ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ
ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)
ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Η μελέτη "Παύλος. Τομές στη θεολογία του", αποτελεί απόπειρα συστηματικής εκθέσεως μέρους της θεολογικής σκέψεως του αποστόλου Παύλου ενός εκ των κορυφαίων θεολόγων της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας υπό τη μορφή ενδεικτικών τομών σε βάθος και πλάτος τριών περιοχών της διδασκαλίας του: της σωτηριολογίας, της εκκλησιολογίας, και της ηθικής και κοινωνικής διδασκαλίας. Επιχειρεί αναθεώρηση της συμβατικής ερμηνείας του θεολογικού λόγου του αποστόλου των εθνών, είτε αναψηλαφώντας αγνοημένες πτυχές του (ευχαριστιολογία), είτε αναδεικνύοντας υποβαθμισμένες περιοχές του (κοινωνική διδασκαλία), είτε τονίζοντας παρερμηνευμένες θέσεις του (σωτηριολογία), είτε τέλος επανερμηνεύοντας ουσιαστικές του παραμέτρους (σταυρική διδασκαλία).
Το παρόν διδακτικό εγχειρίδιο βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην επιστημονική παραγωγή είκοσι και πλέον ετών του υπογράφοντος, καθώς και στη δημιουργική επικοινωνία όλα αυτά τα χρόνια με τους φοιτητές του. Αποτελεί απόπειρα συστηματικής εκθέσεως μέρους της θεολογικής σκέψεως του αποστόλου Παύλου -ενός εκ των κορυφαίων θεολόγων της αρχέγονης χριστιανικής κοινότητας- υπό τη μορφή ενδεικτικών τομών σε βάθος και πλάτος τριών περιοχών της διδασκαλίας του: τη σωτηριολογίας, της εκκλησιολογίας, και της ηθικής και κοινωνικής διδασκαλίας. Ευελπιστούμε να ολοκληρώσουμε σε ένα δεύτερο τόμο τις απομένουσες -και βεβαίως εξίσου σημαντικές- πτυχές της θεολογικής του συμβολής (εσχατολογία, χριστολογία, πνευματολογία, ανθρωπολογία κ.λπ)[ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ... ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Ο απόστολος Παύλος είναι ο πρώτος και κατά πολλούς σπουδαιότερος χριστιανός θεολόγος. Είναι ο μόνος από την πρώτη γενιά του Χριστιανισμού, που έχει αναπτύξει δική του;;; συγκροτημένη, αν και όχι ολοκληρωμένη, θεολογική άποψη;;; σε μια ποικιλία θεωρητικών (θεολογικών) και πρακτικών (ηθικών) θεμάτων. Γι’ αυτόν, άλλωστε, το λόγο οι επιστολές του γρήγορα αναγνωρίστηκαν ως αυθεντία στη μεταγενέστερη Εκκλησία, σε σημείο μάλιστα να θεωρείται ως ο «πρώτος» μετά τον «Ένα» (Χριστό).
Η «παύλεια θεολογία» στη σύγχρονη εκδοχή της, ως ανεξάρτητο δηλαδή γνωστικό αντικείμενο, αποτελεί τμήμα της «βιβλικής θεολογίας» ή ακριβέστερα της «θεολογίας της Καινής Διαθήκης». Ως εκ τούτου, έχει e-πηρεαστεί κατά βάση από την εξέλιξη της βιβλικής επιστήμης στο σύνολό της1. Υπ’ αυτήν την έννοια επιστημολογικά αναμφισβήτητα οι απαρχές της ανάγονται στο Γερμανικό Προτεσταντισμό. Υπήρξε, δηλαδή, απόρροια της αντίδρασης της Ορθόδοξης (Λουθηρανικής και Μεταρρυθμισμένης) Προτεσταντικής Σχολής σκέψης προς το σχολαστικισμό, παράλληλα όμως και προφανής απόπειρα δημιουργίας συστηματικής θεολογίας, βασισμένης αποκλειστικά στην Αγία Γραφή (sola scriptura). Υποστηρίζεται, μάλιστα, ευρύτατα ότι υπήρξε καρπός δυο ουσιαστικών παραγόντων: του ευσεβισμού (pietismus) και του Διαφωτισμού. Ο πρώτος παράγων δεν είχε ουσιαστική επίδραση στις βιβλικές σπουδές. Απλώς επέδρασε ως αντίδοτο στη συστηματική (μεσαιωνική ρωμαιοκαθολική) θεολογία της εποχής και έβλεπε στην παύλεια θεολογία τη θέρμη της πίστεως, της υποκειμενικής εμπειρίας, σε αντίθεση με την ψυχρότητα της αντικειμενικής δογματικής διδασκαλίας (πρβλ. τη διαλεκτική fides quae creditur - fides qua creditur). Ο Διαφωτισμός, αντίθετα, επέδρασε καθοριστικά καθ’ όλη την περίοδο του μοντερνισμού, και συνεχίζει να επιδρά μέχρι και πρόσφατα. Για το Διαφωτισμό, το «βιβλικό» εθεωρείτο, αλλά και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να θεωρείται, συνδεόμενο με κείμενα, με γεγονότα, με την ιστορία. Ιδιαίτερα η παύλεια θεολογία θεωρείται πάντα ως προερχόμενη από ιστορικά κείμενα, σε αντίθεση με τη δογματική θεολογία, που εθεωρείτο καρπός θεωρητικής (φιλοσοφικής) ως επί το πλείστον ενατένισης.
Όλα, λοιπόν, τα στάδια εξέλιξης της επιστήμης της Καινής Διαθήκης ήταν σε γενικές γραμμές μια προσπάθεια ιστορικής κατά βάση καταξίωσης και τεκμηρίωσης της χριστιανικής πίστεως2. Από τον 19ο μάλιστα αι. και μέχρι την επαναφορά στο προσκήνιο της εσχατολογίας στην καινοδιαθηκική έρευνα από τους J. Weiss3 και A. Schweitzer4, όλα τα επιστημονικά συγγράμματα – από διαφορετική βέβαια οπτική γωνία το καθένα και με διαφορετικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις – αποτελούν απόπειρα πειστικής απάντησης από την πλευρά του χριστιανισμού στην πρόκλησητου ρασιοναλισμού.
Αντίθετα, στα πλαίσια της Ορθόδοξης θεολογίας η συστηματική καταγραφή συγκεκριμένης, ιστορικά τεκμηριωμένης, «θεολογίας» της Κ.Δ. (στη συγκεκριμένη περίπτωση του αποστόλου Παύλου) εντοπίζεται στην παγιωμένη αντίληψη περί αποκλειστικότητας της «δογματικής» θεολογίας, η οποία από την ίδρυση και οργάνωση των σύγχρονων θεολογικών σχολών και την εν γένει παροχή της Ορθόδοξης θεολογικής εκπαίδευσης, έχει μονοπωλήσει την έκφραση, διατύπωση και καταγραφή της «θεολογίας» της Εκκλησίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η τρομακτική εξέλιξη της βιβλικής επιστήμης ποτέ δεν επηρέασε τη νεώτερη Ορθόδοξη εκκλησιαστική πραγματικότητα, η οποία πάντοτε την αντιμετώπιζε με καχυποψία, αν όχι και με απέχθεια και αντιπάθεια. Και όμως, θεολογικά το μεγαλύτερο μέρος της Ορθόδοξης θεολογίας, τουλάχιστον της θεολογίας του ιερού Χρυσοστόμου, βασίζεται στην εν πολλοίς πρωτοποριακή θεολογική σκέψη του αποστόλου Παύλου5.[ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΨΗ]
Από μια άποψη το πρόβλημα διατύπωσης και καταγραφής της παύλειας θεολογίας (όπως βέβαια και της γενικότερης θεολογίας της Κ.Δ.) συνδέεται με τη διαλεκτική ιστορικού-χαρισματικού τρόπου έρευνας, ανάλυσης και γνώσης του θεολογικού επιστητού, η οποία επιβλήθηκε σταδιακά από την εποχή του Διαφωτισμού και της καντιανής κριτικής του καθαρού λόγου, όπως συνέβη άλλωστε και με το σύνολο των επιστημών6. Και επειδή η βασική πηγή της χριστιανικής θεολογίας τυχαίνει να είναι η παύλεια θεολογία, η εξέλιξη αυτή επηρέασε καταλυτικά τις παύλειες σπουδές, χωρίς να αγνοείται, βέβαια, ότι προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και ο ευρύτατος προβληματισμός που αναπτύχθηκε στους κόλπους του Προτεσταντισμού, ο οποίος με την αποδοχή της ατομοκρατίας (individualismus), αλλά και την υιοθέτηση στα πρώτα του βήματα της θεωρίας της sola scriptura, οδήγησε τη θεολογική εν γένει επιστημονική έρευνα στο ευρύτερο πεδίο της νεωτερικότητας, του μοντερνισμού, κύριο επιστημονικό εργαλείο της οποίας υπήρξε η ιστορική κριτική (historical criticism).
1.1. ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Η σύγχρονη, λοιπόν, συστηματική έκθεση της παύλειας θεολογίας7, ανάγεται στα μέσα του 19ου αι. με το υπό εγελιανή επίδραση επιστημονικό έργο του F. C. Baur (1792-1860), με έμφαση στη θεολογία της ιστορίας. Ο Baur ήταν ο πρώτος που ανέλυσε τη δυναμική της θεολογικής σκέψης του Παύλου, με βάση το εγελιανό σχήμα «θέση-αντίθεση-σύνθεση», υποστηρίζοντας ότι η θεολογική εξέλιξη του αρχέγονου χριστιανισμού έχει τις απαρχές της στο επεισόδιο της Αντιόχειας (Γαλ 2,11-16), μέσα από το οποίο πρέπει να κατανοηθεί επίσης και η διαμάχη μεταξύ των μερίδων του Κηφά και του Παύλου στην Κόρινθο (Α΄ Κορ 1,12). Mέσα, λοιπόν, από τη διαμάχη του εθνικοχριστιανισμού, τον οποίο κατά τον Βaur εκπροσωπούσε ο Παύλος, και του ιουδαιοχριστιανισμού, τον οποίο εκπροσωπούσε ο Πέτρος, αναπτύχθηκε η σύνθεση της θεολογίας της Εκκλησίας, μια έκφραση της οποίας διαφαίνεται στις Πράξεις των Αποστόλων. Ήταν ακριβώς ο απόστολος Παύλος που διαμόρφωσε την εξέλιξη και καθόρισε το θεολογικό χαρακτήρα της ανερχόμενης χριστιανικής Εκκλησίας8. Έτσι η παύλεια θεολογία κατανοήθηκε αρχικά ως η αφορμή των θεολογικών αναζητήσεων και για το λόγο αυτό και μόνη η περιγραφή της παύλειας θεολογίας ήταν αρκετή να προκαλέσει θυελλώδεις θεολογικές συζητήσεις.
Μολονότι αυτή η διαμάχη κράτησε λίγο παραπάνω από έναν αιώνα, πριν από τον θρίαμβο της αρχέγονης καθολικής Εκκλησίας επί των Ιουδαιο-χριστιανικών μερίδων, η στάση αυτή των κορυφαίων αποστόλων, και κυρίως εκείνη του Παύλου κατά του Πέτρου, ήταν εκείνη που στην ουσία δικαιολόγησε τη μεταγενέστερη στάση του Λουθήρου εναντίον της μεσαιωνικής Καθολικής Εκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο η θεολογία του Παύλου για δικαίωση εκ πίστεως, όπως αρχικά εκφράσθηκε με την αντίθεση προς την ιουδαϊκή απαίτηση για τήρηση της περιτομής και του Νόμου, έγινε το διακριτικό χαρακτηριστικό της προτεσταντικής θεολογίας.
Μετά τον Baur το κέντρο μετατοπίστηκε στο πλαίσιο των επιδράσεων των μυστηριακών λατρειών, όπως αυτές αναπτύχθηκαν μέσα στο ευρύτερο ελληνιστικό περιβάλλον. Αυτή ήταν η περίοδος (συμπεριλαμβανομένου του τέλος του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα) που χαρακτηρίζεται από τα ενδιαφέροντα της Θρησκειο-ιστορικής Σχολής (Religionsgeschichte). Η επιστημονική, ως εκ τούτου, κατανόηση του Παύλου και της θεολογίας του άρχισε να γίνεται μέσα στη συνάφεια των άλλων θρησκειών της εποχής του και σε στενή σχέση και συνάρτηση με αυτές. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις γίνεται λόγος όχι απλώς για αναλογία, αλλά για γενεαλογία, ουσιαστικό δηλαδή δανεισμό. Η διδασκαλία του αποστόλου Παύλου για το Βάπτισμα και την Ευχαριστία υποστηρίχθηκε ότι είχε επηρεαστεί –και σε μεγάλο βαθμό καθοριστεί– από τις αντίστοιχες τελετές των συγχρόνων του μυστηριακών λατρειών. Ουσιαστική σ’ αυτή τη σχολή σκέψης υπήρξε η επίδραση που άσκησε το έργο του Wilhelm Bousset, ο οποίος υποστήριζε ότι η χριστολογία του αποστόλου Παύλου επηρεάστηκε αποφασιστικά από τη λατρευτική τιμή του Ιησού Χριστού ως «Κυρίου»9. Γενικά η τάση αυτή στην επιστημονική έρευνα της θεολογίας του αποστόλου Παύλου εξοβέλιζε κάθε τι μυστηριακό ως δάνειο των σύγχρονων του αρχέγονου χριστιανισμού μυστηριακών λατρειών, αναδεικνύοντας μόνο την ηθική διδασκαλία της Κ.Δ., όπως διαπιστώνει κανείς μελετώντας το κλασσικό έργο του θιασώτη και εκφραστή της συγκριτικής θρησκειολογίας H. Weinel10.
Μεγαλύτερη επίδραση απ’ όλες τις θεωρίες άσκησε η θεολογία του
Rudolf Bultmann (1894-1976), σύμφωνα με την οποία η παύλεια χριστολογία είχε διαμορφωθεί κατά ένα μεγάλο μέρος από τον πρώιμο γνωστικισμό, συγκεκριμένα από έναν προχριστιανικό γνωστικό μύθο περί ενός Λυτρωτή, ο οποίος κατά τον Bultmann ήταν εμφανής στην ίδια την παύλεια χριστολογία και στο υπόβαθρό της11. Στα μέσα του 20ου αιώνα αυτή η θεωρία ήταν το κύριο αντικείμενο της παύλειας επιστημονικής έρευνας. Το ενδιαφέρον μάλιστα για την ακριβή διατύπωση του γνωστικού αυτού μύθου ενίσχυσε και η ανακάλυψη των γνωστικών χειρογράφων του Nag Hammadi, μολονότι όλο και περισσότεροι καινοδιαθηκολόγοι ασχολούμενοι με την παύλεια θεολογία αναγνωρίζουν ότι ο μύθος αυτός δεν είναι παρά μια απλή υπόθεση.
Γενικά, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλικών θεολόγων κατά την πρώιμη αυτή περίοδο επιστημονικής έρευνας της παύλειας θεολογίας υποστήριζε ότι η θεολογία του Παύλου βρισκόταν σε κάποια απόσταση, αν όχι μετατόπιση, από το κήρυγμα του Ιστορικού Ιησού, και ότι η εξελληνισμένη θεολογική του σκέψη πολύ λίγο σχετίζεται με την προηγηθείσα ιουδαϊκής υφής διδασκαλία του Ιστορικού Ιησού.
Ιδιαίτερα κατά τον 20ο αι. δύο ήταν τα θέματα που δημιούργησαν κάποιο σχετικό ενδιαφέρον στη βιβλική έρευνα. Το ένα ήταν το ζήτημα κατά πόσο η θεολογία του αποστόλου Παύλου εξελίχθηκε κατά την περίοδο της συγγραφής των επιστολών του. Το σημείο αιχμής ήταν η παύλεια εσχατολογία με κύριο ερώτημα το αν η παύλεια θεολογία εξελίχθηκε σημαντικά ανάμεσα στο Α΄ Θεσ, 4 και στο Α΄ Κορ, 15 και κυρίως το Β΄ Κορ, 5.12 Πολλοί μάλιστα υποστήριξαν ότι η ύστερη θεολογία του αποστόλου αντανακλάει κάποια απογοήτευση που απέρρεε από την καθυστέρηση της παρουσίας.;;;[Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΟΣΩΝ ΔΙΔΑΞΕ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΤΕΙΛΗΜΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΑΛΚΥΡΙΕΣ] Το θέμα της εξέλιξης περιελάμβανε επίσης το ζήτημα της πατρότητας των μεταγενέστερων επιστολών της Παύλειας συλλογής. Το ερώτημα που επιτακτικά ετίθετο ήταν αν μπορούσε η παύλεια θεολογική σκέψη και πράξη να είχε εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό κατά τη διάρκεια της ζωής του ώστε να εξηγείται το διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά κυρίως ο διαφορετικός χαρακτήρας των Ποιμαντικών Επιστολών, τόσο στη θεολογία όσο και στη γλώσσα και στη μορφή13.
Το άλλο θέμα που απασχόλησε την έρευνα της θεολογίας του αποστόλου Παύλου ήταν κατά πόσο είναι δυνατή η αναγνώριση κάποιας διήκουσας έννοιας στη θεολογία του, γύρω από την οποία αναπτύσσονται όλα τα υπόλοιπα θέματα στα οποία αναφέρεται. Στο σημείο αυτό η επιστημονική συζήτηση περιεστράφη γύρω από διάφορες εναλλακτικές προτάσεις: ανθρωπολογία ή χριστολογία, δικαίωση εν Χριστῷ ή καταλλαγή. Τα δύο θέματα αλληλοσυνδέθηκαν σε μια μακρά συζήτηση ως προς το κατά πόσο η αποκάλυψη που δόθηκε στον Παύλο κατά τη «μεταστροφή» του στο δρόμο της Δαμασκού14 προκαθόρισε λίγο ως πολύ την κύρια έμφαση και το περίγραμμα της θεολογίας του από την πρώτη στιγμή.
ΜΙΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΜΑΣ ΔΙΑΦΩΤΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΘΩΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΧΑΣΜΑ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΜΑΤΑΙΩΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ, ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΚΛΗΣΗΣ.
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΟΥ.
Σημειώσεις1. Bλ. Και τη μελέτη μας Μετανεωτερικότητα και Εκκλησία. Η πρόκληση της
Ορθοδοξίας, Ακρίτας, Αθήνα 2002, σελ. 49εξ.
2. Πρβλ. π.χ. το επικεντρωμένο στην πίστη (και όχι στο ουδέτερο θρησκευτικό γεγονός) δίτομο έργο του A. Schlatter, Die Theologie des N.T., Stuttgart 1909-10.
3. Ο Αρχέγονος Χριστιανισμός. Η ιστορία της περιόδου 30-150 μ.Χ., ελλ. μετ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1983.
4. Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού, ελλ. μετ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1982.
5. Υπάρχει, εντούτοις, το πρόβλημα της σχετικής διαφοροποίησης της «ευχαριστιακής θεολογίας» της Εκκλησίας, όπως αυτή απορρέει από τη λειτουργική της παράδοση, από τις κύριες αξιωματικές θεολογικές προτάσεις του αποστόλου Παύλου, το οποίο θα επιχειρήσει να φωτίσει η ανά χείρας μελέτη, επιχειρώντας ταυτόχρονα να προσφέρει κάποια λύση.
6. Βλ. Th. Stylianopoulos, The New Testament. An Orthodox Perspective, vol. I, Holy Cross Orthodox Press, Boston 1997, σελ. 127, και Rodney L. Petersen (εκδ.), Christianity and Civil Society, ΒΤΙ, Boston 1995, σελ. xxii.
7. Κλασσικά στην ελληνική γλώσσα είναι τα έργα των Ν. Λούβαρη, Εἰσαγωγή εἰς τάς περί Παῦλον σπουδάς, Αθήνα 1919, 19602) και Σ. Αγουρίδη, Παύλος, Αθήνα 1977.
8. F. C. Baur, Paul: the Apostle of Jesus Christ (1845, 2 τόμοι αγγλ. μετ. London: Williams & Norgate, 1873, 1875). Βλ. επίσης και το κλασσικό έργο του που εκδόθηκε μεταθανάτια με τον τίτλο Vorlesungen über neutestamentliche Theologie, Leipzig 1864.
9. W. Bousset, Kyrios Christos, 1921, αγγλ. μετ. Nashville: Abingdon, 1970.
10. Η. Weinel, Βiblische Theologie des N.T. Die Religion Jesu und des Urchristentums, Tübingen 1911.
11. R. Bultmann, Theology of the New Testament Ι, 1949, αγγλ. μετ. SCM: London τομ. Α, 1952.
12. Για το θέμα αυτό βλ. Δ. Πασσάκου, Ευχαριστία και Ιεραποστολή. Κοινωνικές προϋποθέσεις της παύλειας θεολογίας, Αθήνα 1997, σελ. 207εξ.
13. Περισσότερα για το θέμα αυτό στην πρόσφατη εισήγησή μου στην ΙΑ΄ Σύναξη Ορθοδόξων Βιβλικών Θεολόγων στη Λευκάδα (Σεπτέμβριος 2003), τα πρακτικά της οποίας είναι υπό έκδοση.
14. Βλ. πιο κάτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου