Giorgio Agamben
“Η λοιμική νόσος εισήγαγε στην πόλη χειρότερες μορφές ανομίας… Κανείς δεν ήταν πρόθυμος πλέον να επιμείνει στην επιδίωξη εκείνου που νόμιζε πως ήταν καλό, γιατί πίστευε ότι θα μπορούσε να πεθάνει πριν το πραγματοποιήσει” Θουκυδίδης, Πελοποννησιακός Πόλεμος, Βιβλίο Β΄, Κεφ. 53
Θα ήθελα να μοιραστώ, με όσους το επιθυμούν - ένα ερώτημα που εδώ και ένα μήνα δεν έχει πάψει να με απασχολεί. Πώς κατέστη δυνατό μια ολόκληρη χώρα, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει, να καταρρεύσει ηθικά και πολιτικά μπροστά σε μία ασθένεια; Οι λέξεις που χρησιμοποίησα για να διατυπώσω τούτο το ερώτημα σταθμίστηκαν προσεκτικά μία προς μία. Το μέτρο της παραίτησης από τις ηθικές και πολιτικές αρχές κάποιου είναι, στην πραγματικότητα, πολύ απλό: συνίσταται στο να αναρωτηθούμε ποιο ακριβώς είναι το όριο πέρα από το οποίο δεν διατιθέμεθα να παραιτηθούμε. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης που θα μπει στον κόπο να εξετάσει τα ακόλουθα σημεία δεν θα διαφωνήσει πως – χωρίς να το αντιληφθεί ή προσποιούμενος ότι δεν το αντιλαμβάνεται – έχει ξεπεραστεί το κατώφλι που χωρίζει την ανθρωπότητα από τη βαρβαρότητα.
Το πρώτο σημείο, ίσως το πιο σοβαρό, αφορά τα σώματα των νεκρών. Πώς μπορέσαμε να αποδεχτούμε, μόνο στο όνομα ενός απροσδιόριστου κινδύνου, ότι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι, και τα ανθρώπινα όντα γενικά, όχι μόνο θα πέθαιναν μόνοι, αλλά και – κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία, από την Αντιγόνη έως σήμερα – ότι τα πτώματά τους θα καίγονταν χωρίς κηδεία;
Αποδεχτήκαμε, ακόμα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, μόνο στο όνομα ενός κινδύνου απροσδιόριστου, να περιορίσουμε σε βαθμό που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία της χώρας, ούτε καν κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων την ελευθερία κινήσεών μας (η απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια του πολέμου ίσχυε για ορισμένες ώρες). Συνεπώς, αποδεχθήκαμε, μόνο στο όνομα ενός κινδύνου απροσδιόριστου, να διακόψουμε στην πράξη τις σχέσεις φιλίας και αγάπης, επειδή ο γείτονάς μας είχε γίνει μια πιθανή πηγή μόλυνσης.
Τούτο μπόρεσε να συμβεί – και εδώ αγγίζουμε τη ρίζα του φαινομένου – επειδή έχουμε διχοτομήσει την ενότητα της ζωτικής μας εμπειρίας, η οποία είναι πάντοτε, κατά τρόπο αδιαχώριστο, σωματική και πνευματική, σε ό,τι αφορά μία καθαρά βιολογική οντότητα και σε ό,τι αφορά τη συναισθηματική και πολιτιστική ζωή. Ο Ivan Illich έχει επισημάνει (και ο David Cayley το υπενθύμισε πρόσφατα) τις ευθύνες της σύγχρονης ιατρικής για αυτήν τη διχοτόμηση, η οποία θεωρείται δεδομένη και μη αμφισβητήσιμη και η οποία αντιθέτως είναι η κατ’εξοχήν αφαιρετική επιστήμη. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτή η αφαιρετική μέθοδος εφαρμόστηκε από τη σύγχρονη επιστήμη μέσω συσκευών ανάνηψης, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν ένα σώμα σε κατάσταση φυτικής ζωής.
Αλλά εάν οι συνθήκες αυτές επεκταθούν πέρα από τα χωρικά και χρονικά όρια που τις έχουν κατάλληλα διαμορφώσει, όπως επιδιώκεται σήμερα, και γίνουν ένα είδος αρχής της κοινωνικής συμπεριφοράς, θα πέσουμε σε αντιφάσεις από τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος.
Ξέρω ότι κάποιος θα βιαστεί να απαντήσει πως πρόκειται για συνθήκες περιορισμένης χρονικής διάρκειας, μετά τήν οποία όλα θα επιστρέψουν στην πρότερη κατάσταση. Είναι πολύ περίεργο το ότι συνεχίζουμε να το επαναλαμβάνουμε με καλή πίστη, καθώς οι ίδιες Αρχές που κήρυξαν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν ότι όταν ξεπεραστεί η έκτακτη ανάγκη, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις ίδιες οδηγίες και ότι η τήρηση της “κοινωνικής αποστάσεως”, όπως αποκαλείται με έντονο ευφημισμό, θα είναι η νέα αρχή της οργάνωσης της κοινωνίας. Και σε κάθε περίπτωση, αυτό που, με καλή ή κακή πίστη, έχουμε αποδεκτεί να υποστούμε, δεν είναι δυνατόν να ακυρωθεί.
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορώ, αφού έχω λάβει υπόψη μου τις ευθύνες του καθενός από εμάς, να μην αναφερθώ στις ακόμη πιο σοβαρές ευθύνες εκείνων που θα είχαν το καθήκον να επαγρυπνούν μεριμνώντας για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πρωτίστως η Εκκλησία, η οποία, αφού έγινε η θεραπαινίδα της επιστήμης που έχει καταστεί πλέον η μόνη αληθινή θρησκεία της εποχής μας, αρνήθηκε ριζικά τις πιο ουσιώδεις αρχές της. Η Εκκλησία, υπό έναν Πάπα που ακούει στο όνομα Φραγκίσκος, έχει ξεχάσει ότι ο Φραγκίσκος αγκάλιαζε τους λεπρούς. Λησμόνησε ότι ένα από τα έργα του ελέους είναι να επισκεπτόμαστε τους αρρώστους. Λησμόνησε ότι οι μάρτυρες διδάσκουν ότι πρέπει να είμαστε περισσότερο πρόθυμοι να θυσιάσουμε τη ζωή μας παρά την πίστη μας και ότι η εγκατάλειψη τού πλησίον μας σημαίνει παραίτηση από την πίστη μας.
Μια άλλη κατηγορία που απέτυχε στην εκπλήρωση των καθηκόντων της είναι αυτή των νομικών. Έχουμε εθιστεί από καιρό στην αβασάνιστη χρήση των διατάξεων έκτακτης ανάγκης, μέσω των οποίων η εκτελεστική εξουσία αντικαθιστά στην πράξη τη νομοθετική, καταργώντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που ορίζει θεμελιωδώς τη δημοκρατία. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ξεπεράστηκε κάθε όριο και έχει κανείς την εντύπωση ότι τα λόγια του Πρωθυπουργού και του Αρχηγού Πολιτικής Προστασίας έχουν, όπως λεγόταν για εκείνα του Führer, άμεσα ισχύ νόμου. Και δεν είναι σαφές πώς, μόλις εξαντληθεί το όριο της χρονικής ισχύος των επειγουσών διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας, όπως ανακοινώθηκε, θα διατηρηθούν. Με ποιες νομικές ρυθμίσεις; Με κατάσταση μόνιμης εξαίρεσης; Είναι καθήκον των νομικών να διακριβώνουν ότι τηρούνται οι κανόνες του συντάγματος, αλλά οι νομικοί σωπαίνουν. Quare silete iuristae in munere vestro; (Γιατί σωπαίνετε κύριοι νομικοί κατά την άσκηση των καθηκόντων σας;)
Γνωρίζω βέβαια ότι κάποιοι θα βρεθούν που θα απαντήσουν πως η μεγάλη θυσία έχει γίνει στο όνομα των ηθικών αρχών. Σε αυτούς θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο Eichmann, προφανώς με καλή πίστη, δεν κουράστηκε ποτέ να επαναλαμβάνει πως είχε πράξει ό,τι είχε πράξει με ευσυνειδησία, για να υπακούσει στις αρχές εκείνες που πίστευε ότι ήταν οι αρχές της ηθικής του Kant. Μια διάταξη νόμου που δηλώνει ότι οφείλουμε να παραιτηθούμε από το καλό για να σώσουμε το καλό, είναι εξίσου ψευδής και αντιφατική με εκείνην που, για την προστασία της ελευθερίας, απαιτεί από εμάς να αποκηρύξουμε την ελευθερία.
Φάση 2 (20.4.2020)
Όπως ήταν προβλεπόμενο και όπως είχαμε προσπαθήσει να υποψιάσουμε όσους προτιμούσαν να κλείσουν τα μάτια και τα αυτιά τους, η λεγόμενη φάση 2 ή η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι ακόμη χειρότερη από όσα έχουμε ζήσει έως σήμερα. Δύο σημεία μεταξύ εκείνων που προετοιμάζονται (στα υπό εκπόνηση διατάγματα) είναι ιδιαίτερα αποτρόπαια και συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των αρχών του Συντάγματος: η περιορισμένη, με βάση την ηλικιακή ομάδα, δυνατότητα μετακίνησης, δηλαδή η υποχρέωση για άτομα άνω των 70 ετών να παραμείνουν κλεισμένοι στο σπίτι τους και η υποχρεωτική ορολογική χαρτογράφηση για το σύνολο του πληθυσμού. Όπως έχει επισταμένως επισημανθεί σε μία έκκληση που κυκλοφορεί τώρα στην Ιταλία, αυτή η διάκριση είναι αντισυνταγματική γιατί αφενός μεν δημιουργεί μια ομάδα πολιτών δεύτερης κατηγορίας (ενώ όλοι οι πολίτες πρέπει να είναι ίσοι ενώπιον του νόμου), αφετέρου δε τους στερεί de facto την ελευθερία τους με μία εντελώς αδικαιολόγητη επιβολή άνωθεν, η οποία θέτει μάλλον σε κίνδυνο την υγεία των εν λόγω ατόμων αντί να τα προστατέψει. Τούτο μαρτυρείται από τις πρόσφατες ειδήσεις για την αυτοκτονία δύο ανθρώπων ηλικίας άνω των εβδομήντα ετών, οι οποίοι δεν άντεχαν πλέον να ζουν σε απομόνωση. Εξίσου παράνομη είναι η υποχρέωση της ορολογικής χαρτογράφησης, δοθέντος ότι το άρθρο 32 του Συντάγματος ορίζει πως κανείς δεν υποχρεώνεται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση παρά μόνο κατ’ εφαρμογή διατάξεως νόμου, ενώ για μία ακόμα φορά, όπως συμβαίνει κατά την τελευταία περίοδο, τα μέτρα φέρεται ότι θα θεσπιστούν με κυβερνητικό διάταγμα.
Παραμένουν επίσης οι περιορισμοί αναφορικά με τις τηρητέες αποστάσεις και τις απαγορεύσεις συναντήσεων, πράγμα που συνεπάγεται τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας πραγματικής πολιτικής δραστηριότητας.
Είναι απαραίτητο να εκφράσουμε χωρίς επιφυλάξεις τη διαφωνία μας για το μοντέλο της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική απόσταση και στον απεριόριστο έλεγχο που βούλονται να επιβάλουν.
Θα ήθελα να μοιραστώ, με όσους το επιθυμούν - ένα ερώτημα που εδώ και ένα μήνα δεν έχει πάψει να με απασχολεί. Πώς κατέστη δυνατό μια ολόκληρη χώρα, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει, να καταρρεύσει ηθικά και πολιτικά μπροστά σε μία ασθένεια; Οι λέξεις που χρησιμοποίησα για να διατυπώσω τούτο το ερώτημα σταθμίστηκαν προσεκτικά μία προς μία. Το μέτρο της παραίτησης από τις ηθικές και πολιτικές αρχές κάποιου είναι, στην πραγματικότητα, πολύ απλό: συνίσταται στο να αναρωτηθούμε ποιο ακριβώς είναι το όριο πέρα από το οποίο δεν διατιθέμεθα να παραιτηθούμε. Πιστεύω ότι ο αναγνώστης που θα μπει στον κόπο να εξετάσει τα ακόλουθα σημεία δεν θα διαφωνήσει πως – χωρίς να το αντιληφθεί ή προσποιούμενος ότι δεν το αντιλαμβάνεται – έχει ξεπεραστεί το κατώφλι που χωρίζει την ανθρωπότητα από τη βαρβαρότητα.
Το πρώτο σημείο, ίσως το πιο σοβαρό, αφορά τα σώματα των νεκρών. Πώς μπορέσαμε να αποδεχτούμε, μόνο στο όνομα ενός απροσδιόριστου κινδύνου, ότι οι αγαπημένοι μας άνθρωποι, και τα ανθρώπινα όντα γενικά, όχι μόνο θα πέθαιναν μόνοι, αλλά και – κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία, από την Αντιγόνη έως σήμερα – ότι τα πτώματά τους θα καίγονταν χωρίς κηδεία;
Αποδεχτήκαμε, ακόμα, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, μόνο στο όνομα ενός κινδύνου απροσδιόριστου, να περιορίσουμε σε βαθμό που δεν είχε συμβεί ποτέ πριν στην ιστορία της χώρας, ούτε καν κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων την ελευθερία κινήσεών μας (η απαγόρευση κυκλοφορίας κατά τη διάρκεια του πολέμου ίσχυε για ορισμένες ώρες). Συνεπώς, αποδεχθήκαμε, μόνο στο όνομα ενός κινδύνου απροσδιόριστου, να διακόψουμε στην πράξη τις σχέσεις φιλίας και αγάπης, επειδή ο γείτονάς μας είχε γίνει μια πιθανή πηγή μόλυνσης.
Τούτο μπόρεσε να συμβεί – και εδώ αγγίζουμε τη ρίζα του φαινομένου – επειδή έχουμε διχοτομήσει την ενότητα της ζωτικής μας εμπειρίας, η οποία είναι πάντοτε, κατά τρόπο αδιαχώριστο, σωματική και πνευματική, σε ό,τι αφορά μία καθαρά βιολογική οντότητα και σε ό,τι αφορά τη συναισθηματική και πολιτιστική ζωή. Ο Ivan Illich έχει επισημάνει (και ο David Cayley το υπενθύμισε πρόσφατα) τις ευθύνες της σύγχρονης ιατρικής για αυτήν τη διχοτόμηση, η οποία θεωρείται δεδομένη και μη αμφισβητήσιμη και η οποία αντιθέτως είναι η κατ’εξοχήν αφαιρετική επιστήμη. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτή η αφαιρετική μέθοδος εφαρμόστηκε από τη σύγχρονη επιστήμη μέσω συσκευών ανάνηψης, οι οποίες μπορούν να κρατήσουν ένα σώμα σε κατάσταση φυτικής ζωής.
Αλλά εάν οι συνθήκες αυτές επεκταθούν πέρα από τα χωρικά και χρονικά όρια που τις έχουν κατάλληλα διαμορφώσει, όπως επιδιώκεται σήμερα, και γίνουν ένα είδος αρχής της κοινωνικής συμπεριφοράς, θα πέσουμε σε αντιφάσεις από τις οποίες δεν υπάρχει διέξοδος.
Ξέρω ότι κάποιος θα βιαστεί να απαντήσει πως πρόκειται για συνθήκες περιορισμένης χρονικής διάρκειας, μετά τήν οποία όλα θα επιστρέψουν στην πρότερη κατάσταση. Είναι πολύ περίεργο το ότι συνεχίζουμε να το επαναλαμβάνουμε με καλή πίστη, καθώς οι ίδιες Αρχές που κήρυξαν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν παύουν να μας υπενθυμίζουν ότι όταν ξεπεραστεί η έκτακτη ανάγκη, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις ίδιες οδηγίες και ότι η τήρηση της “κοινωνικής αποστάσεως”, όπως αποκαλείται με έντονο ευφημισμό, θα είναι η νέα αρχή της οργάνωσης της κοινωνίας. Και σε κάθε περίπτωση, αυτό που, με καλή ή κακή πίστη, έχουμε αποδεκτεί να υποστούμε, δεν είναι δυνατόν να ακυρωθεί.
Σε αυτό το σημείο, δεν μπορώ, αφού έχω λάβει υπόψη μου τις ευθύνες του καθενός από εμάς, να μην αναφερθώ στις ακόμη πιο σοβαρές ευθύνες εκείνων που θα είχαν το καθήκον να επαγρυπνούν μεριμνώντας για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Πρωτίστως η Εκκλησία, η οποία, αφού έγινε η θεραπαινίδα της επιστήμης που έχει καταστεί πλέον η μόνη αληθινή θρησκεία της εποχής μας, αρνήθηκε ριζικά τις πιο ουσιώδεις αρχές της. Η Εκκλησία, υπό έναν Πάπα που ακούει στο όνομα Φραγκίσκος, έχει ξεχάσει ότι ο Φραγκίσκος αγκάλιαζε τους λεπρούς. Λησμόνησε ότι ένα από τα έργα του ελέους είναι να επισκεπτόμαστε τους αρρώστους. Λησμόνησε ότι οι μάρτυρες διδάσκουν ότι πρέπει να είμαστε περισσότερο πρόθυμοι να θυσιάσουμε τη ζωή μας παρά την πίστη μας και ότι η εγκατάλειψη τού πλησίον μας σημαίνει παραίτηση από την πίστη μας.
Μια άλλη κατηγορία που απέτυχε στην εκπλήρωση των καθηκόντων της είναι αυτή των νομικών. Έχουμε εθιστεί από καιρό στην αβασάνιστη χρήση των διατάξεων έκτακτης ανάγκης, μέσω των οποίων η εκτελεστική εξουσία αντικαθιστά στην πράξη τη νομοθετική, καταργώντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που ορίζει θεμελιωδώς τη δημοκρατία. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ξεπεράστηκε κάθε όριο και έχει κανείς την εντύπωση ότι τα λόγια του Πρωθυπουργού και του Αρχηγού Πολιτικής Προστασίας έχουν, όπως λεγόταν για εκείνα του Führer, άμεσα ισχύ νόμου. Και δεν είναι σαφές πώς, μόλις εξαντληθεί το όριο της χρονικής ισχύος των επειγουσών διατάξεων, οι περιορισμοί της ελευθερίας, όπως ανακοινώθηκε, θα διατηρηθούν. Με ποιες νομικές ρυθμίσεις; Με κατάσταση μόνιμης εξαίρεσης; Είναι καθήκον των νομικών να διακριβώνουν ότι τηρούνται οι κανόνες του συντάγματος, αλλά οι νομικοί σωπαίνουν. Quare silete iuristae in munere vestro; (Γιατί σωπαίνετε κύριοι νομικοί κατά την άσκηση των καθηκόντων σας;)
Γνωρίζω βέβαια ότι κάποιοι θα βρεθούν που θα απαντήσουν πως η μεγάλη θυσία έχει γίνει στο όνομα των ηθικών αρχών. Σε αυτούς θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι ο Eichmann, προφανώς με καλή πίστη, δεν κουράστηκε ποτέ να επαναλαμβάνει πως είχε πράξει ό,τι είχε πράξει με ευσυνειδησία, για να υπακούσει στις αρχές εκείνες που πίστευε ότι ήταν οι αρχές της ηθικής του Kant. Μια διάταξη νόμου που δηλώνει ότι οφείλουμε να παραιτηθούμε από το καλό για να σώσουμε το καλό, είναι εξίσου ψευδής και αντιφατική με εκείνην που, για την προστασία της ελευθερίας, απαιτεί από εμάς να αποκηρύξουμε την ελευθερία.
Φάση 2 (20.4.2020)
Όπως ήταν προβλεπόμενο και όπως είχαμε προσπαθήσει να υποψιάσουμε όσους προτιμούσαν να κλείσουν τα μάτια και τα αυτιά τους, η λεγόμενη φάση 2 ή η επιστροφή στην κανονικότητα θα είναι ακόμη χειρότερη από όσα έχουμε ζήσει έως σήμερα. Δύο σημεία μεταξύ εκείνων που προετοιμάζονται (στα υπό εκπόνηση διατάγματα) είναι ιδιαίτερα αποτρόπαια και συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των αρχών του Συντάγματος: η περιορισμένη, με βάση την ηλικιακή ομάδα, δυνατότητα μετακίνησης, δηλαδή η υποχρέωση για άτομα άνω των 70 ετών να παραμείνουν κλεισμένοι στο σπίτι τους και η υποχρεωτική ορολογική χαρτογράφηση για το σύνολο του πληθυσμού. Όπως έχει επισταμένως επισημανθεί σε μία έκκληση που κυκλοφορεί τώρα στην Ιταλία, αυτή η διάκριση είναι αντισυνταγματική γιατί αφενός μεν δημιουργεί μια ομάδα πολιτών δεύτερης κατηγορίας (ενώ όλοι οι πολίτες πρέπει να είναι ίσοι ενώπιον του νόμου), αφετέρου δε τους στερεί de facto την ελευθερία τους με μία εντελώς αδικαιολόγητη επιβολή άνωθεν, η οποία θέτει μάλλον σε κίνδυνο την υγεία των εν λόγω ατόμων αντί να τα προστατέψει. Τούτο μαρτυρείται από τις πρόσφατες ειδήσεις για την αυτοκτονία δύο ανθρώπων ηλικίας άνω των εβδομήντα ετών, οι οποίοι δεν άντεχαν πλέον να ζουν σε απομόνωση. Εξίσου παράνομη είναι η υποχρέωση της ορολογικής χαρτογράφησης, δοθέντος ότι το άρθρο 32 του Συντάγματος ορίζει πως κανείς δεν υποχρεώνεται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση παρά μόνο κατ’ εφαρμογή διατάξεως νόμου, ενώ για μία ακόμα φορά, όπως συμβαίνει κατά την τελευταία περίοδο, τα μέτρα φέρεται ότι θα θεσπιστούν με κυβερνητικό διάταγμα.
Παραμένουν επίσης οι περιορισμοί αναφορικά με τις τηρητέες αποστάσεις και τις απαγορεύσεις συναντήσεων, πράγμα που συνεπάγεται τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας πραγματικής πολιτικής δραστηριότητας.
Είναι απαραίτητο να εκφράσουμε χωρίς επιφυλάξεις τη διαφωνία μας για το μοντέλο της κοινωνίας που βασίζεται στην κοινωνική απόσταση και στον απεριόριστο έλεγχο που βούλονται να επιβάλουν.
Μετάφραση: Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος
https://www.quodlibet.it/giorgio-agamben-una-domanda?
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Εδουάρδου Σακαγιάν.
1 σχόλιο:
Αυτός ο ιός, εξαιτίας της διπλής φύσης του, δηλαδή ότι είναι και δεν είναι επικίνδυνος, υποκίνησε διάφορους να φιλοσοφήσουν, άλλους να διαμαρτύρονται, την Εκκλησία να λέει τα δικά της, συχνά σε ομάδες που διαφωνούν μεταξύ τους, κλπ. Αν ο ιός δεν ήταν αυτός που είναι και ήταν ένας ιός φοβερά μεταδοτικός που προκαλούσε ολική τύφλωση, τότε νομίζω οι πάντες θα είχαν σιγήσει.Ας είμαστε ρεαλιστές, δηλαδή να αξιολογούμε το πραγματικό και την ανθρώπινη αδυναμία. Όλα εξαρτώνται από το ΠΟΣΟ απειλείται η φυσική μας επιβίωση ή αναπηρία.
Δημοσίευση σχολίου