Το φάσμα τών λαών τής Ευρώπης
Του Hermann
von Keyserling, Deutsche Verlags-Anstalt 1931
Για τον συγγραφέα και το
παρόν έργο
Ο κόμης Hermann von Keyserling γεννήθηκε το 1880 στην
Εσθονία. Ήταν γόνος μιας αξιοσέβαστης οικογένειας ευγενών της Βαλτικής με
γερμανική καταγωγή. Διδάχτηκε τα πρώτα γράμματα από τους γονείς του και
οικιακούς δασκάλους. Σπούδασε γεωλογία στη Γενεύη, Χαϊδελβέργη και Βιέννη. Στη
Βιέννη συνδέθηκε φιλικά με τον Houston Stewart Chamberlain, ο οποίος τον οδήγησε στην φιλοσοφία. Η λόγω καταγωγής
οικονομική του ευχέρεια του επέτρεψε να ζήσει ως ελεύθερος συγγραφέας.
Πραγματοποίησε ταξίδια σε όλο τον κόσμο, και κατέγραψε σε βιβλία, όπως το
παρόν, τις διαπιστώσεις του.
Κατόπιν πρόσκλησης του Ernst Ludwig von Hessen (δούκας της Έσσης)
εγκαταστάθηκε στην πόλη Darmstadt. Εκεί ίδρυσε το 1920 την «Σχολή της Σοφίας». Ένας από
τους μεγάλους υποστηρικτές της σχολής αυτής ήταν ο Thomas Mann. Στις
ετήσιες συναντήσεις της σχολής συμμετείχαν τακτικά οι Carl Gustav Jung, Max Scheler, Richard Wilhelm, Rabindranath Tagore, …Κέντρο βάρους των προσπαθειών της σχολής ήταν η
διερεύνηση της ασιατικής σκέψης, ένα άλλο η πνευματική ανταλλαγή μεταξύ
Γερμανίας και Γαλλίας.
Με την άνοδο των Ναζί στη
Γερμανία απαγορεύτηκε η λειτουργία της σχολής του. Σχεδίαζε να την ανοίξει πάλι
μετά τον Β’ ΠΠ στο Innsbruck. Το σχέδιο δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς πέθανε του 1946.
Το παρόν βιβλίο περιγράφει χαρακτηριστικά μερικών λαών της Ευρώπης. Περιγραφές ορισμένων λαών προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στις αντίστοιχες χώρες. Ο συγγραφέας όμως δεν αφαίρεσε ούτε τροποποίησε τα επίμαχα σημεία, καθώς το θεωρεί χρέος ευσέβειας προς το παρελθόν του. Θεωρεί τον εαυτό του ζωγράφο και όχι φωτογράφο. Για τον λόγο αυτό δεν εμφανίζονται όλα στις περιγραφές του, αλλά μόνο μερικές πτυχές, που προκύπτουν από τις προσωπικές ιδιαιτερότητες. Το Φάσμα των λαών της Ευρώπης είναι ένα ζωντανό όν, το οποίο γεννήθηκε από ιδιαίτερες συνθήκες. Αν το άλλαζα με σκοπό να το βελτιώσω προς το ιδανικό, θα απειλούσα με τον τρόπο αυτό την ιδιαίτερη ζωή του. Και υπάρχει μόνο μια ιδιαίτερη ζωή.
Εισαγωγή στην 5. Έκδοση (περίληψη)
Όλοι οι λαοί είναι φυσικά απαίσιοι. Ο άνθρωπος είναι ένα παράξενο πλάσμα. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, εξαιρέσεις του κανόνα, εκπληρώνει ένας εκπρόσωπος αυτού του γένους εκείνες τις απαιτήσεις, που ο καθένας έχει ενστικτωδώς από τους άλλους. Και όταν ο άνθρωπος παρουσιάζεται ως συλλογικότητα, τότε το άχαρο κερδίζει το πρόσχαρο, ευθέως ανάλογα προς το αριθμό. Το προσωπικό του άβολο, το επιθυμεί ο καθένας με ιδιαίτερη προτίμηση. Όπως η φύση προτιμά να κληροδοτεί το ελαττωματικό παρά το εξαιρετικό, έτσι είναι ελάχιστοι αυτοί που δεν αγαπούν ακριβώς αυτό, που ενοχλεί τους άλλους. Από τη μυρωδιά μέχρι τις εθνικές προκαταλήψεις. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι περισσότεροι αισθάνονται μικρή ανεκτικότητα για τους ξένους. Όσο πιο κοντά και όσο πιο μεγάλο χρονικό διάστημα βρίσκεται κανείς σε επαφή με άλλα έθνη, τόσο πιο έντονα διαπιστώνει το δυσάρεστο σε αυτά. Μόνο για δυο εξαιρέσεις γνωρίζω πως υπάρχουν. Η πρώτη αφορά την κρίση για τα πραγματικά κυρίαρχα έθνη, από έθνη τα οποία δεν κυριαρχούνται από αυτά. Η δεύτερη εξαίρεση αφορά τους εκ φύσεως ευγενικούς. Οι εξαιρέσεις αυτές απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Στην ουσία και των δυο ανήκει το γεγονός πως διατηρούν μια απόσταση. Έτσι όμως μαθαίνουν μόνο επιφανειακά..........
Τέλος, λίγα λόγια για τις ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες προέκυψε το βιβλίο αυτό. Είναι, όπως μου φαίνεται, ως προς την ουσία του διαφορετικό από τα υπόλοιπα που έγραψα μέχρι τώρα. Είναι βασικά έκφραση μιας αντίστοιχης κατάστασης, στην οποία το ταξιδιωτικό ημερολόγιο οφείλει την δημιουργία του. Από το 1925, το κέντρο δραστηριότητας της φύσης μου, σύμφωνα με την ιδιαίτερη περιοδικότητα της ζωής μου, βρίσκεται πάλι στην παρατήρηση και το βίωμα. Επειδή όμως η ζωή ποτέ δεν επαναλαμβάνεται, έτσι και ο εκ νέου προσανατολισμός στο γράψιμο ημερολογίου, οδήγησε σε νέες δημιουργίες… Οι εικόνες των λαών, τις οποίες σκιαγραφώ, είναι αυθόρμητες σχηματοποιήσεις του ασυνειδήτου μου (τις οποίες κατόπιν στοχάζομαι κριτικά). Αυτό που μου ήταν εξ αρχής συνειδητό, ήταν η σφοδρή μου επιθυμία για το συγκεκριμένο, το ορισμένο, το γραφικό, και κατόπιν η ανάγκη μου να βιώσω την ειρωνική και σατιρική πλευρά της φύσης μου. Στο βαθμό που επέτρεψα στις μη εκδηλωμένες δυνάμεις της φύσεως μου να εκδηλωθούν, όσο έγραφα το βιβλίο, τόσο βίωνα μια εσωτερική απελευθέρωση. Λογικό είναι, πως το βιβλίο αυτό θα έπρεπε να επιδρά απελευθερωτικά και για άλλους. Θα το κάνει; Αυτό εξαρτάται μόνο από το χιούμορ και την ανωτερότητα των αναγνωστών μου. Στο σημείο αυτό μπορώ να δώσω μόνο την εξής συμβουλή. Να μην ξεχάσει κανείς κατά την ανάγνωση, πως το σύνθημα του βιβλίου: «Όλοι είμαστε αμαρτωλοί και μας λείπει η δόξα, την οποία πρέπει να έχουμε ενώπιον του Θεού» αποτελεί την ψυχή του βιβλίου, και πως εκείνος που θυμώνει με την μια ή την άλλη παρωδία, παραβαίνει τους όρους του παιχνιδιού. Μερικοί θα βαρύνουν ίσως υπερβολικά, ώστε δε θα είναι σε θέση να αποδεχτούν το ντροπιαστικό γι’ αυτούς με ένα χαμόγελο-αυτούς συμβουλεύω να στοχαστούν για λίγο, πως δεν χειρίζομαι τον λαό μου καλύτερα από τους άλλους (λαούς): αν είναι έστω και λίγο ανώτεροι από το εγώ τους, μετά από λίγο θα γελάσουν μαζί μου, ή θα αρχίσουν να σκέφτονται για την βελτίωση του έθνους τους. Σε μερικούς όμως το βιβλίο αυτό θα προκαλέσει μόνο θυμό. Στο σημείο αυτό δίνω αξία στην εξήγηση, πως δεν λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά ελπίζω να γίνει αυτό. Ελπίζω πως όλοι οι φαρισαίοι, όλοι οι Φιλισταίοι, όλοι οι μικρόψυχοι, όλοι οι μεγαλοαστοί, όλοι οι χωρίς χιούμορ, να θυμώσουν από καρδιάς. Με εκείνους που τους λείπει η από το έλεος του Θεού δωρισμένη αυτό-ειρωνεία, δεν μπορώ και δε θέλω να έχω κάτι κοινό. Για εκείνους τους μέχρι θανάτου σοβαρούς, τους ανίκανους να γελάσουν, για εκείνους που είναι υπερβολικά πολλοί, τους ταυτόχρονα βαθείς και βλάκες, δεν έχω κανένα ενδιαφέρον. Αυτοί είναι φυσιολογικά ανίκανοι για την αληθινή σοβαρότητα. Αυτούς δεν μπορεί να βοηθήσει κανένας Θεός. Κάθε συναναστροφή μαζί τους είναι μάταιη ερωτική προσπάθεια. Σε αυτούς αναφέρεται η ρήση του μεγάλου William Blake: «The fool shall never enter into Heaven, be he ever so holy». Το πνεύμα της βαρύτητας είναι ο ένας προγονικός εχθρός της σοφίας.
Γερμανία
(Προηγούνται οι περιγραφές
για την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία)
Δεν ήταν δύσκολο να
προσδιορίσουμε γιατί ο Άγγλος παρεξηγείται από τους άλλους. Γιατί όμως
παρεξηγείται ο Γερμανός; Αυτός δεν είναι ζωώδης, αλλά πολύ ανθρώπινος. Και σε
αυτόν, όπως και στον Γάλλο, υπερτερεί η λογική, το κατ’ εξοχήν μεταδόσιμο. Κάθε
θεώρηση της Γερμανίας, που σκοπό έχει να είναι ορθή και κοινώς κατανοητή,
πρέπει να ξεκινά από αυτή την ερώτηση. Αν πάρουμε τα πράγματα με ακρίβεια, δεν
υπάρχει «ο» Γερμανός. Όταν το θέμα της γερμανικότητας μου έγινε ανησυχητικό
πρόβλημα, δεν με βοήθησε κανείς περισσότερο από τον γηραιό Ρώσο πρέσβη στο
Λονδίνο, τον κόμη Benckendorff, ο οποίος με είχε διακόψει όταν αναφέρθηκα στους
Γερμανούς: «Ne dites pas les Allemands: il n´y a que des Allemands». Ο κάθε Γερμανός είναι καθ’ εαυτώ στην πραγματικότητα
μια μονάδα χωρίς παράθυρα. Ο εφευρέτης της μοναδολογίας έπρεπε λοιπόν να είναι
Γερμανός. Και από εδώ προκύπτει αναγκαίως μια τέτοια ποικιλία, όσες κοινότητες
του ιδίου τύπου και να υπάρχουν, ώστε δεν μπορούμε να μιλούμε για τον Γερμανό,
με τον ίδιο τρόπο που μιλούμε για τον Γάλλο και το Άγγλο. Ανάλογη είναι η
περίπτωση «του» Ινδού. Παρόλα αυτά, ο Γερμανός εμφανίζεται ως μάζα στην
ιστορική του εκδήλωση, όπως κάποτε ίσχυε μόνο για τον Αμερικανό. Έτσι λοιπόν,
από την οπτική γωνία των άλλων, υπάρχει «ο» Γερμανός. Ο Γερμανός θεωρείται ως
κάτι πολύ καθορισμένο. Και παρεξηγείται από όλους ως αυτό το καθορισμένο. Μπορούμε
λοιπόν να μιλούμε για παρεξηγήσεις που αφορούν «τον» Γερμανό, και για τις
γενικές γερμανικές ιδιότητες, οι οποίες προκαλούν αυτές τις παρεξηγήσεις. Θα
καταπιαστούμε με 5-6 από αυτές. Θα τις πάρω με την σειρά, χωρίς όμως κάποια ιδιαίτερη
ταξινόμηση, καθώς οι περιοχές τους επικαλύπτονται.
Η πρώτη αιτία που οδηγεί στην παρεξήγηση του Γερμανού, είναι η αντικειμενικότητα του. Είναι το ένα αντικειμενικό πλάσμα που έπλασε ο Θεός. Μόνο μεταξύ των Γερμανών, ανάμεσα σε όλα τα όντα που γνωρίζουμε, μπορούσε να εμφανιστεί χωρίς κάποιο αντιτιθέμενο κίνημα, ο προσδιορισμός του Fichte, πως το να είναι κανείς Γερμανός, σημαίνει κάτι που υπάρχει χάριν του εαυτού του. Είναι βέβαια αυτονόητο πως κανένα έργο δεν επιτυγχάνει εάν δεν εκτελείται με αγάπη και, συνεπώς ως αυτοσκοπός: από αυτό τον καθορισμό όμως, μέχρι του σημείου το πράγμα να έχει μεγαλύτερη σημασία από τον άνθρωπο, είναι πολύ μακρύς ο δρόμος, και ισχύει πάνω στη γη μόνο για την Γερμανία. Ο Γερμανός βλέπει μέσα στο πράγμα την ουσία, όσο και να καθορίζεται από προσωπικά στοιχεία ένα έργο, έστω και αν το νόημα του βρίσκεται στην ποιότητα ζωής που ενσαρκώνει. Στα πρώτα χρόνια του μπολσεβικισμού πήγα να ακούσω τη διάλεξη ενός Γερμανού γνώστη της Ρωσίας, που μόλις είχε έρθει από το σοβιετικό κράτος, και ήθελε να μιλήσει για την ουσία του: έκανε μια αντικειμενική διάλεξη για την ιδέα της υπεραξίας. Για εκείνο δηλαδή τό πράγμα που για την αξιολόγηση του μπολσεβικισμού δεν έχει καμιά σημασία. Έτσι και η γερμανική επανάσταση ήταν από τη σύλληψη της ένα αντιφατικό πράγμα, και για τον λόγο αυτό πρακτικά ακίνδυνη-στους συγγενείς μου που κινδύνευαν είχα πει αυτό το πράγμα, και ανέλαβα την ευθύνη να τους διαβεβαιώσω, πως δε θα τους συμβεί τίποτε-επειδή οι επαναστάτες μπορούσαν να αναλυθούν με αντικειμενικές σκέψεις. Είναι αυτονόητο, πως μια ανατροπή δεν φέρνει ποτέ τα επιθυμητά αποτελέσματα. Είναι αυτονόητο, πως μια επανάσταση των αγροτών μειώνει την παραγωγή, και φυσικά υποφέρουν αθώοι. Ο αληθινός επαναστάτης δρα μέσα από ένα τυφλό «παρόλα αυτά» του πρωταρχικού πάθους. Στον Γερμανό δεν υπάρχει αυτό. Σ’ αυτόν αποφασίζει το αντικειμενικό. Η 9 Νοεμβρίου του 1918, μέρα που πέρασα τυχαία στο Βερολίνο-ήταν η τέταρτη επανάσταση, η πιο στερεοτυπική από όλες τις περιστάσεις, που αναγκάστηκα να ζήσω, μου πρόσφερε δυο αξιοσημείωτες εμπειρίες. Νωρίς το πρωί συνάντησα ένα πρώην αξιωματικό του ρωσικού ναυτικού, βαλτικής καταγωγής, με καταρρακωμένο ηθικό: «Διαβάσατε την προκήρυξη των ναυτών του Kiel;» Στην καταφατική μου απάντηση πρόσθεσε: «Εγώ την έγραψα. Αλλά όταν την έγραψα στο Helsingfors, είχε σκοπό να αποτρέψει με μια παραπλανητική διατύπωση το μακελειό μεταξύ των αξιωματικών. Αυτά τα γαϊδούρια την πήραν και την αντέγραψαν». Αργότερα περπατούσα με ένα καθηγητή. Μυρίστηκε τον αέρα και είπε: «Είναι, έτσι το αισθάνομαι, καιρός να προκηρύξουμε τη δημοκρατία. Έρχεστε μαζί μου στο παλάτι;» Το έκανα, αν και δεν είχα καμιά σχέση με το πράγμα. Ο καθηγητής ήθελε να μιλήσει με ένα από τους βουλευτές. Δεν είχαν χρόνο και του είπαν να μιλήσει με τον υπασπιστή, και αυτός θα τα μεταφέρει. Ο καθηγητής εξήγησε, πως η δημοκρατία (Republik) έπρεπε να προκηρυχθεί αμέσως. Ο υπασπιστής γύρισε αμέσως και ρώτησε τον καθηγητή, σε στάση προσοχής: «Θεωρείτε κύριε μυστικοσύμβουλε, πως μια δημοκρατία αρκεί, ή μήπως πρέπει να είναι και δημοκρατική;» Αυτή είναι η γερμανική αντικειμενικότητα. Αυτή καθορίζει σχεδόν τα πάντα στην φανερή προς τα έξω γερμανική ζωή. Αυτή είναι η ρίζα της αποκλειστικά γερμανικής ιδέας περί εξειδίκευσης (Fachmanntum. στα επαγγέλματα, επιστήμες…): είναι μόνο γερμανική, αν και ειδικοί-πραγματογνώμονες υπάρχουν παντού, γιατί μόνο στη Γερμανία ο άνθρωπος έχει το λειτουργικό του κέντρο στην ειδικότητα του, και όχι το αντίθετο. Στον τομέα αυτό έμαθα πολλά κατά την εποχή του πληθωρισμού, από ένα σερβιτόρο, ο οποίος σχολίαζε το γεγονός, πως ο ιδιοκτήτης του καφενείου, ένας Τούρκος έμπορος χαλιών, ήθελε ο ίδιος να διαπιστώσει πως πάνε τα πράγματα στο καφενείο: «Ένας ειδικός μόνο να γελάσει μπορεί με αυτό», κατέληξε με τον ίδιο τόνο και την ίδια έκφραση του προσώπου, που βλέπει κανείς στους μυστικοσυμβούλους (ανώτερη κλίμακα δημοσίων υπαλλήλων). Αργότερα, σε κάποιο πρόγευμα στο Βερολίνο, καθόμουν σε ένα τραπέζι μαζί με τον Lunatscharsky και ένα μεγάλο Γερμανό φυσιοδίφη. Αυτός ήθελε να μάθει με ποιο τρόπο η εξοχότης-καθώς ο Lunatscharsky είναι υπουργός παιδείας, μπορεί να θεωρηθεί πως είναι στο ίδιο επίπεδο, από όλες τις απόψεις, με τον Γερμανό συνάδελφο του-διεξάγει την καλλιέργεια των κατοίκων του Τουρκμενιστάν, ώστε να γίνουν αληθινά άνθρωποι του πολιτισμού. «Εμείς συνεχίζουμε φυσικά την παράδοση του Wilhelm von Humboldt». Ο Lunatscharsky και εγώ παραμείναμε μετά δυσκολίας σοβαροί. Στον φτωχό όμως αυτόν άνθρωπο ήταν και έμεινε ακατανόητο, πως είναι δυνατόν να γίνεται μάθημα που δεν στηρίζεται σε καθαρά αντικειμενικές απόψεις. Αυτό το πρωτείο του πράγματος μέσα στη γερμανική ψυχή είναι και η ψυχολογική ρίζα του μεγαλύτερου μέρους του γερμανικού ιδεαλισμού: ο Γερμανός δεν τολμά να αναλάβει κάτι, το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογήσει αντικειμενικά. Έτσι εξηγείται και η ατυχής δήλωση του Bethmann Hollweg στην αρχή του πολέμου. Διάβασα πρόσφατα στο διαφημιστικό φυλλάδιο του τσίρκου Krone: «Το δημιούργημα μου δεν είναι για διασκέδαση, σκοπό έχει να διδάξει, να εμπλουτίσει την γνώση, να εμβαθύνει την κοσμοθεωρία». Λείπει κάθε αίσθηση για την αξία της χαράς καθ’ εαυτής, για εκείνη την πνευματική ποιότητα που είναι τόσο χαρακτηριστική για τον Άγγλο, εκτός και αν η γιορτή βασίζεται σε κάποια κοσμοθεωρία, και η κάθε γιορτή διοργανώνεται στο πνεύμα ενός πράγματος. Η εσωτερική στάση της Γερμανίας στον (πρώτο) παγκόσμιο πόλεμο ήταν στο ίδιο πνεύμα. Αυτό που οι Αγγλοσάξονες δεν καταλάβαιναν, και ήταν αυτό που έδωσε τροφή για την εντύπωση που σχηματίστηκε αργότερα, πως οι Γερμανοί είναι ένας λαός διαβόλων, καθώς προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους με μεταφυσικά αίτια. Το ότι οι Γερμανοί ήθελαν δύναμη και πολεμούσαν για τη ζωή τους, το καταλάβαιναν. Αυτό που δεν καταλάβαιναν, είναι το πως θεωρούσαν απαραίτητο να δικαιολογήσουν μεταφυσικά, αυτό που στα μάτια τους φάνταζε αυτονόητα δικαιολογημένο. Αυτό μπορούσε να σημαίνει μόνο τύψεις συνειδήσεως.- Στην κυριαρχία του αντικειμενικού βασίζεται και η έλλειψη αίσθησης για την εθνική τιμή, υπόληψη. Η τιμή δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αιτιολογηθεί αντικειμενικά. Η αίσθηση περί αυτής, είτε υπάρχει πρωτογενώς, είτε λείπει. Κάθε καθοριστική υπόληψη στη γερμανική ζωή, ήταν ανέκαθεν η υπόληψη της κάστας ή του ατόμου, που ξέφευγαν από την κανονικότητα και επέβαλλαν στους άλλους το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου