Η αναμενόμενη κρίση έφτασε, ενώ είναι χειρότερη από αυτήν που προβλεπόταν, αφού δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και υγειονομική – ενώ το μέγεθος της θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της επιδημίας και το κλείδωμα των Οικονομιών. Εάν τώρα αποφασιστεί άμεσα από την Ευρωζώνη η έκδοση ευρωομολόγων για τη δημοσιονομική στήριξη των αδύναμων κρατών, χωρίς να τα αγοράσει παγώνοντας τα η ΕΚΤ, τότε δεν θα διαλυθεί – το πρόβλημα όμως θα επιλυθεί μεν βραχυπρόθεσμα, αλλά όχι μακροπρόθεσμα, οπότε η κρίση θα επανέλθει σύντομα. Λογικά λοιπόν το γνωρίζουν χώρες όπως η Ιταλία, έχοντας επί πλέον συνειδητοποιήσει τα σχέδια της Γερμανίας – ειδικά μετά την άθλια συμπεριφορά της απέναντι της. Ως εκ τούτου, πιθανότατα θα χρησιμοποιήσει το χρόνο που ενδεχομένως θα της δοθεί με τα ευρωομόλογα, για να προετοιμαστεί για την έξοδο της – οπότε η διάλυση της Ευρωζώνης μπορεί μεν να αποφευχθεί βραχυπρόθεσμα, αλλά πολύ δύσκολα μακροπρόθεσμα, εκτός εάν υιοθετηθεί η πρόταση μας (αγορά ευρωομολόγων από την ΕΚΤ και πάγωμα τους). Ανάλογες σκέψεις κάνει βέβαια και η Γερμανία, ζυγίζοντας εάν τη συμφέρει ή όχι η διατήρηση της Ευρωζώνης – με την κυβέρνηση της να πιέζεται από αρκετούς Γερμανούς που φοβούνται την ίδια τους τη χώρα, όσον αφορά την επανάληψη του ναζιστικού παρελθόντος της. Επομένως πρόκειται για μία εξαιρετικά κρίσιμη εποχή, όσον αφορά γενικότερα το μέλλον της Ευρώπης – την οποία όλοι εμείς θέλουμε ενωμένη μεν, αλλά όχι γερμανική. Ελπίζουμε ανάλογες σκέψεις και προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα, καθώς επίσης για την επιλογή των κατάλληλων συμμάχων εντός της Ευρωζώνης, να κάνει και η ελληνική κυβέρνηση – επειδή το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα, υπό τις καινούργιες συνθήκες, είναι μία ακόμη κυβέρνηση-Τσολάκογλου και έναν ακόμη αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Ανάλυση
Σε αντίθεση με τις συνήθεις υφέσεις, η παρούσα οικονομική πτώση δεν οφείλεται στη μείωση της ζήτησης – για παράδειγμα επειδή περιορίζονται η κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Η κρίση που μας απειλεί προκλήθηκε με εντολή των Αρχών, με την έννοια πως απαγορεύθηκαν οι οικονομικές δραστηριότητες και έκλεισαν οι επιχειρήσεις – προφανώς εύλογα, αφού έτσι εμποδίζεται η εξάπλωση του ιού.
Μία πρώτη διαπίστωση εδώ είναι πως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα «σοκ προσφοράς» – αφού λόγω του κλεισίματος των επιχειρήσεων θα παράγονται λιγότερα προϊόντα και υπηρεσίες. Η συνέπεια ενός τέτοιου σοκ θα ήταν η άνοδος του πληθωρισμού, εάν η συνολική ζήτηση για αγαθά, επενδύσεις και εξαγωγές παρέμενε η ίδια – εάν δεν άλλαζε. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο, αφού μειώνεται και η συνολική ζήτηση, ως αποτέλεσμα των επιβληθέντων περιορισμών, του «μένουμε σπίτι» – κυρίως όσον αφορά τον κλάδο των υπηρεσιών.
Επομένως, στην αρχή της πανδημίας η συνολική ζήτηση μειώνεται περισσότερο από την προσφορά, οπότε είμαστε εν πρώτοις αντιμέτωποι με ένα «σοκ ζήτησης» – όπου ο πληθωρισμός, οι τιμές των προϊόντων δηλαδή δεν αυξάνονται αλλά, αντίθετα, μειώνονται, προκαλώντας αποπληθωρισμό. Όπως σε μία συνήθη ύφεση τώρα, μειώνεται η προσφορά επίσης ως αποτέλεσμα του περιορισμού της ζήτησης – οπότε, λόγω του ότι περιορίζονται τόσο η συνολική ζήτηση, όσο και η συνολική προσφορά, η παραγωγή (προσφορά) τείνει να μειωθεί σε μεγαλύτερο βαθμό, σε σχέση με μία συνήθη ύφεση, με τον κίνδυνο της μεγάλης ανόδου της ανεργίας (συμβαίνει ήδη στις Η.Π.Α., με την κορύφωση των αιτήσεων επιδόματος ανεργίας σε επίπεδα εποχής του 1930).
Περαιτέρω, η συγκεκριμένη υποχώρηση της ζήτησης και της προσφοράς δεν είναι δυνατόν να καταπολεμηθεί με τη συνηθισμένη νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών ή με τη δημοσιονομική των κρατών, μέσω των οποίων πυροδοτείται η ζήτηση – αφού είναι ανεπιθύμητη η αύξηση της, λόγω του ιού.
Εν προκειμένω, ο στόχος της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η προστασία των επιχειρήσεων από πτωχεύσεις, με τη μετατροπή της κρίσης ρευστότητας τους σε κρίση φερεγγυότητας (σε αυτό οδηγήθηκε η Ελλάδα ως κράτος το 2010), έτσι ώστε να διασωθεί ο παραγωγικός μηχανισμός – η συνολική προσφορά δηλαδή. Παράλληλα, ο στόχος της νομισματικής πολιτικής οφείλει να είναι η στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος – ενώ ο συνδυασμός και των δύο έχει σκοπό να αποτρέψει τυχόν ανεπανόρθωτες ζημίες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να διορθωθούν μετά το τέλος της πανδημίας (όπως δεν διορθώθηκαν στην Ελλάδα). Επιγραμματικά λοιπόν τα παρακάτω:
(α) «Συνήθης» ύφεση: Το επίπεδο των τιμών (δυναμικά ο πληθωρισμός) και το ΑΕΠ (δυναμικά ο ρυθμός ανάπτυξης) μειώνονται μαζί. Εν προκειμένω, η σωστή οικονομική πολιτική είναι η εξής: κατά πρώτο λόγο η τόνωση της ζήτησης με νομισματικά μέτρα, δηλαδή η αύξηση της ποσότητας χρήματος (τύπωμα) και δευτερευόντως με δημοσιονομικά, δηλαδή η μείωση των φόρων κλπ. Σήμερα όμως δεν βιώνουμε μία συνήθη ύφεση.
(β) Συνθήκες «Κορώνα» βραχυπρόθεσμα: Το επίπεδο των τιμών (δυναμικά ο πληθωρισμός) μειώνεται και το ΑΕΠ (δυναμικά ο ρυθμός ανάπτυξης) μειώνεται ακόμη περισσότερο, τόσο από την πλευρά της ζήτησης, όσο και από την πλευρά της προσφοράς. Εν προκειμένω, η σωστή οικονομική πολιτική είναι η εξής: η σταθεροποίηση της προσφοράς, μέσω της στήριξης των επιχειρήσεων για να μη χρεοκοπήσουν, για να μη μετατραπεί δηλαδή η κρίση ρευστότητας τους σε κρίση φερεγγυότητας, με τη βοήθεια της παροχής ρευστότητας. Από την πλευρά της τόνωσης της ζήτησης δεν πρέπει να ληφθεί κανένα μέτρο, αφού οι άνθρωποι μένουν σπίτι – εκτός από την παροχή των μισθών των εργαζομένων ή μέρους τους με εισοδηματικά κριτήρια, για την κάλυψη των βασικών τους αναγκών.
(γ) Συνθήκες «Κορώνα» μακροπρόθεσμα: Το επίπεδο των τιμών (δυναμικά ο πληθωρισμός) αυξάνεται και το ΑΕΠ (δυναμικά ο ρυθμός ανάπτυξης) αυξάνεται λιγότερο από προηγουμένως ή μειώνεται. Εν προκειμένω, η σωστή οικονομική πολιτική είναι η εξής: διαρθρωτικά μέτρα, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος, των ασφαλιστικών εισφορών, οι επιδοτήσεις του προσωπικού κλπ., με τη βοήθεια των οποίων θα ισχυροποιούνται οι επιχειρήσεις. Από την πλευρά της ζήτησης καμία τόνωση της τύπου Keynes – αφού η αύξηση της θα προκαλούσε την ακόμη μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού σε συνθήκες ύφεσης (στασιμοπληθωρισμός).
Η Ευρωζώνη
Στην περίπτωση της Ευρωζώνης τώρα, όπου διαθέτει μεν μια κοινή κεντρική τράπεζα, την ΕΚΤ, αλλά όχι μία κοινή δημοσιονομική και τραπεζική πολιτική, ενώ κάποια από τα κράτη-μέλη είναι υπερχρεωμένα αδυνατώντας να εφαρμόσουν μόνα τους την κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική (Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Κύπρος κλπ.) όταν άλλα δεν είναι (Γερμανία, Ολλανδία κοκ.), η κατάσταση περιπλέκεται – με τον κίνδυνο διάλυσης της να είναι μεγαλύτερος από ποτέ.
Η κατάλληλη οικονομική πολιτική εν προκειμένω είναι η εξασφάλιση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την ΕΚΤ, έτσι ώστε να μην υπάρχουν προβλήματα στη λειτουργία του – καθώς επίσης η απόκτηση ομολόγων από τη δευτερογενή αγορά, για να διατηρούνται χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού κρατών, τραπεζών και επιχειρήσεων. Εδώ έχει ληφθεί ήδη πρόνοια, με το πακέτο των 750 δις € που δρομολόγησε η ΕΚΤ – αρκεί να διατεθεί σωστά, εκεί που υπάρχει ανάγκη.
Απαιτούνται όμως επί πλέον δημοσιονομικά μέτρα, όπως αυτά που έχει ανακοινώσει ήδη η Γερμανία για τον εαυτό της – με στόχο την αντιμετώπιση των «Κορώνα συνθηκών» βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Τέτοια δημοσιονομικά μέτρα βέβαια δεν έχουν τη δυνατότητα να υιοθετήσουν οι υπερχρεωμένες χώρες χωρίς να χρεοκοπήσουν ή να υπαχθούν στο γερμανικό ΔΝΤ (πηγή), στον ESM, με τα αντίστοιχα μνημόνια – ιδίως η Ελλάδα και η Ιταλία, όπου το δημόσιο χρέος τους είναι ήδη μη βιώσιμο, ενώ το κόκκινο ιδιωτικό στην Ελλάδα εκτός ελέγχου (σύντομα και σε άλλες χώρες). Αντιμετωπίζουν δε τον κίνδυνο να υποχρεωθούν να υπαχθούν – με την απειλή, με τον εκβιασμό καλύτερα της «αποκοπής» τους από το πρόγραμμα ρευστότητας της ΕΚΤ.
Η λύση εδώ είναι η έκδοση ευρωομολόγων, με τα οποία να είναι σε θέση να δανείζονται τα κράτη από την πρωτογενή αγορά, με βιώσιμα επιτόκια, έτσι ώστε να έχουν στη διάθεση τους νέα χρήματα – αφού αυτά που αγοράζει η ΕΚΤ από τη δευτερογενή αγορά δεν είναι νέα χρήματα, αλλά τα υφιστάμενα που απλά αλλάζουν χέρια (από τους επενδυτές στην ΕΚΤ).
Διαφορετικά δεν μπορούν να στηρίξουν τις οικονομίες τους με δημοσιονομικά μέτρα, επειδή δεν διαθέτουν πλεονάσματα, ούτε ρεζέρβες, ενώ τα όποια ελλείμματα τους θα αυξάνουν τα ήδη δυσθεώρητα χρέη τους – οπότε (α) εάν το κάνουν, θα οδηγηθούν στη χρεοκοπία και (β) εάν δεν το κάνουν οι ζημίες τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερες, αφού θα καταστραφεί ολοσχερώς ο παραγωγικός τους μηχανισμός.
Για παράδειγμα, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε ήδη δημοσιονομικά μέτρα ύψους 3,5% του ΑΕΠ κατά τον υπουργό οικονομικών (κατ’ εμάς 3,9%, πηγή), τα οποία είναι τα πρώτα, ενώ θα ακολουθήσουν περισσότερα – αν και θεωρούμε πως δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα, αφού δεν στηρίζουν σχεδόν καθόλου την παραγωγή.
Ακόμη όμως και αυτά τα μέτρα, θα αυξήσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά το ίδιο ποσόν (περί τα 7 δις €), οπότε κατ’ επέκταση το δημόσιο χρέος – το οποίο σε ένα μειωμένο ανάλογα με την ύφεση ΑΕΠ (η οποία ύφεση θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της πανδημίας, από τις επιπτώσεις κυρίως στον τουρισμό και στη ναυτιλία, από το χρόνο κλειδώματος της οικονομίας κλπ., ενώ εμείς την υπολογίζουμε τεκμηριωμένα μεγάλη, με κριτήριο τις προβλέψεις του Παγκοσμίου Οργανισμού Τουρισμού και χωρίς τις πολύ πιο δυσοίωνες του ΟΟΣΑ, πηγή), θα υπερβεί σημαντικά το φυσικά μη βιώσιμο 200% του ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, ακόμη και αν χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία δανεισθούν νέα χρήματα με ευρωομόλογα, υποθέτοντας πως θα συμφωνήσει η Γερμανία, δεν θα μπορούν να τα εξυπηρετήσουν κάποια στιγμή – ειδικά η Ελλάδα που επιβιώνει μεν επειδή επιμηκύνθηκαν τα 96 δις € των ληξιπρόθεσμων χρεών της για μετά το 2032 (πιθανότατα με αντάλλαγμα την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας), καθώς επίσης με το ξεπούλημα του δημοσίου πλούτου της συν τον πλειστηριασμό του ιδιωτικού, αλλά είναι ξεκάθαρο πως αδυνατεί να αναπτυχθεί, με κριτήριο την πτώση του ρυθμού ανάπτυξης της στο 1% στο τέταρτο τρίμηνο του 2019 παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης.
Χωρίς ανάπτυξη όμως θα επιδεινώνονται τα προβλήματα της, επίσης της Ιταλίας – από το ασφαλιστικό έως την ανταγωνιστικότητα και την αποψίλωση του παραγωγικού τους ιστού. Εάν δε στα πρώτα 7 δις του ελλείμματος προσθέσουμε τα χρήματα που θα χρειαστεί η Ελλάδα για την άμυνα της και για το μεταναστευτικό, για τα οποία δεν έχει δημιουργήσει σοβαρές προβλέψεις η κυβέρνηση, τότε είναι ολοφάνερο πως δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τα ευρωομόλογα.
Επομένως, η μοναδική λύση εκτός από τη γενικότερη διαγραφή χρεών ή την εξόφληση των χρεών της Γερμανίας απέναντι μας, είναι αφενός μεν η αγορά των ευρωομολόγων από την ΕΚΤ που διαθέτει ως κεντρική τράπεζα απεριόριστες χρηματοδοτικές ικανότητες, αφετέρου το πάγωμα τους – το τύπωμα χρημάτων όπως αποκαλείται, κατά το παράδειγμα της Fed και ιδίως της Τράπεζας της Ιαπωνίας (ανάλυση). Στη λύση αυτή έχουμε αναφερθεί πολλές φορές (ανάλυση), ήδη από το 2012 (πηγή) – ενώ είναι αστείο να θεωρείται πως θα προκληθεί υπερπληθωρισμός, με ένα σχετικά χαμηλό ποσόν για την Ευρωζώνη, υποθετικά της τάξης του 1 τρις €.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, υπενθυμίζουμε τις λύσεις που έχει ανάγκη η Ελλάδα στα πλαίσια τις κορώνα-κρίσης (ανάλυση). Επίσης ότι, στη χώρα μας που επιβλήθηκε με τα μνημόνια και ειδικά με το PSI μία κρίση ανάλογη με τη σημερινή του κορώνα-ιού παγκοσμίως, υιοθετήθηκαν τα χειρότερα δυνατά μέτρα όπως φαίνεται από τη σημερινή ανάλυση μας – διανθισμένα με εκβιασμούς εκ μέρους της ΕΚΤ (πηγή) και της Γερμανίας. Δεν υπήρχε δε κανένας που να μην προβλέψει πως η επόμενη κρίση θα ήταν θανατηφόρα για την Ευρωζώνη – ενώ θα προκαλούσε χάος σε χρεοκοπημένα κράτη χωρίς ανεξάρτητη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.
Η κρίση λοιπόν έφτασε, ενώ είναι χειρότερη από αυτήν που προβλεπόταν, αφού δεν είναι μόνο οικονομική, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και υγειονομική – ενώ το μέγεθος της θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της πανδημίας και το κλείδωμα των Οικονομιών. Εάν τώρα αποφασιστεί άμεσα από την Ευρωζώνη η έκδοση ευρωομολόγων για τη δημοσιονομική στήριξη των αδύναμων κρατών, χωρίς να τα αγοράσει παγώνοντας τα η ΕΚΤ, τότε δεν θα διαλυθεί – το πρόβλημα όμως θα επιλυθεί βραχυπρόθεσμα, αλλά όχι μακροπρόθεσμα, οπότε η κρίση θα επανέλθει σύντομα.
Λογικά λοιπόν το γνωρίζουν χώρες όπως η Ιταλία, έχοντας επί πλέον συνειδητοποιήσει τα σχέδια της Γερμανίας (πηγή) – ειδικά μετά την άθλια συμπεριφορά της απέναντι της. Ως εκ τούτου, πιθανότατα θα χρησιμοποιήσει το χρόνο που ενδεχομένως θα της δοθεί με τα ευρωομόλογα, για να προετοιμαστεί για την έξοδο της – οπότε η διάλυση της Ευρωζώνης μπορεί μεν να αποφευχθεί βραχυπρόθεσμα, αλλά πολύ δύσκολα μακροπρόθεσμα, εκτός εάν υιοθετηθεί η πρόταση μας (αγορά ευρωομολόγων από την ΕΚΤ και πάγωμα τους).
Ανάλογες σκέψεις κάνει βέβαια και η Γερμανία, ζυγίζοντας εάν τη συμφέρει ή όχι η διατήρηση της Ευρωζώνης – με την κυβέρνηση της να πιέζεται από αρκετούς Γερμανούς που φοβούνται την ίδια τους τη χώρα, όσον αφορά την επανάληψη του ναζιστικού παρελθόντος της, ως προς την έκδοση ευρωομολόγων. Επομένως πρόκειται για μία εξαιρετικά κρίσιμη εποχή, όσον αφορά γενικότερα το μέλλον της Ευρώπης – την οποία όλοι εμείς θέλουμε ενωμένη μεν, αλλά όχι γερμανική.
Ελπίζουμε ανάλογες σκέψεις και προετοιμασία για όλα τα ενδεχόμενα, καθώς επίσης για την επιλογή των κατάλληλων συμμάχων εντός της Ευρωζώνης, να κάνει και η ελληνική κυβέρνηση – επειδή το τελευταίο που χρειαζόμαστε σήμερα, υπό τις καινούργιες συνθήκες είναι μία ακόμη κυβέρνηση-Τσολάκογλου και έναν ακόμη αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.
Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Λύσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου