Ἀλέξανδρος Παπαηλιού
Μικρὴ ἀναφορὰ στὸν νεο-Θετικισμό.
«Την ώρα που μιλούσαμε, ο Russel φώναζε, η λογική είναι κόλαση. Ένα αίσθημα πως η γλώσσα εγείρει συνεχώς νέες και απραγματοποίητες απαιτήσεις».[1]
1. Εισαγωγή
2. Ludwig Wittgenstein (2000), Πολιτισμός και
αξίες, Αθήνα, Εκδ. Καρδαμίτσα.
3. Victor Kraft, (1986), Ο Κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, ΓΝΩΣΗ.
4. Arthur Miller,(2002) Αϊνστάιν-Πικάσο, Αθήνα, Τραυλός.
5. Βαλλιάνος Π. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β'), ΕΑΠ Πάτρα.
6. Δημήτρης Τζουβάνος (2010), Κρίση και Από-κριση, Αθήνα, Εκδ.Φυλλομάντης. Σελ. 95.
πηγή: http://www.filomantis.gr/epiloges/thematika/gia-ton-neo-thetikismo.html
Πηγή : Αντίφωνο
Μικρὴ ἀναφορὰ στὸν νεο-Θετικισμό.
«Την ώρα που μιλούσαμε, ο Russel φώναζε, η λογική είναι κόλαση. Ένα αίσθημα πως η γλώσσα εγείρει συνεχώς νέες και απραγματοποίητες απαιτήσεις».[1]
1. Εισαγωγή
Από το Μεσοπόλεμο είχε καταστεί προφανές ότι η
επιστημονική μεθοδολογία όπως την είχε αναπαραστήσει ο Λογικός Θετικισμός δεν
απέδιδε την ιστορική πραγματικότητα. Ποια είναι όμως τα βασικά χαρακτηριστικά
της επιστημονικής μεθόδου που εισηγήθηκε ο Λογικός Θετικισμός και ποια
προβλήματα ανέδειξε η κρίση της θετικιστικής ορθοδοξίας;......
Στο κείμενο αυτό αντικείμενο είναι η επιστημονική
μεθοδολογία, η αυστηρά ορθολογική και αναλυτική στάση, που επεξεργάστηκε ο
Λογικός Θετικισμός ή Λογικός Εμπειρισμός, ο γνωστός ως «Κύκλος της Βιέννης» που
παρουσιάστηκε την δεκαετία 1920, την περίοδο δηλαδή του μεσοπολέμου στην
Ευρώπη.Μικρὴ ἀναφορὰ στὸν νεο-Θετικισμό.«Την ώρα που μιλούσαμε, ο Russel φώναζε,
η λογική είναι κόλαση. Ένα αίσθημα πως η γλώσσα εγείρει συνεχώς νέες και
απραγματοποίητες απαιτήσεις».[1] 1. Εισαγωγή Από το Μεσοπόλεμο είχε καταστεί
προφανές ότι η επιστημονική μεθοδολογία όπως την είχε αναπαραστήσει ο Λογικός
Θετικισμός δεν απέδιδε την ιστορική πραγματικότητα. Ποια είναι όμως τα βασικά
χαρακτηριστικά της επιστημονικής μεθόδου που εισηγήθηκε ο Λογικός Θετικισμός και
ποια προβλήματα ανέδειξε η κρίση της θετικιστικής ορθοδοξίας;......Στο κείμενο
αυτό αντικείμενο είναι η επιστημονική μεθοδολογία, η αυστηρά ορθολογική και
αναλυτική στάση, που επεξεργάστηκε ο Λογικός Θετικισμός ή Λογικός Εμπειρισμός, ο
γνωστός ως «Κύκλος της Βιέννης» που παρουσιάστηκε την δεκαετία 1920, την περίοδο
δηλαδή του μεσοπολέμου στην Ευρώπη.
Κατ' αρχήν θα περιγράψουμε το ιστορικό
πλαίσιο, το επιστημονικό υπόβαθρο αλλά και τις πνευματικές διεργασίες που έκαναν
δυνατή την εμφάνιση αυτής της σχολής. Οι βασικές θέσεις, τα κύρια μεθοδολογικά
χαρακτηριστικά της Σχολής αλλά και η εξελικτική της πορεία θα αποτελέσουν το
επόμενο βήμα της εργασίας. Δηλαδή τις φάσεις ανάπτυξης που δημιουργήθηκαν μέσα
από τα επάλληλα ερωτήματα που οι εκπρόσωποί της έθεσαν. Εξέλιξη όμως χωρίς
εμπόδια, αδιέξοδα και όρια, ιστορικά δεν υπάρχει, οπότε τα προβλήματα που
συνάντησε η σκέψη και η μέθοδος της Σχολής σύντομα θα αναδυθούν. Θα αναφερθούμε
σε αυτά και στη συνέχεια θα περιγράψουμε τις διεξόδους που ανοίχτηκαν είτε εντός
των πλαισίων του Λογικού Θετικισμού είτε στην προσπάθεια υπέρβασής
τους.
Το κείμενο θα ολοκληρωθεί με μια, αναγκαστικά
περιορισμένη, συνολική αποτίμηση της προσφοράς αλλά και των συνεπειών που είχαν
οι απόψεις των επιστημόνων «της Σχολής της Βιέννης» τόσο σε επιστημονικό επίπεδο
όσο στην φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα.
2. Το ιστορικό πλαίσιο και οι
επιρροές
Ο Νεοθετικισμός αναπτύχθηκε στην ταραγμένη
περίοδο του μεσοπολέμου. Είναι μια περίοδος μεταβατική που έσπειρε πολλούς
καρπούς λίγο πριν θερίσει σχεδόν όλο τον κόσμο ο παγκόσμιος πόλεμος. Η Ευρώπη
υφίσταται βαθιές κοινωνικές αλλαγές, σοβαρούς οικονομικούς κλυδωνισμούς και
δραστικές ανανεώσεις στην περιοχή της επιστήμης και της κουλτούρας. Είναι η
εποχή που αναπτύσσονται και αποκτούν μαζικές διαστάσεις, ο ναζισμός και ο
σταλινισμός, δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες με διαφορετικές αφετηρίες, που
υποχρεώνουν τον κύκλο της Βιέννης να τους αντιπαρατεθεί με υψηλό κόστος και εν
τέλει την διασπορά των επιστημόνων του κύκλου σε άλλες χώρες.
Οι ρίζες της επιστημονικής σχολής του Λογικού
Θετικισμού, του σύγχρονου κινήματος του Εμπειρισμού, χάνονται στον κλασικό
θετικισμό του August Compte (1798-1857)[2], αλλά και πολύ προγενέστερα
στην απόσχιση της επιστήμης από τη φιλοσοφία και στην πρωτοκαθεδρία της σε όλες
τις μορφές της κοινωνικής ζωής, στην οποία στηρίχτηκε το ρεύμα της
νεωτερικότητας. Σε αυτές τις διαδρομές βέβαια πάντα συνυπάρχει το στοιχείο τόσο
της συνέχειας όσο και της ασυνέχειας.
Χωρίς να είναι άμοιρος o ο λογικός θετικισμός
του αγγλικού εμπειρισμού του 18ου αιώνα και κυρίως του John Stuart Mill
(1806-1873), αποτελεί κυρίως συνέχεια του γερμανικού εμπειριοκριτισμού. Εδώ
πρέπει να ξεχωρίσουμε αλλά και να διαχωρίσουμε τον Ernst Mach (1838-1916) που
εκπροσωπεί μεν τον ριζοσπαστικό εμπειρισμό αλλά με το έργο του ασκεί οξεία
κριτική στην θετικιστική άποψη για την απόλυτη αξία της επιστήμης. Η Σχολή της
Βιέννης επηρεάστηκε στα επιμέρους και από την διδασκαλία του Bernard Russel
(1872-1970) και από τον ιδιοφυή φιλόσοφο Ludwig Wittgenstein (1872-1970), οι
οποίοι κινήθηκαν στις παρυφές της κίνησης αλλά είχαν αυτόνομη πνευματική πορεία.
Τα έργα τους «Principia Mathematica» και «Tractatus logophilosophicus»
αντίστοιχα, άσκησαν σημαντική επιρροή στον κύκλο των επιστημόνων της
Σχολής.
3. Νεοθετικισμός, τα βασικά
χαρακτηριστικά του
Για να κατανοήσουμε την λογική του
Νεοθετικισμού πρέπει να ξεκινήσουμε από δύο βασικά ρεύματα σκέψης, τον
Ορθολογισμό, τον Εμπειρισμό και την μεθοδολογία που ανέπτυξαν. Η απαγωγή, ίδιον
του Ορθολογισμού, είναι η μέθοδος που ξεκινά από μια βασική αλήθεια (ορθός
λόγος) και υπεισέρχεται στην πολύπλοκη πραγματικότητα για να εξάγει τα
συμπεράσματά της. Η επαγωγή, ίδιον του Εμπειρισμού, θα μπορούσε να οριστεί σαν
διαδικασία απόδειξης γενικών προτάσεων, ως η γενίκευση από την
εμπειρία.[3]
Με τον σκεπτικισμό του David Hume, η αρχή της
αιτιότητας μπαίνει σε κρίση και με την ηρωική αλλά άκαρπη προσπάθεια του
Immanuel Kant θα επέλθει προσωρινά, κάποιο είδος συγκερασμού και σύνθεσης της
λογικής των δύο μεθόδων.
Τον 19ο αιώνα κυρίαρχη ιδεολογία είναι ο
Θετικισμός μαζί με τους υπόλοιπους βέβαια -ισμούς (εθνικισμός, σοσιαλισμός,
φιλελευθερισμός). Ο Θετικισμός επικαλούμενος την μεγάλη πρόοδο της επιστήμης,
μέσω του κύριου εκφραστή του, Auguste Comte[4], ούτε λίγο ούτε πολύ
διακηρύσσει στην γραμμή πάντα του διαφωτισμού, ότι η επιστήμη θα επιλύσει
οριστικά όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Ο J. S. Mill διαπιστώνει θετικά
ότι, η ανθρώπινη σκέψη πηγαίνει πάντοτε από το μερικό προς το γενικό,
αποκλείοντας έτσι κάθε ενορατική προσέγγιση. Η διαδικασία της επαγωγής στην
στενότερη εκδοχή της.
Στο μεταίχμιο 19ου, 20ου αιώνα έχουμε
ενδιαφέρουσες εξελίξεις. Έχει αναπτυχθεί η τυπική λογική του μαθηματικού λόγου,
κυρίως η δευτεροβάθμια μαθηματική λογική της οποίας αντικείμενο είναι οι
καθολικές προτάσεις. Ο Ernst Mach ο οποίος επηρεασμένος από την ιδέα των ορίων
του ανθρώπινου λόγου θεωρεί ότι η ατομική θεωρία για τη δομή της ύλης δεν είναι
παρά ένα μαθηματικό μοντέλο και όχι ακριβής περιγραφή της πραγματικότητας. Ο
Ludwig Wittgenstein επηρεάζει την λογική εκδοχή του εμπειρισμού αναζητώντας «τα
όρια του μεστού νοήματος λόγου», και ο Bertrand Russel αντίστοιχα με την αναγωγή
των μαθηματικών στη λογική. Και οι τρεις αυτοί επέδρασαν βαθύτατα στο
Νεοθετικιστικό ρεύμα.
Ο Εμπειρισμός και η μετεξέλιξή του, ο
Νεοθετικισμός, που μας ενδιαφέρει εδώ, ήλπιζε ότι με την μαθηματική λογική θα
ενίσχυε καθοριστικά τον Εμπειρισμό και την Επαγωγή. Γρήγορα όμως αποδέχεται δια
του R. Carnap, ότι «η εκ των προτέρων συνθετική γνώση είναι
αδύνατη»[5] και δια του M. Schlick προχωρά στην λογική ανάλυση της
επιστημονικής γλώσσας. Ως προοδευτικοί διανοούμενοι αντιδρούν στον Γερμανικό
Ιδεαλισμό και στην χυδαία υλιστικο-διαλεκτική προσέγγιση. Προσπαθούν έτσι να
οριοθετήσουν το τι είναι επιστήμη και τι όχι. Αντιλαμβάνονται κυρίως δια του
C.G. Hempel την ενότητα της επιστήμης στη βάση της μεθοδολογικής ενότητας όλων
των επιστημών ασχέτως του διαφορετικού αντικειμένου. Στο εξής οι υπόλοιπες
επιστήμες θα αξιολογούνται από τους Θετικιστές με αυτό το κριτήριο.
Διαπιστώνουν όμως, ότι γενικεύοντας δεν έχουμε
πάντοτε ασφαλή συμπεράσματα. Δεν έχουμε βεβαιότητα δηλαδή, όσον αφορά τα
συμπεράσματά μας. Μετατοπίζεται δια του M. Schlick την προβληματική από την
έννοια της αλήθειας σε εκείνη του νοήματος. Έτσι «μια πρόταση έχει νόημα, μόνον
εάν το γεγονός ότι αληθεύει κάνει κάποια διαφορά που μπορεί να
επαληθευθεί»[6]. Δηλαδή για να έχει μια πρόταση νόημα πρέπει να μας
υποδεικνύει εκείνο το συστατικό της εμπειρίας που μπορεί να την επαληθεύσει,
«αρχή της επαληθευσιμότητας». Μεταφυσική, θεολογίες, παραδοσιακές φιλοσοφίες και
ιδεολογίες κατόπιν τούτου, στερούνται αξίας.
Η γλώσσα της επιστήμης όμως αποτελείται από
παρατηρησιακούς και θεωρητικούς όρους. Η δυνατότητα να αναχθούν οι θεωρητικοί
όροι σε παρατηρησιακούς αποτελεί κρίσιμη καμπή για τον Λογικό θετικισμό. Εδώ
χρειάστηκε η παραδοχή ότι, η θεωρία πάντα υπερβαίνει την παρατήρηση.
Στη συνέχεια ήρθε στο προσκήνιο και η σημασία
και ο ρόλος της λογικής παραγωγής ή απαγωγής. Ακόμα παραπέρα χρειάστηκε κάποια
καθοδηγητική υπόθεση στην διαδικασία του πειράματος, η οποία πρέπει να υπάρχει
εκ των προτέρων στο μυαλό του ερευνητή. Εδώ όμως δεν υπάρχουν λογικοί κανόνες
και τεχνικές και έτσι αναδύεται η «ενόραση» του επιστήμονα.
Η λογικο-παραγωγική δομή των θεωριών είναι
κρίσιμο προαπαιτούμενο για την πειραματική επαλήθευσή τους και ο C.G. Hempel
επεξεργάζεται ένα ανάλογο μοντέλο, αναγνωρίζοντας σ' ένα βαθμό την αυτονομία της
θεωρίας. Όταν όμως, στη συνέχεια, επικύρωνεται μια ενόραση μέσω του πειράματος,
αποκαθίσταται η «θετική» τάξη. Όμως υπάρχουν και τα παράδοξα της επικύρωσης, που
επεσήμανε πάλι ο πιο ώριμος από τους Νεοθετικιστές, ο C.G. Hempel. Η λογική
πιθανότητα ενός καθολικού νόμου μπορεί να είναι κοντά στο μηδέν. Επιπλέον ένας
καθολικός νόμος μπορεί να επιβεβαιώνεται από παρατηρήσεις που είναι εντελώς
άσχετες με αυτόν[7].
Είναι φανερό από τα παραπάνω, ότι ο Κύκλος της
Βιέννης στην προσπάθεια του να βρει την τέλεια και την καθαρή λύση σε μια πάρα
πολύ πολύπλοκη πραγματικότητα, οδηγήθηκε σε λογικές αντιφάσεις και αναδιπλώθηκε
σε πολλά σημεία.
4. Τα βασικά προβλήματα του
Νεοθετικισμού
Ο Νεοθετικισμός δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την
βεβαιότητα της επαγωγικής μεθόδου. Έτσι δεν αντιλήφθηκε ότι η βεβαιότητα των
επιμέρους δεν μεταφέρεται επαγωγικά στο γενικό. Εξακολουθούμε να μην έχουμε
βεβαιότητα για τα εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή δεν υπάρχουν πάντοτε ασφαλή και
καθαρά δεδομένα. Πάντα υπεισέρχεται ένας υποκειμενικός παράγοντας ή
αντικειμενικές συνθήκες που δεν μπορούμε αγνοήσουμε, πχ. τα quark δεν είναι
παρατηρήσιμα. Η αρχή της επαληθευσιμότητας, ο ισχυρισμός δηλαδή ότι το νόημα
μιας πρότασης εξαρτάται μόνο από την εμπειρία και την παρατήρηση, δεν
επαληθεύτηκε σαν απόλυτος και γενικός κανόνας.
Η θεωρία παρέμεινε εμποτισμένη από την
παρατήρηση και, στα πλαίσια του Νεοθετικισμού, δεν της αποδόθηκε ο αυτόνομος
ρόλος που της αναλογεί. Το εγχείρημα για πλήρη αναγωγή των θεωρητικών όρων σε
εμπειρικούς δεν έγινε ποτέ εφικτό. Ο φυσικαλισμός[8] των Νεοθετικιστών
δεν έθεσε στο περιθώριο μόνο μεταφυσικές προτάσεις αλλά και κρίσιμα κομμάτια της
επιστημονικής θεωρίας.
Χωρίς κάποιον στοχασμό, χωρίς κάποιες υποθέσεις
εργασίας, χωρίς την κατανόηση της αμφίδρομης σχέσης θεωρίας-παρατήρησης δεν
είναι δυνατόν να οργανωθεί η πειραματική διαδικασία και η επιστημονική έρευνα.
Αυτό που αποκαλύπτει η εμπειρία εξαρτάται απολύτως από τη θεωρία που καθοδηγεί
το ερευνητικό πρόγραμμα.
Εν κατακλείδι, η θετικιστική μεθοδολογία δεν
κατάφερε να χαράξει σαφή όρια ανάμεσα στην επιστημονική θεωρία, τη μεταφυσική
και τη θεολογία.
5. Η κρίση του Νεοθετικισμού και
προσπάθειες υπέρβασης
Διάφοροι επιστήμονες αντιλήφθηκαν τα όρια και
τα αδιέξοδα της Θετικιστικής ορθοδοξίας και προσπάθησαν είτε εντός των
θετικιστικών πλαισίων είτε εκτός να εξελίξουν το νήμα. Χαρακτηριστικές
περιπτώσεις είναι ο Karl Popper, ο Thomas Kuhn, ο Imre Lakatos και ο Paul
Feyerabent.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου θα ασχοληθούμε
με τον Karl Popper (1902-1994). Η αφετηριακή διαπίστωση του Karl Popper είναι
ότι το πρόβλημα της επαγωγής, όπως το είχε ορίσει αρχικά ο Hume είναι άλυτο. Το
τι θα επιλέξει κανείς να εκλάβει ως αιτιακή σύνδεση δύο γεγονότων Α και Β
εξαρτάται από τις συνήθειες και τις διαθέσεις που έχει αποκτήσει από την
εμπειρία και την παιδεία του. Χαρακτηριστικά τονίζει με έμφαση ότι «εάν κανείς
ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εμπειρική επαλήθευση μιας θεωρίας, τότε δεν
υπάρχει θεωρία που να μην επαληθεύεται»[9].
Με δεδομένη την πρακτική αποτυχία της
θετικιστικής εκδοχής της εμπειρικής επαγωγής για επαλήθευση της αλήθειας ο Karl
Popper υπογράμμισε ότι αν η επαλήθευσή τους είναι αδύνατη δεν σημαίνει ότι δεν
μπορούμε να διακριβώσουμε ποια από τις υπό εξέταση υποθέσεις είναι ψευδής. Έτσι
αν δεν ισχύουν οι υποθέσεις δεν θα ισχύει και η παραδοχή.
Η διαδικασία αυτή είναι διαφορετική από αυτή
των πιθανοτήτων στην οποία στηρίζεται η μεθοδολογία της επαλήθευσης. Ο λογικός
της πυρήνας είναι παραγωγικός (deductive) και αντιστοιχεί σε έναν από τους
βασικούς τύπους για την παραγωγή λογικά έγκυρων (valid) επιχειρημάτων, που
ονομάζεται modus tollens. Επιστημονική είναι λοιπόν μια διαδικασία οργανωμένη
κατά τρόπο που να διευκολύνει τη «διάψευση» των θεωριών μας. Με τον τρόπο αυτό ο
Karl Popper πιστεύει ότι οριοθετεί την επιστήμη απέναντι στη μη επιστήμη.
Η επιστημονική μέθοδος του Karl Popper πάσχει
σε πολλά σημεία, κυρίως διότι έμεινε εγκλωβισμένη στα θετικιστικά πλαίσια. Δεν
αντιλαμβάνεται την ιστορική εμπειρία και την κοινωνική λειτουργία της επιστήμης,
μιας επιστήμης που δεν υπακούει μόνο σε εσωτερικές επιστημονικές λογικές και
αναγκαιότητες. Η υπεράσπιση της διαψευσιμότητας εκ μέρους του δεν είναι
ικανοποιητική και επιπλέον δεν αποκλείει το θεμιτό της αναδρομικής διόρθωσης
μιας παραδοχής ή μιας υπόθεσης. Κάθε πείραμα, ή μια σειρά πειραμάτων, ή ακόμα
και το κρίσιμο πείραμα ποτέ δεν εφαρμόζεται σε τέλεια απομόνωση από ένα
θεωρητικό περιβάλλον, ούτε εκτελείται σε συνθήκες απόλυτα ιδανικές.
Η ολιστική ερμηνεία της επιστημονικής μεθόδου
αναδεικνύει τα όρια που είχε η σκέψη του Karl Popper και ανοίγει ένα νέο
κεφάλαιο στο ιστορικο-κοινωνικό υπόβαθρό της φυσικο-επιστημονικής γνώσης.
6. Επίλογος
Διαβάζω στο πρόγραμμα της ταινίας Blade Runner
«...τα ανθρωποειδή στην ταινία είναι οι τέλειες μηχανές, αλλά προτίμησαν να
πεθάνουν προκειμένου να νιώσουν έστω και για μια στιγμή το ανθρώπινο
συναίσθημα...»[10]
Τελικά, η ζωή είναι πάρα πολύ πολύπλοκη για να
μπει σε ένα καλούπι, ούτε και επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις. Τελικά, δεν
υπάρχουν σταθερές για να ακουμπήσουμε και μοναδικές αλήθειες για να ρυθμίσουμε
τη σχέση μας με τη γνώση, αλλά και με το άγνωστο. Είναι δύσκολο να
ποσοτικοποιήσεις την ανθρώπινη δυνατότητα όπως και την ανθρώπινη ευφυϊα. Μια
ευφυϊα σαν αυτή που εν-τόπισε, το Αρχιμήδειο στήριγμα.
Οπλισμένος με διαφωτιστικές αντιλήψεις «ο
Κύκλος της Βιέννης» στην ουσία απαντά στα επιστημονικά προβλήματα με θετικιστική
στενότητα. Βασικό στοιχείο της Θετικιστικής γνωστικής προσέγγισης ήταν και ως
ένα σημαντικό βαθμό εξακολουθεί να διαποτίζει και τη σύγχρονη σκέψη και
συμπεριφορά, η αποκλειστική στήριξη στα εκάστοτε θεωρούμενα ως «δεδομένα» και η
ανακάλυψη σχέσεων ανάμεσα σε αυτά. Θεώρηση περιοριστικά υποκειμενική και
ψευδοαντικειμενική.
Βεβαίως η σύγχρονη επιστήμη, όπως και η
Αριστοτελική αλλά και γενικότερα μια ορισμένη φιλοσοφική προσέγγιση ξεπερνούν
κατά πολύ τα θετικιστικά αδιέξοδα[11].Κατανοούν δηλαδή ότι υπάρχει
χώρος πραγματικότητας μη προσιτός στην «εμπειρική» επιστήμη, ωστόσο δυνητικά
προσεγγίσιμος, χώρος μεταφυσικός αλλά πραγματικός. Οι εμπειριοθετικιστές που
έχουν αδυναμία πρόσβασης σε αυτόν, ονομάζουν «σταφύλια ανύπαρκτα όσα δεν
φτάνουν».[12] Όμως ο Ludwig Wittgenstein τους απαντά, «Το
ανείπωτο, εκείνο που μου φαίνεται μυστηριώδες είναι ίσως το πλαίσιο, μέσα στο
οποίο αποκτά νόημα εκείνο που μπορώ να εκφράσω».[13]
Βιβλιογραφία:
1. Gillispie, C.C. (1986),
Στην Κόψη της Αλήθειας: Η εξέλιξη των επιστημονικών ιδεών από το Γαλιλαίο ως τον
Einstein (μτφρ. Δ. Κούρτοβικ), Αθήνα: ΜΙΕΤ
3. Victor Kraft, (1986), Ο Κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, ΓΝΩΣΗ.
4. Arthur Miller,(2002) Αϊνστάιν-Πικάσο, Αθήνα, Τραυλός.
5. Βαλλιάνος Π. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Β'), ΕΑΠ Πάτρα.
6. Δημήτρης Τζουβάνος (2010), Κρίση και Από-κριση, Αθήνα, Εκδ.Φυλλομάντης. Σελ. 95.
Σημειώσεις:
[1] Ludwig Wittgenstein (2000), Πολιτισμός και αξίες, Αθήνα, Εκδ.
Καρδαμίτσα. Σελ. 55.
[2] Arthur Miller,(2002) Αϊνστάιν-Πικάσο, Αθήνα, Τραυλός.
[3] Gillispie, C.C. (1986), Στην Κόψη της Αλήθειας: Η εξέλιξη των
επιστημονικών ιδεών από το Γαλιλαίο ως τον Einstein (μτφρ. Δ. Κούρτοβικ), Αθήνα:
ΜΙΕΤ.Σελ. 48.
[4] Gillispie, C.C. (1986), Στην Κόψη της Αλήθειας: Η εξέλιξη των
επιστημονικών ιδεών από το Γαλιλαίο ως τον Einstein (μτφρ. Δ. Κούρτοβικ), Αθήνα:
ΜΙΕΤ.Σελ. 452.
[5] Βαλλιάνος Π. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην
Ευρώπη (Τόμος Β'), ΕΑΠ Πάτρα, Σελ. 163.
[6]Βαλλιάνος Π. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη
(Τόμος Β'), ΕΑΠ Πάτρα, Σελ. 164.
[7] Βαλλιάνος Π. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην
Ευρώπη (Τόμος Β'), ΕΑΠ Πάτρα, Σελ. 169.
[8] Victor Kraft, (1986), Ο Κύκλος της Βιέννης, Αθήνα, ΓΝΩΣΗ. Σελ.
166.
[9] Βαλλιάνος Π. (2008), Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην
Ευρώπη (Τόμος Β'), ΕΑΠ Πάτρα, Σελ. 180.
[10] Από το πρόγραμμα της ταινίας Blade Runner.
[11]Δημήτρης Τζουβάνος (2010), Κρίση και Από-κριση, Αθήνα, Εκδ.Φυλλομάντης.
Σελ. 95.
[12] Δημήτρης Τζουβάνος (2010), Κρίση και Από-κριση, Αθήνα,
Εκδ.Φυλλομάντης. Σελ. 95.
[13] Ludwig Wittgenstein (2000), Πολιτισμός και αξίες, Αθήνα, Εκδ.
Καρδαμίτσα. Σελ. 37.
πηγή: http://www.filomantis.gr/epiloges/thematika/gia-ton-neo-thetikismo.html
Πηγή : Αντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου