Ζήσιμος Λορεντζάτος
Ποιό εἶναι τὸ ἔργο ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο καθεστώς − πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ πῶ − τὸ καθεστὼς τῶν πατέρων, ποὺ μᾶς ἀγκαλιάζει ἀμέσως ἐμᾶς τοὺς θεληματικὰ ἀπόκληρους ἀπὸ τὴν παράδοση μόλις προφέρομε τὸ ὄνομα τοῦ Παπαδιαμάντη;
Καὶ γιατί τάχα βρισκόμαστε ἐδῶ μπροστὰ σὲ κάτι εὐρύτερο ἀπὸ τὰ γράμματα (Lettres) − ποὺ ὁδηγάει στὸ ἐπίκεντρο τῆς πνευματικότητάς μας − καὶ ποὺ τὸ ἔχουν, στὴ δική μας τὴν παράδοση, μόνο ὁρισμένοι μακάριοι, ὅπως ὁ Σολωμὸς ἢ ὁ Μακρυγιάννης;Ποιό εἶναι τὸ ἔργο ἢ ἐκεῖνο τὸ ἀνεξήγητο καθεστώς − πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ πῶ − τὸ καθεστὼς τῶν πατέρων, ποὺ μᾶς ἀγκαλιάζει ἀμέσως ἐμᾶς τοὺς θεληματικὰ ἀπόκληρους ἀπὸ τὴν παράδοση μόλις προφέρομε τὸ ὄνομα τοῦ Παπαδιαμάντη;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐπιταχτική, γιὰ νὰ μὴν κάνομε ὅλο τελετὲς στὸ βρόντο ἢ νὰ τροφοδοτοῦμε τὸ μελαγχολικὸ μικρεμπόριο τῶν ἐπετείων.
Καὶ δικαιολογεῖ λίγα λόγια.
Μὲ ὅλα τὰ διηγήματα ἢ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι γνωστὸς ὡς Παπαδιαμάντης, οἱ βαθιές του ρίζες, fons vitae, αὐτὲς ποὺ στήνουν μπροστά μας ὄρθιο καὶ τὸν κορμὸ τῆς μορφῆς του καὶ τὸ πολύκλωνο δένδρο τοῦ ἔργου, μιὰ ἑνότητα − οἱ ρίζες − δὲ βρίσκονται πρὸς τὸ λογοτεχνικὸ κόσμο τῆς Ἀθήνας. Γενικὰ ὁ κόσμος τῆς Ἀθήνας, εἴτε λογοτεχνικὸς εἴτε μή, δὲ γνωρίζει − ἀφοῦ τὶς ἔχασε − καὶ δὲν πιστεύει τὶς ρίζες τοῦ Παπαδιαμάντη. Ὅσα ἐκεῖνος λάτρευε καὶ θεωροῦσε ἱερά, τὰ χλευάζει καὶ τὰ θεωρεῖ πρόληψη ἢ δεισιδαιμονία, θροφὴ γιὰ τὶς γριές. Μήτε στιγμὴ δὲν ἀναρωτιέται μήπως οἱ γριὲς βρίσκονται στὴ γῆ, καὶ ἐκεῖνος, ὁ κόσμος τῆς Ἀθήνας, δηλαδὴ ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, μὲ ὅλα του τὰ φῶτα καὶ τὰ σπουδάγματα − Ἐξέλιξη καὶ Πρόοδος − βρίσκεται ξεκρέμαστος στὸν ἀέρα. «Ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φῶτα κι ὄχι τὰ φῶτα τὸν ἄνθρωπον» (Μακρυγιάννης). Ὅπως ὁ Ἄγγλος, ὁ Γερμανὸς ἢ ὁ Γάλλος ἔτσι καὶ ὁ Ἕλληνας − «Γραικύλος τῆς σήμερον» − «Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔχτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν», γράφει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ πασχαλινὸ διήγημα «Λαμπριάτικος ψάλτης». Στὴν Ἑλλάδα μπῆκαν τόσα φῶτα, ἐκτυφλωτικὰ στὴν κυριολεξία τους, ὥστε οἱ Ἕλληνες τυφλώθηκαν, δὲ βλέπουν τίποτα. Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ρωτᾶμε στὰ σοβαρά; Αὐτὰ ὅλα, ὅπως καὶ τὰ λόγια τοῦ Μακρυγιάννη, μπορεῖ νὰ εἶναι «ὡραῖα», γραφικὰ ἢ διακοσμητικά, ἔχουν «ποίηση», κάνουν τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη νὰ ἀποπνέει «τὴν ἱερὴ εὐωδία τῶν καμένων κεριῶν καὶ τῶν ξερολούλουδων στὶς εἰκόνες καὶ στὰ τέμπλα τῶν ἐρημοκκλησιῶν» (παραθέτω ἀπρόσωπα τὰ λεγόμενα τῆς κριτικῆς), ἀλλὰ στὴν ἐποχή μας αὐτὰ ὅλα δὲ στέκουν, ξεπεράστηκαν, τί θέλετε νὰ πᾶμε πίσω, ἢ μήπως μποροῦμε, ἀκόμα καὶ νὰ θέλαμε; Ἐμεῖς ἔχομε τὸ ἔργο καὶ μᾶς ἀρκεῖ, ἄλλωστε αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο, αὐτὸ μᾶς ἀνεβάζει, ἀπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε ρίζες ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ σκοτεινὲς ἢ ἀκάθαρτες καὶ ὁπωσδήποτε ἀδιάφορες ἢ ἄσχετες μὲ τὸ ἔργο, στὸν οὐρανὸ τῆς καθαρῆς τέχνης, καὶ μὲ αὐτὸ θὰ τέρπεται πάντα ἡ εὐαισθησία μας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι προπαντὸς «λογοτεχνία» καὶ ἔγραψε γιὰ νὰ πλουτίσει τὴν εὐαισθησία μας. Ὅπως καὶ ὁ Δάντης. Μάλιστα. Γιὰ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει «ποιητικὰ» ἢ αἰσθητικὰ ἔγραψε καὶ αὐτός. Ἐκεῖνα ποὺ πίστευε ἢ ὑποστήριζε ἦταν ἀνοησίες ποὺ κανένας δὲν παραδέχεται πιά. Ἂς πάει νὰ λέει ὁ ἴδιος ὅ,τι θέλει, πὼς ἔγραψε «γιὰ νὰ βγάλει τοὺς ζωντανοὺς ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὴ μακαριότητα» (Epistola XVII, 15). Γίνεται ὁ Δάντης νὰ ξέρει ὁ ἴδιος τί ἔκανε καλύτερα ἀπὸ ἐμᾶς; Αὐτὰ ποὺ γυρεύετε νὰ μᾶς πεῖτε εἶναι ὑπερβολές. Ὅπως πάντα, ἡ ἀλήθεια δὲ βρίσκεται μήτε κατὰ τὴ μιὰ μήτε κατὰ τὴν ἄλλη πλευρά. Ἡ ἀλήθεια βρίσκεται κάπου στὴ μέση (τὸ γνωστὸ διαλεχτικὸ ἐπιχείρημα ὅσων συγχύζουν τὸ μέτρο μὲ τὴ μετριότητα). Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια: οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σὲ ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου.
Αὐτὰ εἶναι ἐπιχειρήματα μιᾶς ὁλότητας ποὺ ἔχασε τὴν πνευματικότητά της.
Ὁ Παπαδιαμάντης, ἂν δὲν ἔμεινε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπως λογάριαζε, ἢ ἂν δὲ φόρεσε τελικὰ τὸ καλογερικὸ σχῆμα, ὅπως ὁ Μωραϊτίδης − δὲν ἦταν, φαίνεται, προορισμένο νὰ ἀκολουθήσει αὐτὸ τὸ δρόμο, ἂν καὶ τὸ ἀθλοθέτημα τοῦ δρόμου αὐτοῦ στάθηκε πάντοτε τὸ πολικό του ἀστέρι − δὲ βρῆκε καὶ στὴν Ἀθήνα ποτὲ τὸ δρόμο του, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ 1873, ὅταν ἦρθε στὴν πόλη μὲ τὶς πενήντα χιλιάδες ψυχές, κάθε πνευματικὸς δρόμος ἦταν σχεδὸν χαμένος. Τὸ κρατίδιο τοῦ 1830 βοηθημένο ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν ἀπόδημη στρατιὰ τῶν «φωτισμένων» Ἑλλήνων εἶχε ἀρχίσει νὰ πετάει ἕνα ἕνα ὅσα εἶχαν διασωθεῖ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ἢ τὴ μεταφυσικὴ παράδοση τῶν πατέρων του καὶ εἶχε βάλει πλώρη − χωρὶς νὰ μπορεῖ τότε νὰ καταλάβει τί ἔκανε (λίγοι τὸ καταλάβαιναν) − γιὰ νὰ γίνει, ὅπως τόσα ἄλλα, ἕνα συγχρονισμένο εὐρωπαϊκὸ κράτος. […]
Ὁ Παπαδιαμάντης ἔβλεπε πὼς τὰ «φῶτα» ποὺ ἔφερναν οἱ Ἕλληνες ἀπὸ παντοῦ ἔκαναν τελικὰ ὅλο καὶ πιὸ ἀδιαπέραστο «τῆς ἀγνωσίας τὸ σκότος». Καὶ στὸν κανόνα ποὺ ἔγραφε γιὰ τὸν «Διονύσιον τὸν ἐν Ὀλύμπῳ» παρακαλιόταν στὸν Ὅσιο: τοῖς ἐν ἀπογνώσει τῷ σκότει, βαίνουσι, τῆς φωταγωγίας τῆς μυστικῆς μετάδος (ὠδὴ η΄, τροπάριο γ΄). Στὸ μεταίχμιο αὐτὸ ἀνάμεσα στοὺς δυὸ κόσμους ὁ Παπαδιαμάντης ἔγραψε διηγήματα, ναί, − λογοτεχνικὸ εἶδος ξενόφερτο − ἀρκούμενος «εἰς τὴν περιγραφὴν τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων, ὅπερ εἶναι στενῶς καὶ ἀκριβῶς τὸ ἡμέτερον ἔργον», σημειώνει στὴ «Γυφτοπούλα», καὶ σήμερα τὸν ξέρομε ἀπὸ τὰ διηγήματά του· ὅμως ποῦ ὁδηγιοῦνται ὅσοι ξεπεράσουν τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες καὶ βροῦν τὸν πυρήνα ἢ ἀπομονώσουν τὴν οὐσία τῶν διηγημάτων αὐτῶν; Ἢ θὰ πάρομε στὰ σοβαρὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς παρουσίασε, ὁλόκληρο ὅμως τὸν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς χριστιανοσύνης ὣς τὶς ἀκρότατες συνέπειές του, καὶ τότε θὰ προσπαθήσομε νὰ καταλάβομε τὸν Παπαδιαμάντη ὄχι μόνο σὰ λογοτέχνη, ἀλλὰ σὰν πνευματικό μας κεφάλαιο − αὐτὸ δὲν ἰσχυριζόμαστε πὼς εἶναι; − ἢ ἀλλιῶς θὰ γυρίσομε πίσω στὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες, στὴ «λογοτεχνία» ἢ στὴν ψυχολογία τῶν διηγημάτων καὶ θὰ θερίσομε ὅ,τι σπείραμε: τὴν ἄσκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβὴ τῆς εὐαισθησίας μας. Ὅσοι θέλουν εἶναι ἐλεύθεροι νὰ τὸ κάνουν αὐτό. Μόνο ποὺ χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ πάρουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρά, ἢ ἂν τὸν πάρουν στὰ σοβαρά, τότε χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παραμερίσουν ἀφρόντιστα ὅσα λάτρευε ἐκεῖνος καὶ τὰ εἶχε κάνει ζωή του, ἢ νὰ τὰ θεωροῦν μόνο «ποίηση» καὶ «γραφικότητα», καὶ νὰ συνεχίζουν ἀτιμώρητα τὰ ἀτομικὰ πάρε δῶσε − ὅσοι ἄνθρωποι τόσες καὶ ἐντυπώσεις (impressionisme) − μὲ τὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες. Διέξοδος δὲν ὑπάρχει.
Ὑπάρχουν, ὅμως, ἄνθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ προτιμᾶν νὰ πάρουν τὸν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρὰ καὶ νὰ κοιτάξουν ποιά εἶναι ἡ ρίζα ἢ ἡ «μυστικὴ φωταγωγία», ὅπως προσεύχεται ὁ ἴδιος, ποὺ στηρίζει τὸν κόσμο τῆς σποραδίτικης ταπεινοσύνης ἢ τῆς πρωτευουσιάνικης φτωχολογιᾶς τῶν διηγημάτων του. Πολλοὶ ἀποθαυμάζουν, λόγου χάρη, τὸν αἰσθησιασμὸ ποὺ φανερώνουν ὁρισμένα κομμάτια, ὅπως τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα» ἢ ἄλλα, καὶ τονίζουν αὐτὴ τὴν πλευρά. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲ σημαίνει τίποτα. Αὐτὸ δείχνει πὼς καὶ ἐκεῖνος ἦταν ἄνθρωπος μὲ αἰσθήσεις καὶ ἐξερευνοῦσε κάποτε τὴν περιοχή τους. Μόνο ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης (ἢ ὁ ἄνθρωπος τῆς παράδοσης) δὲ σταματοῦσε ἐκεῖ. Δὲ ζητοῦσε νὰ κάνει τὶς αἰσθήσεις του κοσμοθεωρία ἢ τρόπο ζωῆς, καὶ προπαντὸς ἤξερε ἀπὸ τὴν παράδοση πὼς πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν. Ὁ Παπαδιαμάντης βρισκόταν στοὺς ἀντίποδες ὅσων πέφτουν μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὴ δίνη τῶν παλατιῶν τῆς Κίρκης ἢ τῶν λεγόμενων «ἀνδρείων τῆς ἡδονῆς» (Καβάφης). Ἔτσι ὅπως παρουσιάζεται σὰν καταξίωση, ἡ ἀνδρεία τῆς ἡδονῆς εἶναι δειλία τοῦ πνεύματος, ἀδυναμία νὰ ἀναγνωρίσομε τὸ ἀόρατο πίσω ἀπὸ τὸ φαινόμενο, τὸ ὑπερφυσικὸ πίσω ἀπὸ τὴ φύση· ἐγκλωβισμὸς στὸ φυσικό. Ἡ ἀνδρεία τοῦ Παπαδιαμάντη κρατοῦσε ἀπὸ ἄλλη ρίζα, πνευματική. Δὲ σταματοῦσε στὶς φυσικὲς αἰσθήσεις ποὺ μοιραζόμαστε μὲ τὰ ζωντανά, ἀλλὰ ἤξερε νὰ παίρνει ἀπὸ τὶς ἄλλες (αὐτὲς ποὺ θεωροῦμε ἀνύπαρχτες σήμερα), ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ὅποιος πιεῖ μιὰ φορὰ οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Ὁ κόσμος του ὁλόκληρος, φύση καὶ ἄνθρωποι, φωτίζεται χαραχτηριστικὰ ἀπὸ τὸ παράξενο ἐκεῖνο μοναδικὸ φῶς καὶ λαβαίνει τὴν ὑπαρξή του μοναχὰ ἐπειδὴ ἔχει πίσω του τὴ βαθιὰ ρίζα, fons vitae, τὴν πλαστουργικὴ αἰτία ἢ τὸν κόσμο τοῦ πνεύματος. Καὶ ὁ κόσμος αὐτὸς ξεπερνάει τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης διανόησης ἢ τῶν αἰσθήσεων. Τὸ πνεῦμα δὲν τὸ ἔχεις, τὸ καταχτᾶς ἢ βιάζεις τὴ βασιλεία του. Τὴ διανόηση ἢ τὶς αἰσθήσεις τὰ ἔχεις (καί, ἂν θέλεις, τὰ καλλιεργεῖς). Ὁ Παπαδιαμάντης ποτὲ δὲ λάτρεψε, ὅπως λέει ἡ παράδοση, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα. Ἡ Σκιάθος ποὺ πλέει στὸ κῦμα, μαζὶ μὲ τὴ φύση καὶ τοὺς ἀνθρώπους της, ὑπάρχει μόνο ἐπειδὴ αὐτὸς τὴν ἔχει ἀποθέσει σὰ μικρὴ χιβάδα μέσα στὸ χέρι τοῦ παντοδύναμου, ἐν χειρὶ Θεοῦ. Γνωρίζει ἀπὸ τοὺς προγόνους του − «Εἰς τὸ μονύδριον τοῦτο (τῆς Παναγίας τῆς Κουνίστρας) ἔζησαν κατὰ τὰ τέλη τοῦ ΙΗ' καὶ τὰς ἀρχὰς τοῦ ΙΘ' αἰῶνος ἓξ πλάγιοι ἀνιόντες συγγενεῖς μου ὅλοι ἱερομόναχοι» − πὼς ὁ κόσμος τοῦτος εἶναι πραγματικὸς μόνο ὡς ἀποτέλεσμα τῆς αἰτίας του, διαφορετικά − δίχως τὴν αἰτία του − καταρρέει, παύει νὰ ὑπάρχει, τὰ χέρια μας πιάνουν παντοῦ ἕνα φάντασμα ἢ πλάσμα, τὸ μὴ ὄν. Τὴν ἀπόκοσμη αἰτία αὐτή, γιὰ μᾶς ποὺ μιλᾶμε καὶ γράφομε ἑλληνικά, ἀπὸ γενεὲς γενεῶν τὴν πραγματοποιεῖ μεταφυσικά, δηλαδὴ θρησκευτικά, ἢ τὴν ἐπαληθεύει στὴ ζωή μας ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τῆς χριστιανοσύνης, ὁ ἀπαρασάλευτος ἄξονας γύρω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ταλανίζεται − γόνιμα ἢ μάταια, ἐξαρτᾶται − ὁ πολύβουος στρόβιλος τῆς ζωῆς. Ἄλλος τρόπος μεταφυσικῆς πραγματοποίησης δὲν ὑπάρχει γιὰ μᾶς τουλάχιστο ποὺ ζοῦμε στὶς περιοχὲς αὐτὲς τῆς γῆς. Τὰ ἄλλα (διανόηση καὶ αἰσθήσεις) εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ἄξονας αὐτός, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀληθινὴ μεταφυσική − ὄχι αὐτὴ ποὺ διδάσκουν στὰ πανεπιστήμια, ἡ μεταφυσικὴ τῶν φιλοσόφων, «des philosophers et des savants» (Pascal), δηλαδὴ τῶν ἀτόμων, ἡ δική σου καὶ ἡ δική μου, τοῦ Σπινόζα ἢ τοῦ Κάντ, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ τὴ ζεῖς (ἢ δὲν τὴ ζεῖς) μέσα σου ἔμπραχτα ὅταν ἀκολουθᾶς μιὰ παράδοση − μένει ἀμετακίνητος μέσα στὴ γενικὴ ροὴ καὶ ἀστάθεια, ὅπου ὅλα περνοῦν καὶ ἀλλάζουν «ὁ δὲ Χριστιανισμὸς ἔμεινε καὶ θὰ μένῃ». […]
Ἡ τέχνη εἶναι μέσον δὲν εἶναι σκοπός. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲ γοητεύτηκε ἀπὸ τὸ μέσον, ὥστε νὰ λησμονήσει τὸ σκοπὸ ἢ νὰ κάνει σκοπὸ τὸ μέσον. «Ἔπειτα οὐδαμοῦ σχεδὸν θὰ εὕρητε ὅτι ἐπεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ἢ πλοκήν, ὅπως γαλβανίσω τὴν περιέργειαν τοῦ ἀναγνώστου». Ὁ λογοτεχνικός (ὁ altra cosa) κόσμος τῆς Ἀθήνας μπορεῖ νὰ ρωτάει τί θὰ ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης χωρὶς τὰ διηγήματα ἢ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο. Δὲ βλέπω νὰ ρωτάει τί θὰ ἦταν τὰ διηγήματα χωρὶς τὸν Παπαδιαμάντη. Ποιό θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα (ἡ διηγηματογραφία) δίχως τὴν αἰτία του (ὁ Παπαδιαμάντης). Αὐτὴ θὰ ἦταν, ὡστόσο, ἡ κανονικὴ σειρά. Γιατὶ ἔχομε στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα − καὶ σὲ ξένες − καὶ ἄλλα λογοτεχνικὰ ἔργα, αἰσθητικὰ «ὡραῖα» ἢ πληρέστερα σὲ κατεργασία, ἀλλὰ δὲν εἶναι Παπαδιαμάντης. Λείπει ἡ προέχταση ποὺ μᾶς μεταφέρει − κάθε λαό − στὸ ἀνεξήγητο ἐκεῖνο καθεστὼς τῶν πατέρων ἢ στὸ ἐπίκεντρο τῆς πνευματικότητάς μας, στὴ μεταφυσικὴ ρίζα τῆς ζωῆς. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἔχει κανένας αὐτὸ δὲ φτάνει ὁποιαδήποτε ποιητικὴ φλέβα ἢ αἰσθητικὴ πληρότητα. Αὐτὴ μοναχή της μπορεῖ νὰ γεννάει ἔργα (γεννάει πολλά), δὲ γεννάει τὰ ἔργα τῆς παράδοσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, τὸ νὰ ἀνήκεις ἁπλὰ καὶ μόνο στὴν παράδοση, δίχως νὰ ἔχεις τὴ χρειαζούμενη δεξιοσύνη στὰ χέρια, πάλι δὲ φτάνει νὰ δώσει σὲ ὁποιοδήποτε ἔργο τὴν προέχταση ποὺ ἀναφέραμε. Παράδειγμα ὁ Μωραϊτίδης. Εἶχε τὸ ἕνα, δὲν εἶχε τὸ ἄλλο. Πρέπει νὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ δυό (παράδοση καὶ δεξιοσύνη) γιὰ νὰ μεταφερόμαστε στὴ ρίζα τῆς ζωῆς. Καὶ αὐτὰ τὰ δυὸ πρέπει νὰ ἔχουν γίνει ἕνα. Παράδειγμα ὁ Παπαδιαμάντης.
Κάτι, λοιπόν, παράξενο συμβαίνει ἐδῶ. Ὅταν ἀρχίσομε νὰ τὸ συλλογιζόμαστε, ἴσως φοβηθοῦμε. Ἴσως φτάσομε ἀκόμα καὶ ὣς τὸ φόβο τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ εἶναι ἀρχὴ σοφίας.
Τμήματα ἀπὸ τὸ κείμενο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης – πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του». Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Μελέτες», τόμος Α΄, ἐκδ. Δόμος. Ἀρχικὴ δημοσίευση: περιοδικὸ Ταχυδρόμος, 1961. Το αντλούμε από την «Πειραϊκή Εκκλησία » τχ. 200, Ιανουάριος 2009.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου