Συνέχεια από: Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΟΜΟΣ)
WINDELBAND WILHELM - HEIMSOETH HEINZ
Η ΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ (ΤΑ «ΚΑΘΟΛΟΥ»)
5. Στὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη αὐτῶν τῶν ἀντιθέσεων ὁ ρεαλισμός θεωρήθηκε πλατωνικὸς καὶ ὁ νομιναλισμὸς ἀριστοτελικός. Είναι φανερὸ ὅτι ὁ τελευταῖος χαρακτηρισμός εἶναι πολὺ πιὸ ἀτυχής απὸ τὸν προηγούμενο. Καθὼς ὅμως ἡ παράδοση ήταν πολύ έλλιπής, εὔκολα ἐννοοῦμε γιατί οἱ συμβιβαστικές τάσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ ρεαλισμοῦ καὶ νομιναλισμού προβλήθηκαν ως προσπάθειες γιὰ τὴ συμφιλίωση τῶν δύο μεγάλων στοχαστῶν τῆς ἀρχαιότητας. Βασικά πρέπει νὰ ἀναφέρουμε ἐδῶ δύο τέτοιες προσπάθειες: ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ρεαλισμοῦ τὴ λεγόμενη «θεωρία τοῦ ἀδιάφορου» (indifferentismus) καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ νομιναλισμοῦ τὴ διδασκαλία τοῦ Αβελάρδου.
Μόλις ὁ ρεαλισμὸς ἔπαψε νὰ ὑποστηρίζει ὅτι οἱ ἔννοιες έχουν χωριστή ὕπαρξη (δηλαδὴ τὸν πλατωνικό χωρισμὸν) καὶ περιορίστηκε στο «universalia in re» [ἔννοιες γένους στὸ πράγμα], πρόβαλε ἡ τάση νὰ θεωρηθοῦν οἱ διαφορετικές διαβαθμίσεις τῆς καθολικότητας (Universalität) πραγματικές καταστάσεις ἑνὸς καὶ μόνο ὑπόβαθρου. Ἡ ἴδια ἀπόλυτη πραγματικότητα εἶναι στις διαφορετικές καταστάσεις της (status) έμβιο ὄν, ἄνθρωπος, Έλληνας, Σωκράτης. Υπόβαθρο αὐτῶν τῶν καταστάσεων εἶναι κατὰ τοὺς μετριοπαθεῖς ρεαλιστές— τὸ γενικό (καὶ σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὸ ens realissimum). Γι' αὐτὸ ἀποτελοῦσε σημαντική παραχώρηση στο νομιναλισμὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἄλλοι στοχαστὲς ὑποστήριζαν ὅτι φορέας αὐτῶν τῶν καταστάσεων εἶναι τὸ ἄτομο. Τὸ ἀληθινὸ ὄν, ἔλεγαν, εἶναι τὸ ἐπιμέρους πράγμα. Τοῦτο ὅμως ἔχει ὡς οὐσιαστικοὺς καθορισμοὺς τῆς ἴδιας τῆς φύσης του ορισμένες ἰδιότητες καὶ δέσμες ἰδιοτήτων ποὺ εἶναι κοινὲς καὶ σὲ ἄλλα ὄντα. Αὐτὴ ἡ πραγματικὴ ὁμοιότητα εἶναι τὸ μὴ διαφορετικό, τὸ ἀ-διάφορο, δηλαδὴ ὅ,τι δὲν εἶναι διαφορετικὸ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἄτομα. Ἔτσι, τὸ γένος ἐνυπάρχει στὸ εἶδος καὶ τὸ εἶδος στὸ ἐπιμέρους δεῖγμα ὡς μὴ διαφορετικό. Κύριος ἐκπρόσωπος αὐτῆς τῆς τάσης παρουσιάζεται ὁ ᾿Αδελάρδος του Bath• φαίνεται ὅμως ὅτι ἦταν πλατύτερα διαδομένη ἴσως μὲ κάπως εντονότερα νομιναλιστική ἀπόχρωση.
6. ᾿Αλλὰ τὸ ζωντανό κέντρο τῆς διαμάχης γιὰ τὰ καθόλου ἦταν ὁ Αβελάρδος, ποὺ ἐπέδρασε πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις. Μαθητὴς καὶ συνάμα ἀντίπαλος καὶ τοῦ Roscellinus καὶ τοῦ Γουλιέλμου ἀπὸ τὸ Champeaux, πολέμησε καὶ τὸ νομιναλισμὸ καὶ τὸ ρεαλισμό. Καὶ καθὼς δανειζόταν τὰ ὅπλα τῆς πολεμικής του ἄλλοτε ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, μοιραία διαμορφώθηκαν διαφορετικὲς ἀντιλήψεις καὶ κρίσεις γιὰ τὴν ἄποψή του, παρόλο που στις βασικές γραμμές της εἶναι καθαρὴ καὶ σαφής.
Στὴν πολεμικὴ ἐναντίον κάθε ρεαλισμοῦ ὁ ᾿Αβελάρδος ἐπανέρχεται τόσο συχνὰ καὶ ἐμφαντικὰ στὴν ἄποψη ὅτι συνέπεια τοῦ ρεαλισμοῦ εἶναι ὁ πανθεϊσμός, ὥστε δεν πρέπει να θεωρήσουμε ὅτι ἀπὸ καιροσκοπισμό χρησιμοποιεῖ ἕνα μέσο πολεμικῆς ἀρεστό στοὺς ἐκκλησιαστικούς κύκλους, ἀλλὰ μᾶλλον ὅτι ἐκφράζει με αὐτὸ μιὰ προσωπικὴ ἄποψῃ, ὅπως τὴν ἐννοοῦσε ἕνας τόσο δραστήριος, γεμάτος αὐτοπεποίθηση ἄνθρωπος ποὺ ἐνδιαφερόταν πολὺ γιὰ τὴν καλή του φήμη. Πυρήνας ὅμως αὐτῆς τῆς προσωπικότητας ἦταν τελικὰ ἡ καθαρή, κοφτερή διάνοια, ἡ γνήσια γαλλική λογοκρατία. Γι' αὐτὸ καὶ ἦταν ἐξίσου ἔντονη ἡ ἀντίθεσή της πρὸς τὶς αἰσθησιοκρατικές τάσεις τοῦ νομιναλισμοῦ.
Τὰ καθόλου, διδάσκει ὁ ᾿Αβελάρδος, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ εἶναι πράγματα οὔτε ὅμως καὶ λέξεις. Η λέξη (vox), ὡς σύμπλεγμα ήχων, εἶναι κι αὐτὴ κάτι μοναδικό. Έμμεσα μόνο μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει γενικὴ σημασία, δηλαδή μόνο ἂν γίνει ἔκφραση (sermo). ᾿Αλλὰ μιὰ τέτοια χρήση τῆς λέξης εἶναι δυνατὴ μόνο μὲ τὴν παρέμβαση τῆς ἐννοιολογικής σκέψης (conceptus), ἡ ὁποία, συγκρίνοντας τὰ περιεχόμενα τῆς αἰσθητηριακῆς ἀντίληψης, ἐπιλέγει ἐκεῖνο ποὺ σύμφωνα μὲ τὴν οὐσία του εἶναι κατάλληλο νὰ ἀποτελέσει ἔκφραση (quod de pluribus natum est praedicari [ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχει γεννηθεῖ γιὰ νὰ ἀποτελέσει κατηγόρημα]. Το γενικό λοιπὸν εἶναι ἡ ἔκφραση ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἔννοιες (sermonismus) ἢ ἡ ἴδια ἡ ἔννοια (conceptualismus).
Καθὼς ὅμως τὸ ἴδιο τὸ γενικὸ εἶναι σκέψη, κρίση, καὶ χάρη σὲ αὐτὸ καὶ ἔκφραση, ἕπεται ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἄσχετο μὲ τὴν ἀπόλυτη πραγματικότητα. Τὰ καθόλου δὲν θὰ ἦταν οἱ ἀπαραίτητοι τύποι κάθε γνωστικῆς δραστηριότητας, ὅπως πραγματικὰ εἶναι, ἂν στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν πραγμάτων δὲν ὑπῆρχε κάτι ποὺ τὸ ἐννοοῦμε καὶ τὸ ἐκφράζουμε μὲ λέξεις. Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἡ ἰσότητα ἢ ὁμοιότητα (conformitas) τῶν οὐσιαστικῶν καθορισμῶν τῶν ἀτομικῶν ὄντων. Τὸ καθόλου ὑπάρχει στη φύση ὄχι ὡς ἀριθμητικὴ ἢ οὐσιαστικὴ ταυτότητα ἀλλὰ ὡς πολλαπλότητα ποὺ ἔχει τοὺς ἴδιους καθορισμούς. Καὶ μόνο όταν συλλαμβάνεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σκέψη γίνεται ἑνιαία ἔννοια, ἡ ὁποία κάνει δυνατὴ τὴν ἔκφραση. Γιὰ τὴν πολλαπλότητα τῶν ἀτόμων ποὺ ἔχουν τους ἴδιους καθορισμούς ὁ Αβελάρδος δίνει τὴν ἐξήγηση ὅτι ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν κόσμο σύμφωνα μὲ τὰ ἀρχέτυπα ποὺ εἶχε στὸ νοῦ του.
Κατὰ τὴ διδασκαλία του λοιπὸν τὰ καθόλου ὑπάρχουν, πρῶτον: πρὶν ἀπὸ τὰ πράγματα, στὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς conceptus mentis [πλάσματα τοῦ νοῦ], δεύτερο: μέσα στὰ πράγματα, ὡς ἰσότητα τῶν οὐσιαστικῶν γνωρισμάτων τῶν ἀτόμων, καὶ τρίτο: μετὰ τὰ πράγματα, στὴν ἀνθρώπινη διάνοια, ὡς ἔννοιες καὶ ἐκφράσεις ποὺ προέκυψαν μὲ τὴ συγκριτική σκέψη.
Ἔτσι στὸν ᾿Αβελάρδο συνενώνονται οἱ διαφορετικές τάσεις τῆς ἐποχῆς. Ἀλλὰ τὰ διαφορετικὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἄποψης τὰ διατύπωσε ὁ ᾿Αβελάρδος εὐκαιριακὰ ἐν μέρει στὴν πολεμική του τονίζοντας πότε αὐτὸ καὶ πότε τὸ ἄλλο, χωρὶς νὰ καταλήξει σὲ μιὰ συστηματικὴ ὁλική ρύθμιση τοῦ προβλήματος. Ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο ὅμως εἶχε προχωρήσει τόσο πολύ, ὥστε ἡ θεωρία ποὺ τελικὰ ἐπικράτησε μὲ τὴ μορφὴ ποὺ τῆς εἶχαν δώσει οἱ ἄραβες φιλόσοφοι: «universalia ante multiplicitatem, in multiplicitate et post multiplicitatem» [τὰ καθόλου πρὶν ἀπὸ τὴν πολλαπλότητα, μέσα στην πολλαπλότητα, μετὰ τὴν πολλαπλότητα] εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ δική του: Τὰ καθόλου ἔχουν σημασία ἐξίσου ante rem (πρὶν ἀπὸ τὸ πράγμα) σε σχέση μὲ τὸ νοῦ τοῦ Θεοῦ, in re (μέσα στὸ πράγμα) σε σχέση μὲ τὴ φύση, καὶ post rem (μετὰ τὸ πράγμα) σε σχέση μὲ τὴν ἀνθρώπινη γνώση. Καὶ καθὼς ἀργότερα ὁ Θωμάς Ακινάτης καὶ ὁ Duns Scotus συμφώνησαν βασικὰ μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη, το πρόβλημα τῶν γενικῶν ἐννοιῶν -ποὺ ἔτσι βέβαια δὲν λύθηκε- προσωρινὰ ἔπαψε νὰ ἀπασχολεῖ τὴ σκέψη και μόνο ἀργότερα, μὲ τὴν ἀνανέωση τοῦ νομιναλισμοῦ ξαναῆρθε στο προσκήνιο.
7. ᾿Αλλὰ ὁ ᾿Αβελάρδος εἶναι ἀκόμη πιὸ σημαντικός πέρα ἀπὸ τὴν κεντρικὴ θέση που κατέχει στὴν ἔριδα γιὰ τὶς γενικὲς ἔννοιες- γιατὶ ὁλόκληρη ἡ προσωπικότητά του ἐκφράζει τυπικὰ τὴ θέση που κατέλαβε στην πνευματικὴ ζωὴ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἡ διαλεκτικὴ ποὺ ἀναπτύχθηκε στὸ πλαίσιο ἐκείνης τῆς ἔριδας. Εἶναι ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἐλεύθερης ἐπιστήμης στὸ βαθμὸ ποὺ αὐτὸ ἦταν ἐφικτὸ ἐκείνη τὴν ἐποχή, ὁ προφήτης τῆς τάσης γιὰ ἀνεξάρτητη καὶ αὐτόνομη γνώση, ποὺ τώρα ἔρχεται πάλι στὴν ἐπιφάνεια. Ο Αβελάρδος (καὶ ὁ Gilbert) εἶναι πρώτιστα ὀρθολογιστής: Γνώμονας τῆς ἀλήθειας εἶναι ἡ νόηση. Ἔργο τῆς διαλεκτικῆς εἶναι ἡ διάκριση ἀληθοῦς-ψευδούς. Βέβαια ὑποτάσσεται καὶ αὐτὸς στὴν ἀποκάλυψη που διασώζεται στην παράδοση. Πιστεύουμε ὅμως στὴ θεία ἀποκάλυψη, ὑποστηρίζει ὁ ᾿Αβελάρδος, ἀποκλειστικὰ ἐπειδὴ εἶναι ἔλλογη. Ἔργο τῆς διαλεκτικῆς δὲν εἶναι πιὰ μόνο -όπως υποστήριζε ὁ ῎Ανσέλμος, ἀκολουθώντας τον Αύγουστίνο- νὰ κάνει προσιτό στὴ διάνοια τὸ περιεχόμενο τῆς πίστης. Ο ᾿Αβελάρδος διεκδικεῖ ἐπίσης γιὰ τὴ διάνοια το δικαίωμα νὰ κρίνει, νὰ ἀποφαίνεται σύμφωνα με τους δικούς της κανόνες στὶς ἀμφισβητούμενες περιπτώσεις. Στο σύγγραμμά του Sic et non ἀντιπαραθέτει τὶς ἀπόψεις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς ἀναλύει διαλεκτικά, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν ἄποψη πὼς ἀξιόπιστο εἶναι μόνο ὅ,τι μπορεῖ νὰ ἀποδειχτεῖ. ᾿Αλλὰ καὶ στὸ Διάλογο του ὁ λόγος διαμέσου τοῦ ὁποίου γνωρίζουμε ἐμφανίζεται ὡς κριτὴς τῶν διαφορετικῶν θρησκειῶν. Καὶ παρόλο που θεωρεῖ τὸ χριστιανισμὸ ἰδανικὴ κατάληξη τῆς ἱστορίας τῶν θρησκειῶν, σὲ ἄλλα σημεῖα περιορίζει τὸ περιεχόμενό του στὸν πρωταρχικὸ ἠθικὸ νόμo, ποὺ ἡ καθαρότητά του ἀποκαταστάθηκε χάρη στὸν Ἰησοῦ. Μόνο ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀφετηρία μπορεῖ πάλι ὁ ᾿Αβελάρδος νὰ ἀντικρίσει μὲ ἐλεύθερη ματιὰ τὴν ἀρχαιότητα: θαύμαζε τοὺς Ἕλληνες, παρότι δὲν ἤξερε πολλὰ πράγματα γι' αὐτούς. Τοὺς θεωρεῖ χριστιανοὺς φιλόσοφους πρὶν ἀπὸ τὸ χριστιανισμό. Πιστεύει ότι ἄνδρες ὅπως ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Πλάτων ἦταν θεϊκὰ ἐμπνευσμένοι καὶ -ἀντιστρέφοντας τη σκέψη τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας- ρωτᾶ ἂν ἴσως εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντλήσουμε ἐν μέρει τὴ θρησκευτικὴ παράδοση ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς φιλοσόφους. Ο χριστιανισμὸς εἶναι γι' αὐτὸν ἡ δημοκρατικὴ ἐκδοχὴ τῆς φιλοσοφίας τῶν Ἑλλήνων.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ᾿Αβελάρδος ἔχει σημασία περισσότερο για τὴν ἱστορία τῆς θρησκείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ παρὰ γιὰ τὴ φιλοσοφία δὲν πρέπει νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴ λανθασμένη άποψη ὅτι ἦταν -ὅπως ἄλλωστε καὶ ὅλοι σχεδὸν οἱ «διαφωτιστές» τοῦ Μεσαίωνα- ὑπάκουο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας. Αρκεῖ νὰ ἀναλογιστοῦμε τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δέχτηκε. Πραγματικά, ἡ διένεξή του μὲ τὸν Βερνάρδο ἀπὸ τὸ Clairvaux είναι πάλη της γνώσης μὲ τὴν πίστη, τοῦ λόγου μὲ τὴν αὐθεντία, τῆς ἐπιστήμης μὲ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ προσωπικότητα τοῦ ᾿Αβελάρδου δὲν εἶχε βέβαια τὸ εἰδικὸ βάρος καὶ τὰ ἐσωτερικὰ στηρίγματα ὥστε νὰ νικήσει σὲ αὐτὴ τὴν πάλη, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε ὅτι μιὰ ἐπιστήμη ὅπως ἐκείνη τοῦ 12ου αιώνα -ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ὑπολογίσουμε τὴν ἐξωτερική δύναμη που διέθετε τότε ἡ Ἐκκλησία- ἦταν μοιραῖο νὰ ὑποκύψει στὴν τεράστια εσωτερικότητα τῆς πίστης, ἀκόμη καὶ ἂν τὴν ἐκπροσωποῦσε μια προσωπικότητα πολύ σπουδαιότερη ἀπὸ τὸν ᾿Αβελάρδο. Γιατί ποια μέσα διέθετε τότε γιὰ τὴν ἐκπλήρωσή του τὸ παράτολμο καὶ ἐλπιδοφόρο αἴτημα ότι μόνο ἡ ἀπροκατάληπτη ἐπιστημονική γνώση πρέπει να καθορίζει τὴν πίστη; Υπήρχαν μόνο οἱ κενοὶ κανόνες της διαλεκτικής, ἀλλὰ ὅ,τι εἶχε νὰ ἐπιδείξει ὡς περιεχόμενο αὐτὴ ἡ ἐπιστήμη, τὸ χρωστοῦσε ἀκριβῶς σ' ἐκείνη τὴν παράδοση, τὴν ὁποία τώρα ἐπιχειροῦσε νὰ ὑποβάλει στον κριτικὸ ἔλεγχο της διάνοιας. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐπιστήμη έλειπαν τὰ πραγματολογικά στοιχεῖα, καὶ γι' αὐτὸ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ διεκπεραιώσει το ρόλο που αἰσθανόταν ὅτι εἶχε κληθεῖ νὰ διαδραματίσει. Έθεσε όμως ένα πρόγραμμα πού, ἂν καὶ δὲν μπόρεσε νὰ τὸ ἐκτελέσει, χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν.
᾿Ακοῦμε λοιπὸν γιὰ τὴ θορυβώδη κίνηση ἐκείνων που ζητοῦσαν νὰ πραγματεύονται ὅλα τὰ ζητήματα μόνο με «επιστημονικό» τρόπο• ἀκοῦμε ὅτι ὕστερα ἀπὸ τὸν ᾿Ανσέλμο πληθαίνουν τὰ παράπονα γιὰ τὸν διαρκῶς αὐξανόμενο ὀρθολογισμό ἐκείνης τῆς ἐποχῆς• ἀκοῦμε γιὰ τοὺς «κακούς» ἀνθρώπους ποὺ πίστευαν μόνο σὲ ὅ,τι ἦταν δυνατὸ νὰ γίνει κατανοητὸ ἢ νὰ ἀποδειχτεί, γιὰ τοὺς σοφιστὲς ποὺ μὲ ἰταμὴ ἐπιδεξιότητα ζύγιζαν στις συζητήσεις τους τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατά, γιὰ τοὺς «ἀρνητές» ποὺ ἀπὸ ὀρθολογιστὲς εἶχαν καταντήσει ὑλιστὲς καὶ μηδενιστές. Ωστόσο όχι μόνο δὲν σώθηκε τίποτε ἀπὸ τὴ διδασκαλία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ ὀνόματά τους δὲν ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς. Καὶ ἀκριβῶς ἡ ἀπουσία ἑνὸς ἰδιαίτερου περιεχομένου ὑπῆρξε ἡ αἰτία ποὺ ὅλη αὐτὴ ἡ διαλεκτικὴ κίνηση, τῆς ὁποίας ἐπιφανέστερος ἐκπρόσωπος ἦταν ὁ ᾿Αβελάρδος, τελικὰ δὲν εἶχε ἄμεσα ἀποτελέσματα, παρ' ὅλο τὸ ζῆλο καὶ τὴν ὀξύνοια τῶν φορέων της.
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου