Συνέχεια από Δευτέρα, 4Μαΐου 2020
IGNACE
DE LA POTTERIE, S.J
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ
ΤΟΜΟΣ 1ος
Ο
Χριστός και η αλήθεια
Το
Πνεύμα και η αλήθεια
ΜΕΡΟΣ
ΠΡΩΤΟ
Ο
ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
3ο Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο : Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Σ - Α Λ
Η Θ Ε Ι Α
Ι. Ο σαρκωθείς Λόγος πλήρης χάριτος και αληθείας.
Γ.
Ερμηνεία του Ιωάν. 1,
14.17.18
2. Ο Σαρκωθείς Λόγος, πλήρης της χάριτος της αληθείας (1, 14)
γ. Η δόξα του μονογενούς Υιού παρά του Πατρός (1,14β)
4). Η δόξα του μονογενούς Υιού
Ένα
τελευταίο σημείο μένει να διευκρινιστεί στην ερμηνεία μας του 1,14β: η ακριβής
σημασία της λέξης δόξαν, της οποίας
το νόημα δεν θεωρούμε προφανές.
Ο στίχος
αυτός είναι ένα από τα τέσσερα σημεία στο 4ο Ευαγγέλιο στα οποία η
δόξα είναι αντικείμενο του ρήματος «βλέπω»
(1,14/ 11.40/ 12,41/ 17,24). Μπορούμε να παραλείψουμε το τελευταίο
απόσπασμα στο οποίο ο Ιησούς, πριν αναχωρήσει προς τον Πατέρα, υπόσχεται στους
μαθητές ότι θα θεωρούν την δόξαν του πέραν
του κόσμου τούτου. Τα υπόλοιπα τρία αποσπάσματα που μιλούν για την θέα της
δόξης του Χριστού εδώ κάτω αποτελούν
κείμενα του Ιωάννη περί της δόξης, που ακολουθούν πιστά την βιβλική αντίληψη.
Υπενθυμίζουμε
το νόημα της δόξης στην Π. Δ.: Η έκφραση η ‘δόξα του Γιαχβέ’ αναφέρεται στον
ίδιο τον Θεό όπως αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο, την δύναμη, την λάμψη
τη αγιότητος, τον δυναμισμό του Είναι του. Έχει επομένως χαρακτήρα «επιφάνιας».
Η δόξα του Θεού συνυφαίνεται με την αποκάλυψη, την εκθαμβωτική παρουσία, και
επομένως εκτίθεται στην «θέα». Αλλά στο 4ο Ευαγγέλιο η αντίληψη αυτή μεταμορφώνεται διπλά: το θέμα
της δόξας παραμένει βεβαίως συνδεδεμένο με το φως και την θέα· αλλά όπως
συμβαίνει και με το φως η δόξα
πνευματικοποιείται: παύει να είναι απλώς μια φωτεινή λάμψη, όπως στην Π. Δ.
(Δευτ. 5,22/ Ησ. 60,1-3/ Ιεζ. 43,2) ή ακόμη και στους συνοπτικούς (Λκ.
9,31.31)· διακρίνεται πλέον μόνον δια της πίστεως (Ιωαν. 2,11 και 12,40).
Επιπλέον η δόξα του Θεού πλέον είναι
παρούσα και στον άνθρωπο Ιησού: ο Ιωάννης αναφέρεται συχνότερα στην δόξα
του Χριστού (1,14/ 2,11/ 17,5.22.24) από ότι στην δόξα του Θεού (11,40/ 12,41)
– αλλά και σ’ αυτή την δεύτερη περίπτωση είναι συνδεδεμένη με την εμφάνιση του
Ιησού. Η δόξα στον αγ. Ιωάννη εξακολουθεί να έχει χαρακτήρα «επιφάνιας», αφού
αποτελεί αποκάλυψη, αλλά εσωτερικεύεται και συγκεκριμενοποιείται στο πρόσωπο
του Χριστού.
1.
Από τα
τρία αποσπάσματα του Ιωάννη στα οποία «θεάται
η δόξα» του Χριστού επί γης (1,14/ 11,40/ 12,41), το τελευταίο έχει την
μεγαλύτερη συνάφεια με την Π. Δ. Εδώ ο Ευαγγελιστής παραπέμπει στο όραμα του
Ησαία (Ησ. 6,1-13), αλλά επικεντρώνεται στον λόγο του Προφήτη για την τύφλωση του λαού: «Τετύφλωκεν αὐτῶν
τοὺς ὀφθαλμοὺς» (12,40 Ησ. 6,9-10). Επιθυμεί να τονίσει την ανικανότητα των
Ιουδαίων να πιστέψουν στον Ιησού: «Τοσαῦτα
δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν»
(12,37-39). Η τυφλότητά τους έρχεται σε αντίθεση με την καθαρή όραση του
Προφήτη: «ταῦτα εἶπεν Ἡσαΐας ὅτε εἶδεν τὴν δόξαν αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε περὶ αὐτοῦ»
(12,41). Κατά την περιγραφή του οράματος του Ησαΐα σε σχέση με την στάση των
Ιουδαίων απέναντι στον Ιησού, ο Ιωάννης παραβλέπει το νόημα την Θεοφάνιας:
πρόκειται τώρα για «την προφητική όραση της δόξης του Χριστού». Οι Ιουδαίοι,
από έλλειψη πίστης αδυνατούσαν να αναγνωρίσουν την δόξα που είδε ο Προφήτης:
παρόλα τα σημεία που εποίησε ο Ιησούς, δεν επίστεψαν σ’ αυτόν. Το θέμα της δόξας μας παραπέμπει εδώ στα σημεία: για τον Ιωάννη είναι κυρίως τα
σημεία που αναδεικνύουν την δόξα του Ιησού.
2.
Το συμπέρασμα αυτό μας
καλεί λοιπόν να αναζητήσουμε την ερμηνεία του νοήματος της δόξας του Χριστού μέσα από
την αποκάλυψη δια των σημείων. Το
κείμενο κλειδί είναι προφανώς ο καταληκτικός στίχος του Ευαγγελίου: «ταῦτα δὲ (τα
σημεία) γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ»
(20,31α).Τα σημεία περιγράφονται από τον Ιωάννη για να αναγνωρίσουμε τον Ιησού
ως τον Μεσσία και Υιό του Θεού, δύο ιδιότητες που όπως
έχουμε πει αποτελούν το διπλό θεμέλιο του πιστεύω του αγ. Ιωάννη. Η αποκάλυψη
του μεσσιανισμού του Ιησού, αλλά κυρίως η αποκάλυψη της θείας υιότητάς του φαίνεται να ταυτίζονται με
την εκδήλωση της δόξας του. Πρόκειται
για μια διαπίστωση μεγάλης θεολογικής αξίας που θα πρέπει όμως να επιβεβαιωθεί
από τα κείμενα.
Δύο αποσπάσματα προσφέρονται γι’ αυτό τον
σκοπό: ο γάμος της Κανά και η ανάσταση του Λαζάρου. Και στις δύο περιγραφές με
τα θαύματα που τελεί ενώπιων του κοινού ο Ιησούς αποκαλύπτει την δόξα του: « ἐφανέρωσε τὴν δόξαν
αὐτοῦ, καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν οἱ
μαθηταὶ αὐτοῦ» (2,11)· «ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ» (11,40). Θα
περιοριστούμε στην ανάλυση του δευτέρου αποσπάσματος διότι σ’ αυτό
επαναλαμβάνεται η διατύπωση του προλόγου «θεάσθαι
την δόξαν».
3.
Στην
περιγραφή της αναστάσεως του Λαζάρου εμφανίζεται άμεσα η σχέση ανάμεσα στην δόξα του Ιησού και την υιότητα. Ας ξεκινήσουμε από το 11,40 :
λέγει ο Ιησούς στην Μαρία «οὐκ εἶπόν σοι ὅτι ἐὰν πιστεύσῃς, ὄψει τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ;».
Οι πρώτες λέξεις της προτάσεως παραπέμπουν σε μια προηγούμενη δήλωση. Ορισμένοι
ερμηνευτές αναφέρουν τον στ. 4: «Αὕτη ἡ ἀσθένεια… ἔστι … ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ», αλλά ο Ιησούς δεν
αναφέρεται ακόμη στην πίστη· άλλοι πάλι αναφέρουν τους στ. 23-26 όπου γίνεται
λόγος για την πίστη αλλά όχι για την
δόξα. Το πιθανότερο είναι ότι ο στ. 40 αποτελεί συνδυαστική επανάληψη των δύο
αποσπασμάτων που αναφέραμε: «η δόξα του Θεού» αναφέρεται στον στ. 4, και το
ρήμα «πιστεύω» του 11,40 θυμίζει τους στ. 25-27, όπου πιστεύειν επανέρχεται έως τέσσερις φορές, δύο φορές γενικά για του
πιστούς (11,25.26) και δύο φορές για την Μάρθα (11,27). Για να αποκαλύψουμε
λοιπόν όλες τις προεκτάσεις της έκφρασης «όψεσθαι την δόξαν του Θεού» (11.40)
θα πρέπει να σταθούμε στα δύο αυτά αποσπάσματα, τον στ. 11,4 και 11,23-27.
α) Στον 11,4 διαβάζουμε: «Αὕτη ἡ ἀσθένεια οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον,
ἀλλ' ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἵνα δοξασθῇ
ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ δι' αὐτῆς». Η ασθένεια του Λαζάρου έχει διπλή στόχευση (υπέρ … ίνα)· αλλά ο πρώτος στόχος
βρίσκει την ερμηνεία του στον δεύτερο: η
δόξα του Θεού εμφανίζεται στον δοξασμό
του Υιού του Θεού.
Πρόκειται συγκεκριμένα για την ανάσταση του Λαζάρου και για
το πώς αυτή μπορεί να δοξάσει τον Υιό του Θεού. Δεν αρκεί να ισχυρισθούμε ότι η
επίδειξη της θαυματουργικής ιδιότητας του Ιησού αποδεικνύει την δόξα του: και
άλλοι, πριν ή μετά από αυτόν (π.χ. ο Ηλίας ή ο Πέτρος) ανέστησαν νεκρό· η
τέλεση αυτού του θαύματος από τον Ιησού δεν αποτελεί ακόμη, από μόνη της,
απόδειξη υιότητας. Παραμένει όμως το γεγονός ότι από το πρώτο αυτό κείμενο, η δόξα του Θεού, σχετίζεται με τον δοξασμό
του Υιού του Θεού. Για να
κατανοήσουμε όμως σε τί ακριβώς συνίσταται ο συσχετισμός τους θα πρέπει να
εξετάσουμε το δεύτερο απόσπασμα στο οποίο εμφανίζεται εκ νέου ό τίτλος «Υιός του Θεού» (στ.23-27).
β) Ο Ιησούς, αφού λέγει στην Μάρθα: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις
καὶ ἡ ζωή» (11,25), την ρωτά εάν πιστεύει. Η Μάρθα, προαναγγέλλοντας την «επίσημη ομολογία πίστεως του
Ιωάννη», απαντά: «Ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν
κόσμον ἐρχόμενος» (11,27). Εδώ ο ορίζοντας διευρύνεται. Δεν βρισκόμαστε πλέον
στο άμεσο περιβάλλον του θαύματος. Σ’ αυτή την ομολογία πίστεως όλα δείχνουν
ότι αποτελεί για τον Ιωάννη απόδειξη της απολύτου πίστεως, μια πρόγευση της
πασχάλιας πίστεως και προκύπτει αφ’ ενός από την χρήση του παρακειμένου πεπίστευκα (Ιωάν. 3,18/ 6,69/ 16,27/
20,29/ 1η Επ. Ιωάν. 4,16 και 5,10), και αφ’ ετέρου από τον
παραλληλισμό αυτής της φράσης με τον καταληκτικό στίχο του Ευαγγελίου που
υπενθυμίζει τα «σημεία» των έργων του Ιησού: «ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε
ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ» (20,31), καθώς και από την κατάθεση
πίστεως της Μάρθας (11,25): « Ἐγώ εἰμι
ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν
καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα». Ο Ιησούς, όπως και ο Πατέρας
έχει την θεία εξουσία να ζωοποιεί (5,21). Είναι
επομένως φανερό ότι η αναγγελία του Ιησού στον στ. 11, 1-27 δεν περιορίζεται
στην πρόσφατη ανάσταση του Λαζάρου αλλά περιλαμβάνει το γενικότερο εσχατολογικό
χάρισμα της δωρεάς της ζωής από τον Ιησού, την οποία το προηγούμενο θαύμα
προοιωνίζει.
Σύμφωνα με άλλες ενδείξεις γίνεται επίσης
συγκεκριμένη αναφορά στον θάνατο και την ανάσταση του ίδιου του Ιησού: σε άλλα
σημεία του 4ου Ευαγγελίου, κατά την παρουσία του στην γη, ο Ιησούς δοξάζεται
πάντοτε όταν έλθη η Ώρα (7,39/ 12,16.23/ 13,31). Θα πρέπει λοιπόν να
παραδεχθούμε, όπως και ο J. Mollat ότι «Ο Ευαγγελιστής
βλέπει στον θάνατο και την ανάσταση του Λαζάρου μια αναγγελία καθώς και μια
άμεση ευκαιρία δοξασμού του ίδιου του Ιησού, δια του θανάτου του και την
αναστάσεώς του». Αλλά ο συσχετισμός του θαύματος με την έλευση της Ώρας, δεν
ερμηνεύεται μόνο με τον πρακτικό παραλληλισμό ανάμεσα στον θάνατο και την
ανάσταση του Λαζάρου αφ’ ενός, το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού, αφ’ ετέρου.
Θα πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο και να δείξουμε, στην περίπτωση του
Λαζάρου, όπως και στην περίπτωση του Ιησού, σε τι συνίσταται ακριβώς ο δοξασμός
του Υιού του Θεού. Ας εξετάσουμε
πρώτα πως πραγματώνεται στον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού, στην οποία
παραπέμπει το θαύμα.
Το δοξασθήναι επί
γης του Υιού του ανθρώπου ερμηνεύεται σε δύο αποσπάσματα. Στο πρώτο (12,23-25)
ο θάνατός του συμβολίζεται με τον κόκκο του σίτου που έπεσε στην γη· με τον
θάνατό του ο κόκκος του σίτου φέρει πολύν καρπόν· ο ίδιος «νόμος του θανάτου
και την ζωής» ισχύει και για τον Χριστό που προσφέρει την ζωή του υπέρ ημών· ο
Υιός του ανθρώπου δοξάζεται διά της μεστότητας του θανάτου του, όπως
περιγράφεται στον στ. 12,32: «κἀγὼ ἐὰν ὑψωθῶ ἐκ τῆς γῆς, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν».
Η εσχατολογική φανέρωση, η γέννηση του νέου λαού του Θεού πραγματώνεται από το
βλέμμα των πιστών προς τον εσταυρωμένο (19,37).
Το δεύτερο απόσπασμα αφορά στους λόγους του ίδιου του Ιησού
κατά τον Μυστικό Δείπνο, μετά την αναχώρηση του Ιούδα μέσα στην νύχτα
(13,31-32): «Ὅτε οὖν ἐξῆλθε, λέγει ὁ Ἰησοῦς· Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ. εἰ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη
ἐν αὐτῷ, καὶ ὁ Θεὸς δοξάσει αὐτὸν ἐν ἑαυτῷ, καὶ εὐθὺς δοξάσει αὐτόν». Εδώ ο
Ιησούς διακρίνει τον διπλό δοξασμό του Υιού του ανθρώπου: ο πρώτος μόλις
ετελέσθη (νυν εδοξάσθη) και ο άλλος
θα τελεσθεί σύντομα (ο θεός … ευθύς
δοξάσει αυτόν). Αυτός ο τελευταίος συντελείται με την ανάσταση του Ιησού
και την είσοδό του στην ουράνια δόξα (17,24). Ο πρώτος αναφέρεται στο πάθος και
τον θάνατο του Ιησού, όπως δείχνουν τα δύο επεισόδια που προηγούνται: η
αποκάλυψη της προδοσίας του Ιούδα (13,21-30) και η νίψης των ποδών (13,1-20).
Με την αναχώρηση του Ιούδα επισπεύδονται τα γεγονότα· ο προδότης που
εξαφανίζεται μέσα στην νύχτα (13,30) αντιπροσωπεύει για τον Ιωάννη τον διάβολο
(6,70 και 13,2.27)· αλλά με την αναγγελία του Πάθους ο άρχων του κόσμου τούτου
εκβάλλεται (12,31)· η αυτοκρατορία του αντικαθίσταται από την βασιλεία του Υιού
του ανθρώπου που θα ανυψωθεί στον σταυρό (12,32)·σ’ αυτή την προοπτική η
αναχώρηση του προδότη είναι ήδη για τον Χριστό σημείο του Πάθους του, της
απόλυτης υπακοής του στο θέλημα του Πατρός, του δοξασμού του: «Το Πάθος έχει
κατ’ αρχήν ήδη συντελεστεί, ο Ιησούς έχει ήδη θριαμβεύσει» (D.
Mollat).
Αλλά και η νήψις των ποδών επίσης «εκφράζει συμβολικά το ουσιώδες της ζωής και
του Πάθους του Ιησού, την αγάπη για την σωτηρία των ανθρώπων που περιέχει το
ταπεινό αυτό διακόνημα,» (ό. π.). Η συμβολική αυτή χειρονομία εξηγεί το
βαθύτερο νόημα του θανάτου του Ιησού· γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο Ιωάννης
εισάγει το θέμα λέγοντας: «εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐλήλυθεν αὐτοῦ ἡ ὥρα ἵνα μεταβῇ ἐκ
τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν πατέρα» (13,1)
Η διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις του μαρτυρίου του Σταυρού
στο απόσπασμα 13,1-30, δείχνουν ότι η δόξα
για την οποία ομιλεί ο Ιησούς στον 13,31 αναφέρεται στον επικείμενο θάνατό του,
ως πράξη υιικής υπακοής στο θέλημα
του Πατρός (12,27-28), ως η ύψιστη εκδήλωση αγάπης για τους δικούς του (13,1
και 19,30) και της αγάπης του Πατρός (3,16-17), ως η δωρεά της ζωής στους
ανθρώπους (12,23-25), ως η εσχατολογική θεσμοθέτηση του καινού λαού του Θεού
(12,32).
γ) Μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε, στο φως της προηγούμενης
αναλύσεως, πώς η δόξα του Θεού
αναφαίνεται στον μνήμα του Λαζάρου (11,40), διά της δόξης του Υιού του Θεού(11,4). Στην θαυματουργική
παρέμβαση του Ιησού προτυπώνονται οι διάφορες όψεις του δοξασμού του, όταν έλθη
η Ώρα: υπενθυμίζοντας τον βαθύ δεσμό του προς τον Πατέρα, πριν τελέσει το θαύμα
(11,41β-42) ο Ιησούς αφήνει να διαφανεί η υιική υπακοή του στο Πάθος και τον
θάνατό του· εγείροντας τον Λάζαρο από το μνήμα, δηλώνει ότι αυτός είναι η
ανάσταση και η ζωή (11,25)· τελώντας το θαύμα δια της εξουσίας του (11,43),
αποκαλύπτει και αναγγέλλει την εξουσία που του εδόθη κατ’ εντολήν του Πατρός
(10,18), να δώσει την ζωή του και να την λάβει πάλι πίσω. Όπως λοιπόν
υπογραμμίζει και ο C. Traets: «Η δόξα που αναδεικνύεται
από το θαύμα συνίσταται στην εξουσιαστική και ζωογόνο δύναμη του Ιησού, νικητή
του ίδιου του θανάτου του, δια του δεσμού του προς τον Πατέρα, δια της υιικής
υπακοής του και της ολοκλήρωσης της αποστολής του (στ.42.43)».
4. Ας συνοψίσουμε τα
αποτελέσματα της προηγούμενης ανάλυσης. Για να φωτίσουμε το νόημα των λέξεων
του προλόγου «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (1,14) ήταν αναγκαίο να εξετάσουμε δύο
παράλληλα αποσπάσματα: 12,41 και 11,40. Σύμφωνα με το πρώτο απόσπασμα («Ἡσαΐας
… εἶδεν τὴν δόξαν αὐτοῦ») η δόξα του Ιησού εμφανίζεται πρώτα με τα σημεία. Ο Ιωάννης αναφέρει μόνο δύο
θαύματα που αναδεικνύουν την δόξα του Ιησού κατά τον δημόσιο βίο του και
αντιπροσωπεύουν το σύνολο των σημείων και των έργων του: την μετατροπή του
ύδατος σε οίνο στον γάμο της Κανά (2,11) και την ανάσταση του Λαζάρου (11,40).
Αλλά το δεύτερο αυτό κείμενο, που μπορεί να παραλληλισθεί άμεσα με το στ, 1,14,
μας κατευθύνει ουσιαστικά προς την Ώρα· η δόξα του Ιησού αναδύεται από το μνήμα
του Λαζάρου, διότι το βαθύτερο νόημα αυτού του θαύματος προοιωνίζει την
αποκάλυψη που συνοδεύει τον θάνατό και την ανάστασή του: την υιική υπακοή προς
τον Πατέρα, την αγάπη του για τους ανθρώπους και το δώρο της ζωής.
5. Κατέχουμε πλέον τώρα όλα τα
στοιχεία που θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε το ακριβές νόημα της φράσεως του
προλόγου: «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ»
(1,14β). Σύμφωνα με πολλούς ερμηνευτές πρόκειται εδώ για το μεγαλείο, την θεία
δόξα του Λόγου, για το ίδιο το είναι του Θεού που αποκαλύπτεται στον Ιησού.
Αλλά αυτή η ερμηνεία δεν παραβλέπει τα δεδομένα του κειμένου; Δεν ερμηνεύει την
δόξα κατά το νόημα της Π. Δ.; Ή ακόμη δεν αναδεικνύει ένα είδος νέο-πλατωνικής
σύλληψης του θείου φωτός; Κατά τον Loisy «δεν πρόκειται απλώς για τη δόξα
του Θεού, ούτε για τα θεία γνωρίσματα του Λόγου, αλλά για το σύνολο της
θεϊκότητας καθ’ όλη την γήινη παρουσία του Ιησού». Στην πραγματικότητα, όπως
ήδη αναφέραμε στα υπόλοιπα αποσπάσματα περί της επί γης δόξας του Ιησού, τα
γνωρίσματά της ανήκουν σε μια πραγματικότητα κατά πολύ ταπεινότερη και
υπαρξιακή: στην υιική υπακοή του Ιησού
προς τον Πατέρα, έως τον Σταυρό. Θα πρέπει λοιπόν να ερμηνεύσουμε κατά το αυτό
πνεύμα την δόξα στον 1,14, δηλαδή με
την έννοια της φανερώσεως, της αποκαλύψεως.
Υπάρχει επίσης η εκδοχή ορισμένων ερμηνευτών που μας παραπέμπει στην
αποκάλυψη της δόξης του Χριστού στην Μεταμόρφωση («εἶδον τὴν δόξαν αὐτοῦ»,
Λουκ. 9,32). Μας φαίνεται εντελώς απίθανο. Ο Ιωάννης δεν αναφέρει τίποτε
σχετικό στο 4ο Ευαγγέλιο· και τίποτε στον στίχο του προλόγου δεν μας
οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα: το κείμενο βασίζεται μάλλον στην θεολογία της Ενσαρκώσεως. Και η χρήση του
ρήματος εθεασάμεθα στον αόριστο συναντάται
επίσης στον πρόλογο της 1ης Επιστολής: «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα …περὶ
τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς … ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν» (1,1-2).Άρα ο Ιωάννης περιγράφει εδώ συνοπτικά (πρόκειται για έναν «αόριστο συμπλεκτικό) την εμπειρία του ιδίου και
των άλλων μαθητών· ο Λόγος της ζωής τους φανερώθηκε.
Το αυτό ισχύει και τον 1,14.
Είναι λάθος λοιπόν να ερμηνεύσουμε αυτό το απόσπασμα σαν ένα ιδιαίτερο γεγονός του δημόσιου βίου. Η
δική μας αναφορά στην ανάσταση του Λαζάρου απέβλεπε αποκλειστικά στην αποκάλυψη
του νοήματος της έκφρασης «θεάσθαι την δόξαν». Ο στίχος του προλόγου δεν
υπονοεί φυσικά το συγκεκριμένο γεγονός της αναστάσεως του Λαζάρου. Και όπως
είπαμε προηγουμένως αυτό το θαύμα δοξάζει τον Υιό του Θεού επειδή προοιωνίζει
τα γεγονότα της Ώρας. Δεν αποτελεί όμως, όπως μερικοί πιστεύουν, μια ευθεία
αναφορά στον Σταυρό. Με αυτά τα συγκεκριμένα γεγονότα, και ιδιαίτερα τη Σταύρωση
και την Ανάσταση, ο Ιησούς αποκαλύφθηκε βαθμιαία στους μαθητές του ως ο Υιός
του Θεού. Αλλά η ουσιαστική εμπειρία των μαθητών υπήρξε η αναγνώριση της διαρκούς ενώσεως του Ιησού με τον
Πατέρα, της απόλυτης υποταγής στο θέλημά του. Η υποταγή αυτή έλαβε την ύψιστη
μορφή της στον Σταυρό, που αποτελεί και την κορύφωση της αποκαλύψεως του Ιησού
ως του Υιού του Θεού και την καθεαυτό φανέρωση της δόξης του.
Το κείμενο του προλόγου περικλείει όλα αυτά. Δεν αναφέρεται σε κάποια
συγκεκριμένη εμπειρία των μαθητών, ούτε αποκλειστικά στην ίδια την Σταύρωση,
αλλά στο σύνολο των εμπειριών που προηγήθηκαν αποκαλύπτοντας σταδιακά στον
Ιησού τον Υιό του Θεού. Αυτή η σφαιρική εμπειρία παρουσιάζεται εδώ αναδρομικά: «ἐθεασάμεθα
τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός». Η δόξα επομένως του Ιησού, που βλέπουν οι μαθητές είναι η αποκάλυψη
ότι εστάλη παρά του πατρός και ότι ήτο ο μονογενής
Υιός του Πατρός· ταυτοχρόνως η συγκεκριμένη συμπεριφορά του υπήρξε πάντοτε αυτή
της απόλυτης υπακοής στον Πατέρα, η συμπεριφορά του μονογενούς Υιού του Πατρός,
η φανέρωση της απόλυτης προσφοράς της αγάπης. Εδώ τοποθετείται η καθεαυτό θεϊκή
ιδιότητά του. Και αυτή ακριβώς φανερώνει την «δόξα» του Ιησού.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου