Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Η Φαινομενολογία του Husserl και η Φιλοσοφία του αγ. Θωμά Ακινάτη ε

 Συνέχεια από 15 Νοεμβρίου 2024

Η Φαινομενολογία του Husserl και η Φιλοσοφία του αγ. Θωμά Ακινάτη ε

5 Οντολογία και Μεταφυσική

Λόγω του διαφορετικού σκοπού και της διαφορετικής αντίληψης περί του θεμελίου της βεβαιότητος, θα έπρεπε να προκύψει ένας εντελώς διαφορετικός προσανατολισμός της φιλοσοφίας. Το ότι στην ιδέα της αλήθειας ανήκει μια αντικειμενική ύπαρξη (Bestehen), ανεξαρτήτως τής κάθε φορά διερευνητικής και γνωρίζουσας (ύπαρξης), το είχαν υποθέσει και οι δυο τους. Ως προς το ερώτημα όμως περί της πρώτης αλήθειας, και συνεπώς της πρώτης φιλοσοφίας, οι δρόμοι τους χώρισαν. Η πρώτη αλήθεια, η αρχή και κριτήριο κάθε αλήθειας, είναι ο ίδιος ο Θεός-αυτό είναι, αν θέλουμε να το ονομάσουμε έτσι, το πρώτο φιλοσοφικό αξίωμα για τον Θωμά. Κάθε αλήθεια την οποία μπορούμε να αποκτήσουμε, προέρχεται από τον Θεό. Από εδώ προκύπτει και το θέμα της πρώτης φιλοσοφίας: πρέπει να έχει ως αντικείμενο της τον Θεό. Πρέπει να αναπτύξει την ιδέα του Θεού, και τον τρόπο (Modus) της ύπαρξης (Είναι) Του και της γνώσης Του. Και τότε μπορεί να διαπιστωθεί η σχέση προς τον Θεό, όλων των άλλων που είναι, ως προς την ουσία και ύπαρξη τους, όπως και η γνώση όλων των άλλων γνωριζόντων όντων προς την γνώση του Θεού. Για όλα αυτά τα ερωτήματα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ότι μπορούμε να γνωρίζουμε, όχι μόνο αυτά που μπορούμε να εξάγουμε από την φυσική γνώση, αλλά και από την αποκάλυψη. Στην συνάφεια της γνώσεως των δημιουργημάτων, πρέπει να διερευνηθούν δρόμοι, πάνω στους οποίους, όντα με τη δική μας ψυχική δομή, μπορούν να φτάσουν στη γνώση του Θεού, του εαυτού τους και των άλλων δημιουργημάτων. Έτσι προκύπτει η περί γνώσεως θεωρία, η οποία τοποθετείται από τους μοντέρνους στην αρχή, για να «δικαιολογήσει» όλα τα άλλα, ως μέρος μιας γενικής περί του Είναι θεωρίαςΜε τον τρόπο αυτό μειώνονται όλα τα ερωτήματα σε ερωτήματα περί του Είναι (Seinsfragen), και όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα καθίστανται μέρη μιας μεγάλης οντολογίας ή μεταφυσικής. Γιατί σε κάθε ον, δίδεται από το Θεό αυτό που είναι, ο τρόπος του Είναι (Sein), της ουσίας (Essenz) και της ύπαρξης (Existenz) του. Σε αντιστοιχία προς την ουσία και ύπαρξη του, τού δίνεται και το μέτρο και το είδος της γνώσης και του θανάτου του, η αλήθεια και η τελειότητα στην οποία μπορεί να φτάσει. Η λογική, η θεωρία της γνώσεως και η ηθική εμπεριέχονται με τον τρόπο αυτό, ως προς το υλικό τους περιεχόμενο, στην οντολογία, εφόσον μπορούν να δομηθούν ως ξεχωριστοί τομείς, με άλλη μορφή, εάν αναποδογυριστούν τυπολογικά. Είναι εύκολο να δούμε, σε ποιο σημείο μέσα σε αυτό το όργανο βρίσκεται ο τόπος της «υπερβατολογικής φαινομενολογίας» του Husserl, που είναι και η πιο προσωπική του δημιουργία. Είναι η γενική οντολογία, με ριζική αλλαγή προσήμου (έκφραση του Husserl), όπως αντιστοιχεί σε διαφορετικό τόπο. Για την υπερβατολογική παρατήρηση είναι το ερώτημα: πως δομείται ο κόσμος για μια συνείδηση, την οποία μπορώ να διερευνήσω μέσα στην εμμένεια: ο εσωτερικός και ο εξωτερικός κόσμος, ο φυσικός και ο πνευματικός, ο χωρίς αξίες και ο κόσμος των αγαθών, και εν τέλει και καταληκτικά, ο κυριαρχούμενος από θρησκευτικό νόημα, κόσμος του Θεού. Με ακούραστη εργασία, ο Husserl επεξεργάστηκε τη μέθοδο, που επέτρεψε σε αυτόν και στους μαθητές του, να καταπιαστούν με αυτά τα «δομικά» προβλήματα, και να δείξουν, πως η πνευματική δραστηριότητα του υποκειμένου, που δραστηριοποιείται πάνω στο καθαρό υλικό των αισθήσεων, με πολλαπλές πράξεις (Akt) και πλέγματα πράξεων δομεί τον «κόσμο» του (υποκειμένου). Εκείνη η οντολογία, η οποία αναθέτει σε κάθε πνευματικό ον την εξειδικευμένη του δραστηριότητα, έχει χώρο γι’ αυτές τις δομικές έρευνες. Τη «θεμελιώδη» όμως σημασία της, δεν μπορεί να την παραδεχτείΟ δρόμος της υπερβατολογικής φαινομενολογίας οδήγησε εκεί, όπου το υποκείμενο τοποθετείται ως σημείο εκκίνησης και κέντρο της φιλοσοφικής έρευνας. Όλα τα άλλα αναφέρονται στο υποκείμενο. Ο κόσμος, ο οποίος δομείται με πράξεις του υποκειμένου, παραμένει για πάντα ένας κόσμος για το υποκείμενο. Πάνω σε αυτό τον δρόμο δεν μπορεί να επιτευχθεί-όπως οι μαθητές του ιδρυτή της φαινομενολογίας του το τονίζουν κάθε τόσο-να ανακτήσει κανείς μέσα από τη σφαίρα της εμμένειας εκείνη την αντικειμενικότητα, από την οποία ο ίδιος ξεκίνησε, και η οποία έπρεπε να διασφαλιστεί: μια αλήθεια και πραγματικότητα ελεύθερη από κάθε σχετικότητα του υποκειμένου. Κατά την εκ νέου νοηματοδότηση, που ήταν το αποτέλεσμα της υπερβατολογικής έρευνας, η οποία εξίσωσε την ύπαρξη με την αυτό-παρουσίαση (επίδειξη ταυτότητας) για μια συνείδηση, δε θα μπορέσει να ησυχάσει ποτέ μια διάνοια που αναζητά την αλήθεια. Και βρίσκεται (η υπερβατολογική έρευνα) – κυρίως επειδή σχετικοποιεί τον Θεό-σε αντίφαση προς την πίστη. Αυτή λοιπόν είναι η ισχυρότερη αντίθεση μεταξύ υπερβατολογικής φαινομενολογίας και καθολικής φιλοσοφίας: εδώ ο θεοκεντρικός, εκεί ο εγωκεντρικός προσανατολισμός.

Μιλήσαμε προηγουμένως για την οντολογία ή τη μεταφυσική. Οι φαινομενολόγοι συνήθως διαχωρίζουν τερματολογικά και τα δύο. Αυτό που ο Husserl ονομάζει τυπική και υλική οντολογία, εκείνες οι επιστήμες που αποτελούν προϋπόθεση για κάθε θετική επιστημονική διαδικασία — η καθαρή λογική, η καθαρή μαθηματική, η καθαρή φυσική επιστήμη κ.λπ. — ήθελε να τίς θεμελιώσει ως επιστήμες της ουσίας, οι οποίες δεν κάνουν χρήση εμπειρικών διαπιστώσεων. Αντίθετα, η μεταφυσική με την παραδοσιακή έννοια φαίνεται να είναι ουσιαστικά επιστήμη αυτού του κόσμου. Στην πραγματικότητα, στον Θωμά, αυτή η διάκριση μεταξύ ουσίας και γεγονότος, ειδητικής και εμπειρικής γνώσης, δεν εφαρμόζεται μεθοδολογικά με την ίδια αρχική ακρίβεια που απαιτεί η φαινομενολογία. Έχει ήδη αναφερθεί ότι για εκείνον επρόκειτο να αποκτήσει μια όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη εικόνα αυτού του κόσμου (αυτός ο κόσμος εννοείται με την έννοια του Husserl ως ο πραγματικά υπάρχων κόσμος, σε αντίθεση με οποιονδήποτε άλλο πιθανό κόσμο, και όχι ως ο επίγειος κόσμος σε αντίθεση με τον επουράνιο). Για τον μεσαιωνικό φιλόσοφο, η φιλοσοφία δεν ήταν ποτέ μια καθαρά θεωρητική υπόθεση, ακόμα κι αν προχωρούσε, όπως ο Θωμάς, ως καθαρός θεωρητικός, αλλά η κατανόηση του κόσμου αναζητούνταν ως βάση για μια σωστή, πρακτική συμπεριφορά στον κόσμο. Αυτό δεν ήταν το μόνο, ούτε καν το υψηλότερο κίνητρο της φιλοσοφίας (παρεμπιπτόντως, είναι ένα κίνητρο που έχει παίξει ρόλο και στον Husserl), καθώς το δικαίωμα της καθαρής θεωρίας αναγνωριζόταν πλήρως: στην αναγνώριση της αλήθειας, ο νους εκπληρώνει το νόημα της ύπαρξής του και φτάνει στη μέγιστη δυνατή ομοιότητα με τον Θεό και τήν ευδαιμονία — αλλά και πάλι, ήταν ένα σημαντικό κίνητρο. Για αυτόν τον πρακτικό, αλλά και για τον θεωρητικό στόχο μιας όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένης γνώσης του κόσμου, ήταν απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί τόσο η εμπειρική όσο και η ειδητική γνώση. Αυτό που η πίστη συνεισφέρει στην εικόνα του κόσμου είναι κατά κύριο λόγο γνώση γεγονότων, αν και μια γνώση διαφορετικής αξίας από αυτή που προέρχεται από την αισθητηριακή εμπειρία. Ωστόσο, η διάκριση αυτή ήταν γνωστή στον μεσαιωνικό φιλόσοφο. Μιλάει για αυτό που ανήκει στα πράγματα «από μόνα τους», σύμφωνα με την «ουσία» τους — ουσιαστικά, όπως λένε οι φαινομενολόγοι — και για αυτό που τους ανήκει «τυχαία», λόγω της συνθήκης στην οποία βρίσκονται λόγω της πραγματικής πορείας των γεγονότων. Το κύριο βάρος το δίνει στις ουσιώδεις αλήθειες. Αυτό που ανήκει στα πράγματα σύμφωνα με την ουσία τους είναι, κατά κάποιον τρόπο, το βασικό πλαίσιο του κόσμου. Και αυτό που τους συμβαίνει τυχαία είναι προκαθορισμένο ως δυνατότητα στην ουσία τους. Με αυτή την έννοια, ο Husserl έχει επίσης συμπεριλάβει το πραγματικό στις θεωρήσεις της ουσίας. Έτσι, υπάρχει μια ευρεία κοινή στάση μεταξύ των φαινομενολογικών ερευνών και των σχολαστικών — συχνά εκπλησσόμαστε από το πόσο μακριά φτάνει η συμφωνία στη μέθοδο των επιμέρους αναλύσεων — και αυτό έχουν αναγνωρίσει σωστά οι αντίπαλοι της φαινομενολογίας, όταν ένιωθαν και χαρακτήριζαν τη μέθοδο της ανάλυσης της ουσίας, όπως ασκήθηκε στις «Λογικές Ερευνές», ως ανανέωση της σχολαστικής. Από την άλλη πλευρά, παραμένει το γεγονός ότι ο Θωμάς επεδίωκε να αναδείξει την ουσία αυτού του κόσμου και όλων των πραγμάτων αυτού του κόσμου, ότι δηλαδή η θέση της ύπαρξης, όπως συνήθιζε να λέει ο Husserl, διατηρούνταν πάντα. Δεν τον ενδιέφερε να παίξει με ελεύθερες δυνατότητες. Όταν μιλάει για τη γνώση των αγγέλων, τη γνώση του πρώτου ανθρώπου, τη γνώση της ψυχής μετά το θάνατο κ.λπ., αυτές οι αναλύσεις δεν έχουν μόνο το νόημα της τοποθέτησης πιθανών τύπων γνώσης πέρα από τους εμπειρικά γνωστούς της πραγματικής ανθρώπινης γνώσης και έτσι της απόκτησης του εύρους διακύμανσης της γνώσης ως τέτοιας — αυτή η σημασία έχει αποδοθεί στις σχολαστικές ερευνές στον κύκλο των φαινομενολόγων, και επειδή ασχολούνταν με προτίμηση με τέτοια προβλήματα δυνατοτήτων, είχαν από εδώ μια πρόσβαση στον πνευματικό κόσμο του Μεσαίωνα, ενώ οι άλλες κατευθύνσεις της σύγχρονης φιλοσοφίας δεν ήξεραν τι να κάνουν με αυτά — αλλά είναι δηλώσεις πραγματικότητας. Υπάρχει μια διπλή σημασία σε αυτές τις αναλύσεις και θα ήταν πιθανόν να τις εξετάσουμε χωριστά και να συνοψίσουμε και να αναπτύξουμε ξεχωριστά ό,τι περιέχεται στα κείμενα του Αγίου Θωμά ως «οντολογία» και «μεταφυσική». Από την άλλη πλευρά, θα έπρεπε να συγκεντρωθεί ό,τι υπάρχει ήδη στα κείμενα του Husserl και των μαθητών του για την εκπλήρωση της απαίτησής του για μια τυπική οντολογία και μια σειρά από υλικές οντολογίες. Τότε θα φανερωνόταν πόση συμφωνία υπάρχει. Όσο μιλάμε μόνο γενικά για την «ουσία» σε αντίθεση με το γεγονός και για το «από μόνο του» σε αντίθεση με το τυχαίο, δεν είναι δυνατή καμία πραγματική αντιπαράθεση, επειδή αυτές οι γενικές εκφράσεις δεν είναι τίποτα άλλο παρά σύντομες ονομασίες για μια πληθώρα από τα πιο δύσκολα οντολογικά προβλήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: