Συνέχεια από Δευτέρα,7 Μαΐου 2018
PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΔΕΥΤΕΡΗ, ΜΕΣΗ
ΠΕΡΙΟΔΟΣ
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
(Τέταρτη συνέχεια)
Ο Αριστοφάνης
κάθεται στην τρίτη κατά σειράν θέση στο τραπέζι. Θα ήταν λοιπόν ο λόγος
του, ανάμεσα στους πέντε ‘προ-σωκρατικούς’ λόγους, ακριβώς στη μέση. Καθώς
εφευρίσκει ο Πλάτων τον λόξυγγα, για να μεταθέση τον Αριστοφάνη από τρίτον σε
τέταρτον κατά σειράν ομιλητή,
‘προκαλούμαστε’ κι εμείς να σκεφτούμε για μια στιγμή στην ‘κανονική’ του θέση τον
λόγο του.
Είναι
κατ’ αρχάς σαφές, ότι από ανθρώπινης, κοινωνικής πλευράς αποτελούν οι τέσσερις
άλλοι ομιλητές δυό ζευγάρια φίλων, ο Φαίδρος κι ο Ερυξίμαχος, ο Παυσανίας κι ο
Αγάθων. Όπως είναι λοιπόν, με την ανθρώπινην έννοια, μόνος ανάμεσα στους
προσκαλεσμένους ο Αριστοφάνης, έτσι ‘απέχει’ και η ομιλία του απ’ τις ομιλίες
τών άλλων τεσσάρων. Γιατί αποτελούν κι αυτοί οι τέσσερις λόγοι – διαφορετικά
ασφαλώς απ’ ό,τι οι ομιλητές αναμεταξύ τους – δύο ζεύγη. Οι λόγοι τού Φαίδρου
και του Αγάθωνα βρίσκονται σε ‘άμεση’ αντιπαράθεση: ο ένας εξυμνεί τον
αρχαιότερο, κι ο άλλος τον νεώτερο ανάμεσα στους θεούς. Το άλλο δε ζευγάρι
λόγων το συνδέει, το ότι συνεχίζει ο Ερυξίμαχος το θέμα τού διπλού έρωτα
που εισάγει ο Παυσανίας. Ο Αριστοφάνης εξασκεί ωστόσο την πιο οξεία κριτική:
δεν έχουν καταλάβει καθόλου μέχρι τώρα τη δύναμη του ‘Ερωτα οι άνθρωποι·
προσπαθεί λοιπόν αυτός με τον πιο ριζικό τρόπο για μιαν – ας τολμήσουμε την
έκφραση – «υπαρξιακή ανθρωπολογία»: δεν είναι παρά κομματιασμένοι
οι άνθρωποι, και διατρέχουν συνεχώς τον κίνδυνο να κομματιαστούν
ακόμα παραπέρα. Από εδώ συνάγεται και το ισχυρότατο – σχεδόν ηθικό –
αίτημα: η πραγματική φύση τού Έρωτα είναι να ξεπερασθή αυτό το
‘κομμάτιασμα’, μέσα από έναν πόθο τής ολότητας. Ενώ διαθέτει ταυτόχρονα και
την πιο ζωντανή, καλλιτεχνικά και μυθολογικά, δύναμη αυτός ο λόγος.
‘Εισβάλλει’ λοιπόν, σε μιαν ολοφάνερη αντίθεση προς την ‘κοινωνιολογία΄
και τη φυσική επιστήμη τών δύο προλαλησάντων, στρεφόμενος εναντίον τους ο μύθος
(Mythos). Ο μύθος που απλώς ‘αντηχεί’ στους λόγους τών
άλλων, που επικαλούνται τις αρχαίες γενεαλογίες (Genealogien) τού Έρωτα. Ενώ θα πάρη την περιορισμένη του θέση
στον λόγο τού Σωκράτη. Τώρα ‘γεμίζει’ όμως όλον τον χώρο. Πρέπει να γίνη σαφές
παραστατικά και ποιητικά, αυτό που έλειψε μέχρι τώρα: το να «αντιληφθούμε» τη
«δύναμη» του Έρωτα (189 C).
Ως προς τη μορφή, διαισθανόμαστε παντού τον μυθολόγο (Mytholog) που αφηγείται, ‘συγχωρούμενος’ να παραθέτη και να
επαναλαμβάνη τα ίδια στοιχεία… Τη διαχειρίζεται όμως ένας ποιητής με ρέουσα
φαντασία και λόγο, με ‘χαριτωμένο’ και παράδοξο παιχνίδι τών εικόνων αυτήν τη
‘μορφή’. Αυτός είναι ο Αριστοφάνης στον Πλάτωνα.
O λόγος
τού Αριστοφάνη ‘επεκτείνει’ στην αρχή και στο τέλος τη ματιά του στον Κόσμο
(Kosmos). Συγγενεύουν στη μορφή και στην κίνηση προς τα
άστρα οι πρωταρχικοί άνθρωποι, κι ελπίζουμε πως θα μας επαναφέρη σε κείνην την
παλαιά κατάσταση ο Έρως. Αλλά κι αυτό το ‘κοσμικό στοιχείο’, προς το οποίο
‘ανυψώθηκε’ ήδη και ο Ερυξίμαχος, οδηγεί προς τον λόγο τής Διοτίμας, με τα τόσο
σημαντικά λόγια ότι «συνδέεται όλο αναμεταξύ του με τον έρωτα το
σύμπαν». Κάτι που θα ‘ξεδιπλωθή’ πλήρως στον «Φαίδρο» και στον «Τίμαιο».
Στο «Συμπόσιο» ‘οπισθοχωρεί’ λίγο (αυτή η ‘άποψη’…) μετά τον λόγο τού
Ερυξίμαχου, καθώς παραμένει προπάντων στο ανθρώπινο επίπεδο – όπως άλλωστε και
ο Αγάθων και η Διοτίμα κατόπιν - ο Αριστοφάνης. Ο οποίος και ‘διαβαθμίζει’
(κλιμακώνει…) αξιολογικά, κατά τον βαθμό τής ανδρικότητας δηλ., τους
ερωτικούς τρόπους τών ανθρώπων: ανώτερος απ’ όλους είναι ο έρωτας ανδρός
προς άνδρα, ο έρωτας ακριβώς τών πιο γενναίων και ΄πολιτικών’ ανδρών. Εδώ
βρίσκουμε προπάντων εκείνην την ‘ταραχή’ τής συνάντησης, εκείνον τον πόθο να
μην εγκαταλείψη ποτέ ο ένας τον άλλον, και τη σίγουρη ‘διαίσθηση’ ότι σημαίνει
ασφαλώς κάτι πολύ βαθύτερο απ’ την απλήν ικανοποίηση μιας ‘ορμής’ ένας τέτοιος
πόθος. Το ότι ‘εξηγεί’ από ένα και μόνο σημείο, πέρα από κάθε εμπειρία όλα αυτά
τα ‘αινίγματα’ ο Αριστοφάνης, ‘εξαντλεί’ και το μέγεθος του εγχειρήματός του. Η
ίδια δε η ‘εξήγηση’, ότι δεν είναι παρά η επιθυμία να ‘συμπληρωθή’ το ατελές
και το ‘ήμισυ’ ο έρως (191 Α. 192 Ε), είναι ένα ‘συγκινητικό’ παιχνίδι, ώστε να
μην έχη εντελώς άδικο κρίνοντάς το ‘πεζά’ και ‘ειρωνικά’ ο Αριστοτέλης: θα
έπρεπε είτε να ‘καταστραφούν’ (συγχωνευόμενοι) και οι δυό με μια τέτοια θέληση
συγχώνευσης, είτε πάντως ο ένας απ’ τους δυό (αν δεν επιτευχθή η συγχώνευση)!
Θα αποκαταστήση δε κατ’ αρχάς ο Σωκράτης, και με το στόμα τού Σωκράτη η
Διοτίμα, με μια γνώση τη ‘διαίσθηση’ ότι ριζώνει (απλώς…) στο επέκεινα ο
έρως, οδηγώντας προς το «Αγαθό» την κλίμακα του έρωτα, και διδάσκοντας
με μιαν ευθείαν αναφορά στον λόγο τού Αριστοφάνη (205 D κ.ε.), ότι δεν είναι και το «Όλον» τίποτα, αν
δεν εννοούμε το τέλειο και εντελές, και το αγαθό μέσα σ’ αυτό.
Ο Αγάθων
θα κρίνη με τη σειρά του όλους τούς προλαλήσαντες: ότι δεν μίλησαν
για τον θεό, αλλά για τις ενέργειές του. Ενώ ο ίδιος θέλει τώρα να μιλήση
πρώτα για τον θεό, και μετά για τις ενέργειες. Κάτι το οποίο δεν ισχύει βέβαια
ακριβώς, αφού το ίδιο έχει κάνει ήδη ο Φαίδρος. Μιλώντας ωστόσο ελάχιστα για τη
φύση τού θεού, και πολύ περισσότερο για τις εγγείς και τις ‘μακρινές’ του
επιδράσεις. Θα επιστρέψη λοιπόν τώρα στη φύση τού θεού ο Αγάθων, και καθώς θα
λάβη μετά απ’ αυτόν ο Σωκράτης τον λόγο (201 D), βλέπουμε πώς κινείται προς την κορύφωσή της όλη η
‘πορεία’. Αυτό που είναι σωστό και πράγματι καινούργιο θα ειπωθή βέβαια κατ’
αρχάς απ’ τον Σωκράτη. Θα αναδειχθή λοιπόν εδώ στον λόγο τού Αγάθωνα για μιαν
τελευταία φορά μια παραδοσιακή εικόνα τού Έρωτα, αντίθετη προς τον λόγο τού
Φαίδρου (195 ΑΒ), αλλά και συμπληρωματική μέσα σε μιαν πολικότητα ως προς
αυτόν. Η αρχέγονη δημιουργκή δύναμη εκεί, ο νεαρός και ‘παιχνιδιάρης’ θεός τού
έρωτα εδώ: αυτές είναι οι δυό παραδοσιακές μυθικές εικόνες, απ’ τις οποίες και
θα ‘ξεπηδήση’ εκπληκτικά, ιδίως απ’ την τελευταία, το Καινούργιο τού
Σωκράτη. Κλείνει λοιπόν τον κύκλο, που άνοιξε ο Φαίδρος, ο Αγάθων.
Είχαν
φανερωθή τέσσερις ‘απόψεις’ στον «Λύσι»: 1. Κλίνουν τα ανόμοια αναμεταξύ τους·
2. Κλίνουν τα όμοια· 3. Δεν ‘ερωτεύεται’ ούτε το καλό ούτε το κακό, αλλά
το μεσαίο ή μέτριο το τελειότερο· και 4. Είναι μια επιθυμία τού ατελούς προς
συμπλήρωση η (ερωτική…) κλίση. Φθάνουν λοιπόν και αναπτύσσονται μέσα στο
«Συμπόσιο», όπως δείξαμε, και οι τέσσερις ‘απόψεις’. Θα αποκτήση δε με τη
Διοτίμα μυθική μορφή, εξυψώνοντας και τις τρεις άλλες ‘απόψεις’, ως η βαθύτερη
απ’ όλες η τρίτη ‘άποψη’. Την τέταρτη την ‘ενσάρκωσε’ στο μεταξύ ο ‘μύθος’ τού
Αριστοφάνη. Αυτό όμως που «συμπληρώνει» (το οικείον) είναι αδιάφορο καθ’
εαυτό – όπως θα ‘καταγγείλη’ κατόπιν ο
Σωκράτης (205 Ε) – ως προς την αξία ή απαξία, και πρέπει να ανυψωθή προς το «Αγαθό»,
αν πρέπη βέβαια να αποτελή και τον σκοπό τού γνήσιου έρωτα. Τη θέση τής
ανομοιότητας την ‘ανέλαβε’ μέσα στο δικό του φυσικο-επιστημονικό κοσμοείδωλο ο
Ερυξίμαχος. Όπου και καλύπτονταν εξομοιούμενες οι αντιθέσεις, και σαν να μην
είχαν πλέον καμμιά δύναμη να ποθήσουν κάτι υψηλότερο και πέρα απ’ αυτές.
Τη δε θέση τής ομοιότητας την ‘ανέλαβε’, ‘δημιουργώντας’ με τη βοήθειά της τη
δική του εικόνα τού νεανικού έρωτα, ο Αγάθων. Όπου και λείπει εντελώς κάθε
‘ένταση’, και δεν είναι αξιοθαύμαστο, ότι μένει ‘παιδιάστικη’ και χωρίς ηρωϊκό
χαρακτήρα η όλη εικόνα.
Αν
φιλονεική εδώ, χωρίς να το δηλώνη, με τον Ερυξίμαχο ο Αγάθων – ώστε να μπορέση
να φανερωθή πέρα απ’ αυτήν την αντίθεση η καινούργια γνώση τού Σωκράτη και της
Διοτίμας -, φιλονεική σαφώς και με τον Φαίδρο: Δεν θα μπορούσε να κυριαρχή ο
Έρως, αλλά μόνον η τυφλή αναγκαιότητα σε κείνην την αρχαίαν εποχή, αν είναι
βέβαια αληθινές οι ιστορίες για τη γένεση αλλά και για τους πολέμους ανάμεσα
στους θεούς (ει εκείνοι αληθή έλεγον – 1095 C) – μια ‘επιφύλαξη’ που θα έπρεπε να οδηγή,
συνεχίζοντας την κριτική τών μύθων στον «Ευθύφρονα» και την «Πολιτεία», σε μιαν
κατάργηση ή αναμόρφωση της παλαιάς μυθολογίας. Ανάγκη (Ananke) όμως σημαίνει, αναλογιζόμενοι εκ των προτέρων τον
«Τίμαιο», αυτό που είναι εντελώς άδειο από νόημα και δεν έχει καμμιά
μορφή. Πολεμά λοιπόν δίκαια εδώ ενάντια στη λανθασμένη ‘θεολογία’ ο Αγάθων,
- μόνον που δεν είναι ούτε η δική του εικόνα του Έρωτα αρκετά ‘σοβαρή’, ώστε να
τοποθετηθή πράγματι στη θέση τής άλλης, οπότε και αναιρούν μάλλον παρά
συμπληρώνουν η μια την άλλην οι δυό ‘ακραίες’ εικόνες.
Γλωσσικά
είναι η πιο παραπλανητική απ’ όλες η ομιλία τού Αγάθωνα, κι όσο ειρωνικά και να
‘παρωδή’ (parodiert) αυτόν τον μαθητή
τού Γοργία ο Πλάτων, τον ‘αφήνει’ με μεγάλην απόλαυση, κι όχι μόνο για να τον
περιγελάση, να ‘σπαταλά’ μιαν τέτοια ‘χαριτωμένη’ λεκτική μαγεία, απ’ την
οποίαν και γοητεύονται πράγματι, αν και δεν είναι καθόλου ασήμαντοι άνθρωποι,
οι ακροατές. Και καθώς εκφράζει πράγματι ισχυρότατα το αίτημα εκείνο ο Αγάθων,
το οποίο και θα αναγνωρίση ως σωστό κατόπιν, αν και θα το εκλάβη με εντελώς
διαφορετικόν τρόπο βέβαια ο Σωκράτης: ότι θά ’πρεπε να γίνεται δηλ. για τη φύση
ή την ουσία τού θεού ο λόγος, - δεν λείπουν καθόλου και χαρακτηριστικά, που
μοιάζουν να προετοιμάζουν τη σωκρατική ερωτική εικόνα. Διαμορφώνει δηλ. έτσι
τον έπαινό του στον Έρωτα ο Αγάθων, ώστε να τον ονομάζη «τέλειο, πλήρη, εντελή»
(ευδαιμονέστατον), πρώτον ως τον Ωραιότερο και δεύτερον ως τον Καλύτερο.
Ως τον ωραιότερο, επειδή «εχθρεύεται πάντοτε την α-σχήμια (ασχημοσύνη)»
και «δεν παραμένει κοντά στον Άσχημο ο Έρως» (196 ΑΒ). Και ως τον καλύτερο,
επειδή τού ανήκουν και οι τέσσερις (!)
αρετές (196 Β – D). Έχουν μάθει
μάλιστα αυτό που είναι το πιο ιδιαίτερό τους χαρακτηριστικό απ’ αυτόν – ακόμα
κι ο κυβερνήτης Δίας – οι θεοί. Ενώ ‘αντηχεί’ για μια στιγμή στη φράση, ότι
«συντελέστηκε κατ’ αρχάς, όταν υπήρξε ο έρως ανάμεσά τους, έρως τής ωραιότητας
προφανώς, το έργο τών θεών», εκείνο με το οποίο και ‘σχετίζεται’ ο έρως (( «Και είδεν ο Θεός, και ήταν όλα καλά
λίαν»… )) . Μια ‘σχέση’, την οποίαν και θα παρουσιάση ως απαραίτητη,
αναφερόμενος σαφώς στον λόγο τού Αγάθωνα, ήδη με τα πρώτα του λόγια ο Σωκράτης
(197 B. 201 A).
Παρ’
όλους όμως αυτούς τούς ‘υπαινιγμούς’, κι επειδή ακριβώς προσπαθεί να διεισδύση
στην ουσία τού Έρωτα ο Αγάθων, επενεργεί εδώ ισχυρότατα μια άρνηση του
πνευματικού περιεχομένου. Και δεν χρειάζεται παρά να αντιπαραβάλλουμε τον
λόγο τού Αριστοφάνη για να το αισθανθούμε αυτό. Ήθελε άραγες να δείξη ότι
εξαντλήθηκε πράγματι κάθε στοχαστική, αλλά και κάθε μυθοπλαστική, και γενικά
κάθε ‘δύναμη’ σ’ αυτό το επίπεδο ο Πλάτων; Έθεσε άραγες γι’ αυτό την πιο
‘πιαχνιδιάρικη’ εικόνα στο τέλος, όπου και ανυψώνεται ανάμεσα σε πολλούς άλλους
ακόμα και σε δάσκαλο της ποιητικής (τέχνης… - Poeterei) ο νεαρός Έρως (196 Ε); Χρησιμοποιείται άραγες όλη
αυτή η λάμψη τών λέξεων και ο χορός τών ρυθμών (Rythmen) για να φανερωθή, ότι είναι κάτι το απολύτως
εξωτερικό αυτός ο ‘εξευγενισμός’ τών μέσων, το ‘μαλακό’ ήθος (Ethos) και η ‘εξαέρωση’ του περιεχόμενου, ώστε να
πρέπη να βγούμε ‘απολύτως’ απ’ όλον αυτόν τον ‘κύκλο’; Και πόσο
περιορισμένη αποδεικνύεται η εμπειρία ζωής τού Αγάθωνα, όταν ισχυρίζεται πως
κυβερνάται απ’ τον Έρωτα, ως μια περίοδος (Periode) ειρήνης και φιλίας, η τωρινή εποχή – μια εποχή που
κυριαρχείται ανάμεσα στα άλλα και απ’ τον Πελοποννησιακό πόλεμο! Θα αντιτεθούν
εν πάση περιπτώσει με τον πιο οξύ τρόπο σ’ αυτόν τον λόγο τού Αγάθωνα τα νηφάλια
ερωτήματα του Σωκράτη. Έναν λόγο που είναι όμως έτσι ‘οικοδομημένος’,
ώστε να μπορή να ακολουθήση τ’ αχνάρια του, αντιπαραθέτοντας την εκπληκτικά
καινούργια δική του εικόνα στην παραδοσιακή περί έρωτος εικόνα ο
Σωκράτης.
Ας
αναλογιστούμε ωστόσο άλλη μια φορά, ποιος είναι ιστορικά ο Αγάθων: εκπρόσωπος
εκείνης τής «γλυκειάς ζωής» (dolce stil nuovo),
όπου καταστρέφει μια ‘αυτόνομη’ πλέον μουσική και ρητορική κάθε τραγική αυστηρότητα.
Δεν θα είχε περιέλθει άραγες και ο Πλάτων σε μιαν τέτοια ζωή, αν είχε
παραμείνει ποιητής τραγωδιών; Απεικονίζεται άρα ένας δικός του ιδιαίτερος
κίνδυνος στη μορφή εδώ τού Αγάθωνα, κίνδυνος που τον βοήθησε ο Σωκράτης να τον
κατανικήση, και βλέπουμε ένα μέρος εδώ, στη διαδρομή απ’ τον λόγο τού Αγάθωνα
στα ερωτήματα του Σωκράτη, μέρος τής διαπαιδαγώγησης που υπέστη, και τη
μεταδίδει τώρα περαιτέρω ο Πλάτων;
Η
θορυβώδης επιδοκιμασία για τον ύμνο (Hymnus) τού Αγάθωνα γίνεται λόγος απ’ τον Σωκράτη, του οποίου γνωρίζουμε τον
ενθουσιασμό για τη «μαγεία» τών λόγων τών άλλων απ’ τον «Πρωταγόρα» (328 D), την «Απολογία» (17 Α) και τον «Μενέξενο» (235 Α).
Αφού ανυψωθή ωστόσο στον ύψιστο βαθμό η ειρωνική επιβράβευση, θα μεταβληθή η
ίδια ειρωνική ‘διάθεση’ σε κριτική. Δυό φορές εκφέρει ο Σωκράτης,
καλυμμένη απ’ την ειρωνία, τη λέξη «αλήθεια» (199 ΑΒ)·
και σε μια στιγμή απομαγεύονται όλα όσα ειπώθηκαν μέχρι τώρα, ‘επίπεδα’ ή
‘βαθειά’, πλήρη ‘περιεχομένου’ ή μόνον ‘εύηχα’. Και θα πρέπη εκ νέου να
αποδειχτή μπροστά στην ελεγκτική, και διεισδυτική σ’ αυτό που αληθινά
υπάρχει ματιά τού Σωκράτη, ό,τι ήταν πράγματι σοβαρό ή όχι απ’ αυτά.
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου