Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (14)

 Συνέχεια από: Σάββατο, 10 Οκτωβρίου 2020


Κεφάλαιο 14: Κτιστότητα «κατ’ εἰκόνα» καὶ «ὁμοίωσιν» τοῦ Ἀκτίστου 

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία καὶ μαρτυρία γνωρίζει (καὶ ἀναγνωρίζει στὶς σελίδες τῆς Γένεσης) δύο τρόπους ὕπαρξης: Τὸν τρόπο τῆς Αὐτοαιτίας, τρόπο τοῦ Ἀκτίστου, ποὺ εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ἀγάπης, ἡ ὕπαρξη ὡς κοινωνούμενη ἀγάπη. Καὶ τὸν τρόπο τῆς κτιστότητας, ποὺ εἶναι ἡ ὕπαρξη ὡς ἀτομικὴ αὐτοσυντήρηση-κυριαρχία-ἡδονή, ὕπαρξη ποὺ πραγματώνεται ὡς ἐπιδίωξη ἀτομοκεντρικῆς αὐτάρκειας, ἔχει ἔναρξη καὶ πέρας, ὑπόκειται σὲ φθορὰ καὶ καταλήγει σὲ θάνατο (ὁριστικά, καταγωγικὰ ἰδιώματα τῆς κτιστότητας).

Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει μὲ ὅλους τοὺς ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστότητας, ἀλλὰ (μόνος αὐτὸς μέσα στὸ κτιστὸ σύμπαν) καὶ μὲ τὴν ὑπαρκτικὴ δυνατότητα νὰ εἰκονίσει (νὰ πραγματώσει-φανερώσει σὲ κάποιο ποσοστὸ — περιορισμένα) τὸν τρόπο τῆς ἀγαπητικῆς ἐλευθερίας τοῦ Ἀκτίστου.φύση του (ὁ δεδομένος τρόπος τῆς κτιστῆς ὕπαρξής του) ἐπιβάλλει, π.χ., τὴ λήψη τῆς τροφῆς ὡς ἀναγκαιότητα αὐτόνομης-ἐνορμητικῆς αὐτοσυντήρησης — ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλογα ἔμβια. Ἡ λογικὴ-προσωπικὴ ὑπαρκτική του δυνατότητα τοῦ ἐπιτρέπει κάποια ἀπεξάρτηση ἀπὸ τὴν τυφλὴ (ἄλογη) ἀναγκαιότητα τοῦ ἐνστίκτου: Μπορεῖ νὰ μεταβάλει τὴν ἀτομοκεντρικὴ ἀνάγκη λήψης τῆς τροφῆς σὲ ἐλευθερία κοινωνίας τῆς τροφῆς, σὲ χαρὰ συνεστίασης. Ἂν θέλει ἡ λήψη τῆς τροφῆς-ζωῆς του νὰ εἶναι πραγμάτωση σχέσης, κοινωνίας, ἔρωτα αὐθυπερβατικοῦ, τότε λέει ἔμπρακτα ναὶ σὲ χάρισμα-δυνατότητα ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινη: Δυνατότητα ὑπαρκτικῆς ὁμοίωσης μὲ τὴν ἐλευθερία, ἀχρονία, ἀδιαστασία τοῦ Ἀκτίστου.

Αὐτὴ ἡ θεώρηση φωτίζει τὴ σχέση ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ μὲ ὅρους ἀποκλειστικὰ ἀγάπης, ὅρους ἐλευθερίας. Στὴν προοπτικὴ αὐτή, τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ ὄχι θρησκευτικὴ-νομική, ὁ Θεὸς εἶναι μόνο ἀγάπη, μόνο Νυμφίος-ἐραστὴς — ὄχι κριτής, ὄχι τιμωρός, ὄχι ἐκδικητής. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπιλέξει, καὶ μὲ ὅ,τι κι ἂν ἐπιλέξει δὲν παραβαίνει «ἐντολή»: Δὲν ὑπονομεύει τὴν ἐλευθερία τῆς ἐπιλογῆς του ἡ ἀπειλὴ τιμωρίας, ἐπιβολῆς αἰώνιων (χωρὶς χρονικὸ τέλος) βασανισμῶν.
Οὔτε ὁ τρόμος, οὔτε οἱ σαδομαζοχιστικὲς ἐνοχές, οὔτε ὁ «παιδαγωγικὸς» βιασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου συμβιβάζονται μὲ τὸν τρόπο ὕπαρξης καὶ ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Δὲν κολάζει, δὲν ἐκδικεῖται, δὲν «παιδαγωγεῖ» μὲ βασανιστήρια ὁ Θεός, δὲν παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐλευθερία ποὺ Αὐτὸς τοῦ χάρισε, δὲν καιροφυλαχτεῖ γιὰ νὰ τιμωρήσει τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἰλιγγιῶδες γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα εἶναι ὁ σεβασμὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου: Ἱδρύει ὁ Θεὸς «ἔναντι» τῆς δικῆς του πανισχύος μιὰ δεύτερη λογικὴ-προσωπική, «κατ’ εἰκόνα» του ὕπαρξη, ἱκανὴ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸν «μανικὸν ἔρωτα» τοῦ Θεοῦ ἢ νὰ ἀπορρίψει αὐτὸν τὸν ἔρωτα, νὰ προτιμήσει τὴν περατότητα τοῦ κτιστοῦ, νὰ ἀρνηθεῖ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ χρόνο, χῶρο, φθορὰ καὶ σχετικότητα ποὺ τοῦ προσφέρεται.

Πολύτιμο θησαύρισμα στὸ πεδίο αὐτοῦ τοῦ προβληματισμοῦ εἶναι ἡ σοφὴ ὑπόμνηση ποὺ μᾶς κατέλειπε ὁ Wittgenstein: Τὰ ὅρια τῆς γλώσσας μου εἶναι τὰ ὅρια τοῦ κόσμου μου (Tractatus 5, 6). Μέσα στὰ ὅρια τῆς κτιστῆς πραγματικότητας σημαίνουμε μὲ τὴ λέξη ἐλευθερία τὸ ἐνδεχόμενο (νοητικὰ συλλαμβανόμενο καὶ ἐμπειρικὰ σπανίως ψηλαφούμενο) τῆς μὴ ἀναγκαιότητας, μιᾶς ἀδέσμευτης σὲ προκαθορισμοὺς καὶ ἀνάγκες πράξης ἢ ὑπαρκτικῆς ἐπίγνωσης. Ὑπάρχουν στὴ διάρκεια τοῦ ἀνθρώπινου βίου κάποια ψήγματα (στιγμὲς) ἐμπειρίας ἢ «γεύσης» τῆς ἀπεξάρτησης ἀπὸ τὴ νομοτέλεια τῆς κτιστότητας, ἀπηχήματα ἐλευθερίας ποὺ σημαίνονται πάντοτε συγκριτικά, δηλαδὴ πάντοτε ὡς ἀνοιχτὴ δυνατότητα ἐπιλογῆς.

Τὸ ἐνδεχόμενο ἐλευθερίας τὸ νοοῦμε πάντοτε ὡς-πρὸς τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ διέπουν κάθε αἰτιατό, πάντοτε ὡς ἐπιλογὴ ἀποδέσμευσης. Τὸ αἰτιατὸ εἶναι αἰτιωδῶς ἑτεροκαθοριζόμενο, ὑπόκειται στὶς ἀναγκαιότητες τοῦ ὑπαρκτικοῦ ἑτεροκαθορισμοῦ του, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἐνδεχόμενο ἐλευθερίας του εἴπαμε ὅτι νοεῖται πάντοτε ὡς-πρὸς τὶς ἀναγκαιότητες ποὺ τὸ διέπουν. Δὲν ἔχουμε τὰ γλωσσικὰ σημαίνοντα οὔτε τὶς ἐμπειρικὲς παραστάσεις γιὰ νὰ νοήσουμε τὴν ἐλευθερία ὡς καταγωγικὴ αὐθυπαρξία — ὡς ἄναρχη, ἄχρονη, ἀδιάστατη ὑπαρκτικὴ πληρότητα προσωπικῆς (αὐτοσυνείδητης καὶ αὐτενεργοῦ) λογικότητας.

«Ὡς δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι» διαστέλλουμε τὰ αἰτιατὰ ἀπὸ τὴν Αἰτία τους, τὰ κτιστὰ ἀπὸ τὸ Ἄκτιστο — τὴν ὑπαρκτικὴ ἀναγκαιότητα ἀπὸ τὴν ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία. Ὀντολογικὰ προσδιοριζόμενη ἡ ἀναγκαιότητα δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὸ «κακό», μιὰ τελεσίδικη συμφορὰ-ὀδύνη ποὺ διαρκεῖ ἀτελεύτητα. Εἶναι τὸ μὴ ἀπόλυτο (μὴ ἀπολελυμένο-ἐλεύθερο), τὸ κατ’ ἀνάγκην, ὄχι κατ’ ἐπιλογὴν ὑπαρκτό. Ἡ τῶν πάντων Αἰτία (αἰτιώδης Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν) «ἀποκαλύπτει» στὰ ἔλλογα αἰτιατὰ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξής της: «ἀγάπη ἐστί», τὸ εἶναι της πραγματώνεται καὶ φανερώνεται ὡς ἐλευθερία ἀγαπητικῆς αὐθυπέρβασης: «γεννᾶ» τὸν λόγο-τρόπο τῆς κοινωνούμενης ὑπαρκτικῆς της πληρότητας καὶ «ἐκπορεύει» τὸ πνεῦμα-ταυτότητα ὑπαρκτικῆς ἀλληλοπεριχώρησης τῶν ὑποστάσεων ἀγάπης-ἐλευθερίας.

Ἡ ἀνάγνωση τῶν πρώτων σελίδων τῆς Γένεσης μὲ κριτήριο ἑρμηνείας καὶ κατανόησης μόνη τὴ διαφορὰ τρόπου τῆς ὕπαρξης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου (χωρὶς προσφυγὲς σὲ «πτώση» καὶ «τιμωρία») χαρίζει τὴ μᾶλλον διαυγέστερη (κοινωνούμενη) πρόσβαση στὸ ἐκκλησιαστικὸ εὐ-αγγέλιο: Ἡ ἔλλογη τρισυπόστατη ἀγάπη τοῦ Ἀκτίστου, «δι’ ὑπερβολὴν ἐρωτικῆς ἀγαθότητος», θέλει-ὀρέγεται-ἐπιθυμεῖ τὴν ὁμοίωσιν τοῦ τρόπου τῆς κτιστότητας μὲ τὸν δικό της τρόπο ὑπαρκτικῆς ἐλευθερίας. Καὶ ἡ σχετικὴ ἀλλὰ κρίσιμη ἐλευθερία τοῦ ἔλλογου κτιστοῦ (τοῦ ἀνθρώπου) ἐπιλέγει ἢ τὴ «σώα», πληρωματικὴ ὁλοκληρία (σωτηρία) τῆς ὕπαρξης ἢ τὴν ἐμμονὴ στοὺς καταγωγικοὺς τῆς κτιστότητας ὑπαρκτικοὺς περιορισμοὺς (ὑστερήματα) τῆς κτιστότητας. Δὲν πρόκειται λοιπὸν γιὰ πτώση στὸ κακὸ καὶ ἀέναη (γι’ αὐτὸ σκανδαλώδη) τιμωρία τῆς πτώσης, ἀλλὰ γιὰ τὴ μεγαλειώδη γιὰ τὶς ἐπιπτώσεις της περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἰλιγγιώδη σεβασμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία.

Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶχε δημιουργηθεῖ ἀρχικὰ ἀθάνατος, τότε δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «δημιουργία», «πλάση», «κατασκευὴ» τοῦ ἀνθρώπου. Ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιῦμε ἄλλη λέξη, ἀνάλογη μὲ τὴ «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν «ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος, λέξη ποὺ νὰ δηλώνει «τὸν ἐξ ἀθανάτου ἀθάνατον», τὸν «συναΐδιον» τῆς ἀνάρχου ἀθανασίας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος. Κτιστότητα (δηλαδὴ ἔναρξη τοῦ ὑπάρχειν) καὶ ἀθανασία (δηλαδὴ ἀπεριοριστία τοῦ ὑπάρχειν) εἶναι ἔννοιες ἀντιφατικές, ἀσύμβατες — ἡ μία ἀποκλείει τὴν ἄλλη. Ἡ ἀθανασία δὲν «κτίζεται» καταγωγικά, μόνο χαρίζεται ὡς ἐπιστέγασμα τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τῆς ἐλεύθερης ἐπιλογῆς ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο τοῦ ἐρωτικοῦ τρόπου τῆς Τριαδικῆς Θεαρχίας.

Κυκλοφορεῖ μέσα στὴ χριστιανικὴ γραμματεία τὸ διανοητικὸ ἐπινόημα μιᾶς «προ-πτωτικῆς» χρονικῆς περιόδου, στὴν ὁποία θάνατος δὲν ὑπῆρχε στὸ κτιστὸ σύμπαν. Ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε οὔτε καὶ «τροφικὴ ἁλυσίδα» οὔτε «φυσικὴ ἐπιλογὴ» (Βλ. Ὀντολογία τῆς σχέσης, Ἀθήνα, Ἴκαρος 22008, κεφ. 16, σελ. 169) οὔτε καὶ ἀσθένεια ἢ φθορά. Ὅλα τὰ θηρία ἦταν χορτοφάγα — στὴν ὀπτικὴ αὐτὴ τὰ φυτὰ δὲν λογαριάζονται ὡς ἔμβια, ἑπομένως ἡ ἀνάλωσή τους ὡς τροφῆς τῶν θηρίων δὲν ταυτίζεται μὲ τὸν θάνατο. Δὲν ὑπῆρχαν μικρόβια, βάκιλοι, βακτηρίδια, ἰοὶ — καὶ βεβαίως τὰ ἄνθη δὲν εἶχαν ἀγκάθια οὔτε ἡ διαιώνιση τῶν ἀνθρώπων γινόταν μὲ τὴ σεξουαλικὴ σχέση, ἀλλὰ «ἀγγελικῆς ἐπινοίας τρόπῳ» (Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Δογματική, τόμος Α΄, κεφ. Ζ, § Δ.).

Τὸ διανοητικὸ αὐτὸ ἐπινόημα εἶναι ἀπολύτως ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική, τὴν ἀνθρώπινη πείρα, τὴν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ἐκκλησιαστικὸ εὐ-αγγέλιο. Ἔστω καὶ ὡς «ὑπόθεση ἐργασίας» δὲν λύνει κανένα ἀπὸ ὅσα ἑρμηνευτικὰ προβλήματα γέννησαν ὣς τώρα οἱ διαφοροποιημένες ἀναγνώσεις τῶν πρώτων σελίδων τῆς Γένεσης. Σαφέστατα ἡ σχιζοειδὴς ἀντιδιαστολὴ μιᾶς φαντασιακῆς «προ-πτωτικῆς» καὶ μιᾶς ρεαλιστικὰ πιστοποιούμενης «μετα-πτωτικῆς» περιόδου τῆς γήινης Ἱστορίας ἐπιτείνει τὴ σύγχυση καὶ πολλαπλασιάζει τὰ ἀδιέξοδα.
 
ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΛΩΝΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΜΑΣ ΚΛΩΝΟΠΟΙΗΣΕ ΑΠΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΗ ΑΓΑΠΗ.
 ΓΙΑΤΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΕ; ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΜΙΣΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΜΑΣ!!! 
ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΤΟΣΗ ΨΥΧΑΣΘΕΝΕΙΑ Σ' ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΙΩΝΙΟ ΝΕΟ!!!

Ανώνυμος είπε...

''Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶχε δημιουργηθεῖ ἀρχικὰ ἀθάνατος, τότε δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «δημιουργία», «πλάση», «κατασκευὴ» τοῦ ἀνθρώπου. Ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιῦμε ἄλλη λέξη, ἀνάλογη μὲ τὴ «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν «ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος, λέξη ποὺ νὰ δηλώνει «τὸν ἐξ ἀθανάτου ἀθάνατον», τὸν «συναΐδιον» τῆς ἀνάρχου ἀθανασίας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος'',..... Νά είμαι τόσο καιρό μέρος της Αγίας Τριάδας και να μην το γνωρίζω κρίμα είναι...

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

''Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶχε δημιουργηθεῖ ἀρχικὰ ἀθάνατος, τότε δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ «δημιουργία», «πλάση», «κατασκευὴ» τοῦ ἀνθρώπου. Ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιῦμε ἄλλη λέξη, ἀνάλογη μὲ τὴ «γέννηση» τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν «ἐκπόρευση» τοῦ Πνεύματος, λέξη ποὺ νὰ δηλώνει «τὸν ἐξ ἀθανάτου ἀθάνατον», τὸν «συναΐδιον» τῆς ἀνάρχου ἀθανασίας τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος'',..... Νά είμαι τόσο καιρό μέρος της Αγίας Τριάδας και να μην το γνωρίζω κρίμα είναι...

Ανώνυμος είπε...

Ποια η θέση των Πατέρων για την αθανασία της ψυχής; Υπάρχει κείμενο που μπορείς να υποδείξεις Αμέθυστε;

amethystos είπε...

Είναι πολλά. Τά καλύτερα νομίζω πώς είναι τού Αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Περί ψυχής καί Αναστάσεως καί τά Ερμηνευτικά στό Ασμα Ασμάτων.

Ανώνυμος είπε...

Εδώ ο Γιανναράς «γνωστικίζει» ή είναι η ιδέα μου;...

amethystos είπε...

Πιστός μηδενιστής τού Χάιντεγκερ. Μόνο πού πρόσθεσε μιά υπερβατική αρχή γιά νά ησυχάσει τήν συνείδησή του. Ο Γιόνας μίλησε καθαρά γιά τόν Γνωστικισμό τού Υπαρξισμού.