Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΕ ΠΑΠΙΚΟ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ

Πρεσβύτερος π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών
τηλ. 6945-377621, agotsopo@gmail.com
Πάτρα 14 . 7 . 2010

Προς τον «Αρχιεπίσκοπο» Νάξου-Τήνου-Άνδρου-Μυκόνου και «Μητροπολίτη» παντός Αιγαίου
κ. Νικόλαο Πρίντεζην
Πόλη Τήνου

Κοινοποίηση : Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σύρου κ. Δωρόθεο. Σύρος

κ. Στ. Λαγουρό, εκδότη «Φάρου της Τήνου» (προς δημοσίευση).

«Σεβασμιώτατε»,

Έλαβα γνώση της από 28.6.2010 απαντήσεώς Σας στον κ. Στ. Λαγουρό («Ο Φάρος της Τήνου») (http://aktines.blogspot.com/2010/06/blog-post_2266.html και http://aktines.blogspot.com/2010/07/blog-post_2279.html) και παρακαλώ επιτρέψτε μου να καταθέσω και εγώ απορίες και σκέψεις με αφορμή το ανωτέρω κείμενό Σας στο διεξαγόμενο δια του «Φάρου της Τήνου» και του διαδικτύου δημόσιο διάλογο:

Α. Εν πρώτοις, ελπίζω πως δεν θα τύχει παρεξηγήσεως η χρήση εισαγωγικών στην ιδιότητά Σας. Σέβομαι την υποβληθείσα παράκλησή Σας να γίνεται σεβαστός ο αυτοπροσδιορισμός Σας, αλλά πιστεύω ότι συμμερίζεστε τη δυσκολία μας ως Ορθοδόξων να Σας απονείμουμε την ύψιστη ιδιότητα του «Επισκόπου της Καθολικής Εκκλησίας». Γνωρίζετε ότι η δυσκολία μας αυτή εδράζεται στην μακραίωνη εκκλησιαστική μας παράδοση, την οποία τόσο περιεκτικά καθόρισε ο Άγ. Κυπριανός στον 1ο κανόνα της Συνόδου της Καρχηδόνος, επικύρωσαν οι Δ΄, Στ΄ και Ζ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι και συνεπώς εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε. Είμαι βέβαιος ότι η αναφορά μου αυτή δεν θα καταστεί εμπόδιο στην επικοινωνία μας.

Πάντως εύχομαι η Χάρις του Θεού να εξαλείψει τα προσκόμματα της β΄ χιλιετίας, ώστε η επιθυμία Σας να ταυτιστεί με τη δυνατότητά μας …
Β. Στη σελ. 3 παραπέμπετε στην από 27.6.2007 απάντηση της Επιτροπής για τη Διδασκαλία τη Πίστεως (Congregatio pro Doctrina Fidei) της Ρωμαϊκής Κουρίας και αναφέρεστε σε «ελλείψεις» της Ορθοδόξου Εκκλησίας σημειώνοντας ότι «είναι προφανές ότι η μη αναγνώριση του πρωτείου του Πάπα από τις άλλες Εκκλησίες θεωρείται ως εκκλησιολογική ανεπάρκεια». Η διατύπωση σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται πολύ «ανοικτή» έναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας και παρουσιάζεται να συμπληρώνει την περί «αδελφών Εκκλησιών» εκκλησιολογία του κειμένου του Balamand (1993). Όμως προσεκτικότερη ανάγνωση οδηγεί σε ριζικά αντίθετα συμπεράσματα:

1. Είναι προφανές ότι όταν η Congregatio pro Doctrina Fidei ομιλεί περί Εκκλησίας» εννοεί την θεολογική έννοια του όρου, ήτοι την «Μία Αγία, Καθολική και Αποστολική» και όχι μία απλή κοινότητα ή συνάθροιση («εκκλησία Δήμου» κ.ο.κ.). Δυστυχώς, αδυνατώ να κατανοήσω την ύπαρξη Εκκλησίας με «έλλειμμα» ή «Εκκλησίας (με) εκκλησιολογική ανεπάρκεια» ! Πιο συγκεκριμένα :

a. Αν η «Εκκλησία» ταυτίζεται με την πληρότητα, την τελειότητα, την καθολικότητα, πώς μπορεί να υπάρξει σ’ Αυτήν «έλλειμμα» ή «εκκλησιολογική ανεπάρκεια»;

b. Αν η «Εκκλησία» είναι το «σώμα του Χριστού», πώς εννοεί η Ρωμαϊκή Επιτροπή Πίστεως το άχραντο Σώμα Του να έχει «έλλειψη» - και μάλιστα πολύ ουσιαστική;

c. Η φράση Εκκλησία με «έλλειμμα» ενέχει την απόλυτη αντίφαση, ώστε αυτοαναιρείται πλήρως: Αν είναι Εκκλησία, δεν μπορεί να είναι «ελλειμματική» και αν είναι «ελλειμματική», μπορεί να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από «Εκκλησία». Νομίζω θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι το δηλητηριασμένο νερό δεν είναι νερό, αλλά δηλητήριο, ή μία γυναίκα με «ανεπαρκή παρθενία» είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από παρθένος! Μια κοινότητα λοιπόν με «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» δεν μπορεί να είναι «Εκκλησία»!

d. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» δεν αφορά σε εκκλησιαστικό έθος, όπου χωρεί κάποια ελαστικότητα και ποικιλομορφία, αλλά καθοριστικό δόγμα πίστεως. Συνεπώς, δεν έχουμε απλή «έλλειψη», αλλά πραγματική «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» με την πλήρη θεολογική βαρύτητα των λέξεων αυτών. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι για τη Ρώμη τα παπικά δόγματα περί πρωτείου και αλαθήτου, όπως καθορίστηκαν στις «οικουμενικές», για Σας, Συνόδους Α΄ Βατικανού (1870) και Β΄ Βατικανού (1962-1965) είναι εξαιρετικής σπουδαιότητος. Επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι με βάση τη δογματική απόφαση της «οικουμενικής» Α΄ Βατικανής «Pastor aeternus» όσοι δεν αποδεχόμαστε το πρωτείο του Απ. Πέτρου υποκείμεθα σε «ανάθεμα» (Caput I, De apostolici primatus in beato Petro institutione). Eπίσης, «ανάθεμα» προβλέπεται για μάς που δεν αποδεχόμαστε το «θείω δικαίω» πρωτείο του Ρωμαίου Ποντίφικος εφ’ όλης της Εκκλησίας (Caput II, De perpetuitate primatus beati Petri in Romanis pontificibus). Επίσης, σύμφωνα με την ίδια απόφαση της «οικουμενικής» για Σας Συνόδου έχουμε παραδοθεί σε «ανάθεμα» επειδή δεν αποδεχόμαστε ότι «η κρίση της Αποστολικής Έδρας, από την οποία καμία εξουσία δεν είναι ανώτερη, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί υπό ουδενός. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να κρίνει τις αποφάσεις της. Γι’ αυτό, όσοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να γίνει έκκληση κατά των κρίσεών της στην οικουμενική σύνοδο ως σε ανώτερη από τον πάπα εξουσία παρεκκλίνουν από την οδό της αλήθειας» και συνεπώς και όσοι δεν δεχόμαστε «ότι η εξουσία του Ρωμαίου ποντίφικα περιορίζεται στον έλεγχο και στη διοίκηση και ότι δεν είναι πλήρης και υπέρτατη εφ’ όλης της Εκκλησίας, όχι μόνο σε ό,τι αφορά στην πίστη και στα ήθη, αλλά και στην τάξη και στη διακυβέρνηση ολόκληρης της Εκκλησίας, ή ακόμη ότι έχει το πιο σημαντικό μέρος, όχι όμως και στην πληρότητα της υπέρτατης αυτής εξουσίας, ή ότι η εξουσία του δεν είναι τακτική (δηλαδή όχι εκχωρούμενη, αλλά ex officio) εφ’ όλων των κληρικών και των πιστών» (Caput III, De vi et ratione primatus Romani Pontificis). Τέλος «ανάθεμα» έχει απαγγελθεί σε όσους δεν δεχόμαστε το καινοφανές δόγμα του αλαθήτου, όπως το περιγράφετε στην επιστολή Σας (Caput IV, De Romani pontificis infallibili magisterio). Βέβαια στην απάντησή Σας στον κ. Στυλ. Λαγουρό αποφύγατε να αναφερθείτε σε αυτά τα τέσσερα αναθέματα της «οικουμενικής» Α΄ Βατικανής Συνόδου για όσους δεν αποδέχονται τα παπικά δόγματα. Συνεπώς, η «εκκλησιολογική ανεπάρκεια» των Εκκλησιών που δεν αποδέχονται τα παπικά δόγματα περί πρωτείου και αλαθήτου είναι πολύ σοβαρή σε τέτοιο σημείο, που αν θέλουμε να διαβάζουμε θεολογικά τα κείμενα οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούμε να ομιλούμε περί «Εκκλησιών» με την θεολογική έννοια της λέξεως.

2. Παρά το γεγονός ότι δεν αποδέχομαι το χαρακτηρισμό της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως «ελλειμματικής», δε συμμερίζομαι την αντίδραση πολλών εξ ημών των Ορθοδόξων, οι οποίοι καταφέρθηκαν εναντίον της Επιτροπής. Όταν διαλεγόμαστε επί θεολογικών θεμάτων οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς και στην παρουσίαση της αυτοσυνειδησίας μας και στο πώς θεωρούμε τον άλλον. Η Επιτροπή, μετά την καινοφανή για την εκκλησιαστική μας παράδοση θεολογία των «αδελφών Εκκλησιών» (Balamand-1993), η οποία μόνο σύγχυση προκαλεί, καλώς ξεκαθάρισε - κάπως - τα πράγματα προσδιορίζοντας την πίστη της Ρώμης για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Βέβαια από μία Ρωμαϊκή Επιτροπή Πίστεως θα ανεμένετο ακριβέστερη και σαφέστερη κατάθεση πίστεως, χωρίς αντιφατική διατύπωση, όταν μάλιστα ο σημερινός Πάπας είναι Καθηγητής Δογματικής. Υποψιάζομαι ότι η αντιφατικότητα δεν διέλαθε της προσοχής της «Αγίας Έδρας», αλλά η Ρώμη θέλησε από τη μία πλευρά να μην τινάξει στον αέρα την οικουμενική κίνηση, εμφανιζόμενη να αποδέχεται την Ορθόδοξη Εκκλησία ως «αδελφή Εκκλησία» και από την άλλη να μην αποστεί της εκκλησιολογίας της, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το σχίσμα και ιδιαιτέρως με την Α΄ Βατικανή Σύνοδο.

Συμπερασματικά, μελετώντας με προσοχή την απάντηση της Επιτροπής Πίστεως, ουσιαστικά η Ρώμη αρνείται ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι Εκκλησία με τη θεολογική έννοια του όρου . απλώς της αναγνωρίζει κάποια εκκλησιαστικά στοιχεία.

Γ. Σε συνέχεια της προηγουμένης σκέψεώς μου, με ξένισε ιδιαίτερα η αναφορά Σας (σελ. 6) στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, όπου Τον χαρακτηρίσατε ως «τον δεύτερο κατά σειρά Επίσκοπο της Εκκλησίας». Αντιπαρέρχομαι το κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία άστοχο της διατυπώσεως πρώτος, ή δεύτερος, ή τρίτος Επίσκοπος της Εκκλησίας, που ασφαλώς προέρχεται από την παπική προσέγγιση των πρεσβείων τιμής της αρχαίας Εκκλησίας. Όμως:

1. Διερωτώμαι, πώς είναι δυνατόν σήμερα, διατηρουμένων εν ισχύει των προαναφερθέντων τεσσάρων αναθεμάτων της «οικουμενικής» Α΄ Βατικανείου, να χαρακτηρίζετε τον Πατριάρχη μας ως «Επίσκοπο της Εκκλησίας», αφού, όπως κατ’ επανάληψη έχει δηλώσει, δεν αποδέχεται τα παπικά δόγματα περί πρωτείου και αλαθήτου;

2. Διερωτώμαι ποιάς Εκκλησίας;

a. Της Ορθοδόξου; Μα ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν είναι «δεύτερος», αλλά «πρώτος» (έστω κατά την εσφαλμένη προσέγγισή Σας) !

b. Της Ρωμαιο-Καθολικής; Μπορεί να είναι «Επίσκοπός» της αρνούμενος τα παπικά της δόγματα ; Μπορεί να είναι «επίσκοπός» όταν και εναντίον του επικρέμανται τα αναθέματα της «οικουμενικής» της Συνόδου ;

c. Της προ του 1054 μΧ Εκκλησίας; Αυτό θα συνέβαινε αν αυτός που θεωρείτε Εσείς σήμερα ως «πρώτον», αποδεχόταν την προ του 1054 εκκλησιαστική παράδοση και τάξη, όπως καθορίστηκε στους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων, χωρίς την παραχάραξη της β΄ χιλιετίας. Μέχρι να συμβεί αυτό, ισχύουν τα προαναφερθέντα στην § a.

d. Μιας άλλης «Εκκλησίας», κάτι μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθο-λικής, στην οποία ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει ακόμα και σε καίρια δόγματα, αλλά αυτή η θεολογική διαφορά στην πίστη να μην είναι εμπόδιο στο να είναι κάποιος μέλος της; Όμως αυτό το κατασκεύασμα δεν είναι «Εκκλησία», αλλά νεοεποχίτικο νεόπλασμα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από όλους μας!

Συμπερασματικά, η αναφορά Σας στον Οικουμενικό Πατριάρχη είναι εξαιρετικά ασαφής και ως εκ τούτου προκαλεί μεγάλη σύγχυση.
Δ. Μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση ότι επιμένετε στην πρότασή Σας για διοργάνωση κοινών λατρευτικών εκδηλώσεων. Μάλιστα είναι εμφανής στο κείμενό Σας μια έντονη και φορτική πίεση στους Ορθοδόξους της νήσου με επανάληψη της προτάσεως για κοινή περιφορά Επιταφίου, κοινό εορτασμό του Πάσχα, κοινές λατρευτικές συνάξεις, πότε σε Ορθόδοξο και πότε σε Ρωμαιοκαθολικό Ναό κ.ο.κ.

Λυπούμαι που ενδεχομένως θα Σας πικράνω, αλλά θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί Σας : Αυτές οι προτάσεις συμπροσευχής είναι ανεκτό να γίνονται από πιστούς, οι οποίοι είναι εντελώς άμοιροι της εκκλησιαστικής παραδόσεως και τάξεως καθώς και των θεολογικών προϋποθέσεων για την δυνατότητα αυτή. Νομίζω όμως ότι δεν μπορούν να διατυπώνονται από υπευθύνους εκκλησιαστικούς φορείς, που οφείλουν να σέβονται έμπρακτα την παράδοση και εκκλησιαστική τάξη του άλλου, ακόμα και όταν διαφωνούν μαζί της. Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος:

1. Ασφαλώς γνωρίζετε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία διοικείται από τους Iερούς Kανόνες των Επτά Οικουμενικών Συνόδων (συνταχθέντων ή επικυρωθέντων από Αυτές). Οι Ι. Κανόνες αυτοί ισχύουν και σήμερα, διότι δεν έχουν αντικατασταθεί από κάποια κωδικοποίηση, όπως έγινε από τη Ρώμη με τoν Codex Juris Canonici (C.I.C. - 1917, 1983). Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας σεμνύνεται εν Κυρίω για την εξαιρετική τιμή και ευλογία, διότι έχει την ελέω Θεού αποκλειστικότητα σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο να είναι η μοναδική χριστιανική κοινότητα που φέρει τέτοιο ιστορικό και κανονικό βάρος, να διοικείται από Ι. Κανόνες της αρχαίας Εκκλησίας.

[ Βέβαια αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία που έχετε με την κανονική παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων της α΄ χιλιετηρίδας, στην οποία δε δίδεται η δέουσα βαρύτητα στα επίσημα κείμενα της Ρώμης. Ενδεικτικά: α) Το «Περί Εκκλησίας Διάταγμα» της Β΄ Βατικανής Συνόδου (Lumen Gentium) έχει 195 υποσημειώσεις με περισσότερες από 600 παραπομπές. Οι επικυρωμένοι από τις Οικουμενικές Συνόδους του ενιαίου Χριστιανισμού κανόνες στους οποίους παραπέμπει είναι μόνο τρεις (5ος, 6ος, και 7ος της Α΄ Οικουμενικής)! β) Η επίσημη «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας» (συνταχθείσα υπό την προεδρία του καρδιναλίου J. Ratzinger και εγκριθείσα το 1992) έχει 950 σελίδες και 2.900 θεματικές παραγράφους περίπου. Παραπέμπει σε ένα μόνο ιερό Κανόνα της αρχαίας Εκκλησίας, τον 34ο Αποστολικό! Αντίθετα και στα δύο ανωτέρω επίσημα κείμενα του παπικού θρόνου υπάρχει πλούσια αναφορά σε παπικές κανονικές διατάξεις της μετά το σχίσμα χιλιετίας. Νομίζουμε ότι αυτό πρέπει να προβληματίσει όλους μας για τη στάση της Αγίας Έδρας έναντι της κοινής μας εκκλησιαστικής παραδόσεως…]

2. Ασφαλώς γνωρίζετε ότι υπάρχουν 16 Ιεροί Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων που δεν μας επιτρέπουν τις κοινές λατρευτικές συνάξεις με αιρετικούς ή σχισματικούς.

3. Συνεπώς, αν γνωρίζετε τα ανωτέρω, απορώ πώς είναι δυνατόν, Εσείς, ένας εκκλησιαστικός άνδρας, στην πλέον υπεύθυνη θέση της κοινότητός του, να προσκαλεί κάποιους πιστούς να περιφρονήσουν την εκκλησιαστική τους τάξη και να απειθήσουν σε κανονικές διατάξεις που φέρουν το βάρος εγκρίσεως Οικουμενικών Συνόδων! Βεβαιωθείτε ότι δεν θα με ενοχλούσε καθόλου, αλλά αντίθετα θα ήμουν πολύ πρόθυμος να συζητήσω τις τυχόν έντονες αντιρρήσεις Σας για την ορθότητα των κανονικών διατάξεων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή. Αυτό όμως που δεν θεωρώ πρέπον είναι, ενώ διατηρούνται σε ισχύ οι Ι. Κανόνες, να εισηγείσθε την περιφρόνησή τους, και μάλιστα κατ’ επανάληψη και με φορτικότητα. Βεβαιωθείτε ότι είναι άκρως ενοχλητικό όταν μάλιστα αυτό προτείνεται από Αρχιεπίσκοπο …
Παρακαλώ σκεφτείτε πώς θα αισθανόσασταν εάν εγώ Σας προσκαλούσα και επέμενα να παραβιάσετε διατάξεις του Codex Iuris Canonici π.χ. αν πρότεινα σε ιερέα της δικαιοδοσίας Σας να νυμφευθεί και μάλιστα ευκαίρως-ακαίρως του παρουσίαζα και συγκεκριμένες κοπέλες για να συνδεθεί. Δεν θα θεωρούσατε αυτή τη συμπεριφορά ως ανεπίτρεπτη και προκλητική ; Και αν τελικά ο κληρικός Σας συμμορφωνόταν στην αήθη πρότασή μου δεν θα γινόταν περίγελως και στα μάτια μου, αφού περιφρόνησε κανονικές διατάξεις στις οποίες έχει ορκιστεί υπακοή; Κατά παρόμοιο τρόπο δεν θα γίνει περίγελως και όποιος Ορθόδοξος (λαϊκός, ή ιερέας και ιδιαίτερα Επίσκοπος) συμμορφωθεί και συμπράξει στην υλοποίηση της προτάσεώς Σας παραβαίνοντας σαφείς και κατηγορηματικές πατερικές και συνοδικές αποφάσεις, τις οποίες στην ώρα της χειροτονίας του ο Επίσκοπος έχει ορκιστεί ότι θα σέβεται και θα υπακούει; Τι εκτίμηση θα τρέφετε και Εσείς ακόμα για έναν τέτοιου επιπέδου Ορθόδοξο κληρικό; Θα θέλατε να βρεθείτε σε τόσο δύσκολη θέση;

Εσείς από πλευράς Σας συμμορφώνεστε στην απόφαση της «οικουμενικής», για Σας, Β΄ Βατικανής Συνόδου, η οποία στο σχετικό «Διάταγμα περί Οικουμενισμού» (κεφ. 2, § 8), προτείνει ενθέρμως τις συμπροσευχές, ακόμα και την intercommunio. Αν δεν υπήρχε η απόφαση αυτή θα τολμούσατε να κάνετε τέτοια πρόταση; Aσφαλώς όχι! Πώς τότε το προτείνετε σε εμάς που οι Οικουμενικές μας Σύνοδοι ρητώς μας το απαγορεύουν;

«Σεβασμιώτατε»,
αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι η μη κοινή περιφορά του Επιταφίου, ή ο μη κοινός εορτασμός του Πάσχα, δεν είναι ΤΟ πρόβλημα, ή μάλλον δεν είναι καν πρόβλημα (ας θυμηθούμε την περί την ημερομηνία του Πάσχα διαφορά Σμύρνης-Ρώμης τον β΄ αι., η οποία καθόλου, μα καθόλου, δεν εμπόδισε την πλήρη κοινωνία των Τοπικών Εκκλησιών, αφού κοινωνούσαν εν τη πίστει). Γνωρίζετε ότι αλλού είναι τα σοβαρά προβλήματα: στην «εξέλιξη» της δυτικής εκκλησιολογίας και θεολογίας κατά τη β΄ χιλιετία, ουσιαστικά στον εκτροχιασμό της από την παράδοση της πρώτης Εκκλησίας. Εκεί με ειλικρινή ταπείνωση πρέπει να εντοπιστεί ο αγώνας όλων μας – έκαστος με το χάρισμα και τη διακονία που έχει. Οι συμπροσευχές, υπαρχουσών των σοβαρών θεολογικών και εκκλησιολογικών διαφορών, μάλλον περιπλέκουν τα πράγματα, παρά τα επιλύουν, μάλλον δημιουργούν σύγχυση και εσφαλμένες εντυπώσεις στον απλό λαό, παρά τον καθοδηγούν εν αληθεία και αγάπη. Είναι ψευτο-μπαλώματα με τα οποία μάλλον ασχημαίνουμε την Άμωμο Νύμφη του Χριστού. Επί πλέον, οι συμπροσευχές ως περιφρόνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως που έχει καθοριστεί από Οικουμενικές Συνόδους απωθούν τη Θ. Χάρη και έτσι χωρίς Αυτή δεν μπορεί να υπάρξει καμία προκοπή. «Οι Ιεροί Κανόνες εκδικούνται» λέει μία δική μας εκκλησιαστική παροιμία, που συνεχώς επιβεβαιώνεται στη ζωή της Εκκλησίας μας.

Ε. Τέλος, ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι η εμμονή μας στην παράδοση των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας νομίζουμε ότι δεν απομειώνει ουδέ στο ελάχιστο την επιβαλλομένη αγάπη προς όλους τους ανθρώπους, όπως ακριβώς και η αυστηρότητα των Πατέρων έναντι των αιρετικών διδασκαλιών και «εκκλησιαστικών» μορφωμάτων τους δεν μείωνε την προς τα πρόσωπα αγάπη. Βέβαια η αρετή της αγάπης απαιτεί πολύ και επώδυνο προσωπικό αγώνα και αυξημένη Χάρη Θεού. Γι’ αυτό θα παραμένει πάντοτε το μέγα ζητούμενο για όλους μας. Πάντως πιστεύω ότι με κανένα τρόπο δεν μπορεί να εξαντλείται σε ακατάσχετη αγαπολογία (κενή ουσιαστικού περιεχομένου και ανέξοδη για τον αγαπολογούντα) ή σε εκδηλώσεις που καθορίζονται από νοοτροπία τύπου δημοσίων σχέσεων και στοχεύουν στο να «χαϊδεύουν» την πλάνη, αποκρύπτοντας ότι υπάρχει σοβαρή παραχάραξη της εκκλησιαστικής πίστεως και τάξεως της α΄ χιλιετίας. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ασφαλώς, αγαπούσαν πολύ γι’ αυτό και ήσαν και πολύ αυστηροί στην πίστη. Ας προσπαθούμε να μη τους προσβάλλουμε ισχυριζόμενοι, έστω και εμμέσως ή ενδομύχως, ότι διαθέτουμε περισσότερη από αυτούς αγάπη. Όταν λοιπόν υπάρχει αυτή η αυθεντική πατερική αγάπη, είμαι βέβαιος ότι η Θ. Χάρις θα έλθει να μας επισκιάσει και τότε Αυτή θα αναπληρώσει τις ελλείψεις και θα θεραπεύσει τις ασθένειές μας.

Με τιμή και ευχές

π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών

Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: