυτη. Ως αναγκαία όμως, η μηδενιστική ουσία της αντιφάσεως υπερβαίνει τον εαυτό της, αναγνωρίζοντας την ίδια της την αναγκαιότητα να διαμορφώσει τον εαυτό της σε σύστημα απόλυτης γνώσης ή επιστήμης. Κατά τον Hegel λοιπόν ο ύψιστος παραλογισμός περικλείει την ύψιστη λογικότητα. Η φιλοσοφία λοιπόν, εκτελώντας το αιώνιο έργο της, συμφιλιώνοντας αυτά που χωρίστηκαν, φτάνει εδώ στο τέλος της, και μπορεί επιτέλους να εγκαταλείψει το όνομα αγάπη της σοφίας και να γίνει σοφία, καθώς έχει επιτύχει την ύψιστη συμφιλίωση: κατέδειξε τη λογικότητα του παραλόγου, καταδεικνύοντας πως η αντίφαση, ο μηδενισμός είναι ο ύψιστος λόγος.
Η ουσία της μεταμόρφωσης του υπερβατικού ιδεαλισμού σε θεωρητικό ιδεαλισμό είναι η επανερμηνεία της διαλεκτικής και η ανάσταση της δυνατότητας της υποθετικής γνώσης. Το αληθινά πραγματικό και για τα δύο είναι η αυτό-συνειδησία ή το πνεύμα. Στο σημείο αυτό είναι και τα δυο ιδεαλισμός. Και οι δύο αναγνωρίζουν πως η αυτό-συνειδησία είναι αντινομική. Ο Kant όμως αντιλαμβάνεται την αντινομία ως εκδηλωμένη απόδειξη του υπερβατικού χαρακτήρα της αυτό-συνειδησίας, δηλαδή πως υπάρχει περιορισμός ή ορίζοντας τόσο στη γνώση όσο και στην εμπειρία, που καθορίζεται από τη μορφή ή το σχήμα της αυτό-συνειδησίας. Η αντινομία για τον Hegel είναι η πρωταρχική έκφραση του ουσιαστικά διαλεκτικού χαρακτήρα της αυτό-συνειδησίας και του λόγου, και παράγει το υποθετικό, τη γνώση της ενότητας και του θεμελίου της αντίφασης. Αυτή είναι η θεμελιώδης ώθηση της φιλοσοφίας του Hegel, να αποκαλύψει το θεμέλιο και την ενότητα του αντινομικού ή διαλεκτικού, να εγκαθιδρύσει το θεμέλιο για το δίδυμο φύσεως και πνεύματος, να συμφιλιώσει την πολιτική και πνευματική ρήξη σε μια λογική πολιτική τάξη, θεμελιωμένη στην τέλεια γνώση του ανθρώπου, των θεσμών του και του κόσμου του, στην γνώση του φαινομενολογικού θεμελίου της ιστορίας.
Τέλος Κεφαλαίου 2
Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΟΙΠΟΝ, Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΣΤΗΝ ΦΥΣΗ. ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΜΑΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΜΑΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου