Συνέχεια από: Πέμπτη, 3 Απριλίου 2014
O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη |
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και
ενέργειας
431. « Η δύναμη του Θεού τον κάνει να προσβλέπη σταθερά σε ένα άλλο ( αποσκοπείν ποιεί εις έτερον ) σύμφωνα με τον λόγο της αρχής ». Το λέει παράλογα κι αυτό, γιατί δεν είναι η δύναμη αρχή των όντων, αλλά σύμφωνα με τους αγίους η εκ της αγαθότητος του Θεού θεία θέληση. Και τις ακολουθεί αυτές με σοφία η ενεργητική δύναμη, που διακρίνεται σε πολλά και ποικίλα˙ και δεν ποιεί πάντοτε η θεία δύναμη να αποσκοπή ( ο Θεός… ) σ’ ένα άλλο, αλλ’ ουδέποτε. Γιατί το να αποσκοπή σ’ ένα άλλο ( το γαρ αποσκοπείν εις έτερον ποιείν ) έρχεται ( εστί ) απ’ τη θεία νόηση που είναι θελητική από αγαθότητα, και τις ακολουθούν αυτές η θεία δύναμη μαζί με τη σοφία, αγγίζοντας κι οι δυό τα έργα με την προσφυή σ’ αυτές ενέργεια[ Σ'αυτή τήν κακοδοξία στηρίζεται καί η περί ετερότητος ''θεολογία'' τού Ζηζιούλα].
432. Γι’ αυτό θεωρούνται σε όλα τα θεία έργα ενέργειες θείας δύναμης και σοφίας εκ του σύνεγγυς ( προσεχώς ) ενωμένες κι αχώριστες αναμεταξύ τους. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, πως ποιεί αποσκοπώντας σ’ ένα άλλο η θεία δύναμη σύμφωνα με τον της αρχής λόγο. Γιατί δεν είναι ούτε η κυρίως αρχή των όντων η θεία δύναμη, αλλ’ ακολουθεί, όπως ακριβώς έχω πη, κι ούτε είναι και σ’ αυτό μόνη, αλλά μαζί με τη θεία σοφία πάντοτε, όπως κι αυτό μου έχει ειπωθή.
433. « Η ενεργητική δύναμη είναι αρχή εις έτερον ( σε άλλο… ), όπως λέει στο Ε΄των μετά τα Φυσικά ο φιλόσοφος ». Αλλ’ ούτε κι αν το είπαν μύριοι φιλόσοφοι, σύμφωνα με σένα και τον δικό σου Αριστοτέλη, δεν θα πείσουν τους δικούς μας ( καθ’ ημάς ) θεοσόφους, γιατί είναι πολύ μακριά απ’ τη θεία αλήθεια αυτή εδώ η πρόταση. Γιατί λες κι εσύ, ότι « είναι καθαρή ενέργεια ο Θεός » και πως « δεν υπάρχει στον Θεό το δυνάμει ». Γιατί θα μεταβαλόταν έτσι ο Θεός, που είναι ακριβώς εξαιρετικά άτοπο. Υπάρχει λοιπόν εξ ανάρχου ( χωρίς αρχή… ) η ενεργητική δύναμη στον Θεό και δεν ήταν αρχή για κάτι άλλο ( εις έτερον )˙ γιατί ήταν κάποτε που δεν υπήρχε άλλο ( έτερον ) κοντά ( παρά ) στον Θεό, και υπήρχε η ενεργητική δύναμη στον Θεό, και δεν ήταν αρχή σε κάτι άλλο˙ αλλ’ ούτε κι όταν έφτασε στο να ποιή από αγαθότητα ο Θεός δεν ήταν η ενεργητική του δύναμη αρχή για κάτι άλλο, μη γένοιτο, αλλ’ αρχή απ’ το άναρχο για κάτι άλλο ( εις έτερον ), όπως τα έχουμε πη ακριβώς προηγουμένως. Δεν αληθεύει άρα ο φιλόσοφος του Θωμά Αριστοτέλης, ούτε βέβαια κι ο Θωμάς, που λένε ότι είναι αρχή σε κάτι άλλο η ενεργητική δύναμη του Θεού.
434. Και το λέει με περίεργο τρόπο και κείνο και το παρουσιάζει με πονηριά, ότι « είναι η δύναμη στον Θεό αρχή του γεγενημένου ». Και πάλι˙ « είναι η θεία δύναμη αρχή σε κάτι άλλο ( εις έτερον ) ». Παρ’ όλο που αν ήταν βέβαια ευθύς, θα έλεγε πως είναι η θεία δύναμη αρχή των γεγενημένων και αρχή σε άλλα, στον πληθυντικό˙ κι επειδή έχει αντιληφθή ( συνεώρακεν ), ότι δεν μπορεί να είναι η θεία δύναμη, που είναι μια, αρχή των γεγενημένων και αρχή σε άλλα ( εις έτερα ), παρά κατά τον λόγο των ενεργειών, που είναι πολλές και ποικίλες και προέρχονται απ’ τη θεία δύναμη, κρύβει με δόλιο τρόπο τα λόγια του και δεν το λέει στον πληθυντικό, ώστε να φανή πως είναι κατ’ εξοχήν η δύναμη αρχή προς το κάθε ένα, κι όχι οι θείες ενέργειες προς τα γεγενημένα και τα διαφορετικά. Αλλά δεν διαφεύγει την προσοχή μας συρράπτοντας δόλους, έστω κι αν το νομίζη.
435. « Ο δικός μας νους θεωρεί με διαφορετικές νοήσεις το καθένα απ’ τα δυό, τη θεία δηλαδή δύναμη και την ενέργειά της ». Δεν θεωρεί τίποτα το θείο ο νους με τη νόηση, που να μην είναι ακριβώς νοητό, ορώμενο περί την ουσία και που ειδοποιεί ( συνιστά,μορφοποιεί…) τη νόηση˙ κι αυτά που νοούνται με διαφορετικό τρόπο είναι διαφορετικά νοητά και δέχονται αληθινά το άλλο. Γιατί τα πολλά ονόματα που λέγονται για τον Θεό σημαίνουν ένα μεν πράγμα, είναι δε πολλοί και διαφορετικοί λόγοι, ή μπορείς να πης και νοήσεις˙ γι’ αυτό κι όταν λέμε σοφία Θεού ο νούς ειδοποιεί ( σχηματίζει… ) διαφορετικό νοητό˙ κι όταν λέμε αγαθότητα διαφορετικό, όπως ακριβώς κι αυτός που ονομάζει άτρεπτο τον Θεό˙ παίρνει διαφορετική νοητή μορφή ο νους του και διαφορετική αυτός που τον θεωρεί άναρχο. Και τα θεωρεί απλά όλα όσα νοούνται για τον Θεό με διαφορετικές νοήσεις ο νους.
436αι. Και δεν ονομάζονται έτσι για άλλον λόγο, αλλ’ επειδή είναι νοητά, προερχόμενα απ’ τον Θεό, και υπάρχουν εκ φύσεως ( πεφυκότως ) στον Θεό, όπως υπάρχουν κι οι ακτίνες απ’ τον ήλιο κ στον ήλιο. Αλλά μιλά πάλι ο Θωμάς για τη δύναμη και την ενέργεια στον ενικό, όπως και για το γεγενημένο και το διαφορετικό, για να αποδείξη πως είναι η δύναμη αρχή των γεγενημένων και των διαφορετικών. Αλλά τον γεμίζουν ντροπή οι άγιοι, που αναφέρουν ποικίλες και άπειρες θείες ενέργειες που προέρχονται απ’ τη μιά θεία δύναμη και είναι αρχές στα γεγενημένα και στα διαφορετικά ( έτερα ) απ’ τον Θεό, πολλές άρα και διαφορετικές ενέργειες των πολλών και διαφορετικών γεγενημένων. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο φιλόσοφος του Θωμά κι ο ίδιος βέβαια ο Θωμάς, πως « δεν ονομάζεται η θεία δύναμη στον Θεό αρχή της ενέργειας, αλλά του γεγενημένου ».
437. « Ο Θεός ενεργεί με το να γνωρίζη και να θέλη ». Βλέπεις, τί είναι τέλος πάντων η αρχή των γεγενημένων; κατά κανέναν τρόπο η θεία δύναμη, αλλ’ ο Θεός με το να γνωρίζη και να θέλη. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο δάσκαλος του Θωμά Αριστοτέλης, κι ούτε βέβαια ο Θωμάς, και μάλιστα και κατά τον ίδιον τον Θωμά, όταν διακηρύττουν πως είναι η θεία δύναμη αρχή των γεγενημένων˙ « αυτός που απ’ όσα μπορεί να πράττη ( ποιείν ), κάποια μεν τα πράττει, και κάποια δεν τα πράττει, πράττει ( ποιεί ) κατά την εκλογή της θελήσεώς του κι όχι κατά την ανάγκη της φύσης. Δεν πράττει ( ποιεί ) άρα από ανάγκη ο Θεός, αλλά κατά θέληση ». Κι ακόμα˙ « είναι υψηλότερη η δύναμη που ενεργεί κατά θέληση από εκείνην που πράττει ( ποιεί ) κατά τη φύση ». Και φαίνεται πως το έχει πρόθεση ο Θωμάς, να μεταστρέφεται αηδιαστικά ( αδεώς ) από ’δώ κι από ’κεί και να βλασφημά αθέμιτα τον Θεό.
438. Γιατί λέγοντας πως είναι υψηλότερη η δύναμη που ενεργεί κατά τη θέληση απ’ αυτήν που ποιεί κατά τη φύση, και διακηρύττοντας έπειτα, σαν να ξέχασε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, τη δύναμη στον Θεό ως αρχή του γεγενημένου, απονέμει ολοφάνερα την ταπεινότερη τάξη στον Θεό, και σε μας την υψηλότερη, αν εμείς πράττουμε ( ποιούμε ) ακριβώς με τη νόηση και τη θέληση, κι ο Θεός με τη φύση. Γιατί αυτό που γίνεται με φυσικό τρόπο έχει ως αρχή τη φυσική δύναμη, κι αυτός που ποιεί με τη θέληση ( έχει ως αρχή… ) τη νόηση, όπως λέει ερχόμενος στον εαυτό του κι ο Θωμάς. Κι αν ποιή με τη φύση του ο Θεός, είναι αναγκαστικά πάλι συνάναρχα τα κτίσματα με τον ποιητή, πράγμα που αντιβαίνει σφόδρα στην αλήθεια. Αλλ’ αυτός που αγαπάει την αλήθεια δεν νομίζει πως είναι έργα της φύσεως τα όσα έχουν γίνει ( τα γεγονότα ), και γι’ αυτό ούτε και τη θεία δύναμη αρχή των γεγονότων, αλλά τα μεν γεγονότα έργα της θέλησης, τον δε θείο νου να είναι αρχή των γεγονότων, όπως λέει σε κάποια απ’ τα δικά του κι ο Θωμάς. Κι ακόμα˙ « θα έπρεπε να βρίσκονται κοντά στην έσχατη τελειότητα των πραγμάτων κάποια απ’ τα κτίσματα για να ποιούν μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον ποιεί ο Θεός, δηλαδή με τον νου και τη θέληση ». Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς κι ο φιλόσοφος και δάσκαλός του Αριστοτέλης, ότι « δεν ονομάζεται ( λέγεται ) η δύναμη στον Θεό αρχή της ενέργειας, αλλ’ αρχή του γεγενημένου ».
439. Κι ακόμα˙ « η σοφία και η θέληση φανερώνουν την ουσία του Θεού ». Κι είναι μια προσθήκη κι αυτό στα ψεύτικα λόγια του Θωμά. Διότι γιατί να μη φανερώσουν και η δύναμη του Θεού, που συνυπάρχει πάντοτε με τη θεία σοφία, κι η αγαθότητα κι η αγάπη κι η σύμφωνη με την αγάπη πρόνοια και τα άλλα, όσα θεωρούνται και θεολογούνται για τον Θεό, την ουσία του Θεού, αλλά μόνη η σοφία κι η θέληση ; Είσαι τερατολόγος και αναίσχυντος˙ η δε Εκκλησία του Θεού, που είναι θεόπνευστη ( θεοφορείται ) και καταλάμπεται και καταφωτίζεται απ’ το άγιο Πνεύμα, και πιστεύει βέβαια και κηρύττει, πως υπερέχει με άπειρες φορές άπειρο τρόπο κατά την ουσία του πάνω από κάθε γνώση, και την αγγελική, ο Θεός και είναι απειράκις απείρως υπερεξαιρεμένος απ’ όσα υπάρχουν γύρω του ( τα περί αυτόν ) ( Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγ. Διονυσίου και Γρηγορίου ), χωρίς να δέχεται από καμμιάν απολύτως φανέρωση και κατά κανέναν απολύτως τρόπο επαφή, όπως ήδη αποδείξαμε. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι φανερώνουν την ουσία του Θεού η σοφία και η θέληση.
440. Κι ακόμα˙ « όπως ακριβώς ποιεί με τη θέληση ο Θεός, έτσι και με τον νου και τη σοφία ». Ψεύδεται άρα αποκαλώντας όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία ο Θωμάς˙ γιατί ούτε και η ίδια η ουσία δεν ποιεί με την ουσία. Γι’ αυτό είναι άτοπο και ανώμαλο όχι μόνο να το πης, αλλά και να το διανοηθής αυτό. Γιατί αν ποιή, όπως ακριβώς με τη θέληση, έτσι και με τον νου και τη σοφία ο Θεός, είναι φανερό, ότι είναι άλλο η θέληση του Θεού και άλλο ο νους και διαφορετικό η σοφία˙ γιατί ο αριθμός παρεισάγει ( εισάγει έμμεσα…) αναγκαστικά διάκριση και διαφορά. Και το να λες πως αποτελείται από κάποια διαφορετικά η ουσία του Θεού ξεπερνά και τη μανία των δαιμόνων. Αλλά κι όταν λέμε θέληση του Θεού και νου και σοφία, γνωρίζουμε εν μέρει αυτό που λέμε. Και τα νοεί αυτά ο δικός μας νους, καθώς τον μορφοποιούν με διαφορετικό τρόπο. Η δε θεία ουσία δεν παραχωρεί ούτε είδος ( μορφή ) ούτε φαντασία ούτε νόηση ούτε κάτι άλλο που να επινοείται καταληπτικά σε καμμιά απ’ τις νοερές ουσίες, κατά την άπειρη υπεροχή της. Είναι ψέμμα άρα το να νομίζη ο Θωμάς πως είναι η θεία θέληση και το να νοή ο Θεός και η σοφία και η δύναμη και απλώς όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία του Θεού. Και είναι επίσης ψέμμα το να λες πως είναι η δύναμη στον Θεό αρχή των όσων έχουν γίνει ( των γεγονότων ), κάτι που συμβαίνει σ’ αυτά που ποιούν με τη φύση, επειδή ο Θεός ποιεί, όπως λέει κι ο Θωμάς, με τον νου και τη θέληση και τη σοφία.
441. Κι ακόμα˙ « η ίδια η θεία αγαθότητα προηγείται απ’ το να κτίζη ( ο Θεός… ), ως τέλος και πρώτο κινητό προς το να δημιουργή κατά τον Αυγουστίνο, η δε σοφία και η θέλησή του προηγούνται, όπως ακριβώς εκείνα, με τα οποία παράγονται τα πράγματα στο είναι ». Είναι φανερό, πως αυτά τα παραπάνω, με τα οποία παράγονται τα πράγματα στο είναι, είναι οι αρχές των γεγονότων. Ώστε και λόγω αυτών που λέει εδώ ο Θωμάς, αποκαλώντας αρχή των γεγονότων τη σοφία και τη θέληση του Θεού, λέει ψέμματα εκεί, όπου αποκαλεί τη θεία δύναμη αρχή των όσων έχουν γίνει.
432. Γι’ αυτό θεωρούνται σε όλα τα θεία έργα ενέργειες θείας δύναμης και σοφίας εκ του σύνεγγυς ( προσεχώς ) ενωμένες κι αχώριστες αναμεταξύ τους. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, πως ποιεί αποσκοπώντας σ’ ένα άλλο η θεία δύναμη σύμφωνα με τον της αρχής λόγο. Γιατί δεν είναι ούτε η κυρίως αρχή των όντων η θεία δύναμη, αλλ’ ακολουθεί, όπως ακριβώς έχω πη, κι ούτε είναι και σ’ αυτό μόνη, αλλά μαζί με τη θεία σοφία πάντοτε, όπως κι αυτό μου έχει ειπωθή.
433. « Η ενεργητική δύναμη είναι αρχή εις έτερον ( σε άλλο… ), όπως λέει στο Ε΄των μετά τα Φυσικά ο φιλόσοφος ». Αλλ’ ούτε κι αν το είπαν μύριοι φιλόσοφοι, σύμφωνα με σένα και τον δικό σου Αριστοτέλη, δεν θα πείσουν τους δικούς μας ( καθ’ ημάς ) θεοσόφους, γιατί είναι πολύ μακριά απ’ τη θεία αλήθεια αυτή εδώ η πρόταση. Γιατί λες κι εσύ, ότι « είναι καθαρή ενέργεια ο Θεός » και πως « δεν υπάρχει στον Θεό το δυνάμει ». Γιατί θα μεταβαλόταν έτσι ο Θεός, που είναι ακριβώς εξαιρετικά άτοπο. Υπάρχει λοιπόν εξ ανάρχου ( χωρίς αρχή… ) η ενεργητική δύναμη στον Θεό και δεν ήταν αρχή για κάτι άλλο ( εις έτερον )˙ γιατί ήταν κάποτε που δεν υπήρχε άλλο ( έτερον ) κοντά ( παρά ) στον Θεό, και υπήρχε η ενεργητική δύναμη στον Θεό, και δεν ήταν αρχή σε κάτι άλλο˙ αλλ’ ούτε κι όταν έφτασε στο να ποιή από αγαθότητα ο Θεός δεν ήταν η ενεργητική του δύναμη αρχή για κάτι άλλο, μη γένοιτο, αλλ’ αρχή απ’ το άναρχο για κάτι άλλο ( εις έτερον ), όπως τα έχουμε πη ακριβώς προηγουμένως. Δεν αληθεύει άρα ο φιλόσοφος του Θωμά Αριστοτέλης, ούτε βέβαια κι ο Θωμάς, που λένε ότι είναι αρχή σε κάτι άλλο η ενεργητική δύναμη του Θεού.
434. Και το λέει με περίεργο τρόπο και κείνο και το παρουσιάζει με πονηριά, ότι « είναι η δύναμη στον Θεό αρχή του γεγενημένου ». Και πάλι˙ « είναι η θεία δύναμη αρχή σε κάτι άλλο ( εις έτερον ) ». Παρ’ όλο που αν ήταν βέβαια ευθύς, θα έλεγε πως είναι η θεία δύναμη αρχή των γεγενημένων και αρχή σε άλλα, στον πληθυντικό˙ κι επειδή έχει αντιληφθή ( συνεώρακεν ), ότι δεν μπορεί να είναι η θεία δύναμη, που είναι μια, αρχή των γεγενημένων και αρχή σε άλλα ( εις έτερα ), παρά κατά τον λόγο των ενεργειών, που είναι πολλές και ποικίλες και προέρχονται απ’ τη θεία δύναμη, κρύβει με δόλιο τρόπο τα λόγια του και δεν το λέει στον πληθυντικό, ώστε να φανή πως είναι κατ’ εξοχήν η δύναμη αρχή προς το κάθε ένα, κι όχι οι θείες ενέργειες προς τα γεγενημένα και τα διαφορετικά. Αλλά δεν διαφεύγει την προσοχή μας συρράπτοντας δόλους, έστω κι αν το νομίζη.
435. « Ο δικός μας νους θεωρεί με διαφορετικές νοήσεις το καθένα απ’ τα δυό, τη θεία δηλαδή δύναμη και την ενέργειά της ». Δεν θεωρεί τίποτα το θείο ο νους με τη νόηση, που να μην είναι ακριβώς νοητό, ορώμενο περί την ουσία και που ειδοποιεί ( συνιστά,μορφοποιεί…) τη νόηση˙ κι αυτά που νοούνται με διαφορετικό τρόπο είναι διαφορετικά νοητά και δέχονται αληθινά το άλλο. Γιατί τα πολλά ονόματα που λέγονται για τον Θεό σημαίνουν ένα μεν πράγμα, είναι δε πολλοί και διαφορετικοί λόγοι, ή μπορείς να πης και νοήσεις˙ γι’ αυτό κι όταν λέμε σοφία Θεού ο νούς ειδοποιεί ( σχηματίζει… ) διαφορετικό νοητό˙ κι όταν λέμε αγαθότητα διαφορετικό, όπως ακριβώς κι αυτός που ονομάζει άτρεπτο τον Θεό˙ παίρνει διαφορετική νοητή μορφή ο νους του και διαφορετική αυτός που τον θεωρεί άναρχο. Και τα θεωρεί απλά όλα όσα νοούνται για τον Θεό με διαφορετικές νοήσεις ο νους.
436αι. Και δεν ονομάζονται έτσι για άλλον λόγο, αλλ’ επειδή είναι νοητά, προερχόμενα απ’ τον Θεό, και υπάρχουν εκ φύσεως ( πεφυκότως ) στον Θεό, όπως υπάρχουν κι οι ακτίνες απ’ τον ήλιο κ στον ήλιο. Αλλά μιλά πάλι ο Θωμάς για τη δύναμη και την ενέργεια στον ενικό, όπως και για το γεγενημένο και το διαφορετικό, για να αποδείξη πως είναι η δύναμη αρχή των γεγενημένων και των διαφορετικών. Αλλά τον γεμίζουν ντροπή οι άγιοι, που αναφέρουν ποικίλες και άπειρες θείες ενέργειες που προέρχονται απ’ τη μιά θεία δύναμη και είναι αρχές στα γεγενημένα και στα διαφορετικά ( έτερα ) απ’ τον Θεό, πολλές άρα και διαφορετικές ενέργειες των πολλών και διαφορετικών γεγενημένων. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο φιλόσοφος του Θωμά κι ο ίδιος βέβαια ο Θωμάς, πως « δεν ονομάζεται η θεία δύναμη στον Θεό αρχή της ενέργειας, αλλά του γεγενημένου ».
437. « Ο Θεός ενεργεί με το να γνωρίζη και να θέλη ». Βλέπεις, τί είναι τέλος πάντων η αρχή των γεγενημένων; κατά κανέναν τρόπο η θεία δύναμη, αλλ’ ο Θεός με το να γνωρίζη και να θέλη. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο δάσκαλος του Θωμά Αριστοτέλης, κι ούτε βέβαια ο Θωμάς, και μάλιστα και κατά τον ίδιον τον Θωμά, όταν διακηρύττουν πως είναι η θεία δύναμη αρχή των γεγενημένων˙ « αυτός που απ’ όσα μπορεί να πράττη ( ποιείν ), κάποια μεν τα πράττει, και κάποια δεν τα πράττει, πράττει ( ποιεί ) κατά την εκλογή της θελήσεώς του κι όχι κατά την ανάγκη της φύσης. Δεν πράττει ( ποιεί ) άρα από ανάγκη ο Θεός, αλλά κατά θέληση ». Κι ακόμα˙ « είναι υψηλότερη η δύναμη που ενεργεί κατά θέληση από εκείνην που πράττει ( ποιεί ) κατά τη φύση ». Και φαίνεται πως το έχει πρόθεση ο Θωμάς, να μεταστρέφεται αηδιαστικά ( αδεώς ) από ’δώ κι από ’κεί και να βλασφημά αθέμιτα τον Θεό.
438. Γιατί λέγοντας πως είναι υψηλότερη η δύναμη που ενεργεί κατά τη θέληση απ’ αυτήν που ποιεί κατά τη φύση, και διακηρύττοντας έπειτα, σαν να ξέχασε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, τη δύναμη στον Θεό ως αρχή του γεγενημένου, απονέμει ολοφάνερα την ταπεινότερη τάξη στον Θεό, και σε μας την υψηλότερη, αν εμείς πράττουμε ( ποιούμε ) ακριβώς με τη νόηση και τη θέληση, κι ο Θεός με τη φύση. Γιατί αυτό που γίνεται με φυσικό τρόπο έχει ως αρχή τη φυσική δύναμη, κι αυτός που ποιεί με τη θέληση ( έχει ως αρχή… ) τη νόηση, όπως λέει ερχόμενος στον εαυτό του κι ο Θωμάς. Κι αν ποιή με τη φύση του ο Θεός, είναι αναγκαστικά πάλι συνάναρχα τα κτίσματα με τον ποιητή, πράγμα που αντιβαίνει σφόδρα στην αλήθεια. Αλλ’ αυτός που αγαπάει την αλήθεια δεν νομίζει πως είναι έργα της φύσεως τα όσα έχουν γίνει ( τα γεγονότα ), και γι’ αυτό ούτε και τη θεία δύναμη αρχή των γεγονότων, αλλά τα μεν γεγονότα έργα της θέλησης, τον δε θείο νου να είναι αρχή των γεγονότων, όπως λέει σε κάποια απ’ τα δικά του κι ο Θωμάς. Κι ακόμα˙ « θα έπρεπε να βρίσκονται κοντά στην έσχατη τελειότητα των πραγμάτων κάποια απ’ τα κτίσματα για να ποιούν μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον ποιεί ο Θεός, δηλαδή με τον νου και τη θέληση ». Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς κι ο φιλόσοφος και δάσκαλός του Αριστοτέλης, ότι « δεν ονομάζεται ( λέγεται ) η δύναμη στον Θεό αρχή της ενέργειας, αλλ’ αρχή του γεγενημένου ».
439. Κι ακόμα˙ « η σοφία και η θέληση φανερώνουν την ουσία του Θεού ». Κι είναι μια προσθήκη κι αυτό στα ψεύτικα λόγια του Θωμά. Διότι γιατί να μη φανερώσουν και η δύναμη του Θεού, που συνυπάρχει πάντοτε με τη θεία σοφία, κι η αγαθότητα κι η αγάπη κι η σύμφωνη με την αγάπη πρόνοια και τα άλλα, όσα θεωρούνται και θεολογούνται για τον Θεό, την ουσία του Θεού, αλλά μόνη η σοφία κι η θέληση ; Είσαι τερατολόγος και αναίσχυντος˙ η δε Εκκλησία του Θεού, που είναι θεόπνευστη ( θεοφορείται ) και καταλάμπεται και καταφωτίζεται απ’ το άγιο Πνεύμα, και πιστεύει βέβαια και κηρύττει, πως υπερέχει με άπειρες φορές άπειρο τρόπο κατά την ουσία του πάνω από κάθε γνώση, και την αγγελική, ο Θεός και είναι απειράκις απείρως υπερεξαιρεμένος απ’ όσα υπάρχουν γύρω του ( τα περί αυτόν ) ( Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγ. Διονυσίου και Γρηγορίου ), χωρίς να δέχεται από καμμιάν απολύτως φανέρωση και κατά κανέναν απολύτως τρόπο επαφή, όπως ήδη αποδείξαμε. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας ο Θωμάς, ότι φανερώνουν την ουσία του Θεού η σοφία και η θέληση.
440. Κι ακόμα˙ « όπως ακριβώς ποιεί με τη θέληση ο Θεός, έτσι και με τον νου και τη σοφία ». Ψεύδεται άρα αποκαλώντας όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία ο Θωμάς˙ γιατί ούτε και η ίδια η ουσία δεν ποιεί με την ουσία. Γι’ αυτό είναι άτοπο και ανώμαλο όχι μόνο να το πης, αλλά και να το διανοηθής αυτό. Γιατί αν ποιή, όπως ακριβώς με τη θέληση, έτσι και με τον νου και τη σοφία ο Θεός, είναι φανερό, ότι είναι άλλο η θέληση του Θεού και άλλο ο νους και διαφορετικό η σοφία˙ γιατί ο αριθμός παρεισάγει ( εισάγει έμμεσα…) αναγκαστικά διάκριση και διαφορά. Και το να λες πως αποτελείται από κάποια διαφορετικά η ουσία του Θεού ξεπερνά και τη μανία των δαιμόνων. Αλλά κι όταν λέμε θέληση του Θεού και νου και σοφία, γνωρίζουμε εν μέρει αυτό που λέμε. Και τα νοεί αυτά ο δικός μας νους, καθώς τον μορφοποιούν με διαφορετικό τρόπο. Η δε θεία ουσία δεν παραχωρεί ούτε είδος ( μορφή ) ούτε φαντασία ούτε νόηση ούτε κάτι άλλο που να επινοείται καταληπτικά σε καμμιά απ’ τις νοερές ουσίες, κατά την άπειρη υπεροχή της. Είναι ψέμμα άρα το να νομίζη ο Θωμάς πως είναι η θεία θέληση και το να νοή ο Θεός και η σοφία και η δύναμη και απλώς όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία του Θεού. Και είναι επίσης ψέμμα το να λες πως είναι η δύναμη στον Θεό αρχή των όσων έχουν γίνει ( των γεγονότων ), κάτι που συμβαίνει σ’ αυτά που ποιούν με τη φύση, επειδή ο Θεός ποιεί, όπως λέει κι ο Θωμάς, με τον νου και τη θέληση και τη σοφία.
441. Κι ακόμα˙ « η ίδια η θεία αγαθότητα προηγείται απ’ το να κτίζη ( ο Θεός… ), ως τέλος και πρώτο κινητό προς το να δημιουργή κατά τον Αυγουστίνο, η δε σοφία και η θέλησή του προηγούνται, όπως ακριβώς εκείνα, με τα οποία παράγονται τα πράγματα στο είναι ». Είναι φανερό, πως αυτά τα παραπάνω, με τα οποία παράγονται τα πράγματα στο είναι, είναι οι αρχές των γεγονότων. Ώστε και λόγω αυτών που λέει εδώ ο Θωμάς, αποκαλώντας αρχή των γεγονότων τη σοφία και τη θέληση του Θεού, λέει ψέμματα εκεί, όπου αποκαλεί τη θεία δύναμη αρχή των όσων έχουν γίνει.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου