Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Λόγος, Σοφία και Ακολουθία

Λόγος, Σοφία και Ακολουθία
Μια πορεία απελευθερώσεως από τον κοσμικό απομονωτισμό

Νικόλαος Ξιώνης

Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου

Ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, παρόλο πού ἐμπίπτει γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στή δημιουργία τοῦ σύμπαντος κόσμου, διαφοροποιεῖται ὡστόσο ἀπό ὅλη τήν ὑπόλοιπη κτιστή πραγματικότητα κατά τέτοιον τρόπο, ὥστε ὁ ἄνθρωπος τόσο ὡς πρός τή δημιουργία του ὅσο καί ὡς πρός τή θέση του μέσα στόν κόσμο νά ἀποτελεῖ μία ἰδιαίτερη κατάσταση. Αὐτό φαίνεται ἤδη ἀπό τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως, ὅπου, ἐνῶ ἡ σύσταση ὅλων τῶν κτιστῶν ὄντων ἀπό τόν Θεό γίνεται «προστάγματι» Θεοῦ, ἡ διάπλαση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται «χερσὶν» αὐτοῦ1. Ἐάν σέ αὐτήν τή διαφορετικότητα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως ληφθεῖ ὑπ᾽ ὄψιν ἡ παρατήρηση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅτι κατά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶπε ὁ Θεός «γεννηθήτω ἄνθρωπος», ἀλλά «ποιήσωμεν ἄνθρωπον»2, πού ἀναφέρεται «τῷ κοινωνῷ τῆς δημιουργίας..., δι᾽ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν [=στόν συνεργάτη τῆς δημιουργίας..., διά τοῦ ὁποίου δημιούργησε τόν χρόνο]»3, τότε δηλώνεται σαφῶς ὁ σκοπός τῆς ἀνθρώπινης υπάρξεως, ὁ ὁποῖος συνίσταται στήν ἀποκάλυψη καί γνώση τοῦ ἑνός Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὡς Λόγος καί Σοφία

Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ ἐντός τοῦ κόσμου δέν γίνεται ἀσφαλῶς ἀντιληπτή μέσω τῶν συνηθισμένων τρόπων ἀντιλήψεως τοῦ ἀνθρώπου, οἱ ὁποῖοι περιορίζονται στή διά τῶν αἰσθητηρίων ὀργάνων θέα καί γνώση τῆς πραγματικότητας. Ὁ Θεός γίνεται ἀντιληπτός μέσω τῆς δημιουργικῆς θείας ἐνεργείας, ἡ ὁποία ἀποκαλύπτει τήν αἰτία τῆς δημιουργηθείσης φύσεως καί ὄχι αὐτόν τόν ἴδιο τόν Θεό.

Ἡ δημιουργική αὐτή αἰτία, ἡ ὁποία δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν «λόγο» τῆς κτίσεως, ἀποκαλύπτει τόν Λόγο καί τή Σοφία τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία ὡς αἰτία υπάρξεως τοῦ κόσμου χωρίς νά ταυτίζεται μέ αὐτόν, γνωρίζεται μόνον δι’ αὐτοῦ. Αὐτήν τή Σοφία καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίσει μέσω τῆς ἐπιστήμης, δηλαδή μέσω τῆς ἔρευνας τοῦ κόσμου καί τῶν φυσικῶν φαινομένων.

Ἄνθρωπος καί ἐπιστήμη

Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὁ μόνος ἐπιδεκτικός «ἐπιστήμης», σύμφωνα μέ τόν Μεγάλο Ἀθανάσιο, μαθαίνει ἀπό τό φυσικό ἐπιστητό νά συνθέτει, νά μετατρέπει καί νά ἐπεξεργάζεται ὅ,τι ὑπάρχει μέσα σέ αὐτό. Στή συνέχεια παρατηρεῖ τίς κινήσεις τῶν ὑλικῶν στοιχείων καί μετά τήν πειραματική τους ἐπαλήθευση, μαθαίνει νά διατυπώνει σέ ἀρχές τά κοινά συμπεράσματα στά ὁποῖα καταλήγει. Ἀλλά ἡ παρατήρηση καί ἡ συστηματοποίηση τῶν συμπερασμάτων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν γιά τόν Γρηγόριο τόν Θεολόγο τήν ἐπιστήμη, ἐκφράζουν ἀκριβῶς τήν ὑπηρεσία πού προσφέρει ὁ ἄνθρωπος στή διατήρηση τῆς ζωῆς, ἀναδεικνύοντας τόν συνεργατικό ρόλο πού ἔχει ἀναλάβει μέσα στή δημιουργία χωρίς ὁ ἴδιος νά ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Διότι ὁ δημιουργός δέν συμβάλλει σέ μία ἤδη διαμορφωθεῖσα κατάσταση, ὅπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο καί τήν ἐπιστήμη. Ὁ δημιουργός δέν μαθαίνει, ἀλλά, ὡς ποιητικό αἴτιο, δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μή ὄντος στό εἶναι, πρᾶγμα πού κανείς ἄνθρωπος μέσα στόν κόσμο δέν μπορεῖ νά πραγματοποιήσει μέσω τῆς ἐπιστημονικῆς γνώσεως. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νά φθάσει μόνον στή διαπίστωση τῆς υπάρξεως μιᾶς δημιουργικῆς ἀρχῆς, συνειδητοποιώντας τήν ἐν λόγῳ καί σοφίᾳ δημιουργία τοῦ κόσμου καί ἀναζητώντας τό «ποιός ἔδωσε αὐτήν τήν ἀρχή». Αὐτή θά πρέπει ὡς δημιουργική νά μήν συμπεριλαμβάνεται στή δημιουργία καί ὡς «ἔμφρων» νά δημιουργεῖ τόν κόσμο μέ λόγο καί σοφία.

Σοφία καί ἐπιστήμη

Ἡ διαφορετικότητα τῆς Ἀρχῆς ἔγκειται στό γεγονός, ὅτι ἡ σοφία της δέν θά πρέπει νά ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἐπιστήμη, πού σημαίνει ὅτι δέν θά πρέπει νά ἐξαρτᾶται ἀπό τή μάθηση τοῦ νά συνθέτει καί νά ἐπεξεργάζεται τά πράγματα τῆς αἰσθητῆς πραγματικότητας. Ἐάν ἐξηρτᾶτο ἀπό τήν ἐπιστήμη, τότε ἡ σοφία της δέν θά εἶχε μόνιμο χαρακτῆρα. Ἡ γνώση της θά ἦταν διδακτή. Σέ αὐτήν ὅμως τήν περίπτωση θά ἦταν ἐλλειμματική, κάτι πού ἀναιρεῖ αὐτήν τήν ἴδια τήν ὕπαρξή της, ἐφόσον ἡ σοφία γιά νά εἶναι σοφία θά πρέπει νά εἶναι πλήρης καί τελεία χωρίς νά εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς διάρκειας καί τῆς ποιότητας τῆς μαθήσεως. Ἐπιπλέον, ἐάν ἡ σοφία ἐξαρτᾶται ἀπό τή μάθηση, τότε εἶναι σοφία ὄχι κατά τή φύση της, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς μαθησιακῆς προόδου, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ κάποια στιγμή νά μετατραπεῖ, νά σταματήσει καί ἐντέλει νά ἐκλείψει ἀνάλογα μέ τήν ποιότητα τῆς διδασκαλίας7. Ἑπομένως ἡ Ἀρχή αὐτή, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται μέσα στόν κόσμο ὡς ἡ δημιουργική ἐκ τοῦ μή ὄντος ἀρχή τοῦ παντός, θά πρέπει νά ταυτίζεται μέ αὐτήν τήν ἴδια τή Σοφία καί τόν Λόγο, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει μέ σοφία δημιουργικῶς τήν ἀλήθεια καί ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία τῆς φαντασίας καί τοῦ ψεύδους.

Προϋποθέσεις γνώσεως τῆς ἀλήθειας

Προκειμένου λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά φθάσει στήν ἀνακάλυψη καί στή γνώση τῆς ἀποκαλυπτομένης στόν κόσμο ἀλήθειας, θά πρέπει διά τῆς ἐπιστήμης νά ἀκολουθήσει τόν λόγο τῆς κτίσεως, ὁ ὁποῖος ἀποκαλύπτει τόν Λόγο καί τή Σοφία τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός ἀπευθυνόμενος στούς μαθητές του ἐπισημαίνει:

«Ἐὰν ὑμεῖς μείνητε ἐν τῷ λόγῳ τῷ ἐμῷ, ἀληθῶς μαθηταί μού ἐστε, καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς».

Πρώτη προϋπόθεση στήν πορεία τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τή δουλεία, πρός τήν ἀλήθεια, δηλαδή πρός τή γνώση τῆς πρώτης ἀρχῆς καί αἰτίας τοῦ παντός θέτει ὁ Ἰησοῦς τήν «ἐπιστήμη», ὅπως θά μποροῦσε σήμερα κάποιος νά ἑρμηνεύσει τόν παραπάνω λόγο του. Προϋποθέτει δηλαδή τή γνώση, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται διά τῆς μαθήσεως καί τήν ὁποία ἀπαιτεῖ ἀπό ὅλους ὅσοι εἶναι κοντά του. Ἡ ἐπιστήμη αὐτή δέν περιορίζεται σέ μία ἁπλή ἐπανάληψη ἤ ἐπαναδιατύπωση τῶν προηγουμένων γνώσεων πού λαμβάνει κάποιος διά τῆς μαθήσεως. Δέν παράγει «γνώση», ἡ ὁποία ἀποτελεῖ προβολή τῆς ὑποκειμενικῆς ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων. Ἡ ἐπιστήμη αὐτή μελετᾶ καί καταγράφει τά φυσικά φαινόμενα τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα στή συνέχεια προσπαθεῖ νά κατανοήσει. Μέ αὐτόν τόν τρόπο θέτει πρωτίστως ὡς προϋπόθεση τόν ἀπεγκλωβισμό καί τήν ἀπόρριψη ὅλων τῶν προηγουμένων γνώσεων. Ἔτσι, ἀπαλλαγμένη ἀπό ἀναφορές καί ἐξαρτήσεις, διεισδύει στήν οὐσία τῶν πραγμάτων, ἀνασύρει καί καταγράφει ὅ,τι πρωτογενῶς ἀνακαλύπτει. Γι’ αὐτό καί σέ αὐτήν τήν ἐπιστήμη δέν παρατηρεῖται ὅ,τι παρατηρεῖται στίς ὑπόλοιπες∙ δηλαδή τά συμπεράσματα προηγουμένων ἐρευνῶν νά διορθώνονται ἤ καί νά ἀνατρέπονται ἀπό τήν νεώτερη ἐπιστημονική ἔρευνα, διότι ἡ ἀνακάλυψη νέων δεδομένων εἴτε ἀνατρέπει τίς ὑποκειμενικές ἀπόψεις τῶν ἐπιστημόνων εἴτε προσδίδει νέες πληροφορίες, διορθώνοντας τοιουτοτρόπως τίς προηγούμενες.

Ὁ ἐπιστημονικός αὐτός τρόπος μελέτης καί ἔρευνας τοῦ ἐπιστητοῦ, ὅπως εἶναι φυσικό, ἀπαιτεῖ μία συνεχῆ, ἀδιάκοπη καί ἐπίπονη διαδικασία καταρτήσεως τοῦ ἐπιστήμονα, ἡ ὁποία δέν ἀνακόπτεται ποτέ. Αὐτήν τήν «ἐπιστημονική» πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἐννοεῖ ὁ Χριστός, ὅταν προτρέπει τούς μαθητές του νά παραμένουν «σπουδαστές» τοῦ λόγου του γιά νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια. Τοῦ λόγου του, στόν ὁποῖον ἀποτυπώνεται ἡ Σοφία τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ καί ἑρμηνεύει τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο προσφέροντας μία διαφορετική κοσμοαντίληψη. Ἡ γνώση ἑπομένως αὐτή, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται ἀπό τή μελέτη καί τήν ἔρευνα τῆς Σοφίας, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή γνώση πού προσφέρεται ἀπό τίς ἄλλες ἐπιστῆμες, ἐφ᾿ ὅσον πηγή της δέν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη διανόηση, ἀλλά ὁ λόγος τῆς δημιουργίας.

Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τά παραπάνω, πραγματικοί «ἐπιστήμονες» τοῦ Λόγου καί τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτοί πού ἀκολουθοῦν πάντοτε τά δεδομένα τῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ὅμως ὁδηγοῦν σέ ἕναν ἄλλον τρόπο ζωῆς ἀπό αὐτόν πού βιώνει ὁ ὑπόλοιπος κόσμος. Εἶναι αὐτοί πού ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν καθημερινότητα τοῦ βίου ἐπιδιώκουν, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Πυθαγόρας, νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια. Εἶναι αὐτοί πού εὑρίσκονται μεταξύ τῆς ἀμάθειας καί τῆς σοφίας, κατά τόν Πλάτωνα, δηλαδή μεταξύ τῆς ἀτελοῦς γνώσεως καί τῆς φανταστικῆς πραγματικότητας ἀπό τή μία πλευρά καί τοῦ θείου κάλλους καί τῆς ἀλήθειας ἀπό τήν ἄλλη. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι ποτέ φιλόσοφος· διότι αὐτός, ὡς ἡ ἴδια ἡ Σοφία, δέν ἀναζητᾶ ποτέ τή σοφία. Ἑπομένως μόνον ὁ ἐπιστήμονας πού εἶναι φιλόσοφος, αὐτός δηλαδή πού στρέφεται πρός τήν οὐσία τῶν πραγμάτων καί ἐπιδιώκει τή γνώση τῆς ἀληθινῆς πραγματικότητας, μπορεῖ νά γνωρίσει τή δημιουργική Ἀρχή καί τή Σοφία τοῦ Θεοῦ.

Τό εἶδος τῆς γνώσεως πού παρέχεται ἀπό τή Σοφία τοῦ Θεοῦ διαφοροποιεῖται σαφῶς ἀπό τήν ἀνθρώπινη γνώση καί ἀποτελεῖ τή δεύτερη προϋπόθεση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Δέν ἀφορᾶ στή μάθηση τῆς προγενέστερης γνώσεως οὔτε στήν ἀνάλυση, σύνθεση καί ἐπεξεργασία τῶν ἐπιμέρους πληροφοριῶν. Ἀφορᾶ στήν ἀλήθεια, γι’ αὐτό καί ἡ γνώση αὐτή ὑπερβαίνει τήν ἐπιστήμη ὡς ἁπλή μετάδοση τῶν ἀξιῶν ἑνός πολιτισμοῦ ἤ τή θρησκευτική κληρονομιά ἑνός ἔθνους, πού συνεχίζει τή ζωή καί τό ἔργο τῶν προηγουμένων γενεῶν, ἐπιβάλλει τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς καί, χωρίς νά ἐπιτρέπει τήν ἐξέλιξη καί ἀνανέωση τοῦ κοινωνικοῦ ἱστοῦ, ἐγκλωβίζει τό νέο σέ μία καινούργια ἔκφανση τῆς παλαιότερης γενεᾶς13. Ἡ γνώση πού παρέχεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Λόγο καί τή Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι μία γνώση τοῦ καθόλου, τό ὁποῖο διαφεύγει ἀπό τήν ἐπιστημονική ἀνάλυση τοῦ κατακερματισμένου ἐπιστητοῦ τῶν ἐπιστημῶν14. Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συναρπαγῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό αὐτήν τήν ἴδια τήν καθολικότητα τῆς ἀλήθειας, ἡ ὁποία ὁλοκληρώνει τόν ἄνθρωπο ὡς τό ὅλον τῆς κτίσεως15. Εἶναι ἡ γνώση πού ἀπορρέει ἀπό τήν πίστη στήν ἀλήθεια καί πού σημαίνει τό «πιστεύειν τε καὶ πείθεσθαι αὐτῷ [τῷ Χριστῷ], ὡς Δεσπότῃ, καὶ βασιλεῖ, καὶ ἰατρῷ, καὶ διδασκάλῳ ἀληθείας, ἐπ’ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου [=νά πιστεύετε καί νά πείθεσθε σέ αὐτόν (τόν Χριστό), ὡς τόν δεσπότη καί βασιλέα καί ἰατρό καί διδάσκαλο ἀληθείας, μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου ζωῆς]»16. Τήν πίστη αὐτή προϋπέθεταν οἱ προφῆτες πρίν συνειδητοποιήσουν καί ἀποκαλύψουν τήν ἀλήθεια, τήν ἀλήθεια αὐτή ἐπίστευανοἱ ἀπόστολοι καί αὐτή ἡ ἀλήθεια ὡς ἡ καθόλου γνώση ἀπευθύνεται μόνον στούς πιστούς καί πάντοτε μαθητές τοῦ Χριστοῦ17.

Γνώση καί ἐλευθερία

Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς γνώσεως εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ὅμως αὐτή, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀναφέρεται σέ μία διαφορετική γνώση ἀπό τήν ἐπιστημονική, ἐπειδή διεισδύει καί ἀνακαλύπτει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων, δέν ἀναφέρεται στήν κοινωνική ἐλευθερία. Ἄλλωστε ὁ χριστιανισμός δέν ἀποτελεῖ ἕνα κοινωνικό σύστημα, ὥστε νά ἐνδιαφέρεται γιά τήν κοινωνική ἐλευθερία καί νά ἀγωνίζεται κατά τῆς κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς ἤ πολιτικῆς δουλείας. Ἡ ἐλευθερία πού ἐπαγγέλλεται ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπό κάθε κοσμική ἐξάρτηση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό κάθε ὑλική, οἰκονομική ἤ πολιτική ἀναζήτηση, ἡ ὁποία θά μποροῦσε πράγματι νά ὁδηγήσει σέ μία βιαίη ἀντίδραση κατά τοῦ κατεστημένου. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ φιλοσοφία, ἡ ὁποία ἱκανοποιεῖ τή γνώση τῆς οὐσίας τῶν πραγμάτων καί δέν χρησιμοποιεῖται γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν πρακτικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως συμβαίνει καί μέ τή γνώση τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοποθετεῖται ἀπό τόν Ἀριστοτέλη πάνω ἀπό τίς ὑλικές προϋποθέσεις γιά μία καλή καί ἄνετη ζωή, ἡ ὁποία θά ἐνδιέφερε ἕναν ἐγκλωβισμένο στή φαινομενική πραγματικότητα ἄνθρωπο. Ἔτσι, ὅπως ἡ φιλοσοφία εἶναι ἐλεύθερη καί ὑπάρχει μόνον γιά τόν ἑαυτό της, τό ἴδιο καί ὁ χριστιανισμός εἶναι ἐλευθερία πού ὑπάρχει μόνον γιά τόν ἑαυτό του, ἀπαλλαγμένος ἀπό κάθε ἐπαναστατική ἀντίληψη. Γι᾿ αὐτό τό μέσον γιά νά φθάσει κάποιος στήν ἐλευθερία πού ἐπαγγέλλεται ὁ χριστιανισμός, εἶναι ἡ πίστη στήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία δέν ἐγκλωβίζεται στίς συνθῆκες καί τά δεδομένα κάθε ἐποχῆς πού ἐπιζητοῦν τήν ἀνατροπή τῶν παλαιοτέρων.

Κατ' ἐπίγνωση πίστη καί ἐλευθερία

Ἡ πίστη στήν ἀλήθεια ὡς καθολική, πού σημαίνει τήν ἐπίγνωση τῆς πραγματικότητας, ὁδηγεῖ στήν ἐλευθερία, διότι ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό κάθε ἐπιθυμία αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὄχι διότι καταργεῖ τήν ἐπιθυμία, ἀλλά διότι χαλιναγωγεῖ τήν ἀμετρία καί ἀποτρέπει τοιουτοτρόπως τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πλεονεξία. Ἔτσι ἡ πίστη στήν ἀλήθεια, πού σημαίνει τήν παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στή δυνατότητα νά πεισθεῖ ἀπό αὐτήν, καταργεῖ τήν πλεονεξία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ρίζα τῆς δουλείας καί τήν ὁποία ὁ Παῦλος ταυτίζει μέ τήν εἰδωλολατρία.

Ἀπό ὅλα τά παραπάνω, πού συνοπτικῶς παρουσιάζονται, μπορεῖ κάποιος νά ἀντιληφθεῖ γιατί ἡ ἐλευθερία πού προσφέρεται ἀπό τόν Χριστό ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία στόν «νόμο» τῆς συμβατικότητας. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς ὁ Λόγος καί ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, ὡς διδάσκαλος καί Κύριος (master)21 πού ἔχει τή φυσική ἐξουσία, σέ ἀντίθεση μέ τήν κυριαρχική ἐξουσία τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια καί προβάλλει ὡς «διάκονος» μία νέα μορφή ζωῆς καί κυριαρχίας. Αὐτός προσδιορίζει τήν πορεία ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν κοσμικό ἀπομονωτισμό καί αὐτός θεμελιώνει τή νέα ζωή, ἡ ὁποία ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή δουλεία καί τίς στενοχώριες πού ἀπορρέουν ἀπό τό ἀνικανοποίητο τῶν ἐπιθυμιῶν, τόν ἀπελευθερώνει ἀπό τόν φόβο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου, πρᾶγμα πού γίνεται ἐντόνως ἀντιληπτό στόν καιρό τῶν πανδημιῶν, καί δίνει μία νέα προοπτική, ἡ ὁποία, ἐλεύθερη ἀπό κάθε είδους εξάρτηση, συνεχίζει καί πέραν τοῦ βιολογικοῦ θανάτου. Γι’ αὐτό ἡ κατ’ ἐπίγνωσιν πίστη, πού καθιστᾶ τόν πραγματικό ἐραστή τῆς ἀλήθειας «δοῦλον Θεοῦ», σημαίνει τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κάθε μορφή δουλείας καί τήν ἀναγέννησή του σέ ἕνα νέο ὑπαρξιακό ἐπίπεδο ζωῆς, στό ὁποῖο ὑπερβαίνεται ἤδη ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἡ ζωή τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῆς ἀμετρίας.

Νικόλαος Ξιώνης Ἀναπληρωτής Καθηγητής Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας, Θεολογική Σχολή, ΕΚΠΑ

SPIRITUS CREATOR. TAYTIZEI ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΜΕ ΤΟΝ ΥΙΟ ΚΑΙ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΙ ΟΤΙ ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ΟΥΣΙΩΝΟΥΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΘΥΠΟΣΤΑΤΕΣ, ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΕΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΑ. ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΑΡΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΟΠΩΣ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΚΙΝΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΤΙΩΔΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ. Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ  ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ.
Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΥΓΧΙΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ. 
ΟΙ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΔΕΝ ΑΠΗΧΟΥΝ ΤΙΣ ΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ;

Δεν υπάρχουν σχόλια: