ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Πάντως αγανακτεί εκείνος ο οποίος βλέπει την διάλυσιν του σώματος και θεωρεί φοβερό το ότι δια του θανάτου διαλύεται η ζωή μας. Ας σκεφθεί λοιπόν δια του θλιβερού τούτου γεγονότος την υπερβολή της θείας ευεργεσίας. Διότι από αυτό θα οδηγηθεί να θαυμάσει περισσότερο την χάριν της κηδεμονίας (φροντίδος) του Θεού προς τον άνθρωπο. Η ζωή είναι αρεστή σε εκείνους οι οποίοι μετέχουν της ζωής δια την απόλαυσιν των επιθυμητών αγαθών. Διότι εάν ζει κάνεις στις οδύνες, αυτός θα προέκρινε πολύ περισσότερο να μην ζει παρά να ζει μέσα στον πόνο. Λοιπόν ας εξετάσουμε εάν o χορηγός της ζωής έχει κάτι άλλο υπ’ όψιν και όχι το πως θα καλοπεράσουμε στην ζωή.
2. Επειδή λοιπόν δια της αυτεξουσίου ενεργείας ήρθαμε σε κοινωνία με το κακό, καταμίξαντες με κάποιαν ηδονή ως δηλητήριο αρτυμένο με μέλι το κακόν και διά τούτο εκπεσόντες από την αληθινά απαθή μακαριότητα μετεμορφώθημε προς την κακίαν. Διά τούτο σαν οστράκινο σκεύος ο άνθρωπος διαλύεται και γίνεται πάλι γη, ώστε αφού αποπλυθεί η ακαθαρσία την οποία είχε τώρα προσλάβει, να αναπλασθεί εις το εξ’ αρχής σχήμα δια της αναστάσεως. Το τοιούτον δε δίδαγμα εκθέτει σε εμάς ο Μωυσής κατά τρόπον ιστορικώτερο και δι’ αινιγμάτων. Αλλ’ όμως και τα αινίγματα περιέχουν έκδηλα διδάγματα. Επειδή λοιπόν, λέγει, οι πρώτοι άνθρωποι εγεύθησαν τα απαγορευμένα και απεγυμνώθησαν της μακαριότητος εκείνης ο Κύριος επιθέτει σε αυτούς χιτώνες δερμάτινους. Δεν νομίζω δε ότι φέρει την έννοια τού λόγου προς τα τοιαύτα δέρματα (διότι ποια ζώα εσφάγησαν και εξεδάρησαν ώστε να σχηματισθεί η περιβολή αυτών με τα δέρματα;), αλλ’ επειδή παν δέρμα χωρισθέν του ζώου είναι κάτι το νεκρό, νομίζω ότι πάντως ο θεραπευτής της κακίας μας επέβαλε έπειτα (στους ανθρώπους) την προς την νέκρωσιν δύναμιν, η οποία είναι αρχικώς κατ' εξοχήν χαρακτηριστικό της αλόγου φύσεως, δια να μη παραμένει μετά ταύτα εις τους ανθρώπους η κακία αιωνίως. Διότι ο χιτών είναι κάτι το οποίον επιτίθεται εξωτερικώς σε εμάς, προσφέρων την υπηρεσία του προσκαίρως στο σώμα και δεν είναι σύμφυτος στην φύσιν του ανθρώπου.
3. Επομένως η νεκρότης επεβλήθη στην φύσιν μας, η οποία εκτίσθη για να είναι αθάνατος, κατ’ οικονομίαν από την φύσιν των αλόγων, περικαλύπτουσα το εξωτερικόν αυτής, όχι το έσωθεν, και επεκτεινόμενη στο αισθητό μέρος του ανθρώπου, αυτής δε της θείας εικόνας μη προσαπτόμενη (χωρίς να αγγίζει αυτή ταύτη τη θεία εικόνα). Λύεται δε το αισθητό μέρος, δεν αφανίζεται. Διότι αφανισμός είναι η μετάβασις εις το μη ον, λύσις δε είναι η διάλυσις εις τα στοιχεία του κόσμου από τα οποία έλαβε την σύστασιν. Εκείνο δε το οποίον εσχηματίσθη από αυτά δεν χάνεται, και αν ακόμη εκφεύγει την κατάληψιν της αισθήσεώς μας. Η δε αίτια της λύσεως είναι φανερά εκ του παρακάτω αναφερθέντος παραδείγματος. Επειδή δηλαδή η αίσθησις έχει συγγένεια προς το παχύ και γήινο ανώτερη δέ και υψηλοτέρα η νοερά φύσις τών αισθητών, γι' αυτό των περί το καλόν κρίσις έσφαλε (αμάρτησε) λόγω της δοκιμασίας των αισθήσεων, η δε αστοχία (διαμαρτία) από το καλόν ενήργησε την υπόστασιν της εναντίας έξεως, δια τούτο το αχρειωθέν μέρος μας διαλύεται λόγω της αποδοχής του αντίθετου (της παραδοχής τού εναντίου).
4. Η έννοια τού παραδείγματος είναι η εξής. Ας υποθέσουμε ότι ένα σκεύος κατεσκευάσθη εκ πηλού· ότι δε από κάποιαν επιβουλή τούτο γέμισε με λειωμένο μόλυβδο και ο μόλυβδος αφού εχύθη στο σκεύος έπηξε και μένει στερεός· ότι ο ιδιοκτήτης του σκεύους το διεκδίκησε, ασκών δε την κεραμική τέχνη κατεκομμάτιασε το με τον μόλυβδο όστρακον και έπειτα πάλι ανέπλασε το σκεύος κατά το πρότερον σχήμα δια την κανονική χρήσιν του αφού εκενώθη από την αναμιχθείσα σ’ αυτό ύλην τού μολύβδου. Έτσι λοιπόν και ο πλάστης τού δικού μας σκεύους, επειδή η κακία ανεμίχθη με το αισθητόν μέρος, το σώμα δηλαδή, αφού διαλύσει την ύλην η οποία εδέχθη το κακόν και αναπλάσει αυτό πάλι καθαρό (αμιγές) από το κακόν δια της αναστάσεως, θα ανασχηματίσει (αναστοιχειώσει) το σκεύος προς το εξ αρχής κάλλος του.
5. Επειδή δε γίνεται κάποια σύνδεσις και κοινωνία των εκ της αμαρτίας παθημάτων της ψυχής και του σώματος και υπάρχει κάποια αναλογία μεταξύ του σωματικού και του ψυχικού θανάτου, (όπως δηλαδή εις την σάρκα τον χωρισμό από την αισθητή ζωή ονομάζουμε θάνατο, έτσι και επί της ψυχής τον χωρισμό από την αληθή ζωή ονομάζουμε θάνατο), επειδή λοιπόν, όπως προελέχθη, η κοινωνία του κακού είναι μία, παρατηρούμενη και στην ψυχήν και στο σώμα, καθ’ όσον το πονηρόν προχωρεί δι’ αμφοτέρων, δια τούτο ο μεν θάνατος τής διαλύσεως, ο έχων την αφορμήν εκ της επιβολής των νεκρών δερμάτων, δεν άπτεται της ψυχής (δεν εγγίζει την ψυχήν). Διότι πώς είναι δυνατόν να διαλυθεί το ασύνθετον;
6. Επειδή ήταν ανάγκη να αφαιρεθούν με κάποια θεραπεία και εκείνης (της ψυχής) οι εμφυείσες εκ των αμαρτιών κηλίδες, δια τούτο στην παρούσα ζωή προσετέθη το φάρμακο της αρετής δια την θεραπεία των τοιούτων τραυμάτων. Εάν δε μένει αθεράπευτος, η θεραπεία επιφυλάσσεται (ταμιεύεται) να λάβει χώρα εις τον μετά ταύτα βίον. Αλλ’ όπως υπάρχουν διαφορές στα σωματικά παθήματα, των οποίων άλλα μεν δέχονται την θεραπεία ευκολότερα άλλα δε δυσκολότερα, επί των τελευταίων δε και τομές και καύσεις γίνονται και πικρά φάρμακα λαμβάνονται προς εξάλειψη της ενσκηψάσης ασθενείας (του ενσκήψαντος πάθους) στο σώμα, κάτι παρόμοιο υπόσχεται η μετά ταύτα κρίσις δια την θεραπεία των ασθενειών της ψυχής. Και τούτο πιστεύεται ότι είναι δια μεν τους απερισκέπτους η απειλή και η επίσεισις των τρομερών, ώστε εκ του φόβου της ανταποδόσεως των θλιβερών να σωφρονισθούμε προς αποφυγήν της κακίας, δια δε τους συνετωτέρους η ιατρεία και θεραπεία υπό του Θεού επαναφέροντος (επανάγοντος) το πλάσμα του προς την εξ αρχής χάριν. Όπως δηλαδή οι αναιρούντες με τομή ή καύσιν τους παρά φύσιν όγκους και τις ελιές του σώματος, δεν επιφέρουν στον ασθενή ανώδυνον την θεραπεία, πάντως όμως δεν ενεργούν την χειρουργική επέμβαση προς βλάβη του ασθενούς, έτσι και όσα περιττά υλώδη εξογκώματα (περιττώματα) αναπτύσσονται λόγω της κοινωνίας των παθημάτων στις ψυχές μας, κατά την ώρα της κρίσεως τέμνονται (κόπτονται) και αποξύονται κατά την άρρητον εκείνην σοφίαν και δύναμιν, καθώς λέγει το Ευαγγέλιο του θεραπεύοντος τους ασθενείς (κακώς έχοντες)· «Ου χρείαν γαρ έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού, αλλ’ οι κακώς έχοντες».
7. Λόγω δε της πολλής συνυπάρξεως (συμφυΐας) της ψυχής μετά του κακού, όπως η αποκοπή του σαρκώματος προκαλεί πόνο στο δέρμα δριμύ (διότι το παρά φύσιν εισελθόν στην φύσιν συσχετίζεται κατά τρόπον κάποιας συμπάθειας με το υποκείμενο και γίνεται μία παράλογος συνανάκρασις του ξένου στοιχείου προς το φυσικόν μας στοιχείο, ώστε η αίσθησις να λυπείται και να πονεί καθώς χωρίζεται από το παρά φύσιν στοιχείο), έτσι και όταν η ψυχή απολεπτύνεται και λειώνει δια των ελέγχων περί της αμαρτίας ως λέγει κάπου η προφητεία, εξ αιτίας της βαθείας οικειότητας προς το κακόν, κατ’ ανάγκην επακολουθούν ανέκφραστοι και άρρητοι πόνοι, των οποίων η περιγραφή είναι εξ ίσου ανέκφραστος με την περιγραφή της φύσεως των ελπιζομένων αγαθών. Διότι ούτε ταύτα ούτε εκείνα υπάγονται στην δύναμιν των λόγων ή των στοχασμών τής διανοίας.
8. Επομένως εξετάζων κάνεις τον απώτερο σκοπό της σοφίας του το παν οικονομούντος, δεν είναι δυνατόν να θεωρήσει ευλόγως λόγω μικροψυχίας αίτιον των κακών τον Δημιουργόν των ανθρώπων, λέγων είτε ότι αυτός αγνοεί τα μέλλοντα είτε ότι, αφού εγνώριζε τα μέλλοντα και δημιούργησε τον άνθρωπο, δεν είναι ανεύθυνος δια την προς το κακόν (προς το πονηρόν) ορμήν. Διότι εγνώριζε τί θα εγίνετο και παρά ταύτα δεν εμπόδισε την ροπήν προς εκείνο το οποίο θα συνέβαινε. Βεβαίως ότι θα εξετρέπετο από το αγαθόν ο άνθρωπος, δεν το αγνοεί ο τα πάντα περικρατών μέσα στην προορατική του δύναμιν και εξ ίσου βλέπων και το μέλλον και το παρελθόν. Αλλ’ όπως προείδε την απομάκρυνση εκ του αγαθού κατά τον ίδιον τρόπον προενόησε και την ανάκλησιν αυτού προς το αγαθόν. Τί θα ήταν λοιπόν καλύτερο; Να μην εδημιούργουσε καθόλου την φύσιν ημών, επειδή προέβλεπε ότι το δημιούργημα θα απεμακρύνετο του καλού, ή να δημιουργήσει τον άνθρωπο και αφού ασθενήσει να τον ανακαλέσει πάλι προς την εξ αρχής χάριν; Το να θεωρεί δε κανείς τον Θεόν αίτιον των κακών εξ αιτίας των σωματικών πόνων, οι όποιοι κατ’ ανάγκην παρατηρούνται στην ρευστή φύσιν ημών, ή να μη θεωρεί κανείς αυτόν καθόλου κτίστην του ανθρώπου, διά να μη θεωρηθεί αίτιος και των λυπούντων ημάς, τούτο είναι δείγμα της εσχάτης μικροψυχίας των διακρινόντων δια της αισθήσεως το καλόν και το κακόν εις την αίσθησιν, οι οποίοι δεν γνωρίζουν ότι εκείνο μόνον είναι φύσει αγαθόν το οποίον δεν εγγίζει η αίσθησις και μόνον εκείνο είναι κακόν, η αλλοτρίωσις του αγαθού. Το να κρίνει δε κανείς το καλόν και το κακόν δια του πόνου και των ηδονών είναι ίδιον της αλόγου φύσεως, επί των μελών της οποίας δεν παρατηρείται κατανόησις του αληθώς καλού, διότι ταύτα δεν μετέχουν νου και διανοίας.
9. Και ότι μεν ο άνθρωπος είναι έργον του Θεού καλόν και προς κάλλιστο προορισμό δημιουργηθέν δεν αποδεικνύεται μόνον εκ των λεχθέντων αλλά και από μύρια άλλα επιχειρήματα, τα οποία λόγω του μεγάλου πλήθους τους θα παρατρέξουμε (παραδραμούμεθα). Ονομάσαντες δε τον Θεόν ποιητή του ανθρώπου δεν λησμονήσαμε όσα στον προίμιο είπαμε προς τους Έλληνες, δια των οποίων απεδεικνύετο ότι ο Λόγος του Θεού ως ουσιώδης και ενυπόστατος είναι και Θεός και Λόγος, περιέχων πάσαν δύναμιν ποιητικήν (δημιουργικήν), μάλλον δε ων αυτοδύναμις, και έχων ορμήν προς παν έργον αγαθόν και πραγματοποιών παν ό,τι θελήση, καθ’ όσον έχει συνεργόν της βουλήσεως την δύναμιν, του οποίου θέλημα και έργον είναι η ζωή των όντων και παρά του οποίου και ο άνθρωπος παρήχθη εις την ζωήν στολισμένος με όλα τα θεοειδή κάλλη.
10. Επειδή δε μόνον αναλλοίωτο κατά την φύσιν είναι εκείνο το οποίον παρήχθη εις την ύπαρξιν όχι διά κτίσεως, όσα δε δημιουργήθησαν εκ του μη όντος υπό της άκτιστου δυνάμεως, αρχίσαντα αμέσως την ύπαρξίν τους δια τής τροπής, προχωρούν πάντοτε δι’ αλλοιώσεως, και αν μεν διάγουν κατά φύσιν, τότε η αλλοίωσις των διηνεκώς κατευθύνεται προς το καλύτερον, εάν όμως εκτραπούν τής ευθείας, τότε η κίνησις αυτών διευθύνεται προς το εναντίον· επειδή λοιπόν μεταξύ αυτών ήταν και ο άνθρωπος του οποίου η τρεπτότης της φύσεως ολίσθησε προς το εναντίον, η δε αναχώρησις εκ των αγαθών έχει ως συνέπεια την είσοδο παντός είδους κακών, ώστε με την αποστροφή μεν της ζωής να εισάγεται ο θάνατος, με την στέρησιν δε του φωτός να προκαλείται το σκότος, με την απουσία δε της αρετής να αντεισάγεται η κακία και γενικώς με πάσαν απουσίαν των αγαθών έρχεται ολόκληρος ο κατάλογος των εναντίων, αυτός ο οποίος έπεσε στα κακά ταύτα εξ αβουλίας (διότι δεν ήταν δυνατόν να διατελεί εν φρονήσει εκείνος που απεμακρύνθη της φρονήσεως ούτε κάτι σοφόν να σκεφθεί ο απομακρυνθείς εκ της σοφίας), μέσω τίνος έπρεπε να ανακληθεί αυτός προς την εξ αρχής χάριν; Σε ποιον δε άρμοζε η ανόρθωσις του πεσόντος, η ανάκλησις του χαμένου, η χειραγωγία του πλανηθέντος; Σε ποιον άλλον παρά εις τον Κύριον της φύσεως; Διότι μόνον σε εκείνον ο οποίος έδωσε την ζωή εξ αρχής ήταν δυνατόν και πρέπον συγχρόνως να ανακαλέσει αυτήν και καταστραφείσα ακόμη. Τούτο είναι το οποίον ακούομε δια του μυστηρίου της αληθείας μανθάνοντες ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο εξ αρχής και σώζει αυτόν διαπεσόντα.
Το πρωτότυπο κείμενο
Κεφάλαιο 8
1.Ἀλλ' ἀγανακτεῖ πάντως ὁ πρὸς τὴν διάλυσιν βλέπων τοῦ σώματος, καὶ χαλεπὸν ποιεῖται τῷ θανάτῳ τὴν ζωὴν ἡμῶν διαλύεσθαι, καὶ τοῦτό φησι τῶν κακῶν ἔσχατον εἶναι, τὸ τὸν βίον ἡμῶν τῇ νεκρότητι σβέννυσθαι. οὐκοῦν ἐπισκεψάσθω διὰ τοῦ σκυθρωποῦ τούτου τὴν ὑπερβολὴν τῆς θείας εὐεργεσίας· τάχα γὰρ ἂν μᾶλλον διὰ τούτων προσαχθείη θαυμάσαι τὴν χάριν τῆς περὶ τὸν ἄνθρωπον τοῦ θεοῦ κηδεμονίας. τὸ ζῇν διὰ τὴν τῶν καταθυμίων ἀπόλαυσιν αἱρετόν ἐστι τοῖς τοῦ βίου μετέχουσιν. ὡς εἴ γέ τις ἐν ὀδύναις διαβιῴη, παρὰ πολὺ τῷ τοιούτῳ τὸ μὴ εἶναι τοῦ ἀλγεινῶς εἶναι προτιμότερον κρίνεται. οὐκοῦν ἐξετάσωμεν εἰ ὁ τῆς ζωῆς χορηγὸς πρὸς ἄλλο τι βλέπει, καὶ οὐχ ὅπως ἂν ἐν τοῖς καλλίστοις βιῴημεν.
2. ἐπειδὴ γὰρ τῷ αὐτεξουσίῳ κινήματι τοῦ κακοῦ τὴν κοινωνίαν ἐπεσπασάμεθα, διά τινος ἡδονῆς οἷόν τι δηλητήριον μέλιτι παραρτυθὲν τῇ φύσει τὸ κακὸν καταμίξαντες, καὶ διὰ τοῦτο τῆς κατὰ τὸ ἀπαθὲς νοουμένης μακαριότητος ἐκ πεσόντες, πρὸς τὴν κακίαν μετεμορφώθημεν, τούτου ἕνεκεν οἷόν τι σκεῦος ὀστράκινον πάλιν ὁ ἄνθρωπος εἰς γῆν ἀναλύεται, ὅπως ἂν τῆς νῦν ἐναπειλημμένης αὐτῷ ῥυπαρίας ἀποκριθείσης εἰς τὸ ἐξ ἀρχῆς σχῆμα διὰ τῆς ἀναστάσεως ἀναπλασθείη. τὸ δὲ τοιοῦτον δόγμα ἱστορικώτερον μὲν καὶ δι' αἰνιγμάτων ὁ Μωσῆς ἡμῖν ἐκτίθεται. πλὴν ἔκ δηλον καὶ τὰ αἰνίγματα τὴν διδασκαλίαν ἔχει. ἐπειδὴ γάρ, φησίν, ἐν τοῖς ἀπηγορευμένοις ἐγένοντο οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι καὶ τῆς μακαριότητος ἐκείνης ἀπεγυμνώθησαν, δερματίνους ἐπιβάλλει χιτῶνας τοῖς πρωτοπλάστοις ὁ κύριος· οὔ μοι δοκεῖ πρὸς τὰ τοιαῦτα δέρματα τοῦ λόγου τὴν διάνοιαν φέρων· ποίων γὰρ ἀποσφαγέντων τε καὶ δαρέντων ζῴων ἐπινοεῖται αὐτοῖς ἡ περιβολή; ἀλλ', ἐπειδὴ πᾶν δέρμα χωρισθὲν τοῦ ζῴου νεκρόν ἐστι, πάντως οἶμαι τὴν πρὸς τὸ νεκροῦσθαι δύναμιν, ἣ τῆς ἀλόγου φύσεως ἐξαίρετος ἦν, ἐκ προμηθείας μετὰ ταῦτα τοῖς ἀνθρώποις ἐπιβεβληκέναι τὸν τὴν κακίαν ἡμῶν ἰατρεύοντα, οὐχ ὡς εἰς ἀεὶ παραμένειν· ὁ γὰρ χιτὼν τῶν ἔξωθεν ἡμῖν ἐπιβαλλομένων ἐστί, πρὸς καιρὸν τὴν ἑαυτοῦ χρῆσιν παρέχων τῷ σώματι, οὐ συμπεφυκὼς τῇ φύσει.
3. οὐκοῦν ἐκ τῆς τῶν ἀλόγων φύσεως ἡ νεκρότης οἰκονομικῶς περιετέθη τῇ εἰς ἀθανασίαν κτισθείσῃ φύσει, τὸ ἔξωθεν αὐτῆς περικαλύπτουσα, οὐ τὸ ἔσωθεν, τὸ αἰσθητὸν τοῦ ἀνθρώπου μέρος διαλαμβάνουσα, αὐτῆς δὲ τῆς θείας εἰκόνος οὐ προσαπτομένη. λύεται δὲ τὸ αἰσθητόν, οὐκ ἀφανίζεται. ἀφανισμὸς μὲν γάρ ἐστιν ἡ εἰς τὸ μὴ ὂν μεταχώρησις· λύσις δὲ ἡ εἰς τὰ τοῦ κόσμου στοιχεῖα πάλιν, ἀφ' ὧν τὴν σύστασιν ἔσχε, διάχυσις. τὸ δὲ ἐν τούτοις γενόμενον οὐκ ἀπόλωλε, κἂν ἐκφεύγῃ τὴν κατάληψιν τῆς ἡμετέρας αἰσθήσεως. ἡ δὲ αἰτία τῆς λύσεως δήλη διὰ τοῦ ῥηθέντος ἡμῖν ὑποδείγματος. ἐπειδὴ γὰρ ἡ αἴσθησις πρὸς τὸ παχύ τε καὶ γήινον οἰκείως ἔχει, κρείττων δὲ καὶ ὑψηλοτέρα τῶν κατ' αἴσθησιν κινημάτων ἡ νοερὰ φύσις, διὰ τοῦτο τῆς περὶ τὸ καλὸν κρίσεως ἐν τῇ δοκιμασίᾳ τῶν αἰσθήσεων ἁμαρτηθείσης, τῆς δὲ τοῦ καλοῦ διαμαρτίας τὴν τῆς ἐναντίας ἕξεως ὑπόστασιν ἐνεργησάσης, τὸ ἀχρειωθὲν ἡμῶν μέρος τῇ παραδοχῇ τοῦ ἐναντίου λύεται.
3. ὁ δὲ τοῦ ὑποδείγματος λόγος τοιοῦτός ἐστι. δεδόσθω τι σκεῦος ἐκ πηλοῦ συνεστηκέναι, τοῦτο δὲ πλῆρες ἔκ τινος ἐπι βουλῆς γεγενῆσθαι τετηκότος μολίβδου, τὸν δὲ μόλιβδον ἐγχεθέντα παγῆναι καὶ μένειν ἀπρόχυτον, ἀντιποιεῖσθαι δὲ τοῦ σκεύους τὸν κεκτημένον, ἔχοντα δὲ τοῦ κεραμεύειν τὴν ἐπιστήμην περιθρύψαι τῷ μολίβδῳ τὸ ὄστρακον· εἶθ' οὕτως πάλιν κατὰ τὸ πρότερον σχῆμα πρὸς τὴν ἰδίαν ἑαυτοῦ χρῆσιν ἀναπλάσαι τὸ σκεῦος, κενὸν τῆς ἐμμιχθείσης ὕλης γενόμενον. οὕτως οὖν καὶ ὁ τοῦ ἡμετέρου σκεύους πλάστης, τῷ αἰσθητικῷ μέρει, τῷ κατὰ τὸ σῶμά φημι, τῆς κακίας καταμιχθείσης, διαλύσας τὴν παρα δεξαμένην τὸ κακὸν ὕλην, πάλιν ἀμιγὲς τοῦ ἐναντίου διὰ τῆς ἀναστάσεως ἀναπλάσας, πρὸς τὸ ἐξ ἀρχῆς κάλλος ἀναστοιχειώσει τὸ σκεῦος.
4. ἐπειδὴ δὲ σύνδεσίς τις καὶ κοινωνία τῶν κατὰ ἁμαρτίαν παθημάτων γίνεται τῇ τε ψυχῇ καὶ τῷ σώματι, καί τις ἀναλογία τοῦ σωματικοῦ θανάτου πρὸς τὸν ψυχικόν ἐστι θάνατον· ὥσπερ γὰρ ἐν σαρκὶ τὸ τῆς αἰσθητῆς χωρισθῆναι ζωῆς προσαγορεύομεν θάνατον, οὕτως καὶ ἐπὶ τῆς ψυχῆς τὸν τῆς ἀληθοῦς ζωῆς χωρισμὸν θάνατον ὀνομάζομεν· ἐπεὶ οὖν μία τίς ἐστιν ἡ τοῦ κακοῦ κοινωνία, καθὼς προείρηται, ἐν ψυχῇ τε θεωρουμένη καὶ σώματι· δι' ἀμφοτέρων γὰρ πρόεισιν τὸ πονηρὸν εἰς ἐνέργειαν· διὰ τοῦτο ὁ μὲν τῆς διαλύσεως θάνατος ἐκ τῆς τῶν νεκρῶν δερμάτων ἐπιβολῆς τῆς ψυχῆς οὐχ ἅπτεται. πῶς γὰρ ἂν διαλυθείη τὸ μὴ συγκείμενον;
5. ἐπεὶ δὲ χρεία τοῦ κἀκείνης τὰς ἐμφυείσας ἐξ ἁμαρτιῶν κηλῖδας διά τινος ἰατρείας ἐξαιρεθῆναι, τούτου ἕνεκεν ἐν μὲν τῇ παρούσῃ ζωῇ τὸ τῆς ἀρετῆς φάρμακον εἰς θεραπείαν τῶν τοιούτων προσετέθη τραυμάτων. εἰ δὲ ἀθεράπευτος μένοι, ἐν τῷ μετὰ ταῦτα βίῳ τεταμίευται ἡ θεραπεία. ἀλλ' ὥσπερ εἰσί τινες κατὰ τὸ σῶμα τῶν παθημάτων διαφοραί, ὧν αἱ μὲν ῥᾷον, αἱ δὲ δυσκολώτερον τὴν θεραπείαν προσίενται, ἐφ' ὧν καὶ τομαὶ καὶ καυτήρια καὶ πικραὶ φαρμακοποσίαι πρὸς τὴν ἀναίρεσιν τοῦ ἐνσκήψαντος τῷ σώματι πάθους παραλαμβάνονται, τοιοῦτόν τι καὶ ἡ μετὰ ταῦτα κρίσις εἰς θεραπείαν τῶν τῆς ψυ χῆς ἀρρωστημάτων κατεπαγγέλλεται, ὃ τοῖς μὲν χαυνοτέροις ἀπειλὴ καὶ σκυθρωπῶν ἐστὶν ἐπανόρθωσις, ὡς ἂν φόβῳ τῆς τῶν ἀλγεινῶν ἀντιδόσεως πρὸς τὴν φυγὴν τῆς κακίας σωφρονισθείημεν· τοῖς δὲ συνετωτέροις ἰατρεία καὶ θεραπεία παρὰ τοῦ θεοῦ τὸ ἴδιον πλάσμα πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς ἐπανάγοντος χάριν εἶναι πιστεύεται. ὡς γὰρ οἱ τοὺς ἥλους τε καὶ τὰς ἀκροχορδόνας παρὰ φύσιν ἐπιγενο μένας τῷ σώματι διὰ τομῆς ἢ καύσεως ἀποξύοντες οὐκ ἀνώδυνον ἐπάγουσι τῷ εὐεργετουμένῳ τὴν ἴασιν, πλὴν οὐκ ἐπὶ βλάβῃ τοῦ ὑπομένοντος τὴν τομὴν ἄγουσιν, οὕτως καὶ ὅσα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν διὰ τῆς τῶν παθημάτων κοινωνίας ἀποσαρκωθείσαις ὑλώδη περιττώματα ἐπιπωροῦται, ἐν τῷ καιρῷ τῆς κρίσεως τέμνεταί τε καὶ ἀποξύεται τῇ ἀρρήτῳ ἐκείνῃ σοφίᾳ καὶ δυνάμει τοῦ, καθὼς λέγει τὸ εὐαγγέλιον, τοὺς κακοὺς ἰατρεύοντος. οὐ χρείαν γὰρ ἔχουσι, φησίν, οἱ ὑγιαίνοντες ἰατροῦ, ἀλλ' οἱ κακῶς ἔχοντες.
7. διὰ δὲ τὸ πολλὴν γεγενῆσθαι τῇ ψυχῇ πρὸς τὸ κακὸν συμφυίαν ὥσπερ ἡ τῆς μυρμηκίας τομὴ δριμύσσει τὴν ἐπιφάνειαν· τὸ γὰρ παρὰ φύσιν ἐμφυὲν τῇ φύσει διά τινος συμπαθείας τῷ ὑποκειμένῳ προσίσχεται, καί τις γίνεται τοῦ ἀλλοτρίου πρὸς τὸ ἡμέτερον παράλογος συνανάκρασις, ὡς λυπεῖσθαι καὶ δάκνεσθαι τοῦ παρὰ φύσιν χωριζομένην τὴν αἴσθησιν· οὕτω καὶ τῆς ψυχῆς ἀπολεπτυνομένης τε καὶ ἐκτηκομένης ἐν τοῖς ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας ἐλεγμοῖς, καθώς πού φησιν ἡ προφητεία, διὰ τὴν ἐν βάθει γενομένην πρὸς τὸ κακὸν οἰκειότητα κατ' ἀνάγκην ἐπακολουθοῦσιν ἄρρητοί τινες καὶ ἀνέκφραστοι ἀλγηδόνες, ὧν ἡ διήγησις ἐκ τοῦ ἴσου τὸ ἄφραστον ἔχει τῇ τῶν ἐλπιζομένων ἀγαθῶν φύσει. οὔτε γὰρ ταῦτα, οὔτε ἐκεῖνα τῇ δυνάμει τῶν λόγων ἢ τῷ στοχασμῷ τῆς διανοίας ὑπάγεται.
8. οὐκοῦν πρὸς τὸ πέρας τις ἀποσκοπῶν τῆς σοφίας τοῦ τὸ πᾶν οἰκονομοῦντος οὐκέτ' ἂν εὐλόγως κακῶν αἴτιον τὸν τῶν ἀνθρώπων δημιουργὸν ὑπὸ μικροψυχίας κατονομάζοι, ἢ ἀγνοεῖν αὐτὸν τὸ ἐσόμενον λέγων, ἢ εἰδότα καὶ πεποιηκότα μὴ ἔξω τῆς πρὸς τὸ πονηρὸν ὁρμῆς εἶναι. καὶ γὰρ ᾔδει τὸ ἐσόμενον καὶ τὴν πρὸς τὸ γινόμενον ὁρμὴν οὐκ ἐκώλυσεν· ὅτι γὰρ ἐκτραπήσεται τοῦ ἀγαθοῦ τὸ ἀνθρώ πινον, οὐκ ἠγνόησεν ὁ πάντα ἐμπερικρατῶν τῇ γνωστικῇ δυνάμει καὶ τὸ ἐφεξῆς τῷ παρῳχηκότι κατὰ τὸ ἴσον βλέπων. ἀλλ' ὥσπερ τὴν παρατροπὴν ἐθεάσατο, οὕτω καὶ τὴν ἀνάκλησιν αὐτοῦ πάλιν τὴν πρὸς τὸ ἀγαθὸν κατενόησε. τί οὖν ἄμεινον ἦν, καθ' ὅλου μὴ ἀγαγεῖν τὴν φύσιν ἡμῶν εἰς γένεσιν, ἐπειδὴ τοῦ καλοῦ διαμαρτήσεσθαι προεώρα τὸν γενησόμενον, ἢ ἀγαγόντα καὶ νενοσηκότα πάλιν πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς χάριν διὰ μετανοίας ἀνακαλέ σασθαι; τὸ δὲ διὰ τὰς σωματικὰς ἀλγηδόνας, αἳ τῷ ῥευστῷ τῆς φύσεως κατ' ἀνάγκην ἐπισυμβαίνουσι, κακῶν ποιητὴν τὸν θεὸν ὀνομάζειν, ἢ μηδὲ ὅλως ἀνθρώπου κτίστην αὐτὸν οἴεσθαι, ὡς ἂν μὴ καὶ τῶν ἀλγυνόντων ἡμᾶς αἴτιος ὑπονοοῖτο, τοῦτο τῆς ἐσχάτης μικροψυχίας ἐστὶ τῶν τῇ αἰσθήσει τὸ καλὸν καὶ τὸ κακὸν διακρινόντων, οἳ οὐκ ἴσασιν ὅτι ἐκεῖνο τῇ φύσει μόνον ἐστὶν ἀγαθόν, οὗ ἡ αἴσθησις οὐκ ἐφάπτεται, καὶ μόνον ἐκεῖνο κακὸν ἡ τοῦ ἀληθινοῦ ἀγαθοῦ ἀλλοτρίωσις. πόνοις δὲ καὶ ἡδοναῖς τὸ καλὸν καὶ τὸ μὴ καλὸν κρίνειν τῆς ἀλόγου φύσεως ἴδιόν ἐστιν, ἐφ' ὧν τοῦ ἀληθῶς καλοῦ ἡ κατανόησις διὰ τὸ μὴ μετέχειν αὐτὰ νοῦ καὶ διανοίας χώραν οὐκ ἔχει.
9. ἀλλ' ὅτι μὲν θεοῦ ἔργον ὁ ἄνθρωπος, καλόν τε καὶ ἐπὶ καλ λίστοις γενόμενον, οὐ μόνον ἐκ τῶν εἰρημένων δῆλόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ ἐκ μυρίων ἑτέρων, ὧν τὸ πλῆθος διὰ τὴν ἀμετρίαν παραδραμούμεθα. θεὸν δὲ ἀνθρώπου ποιητὴν ὀνομάσαντες οὐκ ἐπιλελήσμεθα τῶν ἐν τῷ προοιμίῳ πρὸς τοὺς Ἕλληνας ἡμῖν διευκρινηθέντων, ἐν οἷς ἀπεδείκνυτο ὁ τοῦ θεοῦ λόγος οὐσιώδης τις καὶ ἐνυπόστατος ὢν αὐτὸς εἶναι καὶ θεὸς καὶ λόγος, πᾶσαν δύναμιν ποιητικὴν ἐμπεριειληφώς, μᾶλλον δὲ αὐτοδύναμις ὢν καὶ πρὸς πᾶν ἀγαθὸν τὴν ὁρμὴν ἔχων καὶ πᾶν ὅ τι περ ἂν θελήσῃ κατεργαζόμενος τῷ σύνδρομον ἔχειν τῇ βουλήσει τὴν δύναμιν, οὗ καὶ θέλημα καὶ ἔργον ἐστὶν ἡ τῶν ὄντων ζωή, παρ' οὗ καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸ ζῇν παρήχθη, πᾶσι τοῖς καλλίστοις θεοειδῶς κεκοσμημένος.
10. ἐπειδὴ δὲ μόνον ἀναλλοίωτόν ἐστι κατὰ τὴν φύσιν τὸ μὴ διὰ κτίσεως ἔχον τὴν γένεσιν, τὰ δ' ὅσα παρὰ τῆς ἀκτίστου φύσεως ἐκ τοῦ μὴ ὄντος ὑπέστη, εὐθὺς ἀπὸ τροπῆς τοῦ εἶναι ἀρξάμενα, πάντοτε δι' ἀλλοιώσεως πρόεισιν, εἰ μὲν κατὰ φύσιν πράττοι, πρὸς τὸ κρεῖττον αὐτοῖς τῆς ἀλλοιώσεως εἰς ἀεὶ γιγνομένης, εἰ δὲ παρατραπείη τῆς εὐθείας, τῆς πρὸς τὸ ἐναντίον αὐτὰ δια δεχομένης κινήσεως· ἐπεὶ οὖν ἐν τούτοις καὶ ὁ ἄνθρωπος ἦν, ᾧ τὸ τρεπτὸν τῆς φύσεως πρὸς τὸ ἐναντίον παρώλισθεν, ἅπαξ δὲ τῆς τῶν ἀγαθῶν ἀναχωρήσεως δι' ἀκολούθου πᾶσαν ἰδέαν κακῶν ἀντεισαγούσης, ὡς τῇ μὲν ἀποστροφῇ τῆς ζωῆς ἀντεισαχθῆναι τὸν θάνατον, τῇ δὲ στερήσει τοῦ φωτὸς ἐπιγενέσθαι τὸ σκότος, τῇ δὲ τῆς ἀρετῆς ἀπουσίᾳ τὴν κακίαν ἀντεισαχθῆναι καὶ πάσῃ τῇ τῶν ἀγαθῶν ἰδέᾳ τὸν τῶν ἐναντίων ἀνταριθμηθῆναι κατά λογον, τὸν ἐν τούτοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἐξ ἀβουλίας ἐμπεπτωκότα· οὐδὲ γὰρ ἦν δυνατὸν ἐν φρονήσει εἶναι τὸν ἀπεστραμμένον τὴν φρόνησιν καὶ σοφόν τι βουλεύσασθαι τὸν τῆς σοφίας ἀναχωρήσαντα· διὰ τίνος ἔδει πάλιν πρὸς τὴν ἐξ ἀρχῆς χάριν ἀνακληθῆναι; τίνι διέφερεν ἡ τοῦ πεπτωκότος ἀνόρθωσις, ἡ τοῦ ἀπολωλότος ἀνά κλησις, ἡ τοῦ πεπλανημένου χειραγωγία; τίνι ἄλλῳ ἢ τῷ κυρίῳ πάντως τῆς φύσεως; τῷ γὰρ ἐξ ἀρχῆς τὴν ζωὴν δεδωκότι μόνῳ δυνατὸν ἦν καὶ πρέπον ἅμα καὶ ἀπολομένην ἀνακαλέσασθαι. ὃ παρὰ τοῦ μυστηρίου τῆς ἀληθείας ἀκούομεν, θεὸν πεποιηκέναι κατ' ἀρχὰς τὸν ἄνθρωπον καὶ σεσωκέναι διαπεπτωκότα μανθάνοντες.
4 σχόλια:
This article helps lot of information and useful.
power bi training
είναι αμφιλεγόμενες οι θέσεις του αγίου περί αποκαταστάσεως της κτισεως...πχ.λενε πως επηρεαστηκε από τον Ωριγένη και πως ερχεται κατά κάποιο τρόπο σε σύγκρουση με το αυτεξουσιο ως 'αναγκαστικη σωτηρια'αλλα και τν αιώνια κόλαση που αναφέρουν άλλοι Πατέρες ..μου θύμισε φίλε Amethyste τα λογια της αγιας Μακρινας που είχες ανεβάσει πριν καιρό που και εκείνη μας παρότρυνε να μη φοβόμαστε τν θάνατο αφού πίστευε σε αυτή τν αλλαγή ως κάτι που νεκρώνει για να αναδυθεί κάτι πολύ καλυτερο..ΑΠ
Λένε.. Τό σχόλιο είναι ανεξάρτητο από τό κείμενο. Μιλά γιά τήν ανάσταση όλων. Καί γιά τόν Ωριγένη αδελφέ άς είμαστε επιφυλακτικοί διότι έπεσε στά χέρια τής αντιαιρετικής ορθοδοξίας η οπία μάς ροκανίζει τήν πίστη μέχρι σήμερα. Καταδικάστηκαν Ωριγενιστικές ομάδες τής εποχής. Οι Καππαδόκες ήξεραν ότι χωρίς τόν Ωριγένη δέν υπάρχει θεολογία. Καί ευτυχώς τόν διέσωσαν. Υπήρξαν δύο σχολές θεολογίας. Τής Αντιόχειας καί τής Αλεξάνδρειας. Η Αντιόχεια κατέληξε στόν κλήρο καί στόν θεσμό. Η άλλη σχολή είναι ο ησυχασμός. Σήμερα βλέπουμε τήν διάλυση τής ορατής πίστης. Ας μήν χάσουμε καί τήν αοράτων υπόσταση. Η Μετάνοια είναι αποκατάσταση. Αυτή πού απέφυγε ο Αδάμ γιά νά είναι σάν θεός. Η μία είναι τού Προδρόμου, η άλλη τού Κυρίου.
ποιο ροκανισμα,δν λες οδοστρωτήρας καλύτερα...ετοιμάσατε την οδόν Κυριου,προοδοποιων παρεγενετο και προετοιμαζων,ου τη δωρεά χαριζομενος οπερ ην η αφεσις αλλά προπαρασκευαζων τας ψυχάς των μελλόντων δεχεσθαι τον των όλων Θεόν..ποιησατε καρπούς άξιους μετανοίας..τι να επιδείξουμε που συνεχίζουμε να πράττουμε τα ενάντια??όλοι ξαναγινομαστε Αδάμ μου φαίνεται αλλά δν μπορεί κάπου θα υπάρχουν και οι αθλητές της ευσέβειας_εμείς μείναμε στν Τσιτσιπα...ντιπ τσίπα..!!σ'ευχαριστώ,καλό απόγευμα..ΑΠ
Δημοσίευση σχολίου