Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024

Το νόημα ως ισορροπία κατά Nash. Η Φαινομενολογία του Husserl και η θεωρία παιγνίων γ

 Συνέχεια από: Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

Το νόημα ως ισορροπία κατά Nash. Η Φαινομενολογία του Husserl και η θεωρία παιγνίων γ

3.2 Το υπό ερώτημα νόημα

Ξεκινώντας από μια αυστηρή κριτική της ψυχολογίας, στις «Λογικές Έρευνες», ο Husserl διακρίνει τρία επίπεδα αποβλεπτικότητας: i) το ψυχικό ενέργημα (τα νοητικά δεδομένα μέσα στο υποκείμενο), ii) το αποβλεπτικό αντικείμενο, που είναι το αντικείμενο προς το οποίο στοχεύει η αποβλεπτικότητα σύμφωνα με το ενέργημα αυτό. iii) το πραγματικό αντικείμενο, το αντικειμενικά εξωτερικό στοιχείο που παραμένει πάντα ίδιο κατά τη διεξαγωγή του ενεργήματος, παρά τις μεταμορφώσεις στα προηγούμενα δυο επίπεδα, έτσι ώστε να εξασφαλίζει μια λειτουργία σύνθεσης. Ο Husserl διακρίνει λοιπόν τα αντικειμενοποιούντα (objectifying) ενεργήματα, που έχουν μια σχέση προς το αντικείμενο, από τα μη αντικειμενοποιούντα ενεργήματα, που αποκτούν μια σχέση προς το αντικείμενο μόνο χάριν των πρώτων. Τα αντικειμενοποιούντα ενεργήματα χωρίζονται σε θετικά (positional) ενεργήματα, που θεωρούν το αντικείμενο ως υπάρχον, και σε μη-θετικά (non-positional) ενεργήματα, που δεν θεωρούν ότι τό αντικείμενο υπάρχει.

Στις «Ιδέες» δεν εγκαταλείπει τη γραμμή των «Λογικών Ερευνών» (Logische Untersuchungen), αλλά επεξεργάζεται εκ νέου τη σημασία τους, ξεκινώντας από την φαινομενολογική-υπερβατολογική μείωση, την εποχή (epoché), το πέρασμα από την φυσική στην υπερβατολογική στάση. Στον πρώτο τόμο των ‘Ιδεών’ εισάγεται το ζευγάρι νόησις-νόημα.

Το νόημα είναι μια από τις πιο τολμηρές και αμφιλεγόμενες έννοιας της φαινομενολογίας του Husserl. Σχεδιάστηκε για πρώτη φορά το 1912 στα ερευνητικά του δοκίμια, αλλά αναπτύχθηκε πλήρως στις ‘Ιδέες’. Οι ‘Ιδέες’ είναι στην πραγματικότητα ένα βιβλίο στο οποίο ο Husserl εκθέτει πλήρως την φαινομενολογική υπερβατολογική μείωση. Αν το νόημα εισάγεται με ακρίβεια σε αυτή τη συνάφεια, αυτό γίνεται επειδή αποτελεί μια έννοια που δεν μπορεί να διαχωριστεί από την εποχή. Το νόημα δεν είναι ούτε ένα πραγματικό αντικείμενο που υπάρχει ανεξάρτητα από εμάς, από την αντίληψη μας, ούτε απλώς διανοητικό, που σημαίνει μια ‘βιωμένη εμπειρία’ μεταξύ άλλων, αλλά είναι μάλλον ένα αποβλεπτικό αντικείμενο. Το νόημα είναι αυτό που διαμεσολαβεί τη σχέση μεταξύ νοητικού ενεργήματος και πραγματικού αντικειμένου. Είναι μια εσωτερική υπέρβαση προς το ίδιο το εσωτερικό ενέργημα. Είναι μια υπερβατολογική προβολή, με την έννοια, πως μόνο μέσα από αυτήν την προβολή μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με το πραγματικό ‘έξω από εμάς’.

Περιορίζομαι στη σχηματική παράθεση κάποιων παραγράφων (§87-91) του πρώτου τόμου των ‘Ιδεών’, τρίτο κεφάλαιο, όπου ο Husserl αντιμετωπίζει άμεσα το πρόβλημα. Δεν υπάρχει κάποιος εξηγητικός σκοπός στην ανάγνωση μου. Θέλω απλώς να ταυτοποιήσω ένα μοναδικό πρόβλημα και να παρουσιάσω κατόπιν μια μέθοδο για να το ξανασκεφτούμε.

Η παραξενιά της αποβλεπτικής διαδικασίας, είναι όπως γράφει ο Husserl στην παράγραφο §87, πως «εύκολα αποδίδεται στην καθολικότητα της. Όλοι μας καταλαβαίνουμε την έκφραση ‘συνείδηση κάποιου πράγματος’, ιδιαίτερα σε κατά βούληση (ad libitum) παραδείγματα. Είναι πολύ πιο δύσκολο να αρπάξει κανείς καθαρά και ορθά τις φαινομενολογικές παραξενιές της ουσίας που αντιστοιχούν σε αυτήν». Αυτό είναι το θέμα. Η έκφραση «συνείδηση κάποιου πράγματος» σημαίνει μια άκρως προβληματική κοινοτοπία την οποία οι φαινομενολόγοι πρέπει να ξεκαθαρίσουν. «Το ότι ο τίτλος αυτός περιγράφει ένα μεγάλο πεδίο επίπονα επιτευχθέντων ευρημάτων, και συγκεκριμένα, τα ειδετικά (eidetic) ευρήματα, θα φαινόταν σήμερα ξένο στην πλειοψηφία των φιλοσόφων και ψυχολόγων» (Husserl 1982, 211).

Στην παράγραφο §88 ο Husserl ασχολείται με το θέμα της ανάλυσης της αποβλεπτικής ζωής και εισάγει τη διάκριση κλειδί, μεταξύ των κατάλληλων στοιχείων της αποβλεπτικής διανοητικής διαδικασίας και των συσχετισμών με αυτά. Διακρίνει δυο σημασίες της έκφρασης ‘νόημα της εμπειρίας’. Κατά πρώτον, το νόημα της εμπειρίας είναι μια ‘νοητική στιγμή’, δηλαδή μια πράξη που ερμηνεύει ένα σύνολο ψυχικών δεδομένων και τους δίνει ενότητα, μια σύνθεση. Η νόηση (noesis) είναι ένα σύνολο ‘μερών και στιγμών, που βρίσκουμε με την ανάλυση αυτού πού είναι πραγματικά έμφυτο, αναφερόμενο στις νοητικές διαδικασίες. Ασχολούμαστε βέβαια με την νοητική διαδικασία σαν να είναι αντικείμενο όπως όλα τα άλλα, διερευνώντας στα κομμάτια του ή τις μη-αυτόνομες στιγμές, το πραγματικά έμφυτο σε αυτή , που την συνιστά» (Husserl 1982, 213). Όμως, «από την άλλη, η αποβλεπτική νοητική διαδικασία είναι συνείδηση κάποιου πράγματος, και είναι τέτοια σύμφωνα με την ουσία της, δηλαδή ως μνήμη, ως κρίση, ως βούληση. Και επομένως μπορούμε να διερευνήσουμε αυτό πού είναι να οριστεί, ως ύλη ουσιώδους αναγκαιότητας ως προς την πλευρά αυτού του ‘κάποιου πράγματος’» (Husserl 1982, 213).

Η ουσία της νοήσεως υπερβαίνεται από κάτι άλλο. «Είναι μέσα στην ουσία της να περιέχει μέσα της κάτι, όπως μια ‘έννοια’ και πιθανόν μια πολλαπλή έννοια στη βάση αυτής της παραχώρησης (παραίτηση από την) της έννοιας, και σε ενότητα με αυτό, που για να οδηγήσει σε περαιτέρω παραγωγές (Leistungen) που καθίστανται ‘πλήρεις έννοιας’ ακριβώς δια της ‘παραχώρησης της έννοιας’» (Husserl 1982, 213-214). Ακολουθώντας την περιγραφή του Husserl, τέτοιες νοητικές στιγμές είναι για παράδειγμα, η κατεύθυνση της προσοχής του καθαρού εγώ προς τα αντικείμενα ‘που εννοούνται» από αυτό λόγω της παραχώρησης της έννοιας, προς το αντικείμενο που είναι ‘έμφυτο στη έννοια’ για το εγώ. Επιπλέον, αρπάζοντας αυτό το αντικείμενο, καί κρατώντας το σφιχτά[ΟΙΚΕΙΟΠΟΊΗΣΗ], ενώ η προσοχή εκτρέπεται προς άλλα αντικείμενα που εμφανίζονται στην ‘έννοια’ (Vermeinen). Παρομοίως, παραγωγές που αφορούν εξηγήσεις, συσχετίσεις, περιλαμβάνοντας πολλαπλές τοποθετήσεις για τις πεποιθήσεις, θεωρήσεις, αποτιμήσεις κ.ο.κ» (Husserl 1982, 214).

Με τον τρόπο αυτό φτάνουμε στη σημασία του όρου ‘έννοια’. Ο Husserl γράφει: «Αντιστοιχώντας σε κάθε περίπτωση στην πολλαπλότητα των δεδομένων που αναφέρονται στο πραγματικά έμφυτο νοητικό περιεχόμενο, υπάρχει μια πολλαπλότητα δεδομένων, που μπορούν να καταδειχθούν μέσα στην πραγματικά καθαρή διαίσθηση, μέσα στο συσχετιζόμενο ‘νοηματικό περιεχόμενο’, ή εν συντομία στο ‘νόημα’-όροι τους οποίους θα χρησιμοποιούμε από εδώ και πέρα» (Husserl 1982, 214). Η αντίληψη αντιστοιχεί στο «αντιληφθέν ως τέτοιο», το πράγμα ως αντιληφθέν, σύμφωνα με το ‘στυλ’, η προοπτική προσδιορισμένη από τις νοητικές στιγμές. Το νόημα είναι το αντικείμενο εντός των ορίων της νοήσεως. Είναι μέρος της ουσίας της νοήσεως. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί από την νόηση. «Η αντίληψη για παράδειγμα έχει το νόημα της, το πιο βασικό στήν αντιληπτική της έννοια, δηλαδή το αντιληφθέν ως αντιληφθέν. Παρομοίως, η περίπτωση της μνήμης (απομνημόνευσης) έχει το απομνημονευθέν ως απομνημονευθέν, μόλις απομνημονεύεται, ακριβώς όπως ‘εννοείται, ‘σκοπεύοντας προς’ μέσα στην απομνημόνευση. Και πάλι, η κρίση έχει το κριθέν ως κριθέν, η επιθυμία έχει το επιθυμητό ως επιθυμητό, κ.ο.κ» (Husserl 1982, 214). Σε κάθε περίπτωση, το ‘νοηματικά συσχετιζόμενο, που εδώ ονομάζεται ‘έννοια’ πρέπει να ληφθεί με ακρίβεια καθώς εμπεριέχεται εμμενώς στην νοητική διαδικασία της αντίληψης, της κρίσης, της επιθυμίας, κ.ο.κ. Αυτό σημαίνει, έτσι όπως μας προσφέρεται όταν διερευνούμε καθαρά αυτή την νοητική διαδικασία» (Husserl 1982, 214).

Νόημα και νόηση είναι δυο συμπληρωματικές πλευρές της ίδιας διαδικασίας. Στην πραγματικότητα, όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε μια από αυτές μόνη της, πέφτουμε σε αντίφαση. Το νόημα α) δεν είναι ένα πραγματικό αντικείμενο έξω από μας, επειδή με την εποχή τοποθετήσαμε τον πραγματικό κόσμο της φυσικής στάσης εντός παρενθέσεων, και εμείς έχουμε τοποθετηθεί σε ένα χώρο υπερβατολογικό. όμως, β) το νόημα δεν μπορεί να διαχωριστεί πλήρως από αυτό το πραγματικό αντικείμενο επειδή το νόημα είναι αυτό το πραγματικό αντικείμενο, και όχι ένα αντίγραφο. Αν δεν διατηρήσουμε αυτή την πτυχή, χαλαρώνουμε τον ιδιαίτερο και αυθεντικά ρεαλιστικό χαρακτήρα της προσέγγισης του Husserl. Όταν εφαρμόζω την φαινομενολογική υπερβατολογική μείωση στην αντίληψη μου για ένα δέντρο που είναι στον κήπο μου, δεν κάνω τίποτε άλλο από το να απαγορεύω στον εαυτό μου να δώσει στο δέντρο αυτό οποιαδήποτε ‘θέση υπάρξεως’ ώστε να επικυρώσει την ύπαρξη αυτού του δέντρου. Παρόλα αυτά, το δέντρο εξακολουθεί να προορίζεται όπως το προόρισα εγώ πριν την εποχή. Το πραγματικό περιεχόμενο της αντίληψης μου δεν αλλάζει.

Το νόημα δεν είναι ούτε μια νοητική εικόνα, ούτε αντίγραφο, αλλά ούτε και ένα αντικείμενο. Δεν αντιλαμβάνομαι δυο δέντρα, ένα νοητικό και ένα πραγματικό, αλλά μόνο ένα δέντρο, το ίδιο δέντρο. Με τον τρόπο της φαινομενολογίας, «ο υπερβατολογικός κόσμος λαμβάνει την ‘παρένθεση’ του, εμείς εξασκούμε την εποχή σε σχέση προς την τοποθέτηση του πραγματικού της είναι» (Husserl 1982, 215). Επομένως, η πραγματική σχέση μεταξύ αντίληψης και αντιληφθέντος «αποκλείεται», λέει ο Husserl, «και παρόλα αυτά, η σχέση μεταξύ αντίληψης και αντιληφθέντος (όπως και μεταξύ επιθυμίας και επιθυμητού) παραμένει παραμερισμένη, μια σχέση που καθίσταται δεδομένη ουσιαστικά στην ‘καθαρή εμμένεια’, δηλαδή καθαρά πάνω στο έδαφος των φαινομενολογικά μειωμένων νοητικών διαδικασιών της αντίληψης και επιθυμίας, ακριβώς όπως αυτές ταιριάζουν μέσα στο υπερβατολογικό ρεύμα των νοητικών διαδικασιών’ (Husserl 1982, 215). Μέσα στην φαινομενολογική μας στάση, «το δέντρο δεν έχει χάσει την ελάχιστη χροιά όλων αυτών των στιγμών, ποιοτήτων, χαρακτηριστικών, με τα οποία εμφανιζόταν στην αντίληψη αυτή, με την οποία εμφανιζόταν ως ‘αγαπητό’, ‘ελκυστικό’ κ.ο.κ., ‘μέσα’ σε αυτή την επιθυμία (αρέσκεια)» (Husserl 1982, 216). Το ‘αποβλεπτικό δέντρο’ δεν χάνει τα χαρακτηριστικά που είχε μέσα στην φυσική στάση. Τι είναι όμως; Τι μπορεί να είναι το δέντρο χωρίς την αναφορά στο αληθινό δέντρο; Επαναλαμβάνω: η εποχή δεν συνεπάγεται την πλήρη εξαφάνιση του πραγματικού κόσμου.

Δια της εποχής ο Husserl απαλείφει το πραγματικό αντικείμενο και παραδέχεται μόνο το αποβλεπτικό αντικείμενο, το οποίο όμως δεν μπορεί να είναι διαφορετικό από το πρώτο. Πως μπορεί το νόημα να σχηματίσει την αποβλεπτική σχέση χωρίς να είναι (ή να συνδέεται) με το ίδιο το αντικείμενο;

Μπορούμε να κατανοήσουμε την αποβλεπτικότητα χωρίς να αναφερόμαστε στην έννοια του αντικειμένου;

Συμπεραίνω τα εξής:

Το αντικείμενο είναι μια εντελώς διφορούμενη έννοια. Είναι αποτέλεσμα θεωρητικής λειτουργίας, της εποχής, ο σκοπός της οποίας είναι διφορούμενος. Πως μπορεί να υπάρχει κάτι αντικειμενικό μέσα στο υποκείμενο; Πως μπορεί να υπάρχει υπερβατικότητα στην εμμένεια; Ο Husserl δεν απαντά στις ερωτήσεις αυτές. Μπορεί το νόημα να κοινοποιηθεί στα άλλα εγώ; Αν είναι έτσι, τότε μπορεί να διαχωριστεί από την νόηση, το ψυχικό ενέργημα, αλλά αυτό αντιβαίνει στην αρχική του κατάσταση. Ποιος εγγυάται, ότι κάποιο άλλο εγώ μπορεί πραγματικά να καταλάβει το ίδιο αντικείμενο προς το οποίο αποβλέπω τώρα, με τον ίδιο τρόπο που το καταλαβαίνω εγώ; Είμαστε καταδικασμένοι να πέσουμε στο κλασσικό πρόβλημα του σολιψισμού.

Εάν, ακολουθώντας τον Husserl, η αποβλεπτικότητα είναι αυτό που εγκαθιστά την σχέση μας με ένα αντικείμενο, πως μπορεί (η αποβλεπτικότητα) να προϋποθέτει το αντικείμενο ή την αντικειμενικότητα; Αν ακολουθήσουμε την αυθεντική έμπνευση του Husserl για την έννοια της αποβλεπτικότητας, θα πρέπει να συμπεράνουμε, πως η αποβλεπτική σχέση ‘δημιουργεί’ το αντικείμενο, και όχι το αντίστροφο. Δεν μπορεί να υπάρχει αντικείμενο πριν την αποβλεπτική σχέση. Από την άλλη, με την έννοια του νοήματος ως «αποβλεπτικού αντικειμένου’, ο Husserl υποβάλλει την αποβλεπτικότητα στο αντικείμενο, στην ανάγκη να διατηρήσει τον δυισμό υποκείμενο-αντικείμενο ως μια αδιαμφισβήτητη αρχή. Στην παράγραφο §128 του πρώτου τόμου των ‘Ιδεών’, γράφει: «Το νοηματικό κατέστη διακριτό ως αντικειμενικότητα ανήκοντας στη συνείδηση, και όμως είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό» (Husserl 1982, 307). Το νόημα είναι ένα αποβλεπτικό objectum που δίδεται σταθερά στη συνείδηση δια μιας διαρκούς και συνθετικής διαδικασίας. Η πεποίθηση αυτή οδηγεί τον Husserl να εισαγάγει μια επιπλέον διάκριση στο νόημα: «Κάθε νόημα έχει περιεχόμενο, δηλαδή τη σημασία/έννοια (sense) του και σχετίζεται μέσω αυτής προς το αντικείμενο του» (Husserl 1982, 314). Πρέπει επομένως να διακρίνουμε μεταξύ του ‘νοηματικού αντικειμένου simpliciter’, το πραγματικό αντικείμενο έξω από μας, που είναι το σημείο ενότητας, και ‘του αντικειμένου μέσα στο πως των καθορισμών του’ (Husserl 1982, 314). Ο Husserl γράφει κατόπιν: «Η σημασία για την οποία μιλούμε συνέχεια, είναι αυτό το νοηματικό ‘αντικείμενο μέσα στο πως’, με όλα όσα η περιγραφή χαρακτήρισε πιο πάνω, είναι ικανή να βρει μέσα της και να το εκφράσει με έννοιες» (Husserl 1982, 314). Η παράγραφος αυτή δεν είναι καθόλου σαφής. Σε μια προσπάθεια να αφήσει ανοικτή την εποχή, και επομένως να διατηρήσει την απόσταση ως προς κάθε υπερβατολογικό αντικείμενο, ο Husserl είναι αναγκασμένος να πολλαπλασιάσει τα αποβλεπτικά αντικείμενα, και να περιπλέξει τις έννοιες σημασία (sense, Sinn) και νόημα (noema). Επαναλαμβάνει την αποβλεπτική σχέση εντός του νοήματος, τόσο πολύ ώστε, στην παράγραφο §132 φαίνεται πως υπονοεί μια τρίτη πτυχή του νοήματος: «Η σημασία δεν είναι μια συγκεκριμένη ουσία μέσα στην πλήρη σύνθεση του νοήματος, αλλά ένα είδος αφηρημένης μορφής έμφυτου στο νόημα» (Husserl 1982, 316). Στα όσα ακολουθούν όμως δεν ξεκαθαρίζει καθόλου τι εννοεί λέγοντας ‘αφηρημένη μορφή’. Είναι πολύ δύσκολο να δούμε, πως μια ‘αφηρημένη μορφή’ μπορεί να σχετίζεται προς το προκείμενο πρόβλημα.

Γιατί πρέπει να διαχωρίσουμε το αποβλεπτικό αντικείμενο από το πραγματικό αντικείμενο; Γιατί υπάρχει αυτός ο πολλαπλασιασμός εντός του αποβλεπτικού αντικειμένου; Δεν είναι αυτό μια επιλογή που δημιουργείται από την αναζήτηση μιας υποτιθέμενης ‘απόλυτης θεμελίωσης’ της γνώσεως;

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: