Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

MARIE-LOUISE VON FRANZ: Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ (11)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 25 Ιουνίου 2010

Κεφάλαιο 6ο

Έρως και Ψυχή II (Ο μύθος της Ψυχής και του Έρωτα)

Το μητρικό σύμπλεγμα

Είδαμε, πως η Ψυχή κι η Αφροδίτη ήταν δυό όψεις του ίδιου αρχέτυπου, κι η Αφροδίτη συμβολίζει περισσότερο την αναμεμειγμένη με τη μητρική εικόνα anima, ενώ η Ψυχή την κυρίως anima, που δεν συνδέεται πια με την εικόνα της μητέρας. Μπορεί να φανταστή κανείς τα αρχέτυπα σαν ατομικούς πυρήνες στην περιοχή του ασυνείδητου. Βρίσκονται εκεί πολύ πιθανώς σε μιαν κατάσταση, όπου το κάθε στοιχείο επηρεάζεται απ’ όλα τα άλλα. Γι’ αυτό και ταυτίζεται ένα αρχέτυπο στο ασυνείδητο κατά κάποιον τρόπο και με ολόκληρο το ασυνείδητο. Περιέχει στον εαυτό του τα αντίθετα, είναι όλα, αρσενικό και θηλυκό, σκοτεινό και φωτεινό, όλα διασταυρώνονται. Μόνον όταν πλησιάζη ένα αρχέτυπο το κατώφλι του συνειδητού, γίνεται πιο χαρακτηριστικό. Στην αφήγησή μας, είναι αγανακτησμένη η Αφροδίτη με το ότι έχει τώρα, αυτή η παντοδύναμη στον άλλον κόσμο θεά, μιαν αντίπαλο πάνω στη γη. Πρόκειται για ένα διαδεδομένο στην ύστερη αρχαιότητα πρόβλημα. Εμφανίζεται π.χ. με παραλλαγές στα ούτως ονομαζόμενα γνωστικά «Θρηνητικά άσματα της πεσμένης Σοφίας», που συγγράφηκαν στην εποχή περίπου του Απουλήιου. Σύμφωνα με το γνωστικό σύστημα, και κυρίως την «Πίστη Σοφία», υπήρχε στην αρχή της Δημιουργίας κοντά στον Θεό ένα θηλυκό στοιχείο ή μια σύντροφος: η Σοφία. Παριστάνεται επίσης στην Παλαιά Διαθήκη (Σοφία Σολομώντος, Παροιμίες) και στην Αποκάλυψη (Ιησούς Σειράχ) ως η «σοφία του Θεού». Λέγεται εκεί: «Πριν να δημιουργήση ο Θεός τον κόσμο, ήμουν εκεί. Έπαιζα μπροστά του…». Καθώς όμως δεν είναι σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία νυμφευμένος ο Θεός και δεν έχει καμμιά θηλυκή σύντροφο, προξένησε η ερμηνεία αυτών των κειμένων κάποια δυσκολία στους πατέρες της Εκκλησίας, που είπαν γι’ αυτό, ότι επρόκειτο εδώ για τη μορφή της «anima Christi» που υπήρχε πριν την Ενανθρώπηση.

Αναφέρεται σε πολλά γνωστικά συστήματα, πως η Σοφία βρισκόταν στην αρχή ή και πριν ακόμα τη Δημιουργία κοντά στον Θεό, αλλά χωρίστηκε αργότερα, όταν βυθίστηκε στην ύλη, απ’ Αυτόν. Είχε χάσει τη σύνδεσή της μαζί Του κι αναζητώντας Τον είδε στην ύλη έναν δαίμονα με κεφάλι λιονταριού, τον Γιαλνταμπαόθ, πίστεψε, πως ήταν αυτός ο Πατέρας Θεός, κατέβηκε και φυλακίστηκε απ’ τον Γιαλνταμπαόθ. Αιχμαλωτίστηκε έτσι στην ύλη, γιατί ο Γιαλνταμπαόθ ήταν ο δαίμονας της ύλης. Υπάρχουν θαυμάσια τραγούδια και ποιήματα, στα οποία επικαλείται τον ουράνιο Πατέρα και καθικετεύει τη βοήθειά του, για να την απελευθερώση απ’ την ύλη και τα δεσμά στους δαίμονες και τον Γιαλνταμπαόθ. Οι γνωστικοί ήταν στην ύστερη αρχαιότητα οι φιλόσοφοι και στοχαστές της πρώιμης Εκκλησίας, και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό, ότι επέκτειναν τον μύθο της πεσμένης Σοφίας, γιατί πάντα, όταν ταυτίζεται ένας άντρας με τον λόγο (Logos) ή τη διάνοια, πέφτει η συγκινησιακή και αισθηματική του πλευρά στο ασυνείδητο και πρέπει να λυτρωθή από ’κεί. Μολύνεται τότε η ψυχή του απ’ το πρωτόγονο, χθόνιο πάθος. Αυτός ο ειδικά αναπτυγμένος απ’ τους γνωστικούς μύθος λησμονήθηκε, αφ’ ότου αποφάσισε να αποβάλη η Εκκλησία τους γνωστικούς φιλοσόφους και να κηρύξη αιρετικό το σύστημά τους.

Αν κάνη κανείς συγκρίσεις με την ενσάρκωση του Θεού Πατέρα στον Χριστό, προκύπτουν διαφορετικές εικόνες. Ο Θεός κατεβαίνει απ’ την ουράνια σφαίρα σ’ ένα ανθρώπινο, προσεχτικά καθαρισμένο από κάθε «macula peccati» («αμαρτωλή κηλίδα») σώμα και παίρνει ανθρώπινη μορφή. Στην παράλληλη ιστορία μας, την ενσάρκωση της θεάς, δεν πρόκειται για το ίδιο. Δεν κατεβαίνει και ενσαρκώνεται η Αφροδίτη σε μια θηλυκή ύπαρξη, αλλά θεωρείται μια συνηθισμένη θηλυκή ύπαρξη ως προσωποποίηση της Αφροδίτης και ανεβαίνει αργά στον Όλυμπο. Και στην εξέλιξη της καθολικής (λατινικής) διδασκαλίας είναι η Παρθένος Μαρία κατ’ αρχάς μια συνηθισμένη θηλυκή ύπαρξη, που ανυψώθηκε σιγά-σιγά στη διαδρομή του ιστορικού συμβάντος σε σχεδόν θεϊκή τάξη. Λαμβάνει χώρα λοιπόν στην ενσάρκωση του αρσενικού Θεού μια κάθοδος σ’ έναν άνθρωπο και στην ύλη, και στην ενσάρκωση της θηλυκής θεότητας μια άνοδος μιας συνηθισμένης θηλυκής ύπαρξης σε μια σχεδόν θεϊκή περιοχή. Πρόκειται απ’ τη μια πλευρά για την υλοποίηση του αφηρημένου Λόγου (Logos), κι απ’ την άλλη για μιαν πνευματοποίηση της ύλης. Αυτή η τελευταία πορεία βρίσκεται σήμερα ακόμα στις αρχές της.

Σε αντίθεση μ’ αυτό που συμβαίνει αργότερα, έχει η πρώτη κάθοδος της Ψυχής στο ασυνείδητο μιαν απατηλή όψη, που την οδηγεί σ’ έναν ιδανικό τόπο, στον τρελλό παράδεισο της ευτυχισμένης αγάπης. Κι αυτό δεν μπορεί, όπως και σε όλους τους παράλληλους μύθους, να διαρκέση. Στη μορφή αυτή επιβραδύνεται το γεγονός της συνειδητοποίησής της, καθώς το συμβάν εμφανίζεται μεν ως ευτυχές κι ως μεγάλη ευλογία για την Ψυχή, σημαίνει όμως μιαν απώλεια στην ανθρώπινη περιοχή. Στην ανθρώπινη περιοχή είναι μια θηλυκή ύπαρξη, που έφερε ήδη τα πρώτα χαρακτηριστικά της Αφροδίτης σε ενσαρκωμένη μορφή, εξαφανισμένη (τώρα) στο ασυνείδητο, με το οποίο έχει υποστή ο ανθρώπινος κόσμος μιαν «ψυχικήν απώλεια». Στην αρχή της ανόδου ενός νέου περιεχομένου απ’ το ασυνείδητο καταναλώνεται ενέργεια, και γεννιέται έτσι συχνά απ’ την άλλην πλευρά μια απώλεια της libido, μια κατάθλιψη, ένα κενό, μέχρι να ανακαλύψη κανείς τί εμφανίζεται (ανατέλλει) και τί έχει συμβή εκεί. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να είμαστε υπερβολικά οργισμένοι με τις δυό αδελφές, που αποκαλύπτουν ζηλότυπα το μυστικό της ευτυχίας της Ψυχής και κλώθουν τις δηλητηριώδεις μηχανορραφίες τους, χαρακτηρίζοντας τον Έρωτα ως έναν δράκο.

Η δυσφήμηση του Έρωτα ως δράκου είναι βαρυσήμαντη, γιατί ο Έρως είχε παρασταθή πράγματι συχνά στην αρχαιότητα ως δράκος ή φίδι. Το φίδι ή ο δράκος είναι στην αλχημεία ένα σύμβολο της prima materia (πρώτης ύλης), της «πέτρας των σοφών» ή του «θεϊκού παιδιού». Οι αδελφές δεν είναι έτσι τόσο απομακρυσμένες απ’ τον πυρήνα. Από μιαν ορισμένη άποψη έχουν μάλιστα δίκαιο: αν είχε απωθηθή πάλι ολόκληρη το πρόβλημα του έρωτα σε τόσο βαθειά στρώματα του ασυνείδητου, θα μπορούσε να πη κανείς, πως ήταν εντελώς απάνθρωπο και ψυχρό. Ο δράκος και το φίδι συσχετίζονται πάντα με κάτι το μη ανθρώπινο στο ασυνείδητο˙ είτε είναι με τη θετική έννοια θεϊκά είτε με την αρνητική δαιμονικά. Δεν είναι, σε κάθε περίπτωση, ανθρώπινα και στερούν τη δυνατότητα της ανθρώπινης επαφής. Ο Κ.Γκ.Γιουνγκ τόνιζε πάντα, πως φύλακες σε ζωολογικούς κήπους δηλώνουν, ότι ακόμα και ειδικοί στον τομέα επαφής με τα ζώα δεν θα μπορούσαν να δημιουργήσουν απ’ τα φίδια και κάτω κανενός είδους αισθηματική σχέση. Μπορεί να εξημερώνη κανείς για πάρα πολλά χρόνια ένα φίδι και να το συναναστρέφεται, μια μέρα όμως θα δαγκώση, κι ακόμα κι ένας πολύ έμπειρος φύλακας δεν μπορεί να προβλέψη αυτήν την αντίδραση. Στα θερμόαιμα ζώα αντίθετα, μπορεί κάποιος που έχει αρκετή εμπειρία και γνώση, να προβλέπη ή να εκτιμά τις αντιδράσεις τους. Όταν ζούμε σε στενή σχέση με θερμόαιμα ζώα, μπορούμε να τα συμμεριζόμαστε, όχι όμως τα φίδια. Μόλις εμφανιστή ένα περιεχόμενο του ασυνείδητου με τη μορφή φιδιού, είναι γι’ αυτό συχνά δύσκολο, να κάνης κατανοητό το νόημα σ’ αυτόν που ονειρεύεται. Δεν αισθάνεται καμμιάν εμπάθεια (Empathie) απέναντι σ’ αυτό το περιεχόμενο του ασυνείδητου, που εμφανίζεται μερικές φορές μόνο σε φυσικά συμπτώματα, και κυρίως σε κείνα που εξαρτώνται απ’ το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Είναι γι’ αυτό σχεδόν αδύνατο να έρθης σε σχέση με κάτι, που ανακινείται μ’ αυτήν τη μορφή στα βαθύτατα στρώματα του ασυνείδητου. Αισθανόμαστε εντελως αθώοι, ότι αυτό δεν έχει να κάνη σε τίποτα με μας, και διαρκεί σύμφωνα με την εμπειρία μου μήνες, μέχρι να γίνη ένα τέτοιο περιεχόμενο αρκετά ορατό σε κάποιον, ώστε να μπορή να πη: «Τώρα, αυτό είναι το φίδι». Όταν συκοφαντούν λοιπόν οι αδελφές τον Έρωτα, χαρακτηρίζοντάς τον ως φίδι, τον περιγράφουν έτσι, όπως φαίνεται ο Ερως ιδωμένος απ’ τη γη. Είναι πάρα πολύ απομακρυσμένος απ’ το ανθρώπινο, και πρέπει γι’ αυτό να καταστραφή ο μη πραγματικός θεϊκός παράδεισος, στον οποίον ζη η Ψυχή. Μπορεί να δη φυσικά κανείς τις αδελφές και σε σχέση με το ένστικτο δύναμης που επενεργεί φανερά σ’ αυτές, παρ’ όλο που αυτό το ένστικτο έχει και μια θετική αξία, καθόσον η δύναμη και η αυτοσυντήρηση είναι στενά συνδεδεμένες αναμεταξύ τους. Όταν επεκτείνη ένα ζώο το έδαφός του αγωνιζόμενο με τα γειτονικά ζώα, πρόκειται για αυτοσυντήρηση με αγώνα για αρκετή τροφή, ή πρόκειται για δύναμη; Σ’ έναν ορισμένο βαθμό είναι απλώς αυτοσυντήρηση, όταν όμως ξεφεύγη παραπέρα, αρχίζει να γίνεται αυτό που θα ονομάζαμε ένστικτο δύναμης. Υπάρχει μόνο μια λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δυό. Αυτό το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, σε συμμαχία με κακιά δύναμη, εισβάλλει στον παράδεισο της Ψυχής. Παροτρύνεται ν’ αδράξη μια λάμπα κι ένα μαχαίρι και να φωτίση μέσα στη νύχτα τον μνηστήρα της. Στην περίπτωση που θα αναγνώριζε, πως είναι ένας δράκος, σκόπευε να τον σκοτώση. Με καθόλου μικρότερη πρόθεση, απ’ το να δολοφονήση τον Έρωτα, ανάβει έτσι η Ψυχή τη λάμπα. Ανακαλύπτει όμως τότε, πως ο σύζυγός της είναι ένας πανέμορφος, φτερωτός νέος, κι είναι τόσο συγκλονισμένη απ’ αυτήν τη κατανικητική όψη, ώστε αφήνει το μαχαίρι να πέση και χύνει μια σταγόνα καυτού λαδιού απ’ τη λάμπα πάνω στον Έρωτα. Εκείνος ξυπνά και την τιμωρεί με την πιο σκληρή τιμωρία, που μπορεί να επιβάλη αυτός ο θεός: την εγκαταλείπει. Το να εγκαταλειφθή απ’ τον θεό του έρωτα είναι πράγματι χειρότερο απ’ όλα τα άλλα, που θα μπορούσε να της είχε κάνει. Η Ψυχή βρίσκεται τώρα στο απόλυτο σκοτάδι, κι οι πραγματικές της ενέργειες ξεκινούν με τη μακριά κι ατέλειωτη, γεμάτη πόνους αναζήτηση, για να ξαναβρή τον Έρωτα.

Η συμβολική της λάμπας, που το λάδι της καίει τον Έρωτα, είναι διπλή. Σε μια μοντέρνα γερμανική παραλλαγή, που είχε καταγραφή απ’ τους αδελφούς Γκρίμ, τρομάζει το φως (όχι το λάδι) τον κρυμμένο εραστή. Συμβολίζει σε κάθε μυθολογικό συμφραζόμενο τη συνείδηση. Το λάδι μιας λάμπας αντιπροσωπεύει ιδιαιτέρως αυτό που είναι συνειδητά στη διάθεση μιας ανθρώπινης ύπαρξης και μπορεί να ρυθμιστή απ’ αυτήν, σε αντίθεση με το φως του ήλιου, που είναι θεϊκής και κοσμικής φύσης. Ο Κ.Γκ.Γιουνγκ έχει συχνά τονίσει, πως δεν είναι δυνατό να περιγράψουμε την ασυνείδητη ζωή της ψυχής με τη βοήθεια συνειδητών, σαφών και λογικών κατηγοριών. Το υπερβολικά πολύ «φως» βλάπτει την ψυχή. Οι συμβολικές αναλογίες είναι πολύ πιο κατάλληλες, γιατί κάθε ψυχική πραγματικότητα δεν είναι ποτέ «τίποτα παρά» αυτό ή εκείνο, αλλά μια ζωντανή ουσία με πολυάριθμες όψεις. Πέρα απ’ αυτό, το καυτό λάδι της λάμπας προξενεί δυνατό πόνο στον Έρωτα. Σε κάθε υποτιμητική ερμηνεία της προσωποποίησης και των ψυχικών συμβάντων αυτού του είδους κρύβεται μια μυστική αιτία: η επιθυμία, να ξεφύγης απ’ την εμφανιζόμενη σε όλες τις αρχετυπικές εκδηλώσεις των πιο βαθειών στρωμάτων του συλλογικού ασυνείδητου «θεϊκή» όψη. Η αληθινή αιτία αυτής της ορθολογιστικής υποτίμησης είναι ο φόβος. Βλέπουμε αυτήν τη μείωση αξιών στην πράξη, στις τρέχουσες μοντέρνες ψυχολογικές θεωρίες, στις οποίες τα μεγάλα θεϊκά σύμβολα του ασυνείδητου θεωρούνται «μόνον» ως σεξουαλικό ή ένστικτο ισχύος.

Στο λάδι της λάμπας περιέχεται πέρα απ’ τον φόβο κι ένα στοιχείο «καιόμενου» πάθους, ένα πάθος όμως, που έχει να κάνη περισσότερο με απαίτηση ισχύος και ιδιοκτησίας παρά με αληθινή αγάπη. Η Ψυχή ενσαρκώνει εδώ μερικά π ρ ο σ ω π ι κ ά χαρακτηριστικά της anima του Απουλήιου-Λούκιου: τη παράφορη επιθυμία του για γνώση (curiositas) και τη ροπή του προς τη μαγεία, που σκοπός της είναι να χειριστή τις θεϊκές δυνάμεις, αντί να τις υπηρετήση. Αυτές οι διανοητικές ποιότητες της anima του τον έχουν εμποδίσει μέχρι τώρα να γνωρίση με τη δική του εμπειρία τη θεά Ίσιδα και να υποταγή στα ανεξερεύνητα μυστήρια της ψυχής. Ο έρωτας δεν ανέχεται ούτε μια διανοητική άποψη (ερμηνείες «τίποτα παρά») ούτε το κατακτητικό πάθος. Γι’ αυτό και διαφεύγει ο Έρως, βαθειά πληγωμένος, και η Ψυχή πρέπει να υποφέρη μακρύ κόπο μέχρι να τον ξαναβρή.

Όπως έχει αναδείξει ο Έριχ Νόυμαν, βρίσκεται στη στιγμή, στην οποίαν αρχίζει να αγαπά αληθινά, χωρίς να είναι πια χαμένη στο ασυνείδητο ενός πολύ απομακρυσμένου παραδείσου της χαράς και του θανάτου, αλλά ξυπνάει και συμπεριφέρεται απέναντι στον Έρωτα όπως ένας ερωτευμένος σύντροφος. Η προσωπική αγάπη έχει αντικαταστήσει την μη εξατομικευμένη και καθαρά συλλογική αρχή της απόλαυσης, αλλά ακριβώς αυτήν τη στιγμή η αγάπη γίνεται τραγική.

Γενικώς επιτυγχάνει η γυναίκα στα παραμύθια την εξατομίκευσή της μέσα από πόνο, ενώ ο αρσενικός ήρωας δρα περισσότερο ενεργητικά. Υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά τις περισσότερες φορές σκοτώνει ο αρσενικός ήρωας δράκους, παλεύει με γίγαντες, σκαρφαλώνει βουνά, ενώ η θηλυκή ηρωΐδα ολοκληρώνει πιο συχνά με επιτυχία τον δρόμο της, υποφέροντας πόνους και μη παραιτούμενη απ’τον έρωτά της. Η Ψυχή είναι ένα τυπικό παράδειγμα γι’ αυτό το τελευταίο. Όπως η βασανιζόμενη, πεσμένη Σοφία στη Γνώση, αναλαμβάνει τον πόνο της και πορεύεται έναν μακρύ δρόμο, για να ξαναβρή τον Έρωτα.

Ένα έχει ωστόσο αλλάξει οριστικά με την ανάμειξη των κακών αδελφών, μια μικρή πραγματικότητα, που την παραβλέπει ο Νόυμαν στο βιβλίο του, εμένα όμως μου φαίνεται σημαντική: όταν την εγκαταλείπη, λέει ο Έρως στην Ψυχή, ότι το παιδί στην κοιλιά της θα γίνη τώρα ένα κορίτσι στη θέση ενός αγοριού. «Αν δεν είχες προδώσει το μυστικό», λέει, «θα είχε γεννηθή ένα αγόρι, λόγω όμως της πράξης σου δεν θα χάσης μεν το παιδί, θα γεννήσης όμως ένα κορίτσι». Γνωρίζουμε, πως στο τέλος της ιστορίας, στον Όλυμπο, χαρίζει την ζωή σ’ ένα κορίτσι, το οποίο ονομάζεται Voluptas, δηλ. αισθησιακή χαρά. Αν δεν είχε αθετήση την υπόσχεση, θα είχε γεννήσει ένα αγόρι, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το όνομά του. Εξηγώντας αυτήν την τροπή απ’ την ανθρώπινη πλευρά και συνδέοντάς την με τον Απουλήιο, γίνεται σαφές, πως η Ψυχή και η Charité είναι μια προσωπική όψη της ίδιας μορφής στο ασυνείδητό του, που συναρτάται με τη θετική όψη του μητρικού συμπλέγματος και με μια μεγάλη αφέλεια του Puer aeternus (αιώνιου έφηβου). Όταν έχη ένας άντρας ένα θετικό μητρικό σύμπλεγμα, ταυτίζεται άμεσα με το θεϊκό παιδί. Θεωρεί τον εαυτό του έναν φτερωτό θεό, που αποποιείται όλες τις εντελώς απαραίτητες εργασίες της ζωής, όπως: να καταλάβη μια δική του σταθερή θέση στην πραγματικότητα, να κερδίζη ο ίδιος τα χρήματά του, να εργάζεται κανονικά και άλλους παρόμοιους κόπους. Ο Λούκιος έχει, όπως είδαμε στην αρχή, ένα αρνητικό μητρικό σύμπλεγμα. Μπορούμε να πούμε πως είναι, αυτός, ο γάιδαρος, εντελώς φυλακισμένος στην αρνητική όψη του μητρικού αρχέτυπου. Ο μύθος της Ψυχής και του Έρωτα δηλώνει τώρα μιαν εναντιοδρομία (Enantiodromie), την έναρξη μιας αιφνίδιας μεταβολής στο αντίθετο. Καθώς όμως αυτή η θετική όψη είναι ακόμα εντελώς απροσάρμοστη και μη πραγματική, μπορούν να εισβάλουν οι αδελφές.

Αυτό μας οδηγεί στο ερώτημα, τί θα μπορούσε να είναι το «αρσενικό παιδί», που δεν θα γεννηθή. Η απάντηση λέει: το παιδί της anima, δηλαδή το Ταυτό. Το αποτέλεσμα του ιερού γάμου του Έρωτα και της Ψυχής, θα ήταν ολοφάνερα η γέννηση ενός συμβόλου του Ταυτού. Θα είχε γεννηθή ένα θεϊκό παιδί, που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε συνδυάζοντάς το με τον Λούκιο ως μιαν ανάδυση του Ταυτού του. Το κορίτσι αντίθετα, που θα γεννηθή τώρα, είναι απ’ τη μεριά της αντρικής ψυχολογίας μια ανανέωση μόνο της μορφής της anima και επιπλέον μια αξιοσημείωτη ανανέωση, γιατί αναδύεται ως Voluptas, ως αισθησιακή χαρά στο ασυνείδητο, την οποία την είχε ήδη ευχαριστηθή αρκετά ο Λούκιος, όπως θα μπορούσε κανείς να εννοήση. Παρ’ όλα αυτά, είναι αυτό το γεννημένο στον Όλυμπο κορίτσι πιο κοντά στο ανθρώπινο, έτσι ώστε να έχη γεννηθή μαζί της μια εξανθρώπιση της αρχής της απόλαυσης, που θα καταποθή όμως σχεδόν αμέσως ξανά στο συλλογικό ασυνείδητο.

‘Ένα παρόμοιου είδους και παράλληλα διαδραματιζόμενο μέχρις έναν ορισμένο βαθμό συμβάν παριστάνεται (παρουσιάζεται) στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, που το σχολιάζει ο Γιουνγ στην «Απάντησή» του «στον Ιώβ». Εμφανίζεται μια γυναίκα με μιαν κορόνα από δώδεκα αστέρια στο κεφάλι της και καταδιώκεται από έναν κόκκινο δράκο. Θα γεννούσε μια νέα μορφή λυτρωτή, αποσύρεται όμως πάλι στον ουρανό, και γι’ αυτό δεν ενσαρκώνεται το θεϊκό παιδί πάνω στη γη. Υπάρχει επίσης εδώ μια περιγραφή της πιθανής γέννησης ενός νέου συμβόλου του Ταυτού, που βυθίζεται όμως πάλι στο ασυνείδητο. Αυτό σημαίνει, πως δεν είχε φτάσει ακόμα ο καιρός, όπου θα μπορούσε να εμφανιστή αυτή η όψη στη συλλογική συνείδηση. Υπήρχαν μόνον εδώ κι εκεί διαθέσεις τέτοιων πραγματοποιήσεων, που πήγαιναν μετά χαμένες. Πρέπει να δούμε την αποτυχημένη γέννηση ενός αγοριού στην ιστορία μας ως μιαν παραλλαγή παρόμοιων μύθων˙ γεννιέται «μόνο» ένα κορίτσι και αποσύρεται στον άλλον κόσμο. Το ερώτημα, γιατί αυτό το κορίτσι είναι ακριβώς η Voluptas, η αισθησιακή χαρά, θα το άφηνα ευχαρίστως να περιμένη μέχρι το τέλος της ιστορίας, όταν θα πρέπη να εξηγήσουμε το κουτί της ομορφιάς, που βρίσκει η Ψυχή στον κάτω κόσμο και που συναρτάται μ’ αυτό.

Η ένωση της θεϊκής, ανυψωτικής, υπερ-προσωπικής και απελευθερωτικής όψης του ιερού γάμου (hieros gamos) με την ατέλεια, την απογοητευτική στενότητα και τον ρύπο της ανθρώπινης ζωής, είναι μέχρι και σήμερα ένα απ’ τα μεγάλα, άλυτα προβλήματα. Οι άνθρωποι είτε αφήνονται να μεθύσουν απ’ τη «θεϊκή» και ρομαντική όψη του έρωτα είτε παραμένουν κυνικοί στην τετριμμένη (χυδαία) του όψη. Μια πολύ ωραία παράσταση αυτού του προβλήματος υπάρχει στο μυθιστόρημα «Αυρηλία» του Γάλλου συγγραφέα Ζεράρ ντε Νερβάλ. Ήταν ένας ευαίσθητος και ρομαντικός ποιητής, κάτι που είναι ατυχές ταλέντο για έναν Γάλλο, και ζούσε γι’ αυτό με ευχαρίστηση στη Γερμανία, όπου και αισθανόταν πολύ πιο άνετα, όταν επισκεπτόταν κατά καιρούς έναν Γερμανό θείο στον Μέλανα Δρυμό. Ως νεαρόν άντρα και προικισμένο συγγραφέα τον κυρίευσε ισχυρός έρωτας για μια μικρή ράφτρα. Απολύτως κυριευμένος απ’ τα αισθήματα και τις συγκινήσεις του της έγραφε ποιήματα. Αισθανόταν, πως η σχέση του Δάντη προς τη Βεατρίκη δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλειωδέστερη απ’ αυτήν την εμπειρία. Μετά εμφανίστηκε ξαφνικά ο γαλλικός ορθολογισμός κι ο γαλατικός κυνισμός, κι αποφάσισε, πως εκείνη δεν ήταν γενικώς ειπείν παρά μια «femme ordinaire de notre siécle», μια συνηθισμένη γυναίκα της εποχής μας. Κι έτσι την εγκατέλειψε. Το κορίτσι όμως τον αγαπούσε πραγματικά και ήταν απελπισμένο. Προσπάθησε αργότερα μια φίλη να ενώση ξανά τους δύο, αλλά δεν μπορούσε να συγκολληθή κατά κάποιον τρόπο το ρήγμα, πιθανώς λόγω του κυνισμού, με τον οποίον είχε εγκαταλείψει ο Νερβάλ την αγαπημένη και είχε καταστρέψει έτσι τα δικά της και τα δικά του αισθήματα. Όταν τους έφερε ξανά κοντά η φίλη, τον παρατηρούσε με ψόγο και με δάκρυα το κορίτσι στα μάτια. Αυτό τον πλήγωσε σκληρά˙ ονειρεύτηκε τη νύχτα, πως περπατούσε σ’ έναν κήπο και έβλεπε εκεί το πεσμένο στο χορτάρι και σπασμένο στη μέση άγαλμα μιας πανέμορφης γυναίκας. Το όνειρο αυτό δείχνει, τί είχε πραγματικά συμβή στον Νερβάλ. Η anima του είχε διασπαστή, γιατί η γυναίκα ήταν τώρα γι’ αυτόν είτε η ανέφικτη θεά είτε μια «femme ordinaire de notre siécle», με την οποία μπορούσε να έχη κανείς μια μικρή μόλις απόλαυση. Δεν μπόρεσε να ξαναενώση ποτέ πια αυτές τις δυό όψεις. Γλίστρυσε από τότε αργά σε μιαν ψυχωτική κρίση, που τον κυρίευσε εν τέλει, και κρεμάστηκε τελικά μέσα σ’ έναν παροξυσμό πνευματικής φρενοβλάβειας. Ήταν ένας άρρωστος άνθρωπος, που θα μπορούσε να είχε ξεπεράσει ωστόσο τη διάσπασή του, αν του είχε γίνει μόνο σαφές, ότι ο ιερός γάμος και η συνηθισμένη όψη κάθε βαθύτατης ανθρώπινης σχέσης είναι ένα παράδοξο (Paradoxon). Ο έρωτας είναι ένα συγκινητικό, θεϊκό, μοναδικό μυστήριο και ταυτόχρονα ένα συνηθισμένο, ανθρώπινο ακριβώς συμβάν. Η διάσπαση αυτή εγκαθίσταται εδώ με τον ίδιον τρόπο, γιατί αποκλίνει κατ’ αρχάς πάρα πολύ το εκκρεμές στην κατεύθυνση της θεϊκής, απέναντι όψης, όπου ζουν σ’ ένα είδος φανταστικού παραδείσου ο Έρως κι η Ψυχή, και ακολουθεί μετά η αντίθετη κίνηση με την εμφάνιση των αδελφών, που καταστρέφουν με την είσοδο όλων των κατώτατων και κυνικότατων όψεων της ζωής τη σχέση. Πιστεύω, πως η αίσθηση του χιούμορ είναι η μοναδική θεϊκή ποιότητα, που μπορεί να συγκρατήση μαζί αυτές τις ασυμβίβαστες όψεις κάθε βαθύτερης ερωτικής εμπειρίας. Έλειπε όμως από ανθρώπους όπως ο Ζεράρ ντε Νερβάλ˙ κι έγινε έτσι ψυχωτικός. Δεν είχε απολύτως καμμιάν αίσθηση του χιούμορ, και γι’ αυτό δεν μπορούσε να δεχτή το παράδοξο και να πη: «Ναι, είναι και τα δυό˙ είναι η Βεατρίκη, η εμπειρία της θεϊκής γυναίκας, κι επίσης μια femme ordinaire de notre siécle».

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: