Επανάληψη από: Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021
Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΗΣ
Η εποχή των μάγων
Η μεγάλη δεκαετία της φιλοσοφίας
1919-1929
Wolfram Eilenberger
Εκδόσεις Klett-Cotta, 2018
ΙΙΙ. Γλωσσες
1919-1920
Ο Wittgenstein παρουσιάζεται μέσα στην καταιγίδα, ο Heidegger μαθαίνει όλη την αλήθεια, ο Cassirer αναζητά την φόρμα του και ο Benjamin μεταφράζει τον Θεό
Μιλώντας με εικόνες
«Δεν μπορεί να επιβάλει κανείς σε ένα σύμβολο, σε ποια έκφραση επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί. Όλα όσα ένα σύμβολο ΜΠΟΡΕΙ (kann) να εκφράσει, του ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ (darf) να τά εκφράσει»48, γράφει ο Wittgenstein τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1919, στον φίλο του και αλλοτινό δάσκαλο του, Bertrand Russell. Ο Russell είναι στα μάτια του Wittgenstein ο μοναδικός άνθρωπος πάνω στη γη, ο οποίος θα μπορούσε ίσως να καταλάβει το έργο του.Το συγκεκριμένο πρόβλημα στην φιλοσοφία τής γλώσσας, το οποίο ο Wittgenstein προσπαθεί να διασαφηνίσει στην απάντηση του, αφορά μια ένσταση, την οποία ο Russell εξέφρασε, αφού είχε διαβάσει «δυο φορές, πολύ προσεκτικά» το γραπτό. Η ένσταση αυτή στον πυρήνα της αφορά τους κανόνες που καθορίζουν την χρήση ενός συμβόλου, μέσα σε ένα λογικό σύστημα συμβολισμών, το οποίο (σύστημα) σύμφωνα με τον Wittgenstein βρίσκεται στη βάση κάθε έκφρασης με νόημα. Μέσα στις προτάσεις αυτές μπορούμε βέβαια να δούμε και μια πεισματική υπεράσπιση της κατάστασης στην οποία βρισκόταν την περίοδο εκείνη ο Wittgenstein. Τις ημέρες εκείνες είναι αποφασισμένος, χάριν του συμβόλου, το οποίο είναι αυτός ο ίδιος, να πάρει δρόμους πολύ πέρα από τις προσταγές, προσδοκίες και συνάφειες, που μέχρι τότε έδιναν νόημα στη ζωή του. Το να αποχωριστεί από την περιουσία του και να είναι με τον τρόπο αυτό ελεύθερος για ένα νέο, ριζικό ξεκίνημα, ίσως να ήταν κατανοητό για τους στενούς του φίλους και συγγενείς. Η πρόθεση όμως του Wittgenstein, σε ένα δεύτερο στάδιο, να απαρνηθεί ακόμα και το ταλέντο του, προκάλεσε, κυρίως στα αδέλφια του, μεγάλη δυσαρέσκεια. Η μεγάλη του αδελφή, και η πιο έμπιστη του, η Hermine, θυμάται:
«Την δεύτερη του απόφαση, να επιλέξει μια αφανή εργασία, ίσως μάλιστα να γίνει δάσκαλος δημοτικού σε κάποιο χωριό, δεν μπορούσα ούτε και εγώ στην αρχή να καταλάβω. Και επειδή εμείς τα αδέλφια συνεννοούμαστε συχνά με παρομοιώσεις, του είπα μετά από μια μακρά μας συνομιλία: όταν τον φαντάζομαι δάσκαλο δημοτικού με την φιλοσοφικά εκπαιδευμένη του διάνοια, μου μοιάζει με κάποιον, που χρησιμοποιεί ένα όργανο ακριβείας, για να ανοίξει κιβώτια. Στην παρομοίωση αυτή, ο Ludwig μου απάντησε με μια άλλη που με αποστόμωσε. Είπε: «Εσύ μου θυμίζεις ένα άνθρωπο που κοιτάζει μέσα από ένα κλειστό παράθυρο και δεν μπορεί να εξηγήσει τις περίεργες κινήσεις ενός περαστικού. Δεν γνωρίζει τι καταιγίδα αγριεύει έξω, και πως ο άνθρωπος εκείνος ίσως να κρατιέται με δυσκολία όρθιος».»49
Ο ιδιοφυής αδελφός μέσα σε μια νοητή εικόνα. Μέσα σε αυτήν τήν ανάμνηση συγκεντρώνονται πράγματι όλα τα προβλήματα, αλλά και οι τρόποι επίλυσης τους, καθοριστικά για την ύπαρξη του Ludwig.
Βλέπουμε κατ’ αρχάς το καθοριστικό αίσθημα, από την πρώιμη νεότητα του κιόλας, πως είναι χωρισμένος από τον κόσμο των συνανθρώπων του, με ένα αόρατο τοίχο ή τζάμι. Μια διαίσθηση, που προκαλούσε αβεβαιότητα, περί θεμελιώδους διαφορετικότητας, η οποία είχε ενισχυθεί και βαθύνει από τις εμπειρίες του πολέμου. Στις φάσεις κορύφωσης, το αίσθημα αυτό εντείνονταν μέχρι ενός διανοητικού αποκλεισμού (ή ενός εγκλεισμού), και εξέθετε τη ζωή του σε μια υποψία έλλειψης νοήματος, την οποία πολύ δύσκολα άντεχε. Συνέπεια ήταν η προς τα έξω πλήρης ανικανότητα χειρισμού-δράσης, ενώ μέσα αγρίευαν οι χιονοθύελλες.
Στην νεότερη έρευνα ερευνήθηκε η υπόθεση πως ο Wittgenstein θα μπορούσε ίσως να έπασχε από μια κατώτερη μορφή αυτισμού50, που από το 1992 έχει αναγνωρισθεί ως παθογένεια και φέρει το όνομα «σύνδρομο Asperger»: μια πρώιμη διαταραχή της ανάπτυξης, που δεν συνοδεύεται σπάνια με ιδιαίτερα χαρίσματα στο πεδίο ανάλυσης-μαθηματικών ή και της μουσικής, και στην καθημερινότητα χαρακτηρίζεται από προσκόλληση σε σταθερά σχήματα δράσης και πολύ περιορισμένη κοινωνική ικανότητα. Ίσως να ήταν και έτσι. Σε κάθε περίπτωση, η χρήση του μεταφορικού λόγου περί «τοίχου», «παραθύρου» ή και «τείχους», που διαχωρίζει το προσωπικό βίωμα από τον κόσμο των άλλων, ανήκει στις πιο χαρακτηριστικές αυτοπεριγραφές ανθρώπων που υποφέρουν από κατάθλιψη. Οι σημειώσεις και οι επιστολές του Wittgenstein από την περίοδο 1919-1921 – με τους διαρκώς επαναλαμβανόμενους λογισμούς περί λυτρωτικής αυτοκτονίας-δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας περί αυτού: στους μήνες και τα χρόνια αυτά περνά φάσεις βαριάς κατάθλιψης.
Φαινομενικά ανεξάρτητη από κλινικές υποψίες, η υπόθεση, πως η πρόσβαση του στον λεγόμενο έξω κόσμο, όπως και στους άλλους ανθρώπους «εκεί έξω», μπορεί να είναι θεμελιωδώς διαταραγμένη ή μετατοπισμένη, αναπαριστά την αμφιβολία, η οποία θεμελιώνει την δυτική φιλοσοφία: Μας χωρίζει εκεί κάτι από την αληθινή κατασκευή των πραγμάτων; Από τις αληθινές εμπειρίες και αισθήματα των άλλων; Και αν ναι, τι μπορεί να είναι αυτό;
Ήδη ο πλατωνικός μύθος του σπηλαίου αρδεύεται από την υποψία, πως ο κόσμος, όπως τον αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινότητα, είναι στ’ αλήθεια ένας κόσμος σκιών και φαινομένων. Για να προσλάβουμε πιο καθαρά την παρομοίωση του Wittgenstein περί ανθρώπου πίσω από το «κλειστό παράθυρο», ας θυμηθούμε το γραπτό που θεμελίωσε την σύγχρονη φιλοσοφία περί γνώσεως και υποκειμένου, δηλαδή το κείμενο «Mediatationen» του René Descartes, από το 1641.
Στο έργο του αυτό, που χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή, ο Descartes ξεκινά το περί αμφιβολίας πείραμα του, με μια φαινομενικά αθώα ματιά προς τα έξω, μέσα από το δωμάτιο του που το ζεσταίνει ένα τζάκι. Τη ματιά αυτή συνοδεύει η αμφιβολία, εάν όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους βλέπει να περνούν μέσα στη βροχή μπροστά από το παράθυρο του, είναι πραγματικά άνθρωποι-ή μήπως είναι «μηχανές» με παλτό και καπέλο πάνω στο κεφάλι τους51. Τι γνωρίζει κανείς ως σκεπτόμενο υποκείμενο, κλεισμένος πίσω από το παράθυρο του εγκεφάλου του, για εκείνα που συμβαίνουν μέσα στους άλλους ανθρώπους; Ποιες θύελλες μαίνονται μέσα στο εσωτερικό τους εκείνη τη στιγμή; Ή μήπως δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα-και επικρατεί στ’ αλήθεια μια ολοκληρωτική, διαρκής νηνεμία;
Συνεχίζεται
ΑΡΧΑΙΕΣ ΚΗΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΝΟΙΑΣ ΜΑΣ ΑΛΛΑ ΑΡΝΗΘΗΚΑΜΕ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΜΑΣ ΑΠΑΞΙΩΝΟΝΤΑΣ ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ.
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΜΟΦΙΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΕΛΥΕ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΠΟΥ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΑΝ ΤΙΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου