Συνέχεια από Πέμπτη, 4 Νοεμβρίου 2021
HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η
ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΙΙΙ. Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΣΤΟΝ ΦΙΛΗΒΟ
( 5η συνέχεια )
Η διάκριση μεταξύ Ιδέας και Αριθμού συντελείται εντός τού νοητού Ενός στον
Φίληβο, «εισαγομένης» τής «αρχής» (Prinzip) τού αριθμού ως προμηθεϊκής φωτιάς, που πράγματι φωτίζει. Η πυθαγόρεια κληρονομιά ταυτίσεως
Είναι και Αριθμού «αναπτύσσεται» στο καινούργιο επίπεδο του νοητού Ενός, και
αποδίδεται έτσι αριθμητικός
προσδιορισμός στην πολλαπλότητα που περιέχεται στο ίδιο το Ένα. Πρόκειται
(πράγματι) για Πολλά, όχι όμως απροσδιόριστα, αλλά «τόσα και τόσα» Πολλά. Στο παλαιό
πυθαγόρειο κληροδότημα, που προσδιόριζε αριθμητικά την απόδοση «τόνων» και
σχέσεων τόνων στη μουσική, αντιστοιχεί εδώ το
ιδεώδες τής γλώσσας και της γραφής, που
διαρθρώνουν αμφότερες «περιεκτικά» τον ήχο τής ανθρώπινης φωνής, καθιστώντας
την «διαθέσιμη». Αυτή η
«γνώση» και η «δυνατότητα» βασίζονται άρα σε μιαν ιδανική δομή, μια σχέση δηλ. Ιδεών, που συνιστά την «τέχνη» τού «ομιλείν» και του «γράφειν».
Χωρίς να αναιρείται ασφαλώς το γεγονός, ότι οι (συγκεκριμένοι) «τόνοι» κι η
μουσική, καθώς και ο διαρθρωμένος λόγος και η
συγκεκριμένη γραφή «παράγονται»
στην αισθητή πραγματικότητα. Διατηρώντας ωστόσο έναν «λαμπρό τύπο»
ιδανικότητας, εφ’ όσον πρόκειται
πράγματι για έναν (ολόκληρο) κόσμο «σημείων» και «δεικτών», που παραπέμπει στο
ιδεώδες! Δεν έχουμε να κάνουμε άρα με μιαν οποιαδήποτε «χειροτεχνία»,
«κοντά» σε μια σειρά από άλλες τέχνες, για τις οποίες θα έλεγε (μάλιστα) ο
Πλάτων ότι αποτελούν «πολύ λιγότερο» μια τέχνη, και «πολύ περισσότερο» μιαν
απλή «ρουτίνα» (τριβή)· αλλά (έχουμε να κάνουμε) με δυό τέχνες, που ονομάστηκαν αργότερα «ελεύθερες», εφ’ όσον δεν
υπόκεινται, με τον τρόπο τους, ως «εκτενείς» και «περιεκτικές», σε κάποιους ιδιαίτερους
σκοπούς και «στόχους».
Αυτή η «περιεκτικότητα» χαρακτηρίζει ωστόσο και το «μείγμα (το κράμα)
τού ποτού τής ζωής» (την πραγματική ζωή).
Εφ’ όσον τα «συστατικά», τα οποία
«επιτρέπεται» να εισέλθουν σταδιακά σ’ αυτό το «μείγμα», είναι (κι αυτά)
«αριθμητέα», κι ο τρόπος με τον οποίον μπορούν πράγματι να «εξεταστούν»,
περιεκτικός και «εξαντλητικός» (συγκεκριμένος!). Χωρίς να ισχύη ασφαλώς εδώ, ότι
μπορεί κανείς με τον ίδιον τρόπο που μαθαίνει και «κατορθώνει» τελικά να
τραγουδά, να μιλά ή να γράφη, να μαθαίνη και να «κατορθώνη», τελικά, και να ζη!
Ή μήπως θα μπορούσαμε έστω να πούμε, ότι
μαθαίνει κανείς να λογοδοτή, όπως
για όλα τα άλλα, έτσι και για τη σωστή ζωή, και μπορεί να το «κατορθώση» τελικά
κι αυτό; Έρχεται να μας «διδάξη» ο
ίδιος ωστόσο ο Φίληβος, πως η
διαλεκτική δεν είναι μια τέχνη που τη μαθαίνει κανείς, όπως το να μαθαίνης π.χ.
να γράφης, να μαθαίνης δηλ. κάτι που (πολλοί) άλλοι απλώς δεν το γνωρίζουν
(όπως π.χ. οι αναλφάβητοι). Επειδή η «σκέψη» είναι κι αυτή μεν μια
τέχνη, αλλά μια τέχνη που την εξασκείς, χωρίς να τη μαθαίνης ποτέ εις τέλος.
Και είναι και η ζωή εξίσου μια τέχνη,
απ’ την οποία ποτέ δεν «αποφοιτάς», και οι «σωστές» («ορθές») σκέψεις για
την ζωή, η Ιδέα τής σωστής (ορθής) ζωής, αλλά και το ύψιστο που θα μπορούσε εδώ κανείς να μάθη (το μέγιστον
μάθημα), δεν «κατανοούνται» παρά μόνο μέσα σ’ αυτό το γενικότερο
πλαίσιο. Όπως γνωρίζει άρα ο Αριστοτέλης, πως η θεωρητική του σκέψη, που την ονομάζει ηθική, οφείλει να (εξ)υπηρετή
την πραγματική ζωή, έτσι καθίσταται σαφές και για τον Πλάτωνα, αλλά και για
τον αναγνώστη τού Φίληβου, πως το «διαλογικό συμπέρασμα» για μιαν ιδανικά
«ορθή» και εναρμονισμένη ζωή, αποτελεί, καθεαυτό, έναν λόγο (Logos), που «προετοιμάζει» (που «προμηνύει»)
το έργο (Ergon): την επιλογή δηλαδή, την κατάλληλη
«στιγμή», αυτού που είναι και το «σωστό». Δεν πρόκειται να παρακολουθήσουμε περαιτέρω, ασφαλώς, σ’
αυτό το σημείο τις «εσωτερικές σχέσεις» μεταξύ τής διαλεκτικής τού Ενός και των
Πολλών από τη μια, και της διδασκαλίας τών ιδανικών αριθμών απ’ την άλλη. Εμάς μάς ενδιαφέρει ένα και μόνον εδώ: το
γεγονός ότι η ανθρώπινη ζωή ανήκει, όπως και κάθε ύπαρξη και κάθε Είναι, στο
ανάμεικτο (και μόνο) γένος, κι ότι το
τί σημαίνει να είναι κανείς καλός (καγαθός) είναι κάτι που δεν «αποκαλύπτεται» παρά
στο πραγματικό (και μόνο) «μείγμα (τού
ποτού) τής ζωής». Μια «αποκάλυψη», που μπορεί βέβαια να εκφρασθή και ως
εξής: όπως κάθε τι που υφίσταται (που υπάρχει), υφίσταται (υπάρχει)
συγκεκριμένα και μόνο προσδιορισμένο, ενταγμένο
δηλ. στο σύνολο της απεριόριστης ποικιλίας τής Γενέσεως, έτσι και η
καθοδηγούμενη απ’ την πρακτική λογική ανθρώπινη ζωή «περιέχει» συγκεκριμενοποιημένο
και μόνο στην πραγματική (ανθρώπινη) πράξη, στην «επιλογή» δηλ. ενός πράγματος
από ένα άλλο, το Αγαθό. Το οποίο σημαίνει βέβαια περαιτέρω, ότι κάθε (ανθρώπινη) πράξη συμπεριλαμβάνει
πάντοτε, εφ’ όσον συνιστά (μιαν) απόφαση, μια «δύναμη» επίσης αβεβαιότητας και
αμφιβολίας, εφ’ όσον η πράξη αυτή «καλείται να κινηθή» εντός ενός
«στοιχείου», που «αποφεύγει» το ίδιο κάθε προσδιορισμό και περιορισμό,
ονομαζόμενο γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο: «άπειρον».
Η ανθρώπινη ζωή είναι λοιπόν κι αυτή, για τον
ίδιον ακριβώς λόγο, διαλεκτική.
Είναι η ίδια Ένα και Πολλά ταυτόχρονα, η ίδια κάθε στιγμή, και γι’ αυτό ακριβώς
χωρισμένη (κάθε στιγμή!) απ’ τον εαυτό της, όπως κι
αυτό που «είναι» (το Τί-Είναι) το κάθε Όν (( Η
ουσία και ο αληθινός «εαυτός»… )) είναι
το ίδιο στο τέλος, σε κάθε τι (από τα πολλά), στα οποία αυτό το όν μετέχει. Οι απορίες τού Φίληβου πρέπει να ληφθούν, πράγματι,
«κατά γράμμα». Εφ’ όσον δεν συνιστούν κάποιαν αντίφαση, αλλά την ίδια την οδό τής σκέψης.
Νομίζω μάλιστα πως αυτή η διδασκαλία, που «προλαβαίνει» τόσο
χαρακτηριστικά την αριστοτελική κριτική, (αντι)κατοπτρίζεται, υπό μιαν κάπως
διαφορετική προοπτική, και στον Πολιτικό,
όπου και διακρίνεται η «σχετική» (και
συνηθισμένη) τέχνη τής μετρήσεως, από μια μετρητική τέχνη, που έχει τη συμμετρία (το «σύμμετρο») ως
κανόνα. Η «σχετική» τέχνη τής μετρήσεως δεν γνωρίζει παρά εκείνο που είναι
περισσότερο από κάτι το λιγότερο, ή λιγότερο από κάτι το περισσότερο – ενώ η
αληθινή μετρητική τέχνη γνωρίζει,
έχοντας το «σύμμετρο» (τη συμμετρία) ως κανόνα, όχι μόνον αυτό που είναι περισσότερο από κάτι το λιγότερο, αλλά το καθεαυτό,
ως όν (Πολ. 284a9), «περισσότερο». Το «σύμμετρο» και η
συμμετρία προέρχονται απ’ αυτήν ακριβώς την αληθινή μετρητική τέχνη: πρός τήν τού μετρίου γένεσιν – Πολ.
284c1. Χωρίς να χρειάζεται μάλιστα να
επεκταθούμε στο «γεγονός» αυτής τής διάκρισης μεταξύ τών δύο μετρητικών τεχνών,
μπορούμε με ασφάλεια να πούμε, πως το «σύμμετρο»
είναι, από οντολογικής πλευράς, αυτό
ακριβώς που ονομάζεται «ανάμεικτο» στον Φίληβο:
οτιδήποτε δηλ. «(συν)αρμόζει»
(ταιριάζει) στο «μείγμα», η κάθε «σωστή στιγμή», αυτό που πράγματι μας «δεσμεύει» (τό δέον), κι αυτό που βρίσκεται πράγματι, εν
συντομία, στη «μέση» ανάμεσα σε δύο άκρα (284e6 κ.ε.). «Φανερώνονται» στ’ αλήθεια, οι βασικές έννοιες
της αριστοτελικής ηθικής εδώ! Γιατί όσο κι αν πρέπη να παραδεχτούμε, πως η
σωκρατική «ανησυχία για την ιδίαν ψυχήν» προεκτείνεται αναμφίβολα στην
«περιοχή» τής πολιτικής ουτοπίας και
της κοσμικής καθολικότητας, βλέπουμε
ταυτόχρονα, πως το «σωκρατικό ερώτημα» παραμένει ζωντανό, ακόμα κι όταν η
καθολική διδασκαλία τών Ιδεών και η εν γένει ύπαρξη της διαλεκτικής (τέχνης)
«τίθενται υπό συζήτηση». Κι αυτό είναι που μας διδάσκει, πρώτα και πάνω απ’ όλα,
ο Φίληβος.
Αν συνδυάσουμε (τώρα) αυτό το συμπέρασμα
με το «επέκεινα» του Αγαθού, το
οποίο και τονίζεται τόσο εμφαντικά στην
Πολιτεία, μπορούμε να δούμε ότι εκείνο, το οποίο και καθιστά όλα τα καλά
πράγματα καλά καγαθά, «εξωθείται» πράγματι, μ’ έναν δύσκολα αντιληπτό τρόπο, πέρα
κι απ’ την τάξη τών όντων. Δεν πρόκειται δηλ. για Κάτι, ένα « Έν» έστω, που
υφίσταται κοντά σε κάποιο Άλλο. Αλλά πρόκειται γι’ αυτό το ίδιο το Αγαθό, «αυτό
τό αγαθόν», που «διαφεύγει» πράγματι από «τα πάντα», αποτελώντας το Είναι, γενικά, των Ιδεών,
χωρίς να αποτελή κι αυτό ωστόσο μιαν Ιδέα.
Ελπίζω πως κατάφερα να «πείσω» για το ότι
ο Πλάτων εκφράζει ουσιαστικά, με μια μυθική ασφαλώς μορφή, εκείνο το οποίο και
καθίσταται σαφές με τη «φανέρωση» του Αγαθού στο Ωραίο, εδώ στον Φίληβο· θέλοντας επίσης να δείξω, ότι
αυτός είναι και ο «κεκρυμμένος» στο μυθικό ερώτημα για το Αγαθό προβληματισμός,
τον οποίον θα χαρακτηρίση αργότερα ως το «πρόβλημα
της αναλογίας», ως την Analogia entis (αναλογία τής ύπαρξης), ο
Αριστοτέλης. Είναι ακριβώς η μεταφυσικότητα
του Αγαθού που μας «απαγορεύει» να το «εννοήσουμε» ως μιαν Ιδέα, ότι
διαθέτει δηλ. κάποιο «περιεχόμενο», αποτελώντας έτσι ένα ανώτατο, τρόπον τινά,
γένος, που περιλαμβάνει όλα τα γένη. Άρα
και το Είναι αυτού τού Αγαθού δεν έχει, όπως και οποιοδήποτε άλλο Είναι, ανάγκη
να «εξασφαλισθή» (να «μεταφερθή» και να «εκφρασθή») κατ’ αρχάς, είτε
εξειδικευόμενο, είτε διαιρούμενο,
είτε μέσω μιας οιασδήποτε άλλης μορφής διαμερισμού, με το Όν, ώστε να ομοιάζη
μ’ αυτό. Δεν μπορεί μάλιστα καν να «εξασφαλισθή» (να «μεταφερθή»), αλλά εμφανίζεται άμεσα (και μόνο) στο Όν,
κάτι το οποίο και εκφράζει η «φράση» περί «καταφυγής» τού Αγαθού στο Ωραίο ((
‘Οπου και φανερώνεται! )) . Αυτό νομίζω λοιπόν πως είναι και το συμπέρασμα
όλης αυτής τής έρευνας για την ιδιαίτερη
θέση τής Ιδέας τού Αγαθού στο πλατωνικό έργο: ότι πρέπει να ασκήσουμε σε ’μάς μάλλον
τούς ίδιους τον επονομαζόμενο συνήθως (και «ευχαρίστως») ως αυτοκριτική τού
Πλάτωνα διάλογο του Παρμενίδη. Πρόκειται για μια λανθασμένη πάντοτε
«(εμ)πραγματοποίηση» το να θεωρούμε (να επιθυμούμε να θεωρούμε) ως μιαν
«οντολογική» σχέση τη (συμ)μετοχή τού Όντος στο Είναι, αντί να την
αναγνωρίζουμε εξαρχής ως το σημείο απ’ το οποίο ξεκινά πάντοτε («απλώς») κάθε
νοήμων λόγος περί Ιδέας ή περί Καθολικότητος
(( !!! )) .
Όποιος αναζητά να «θεωρήση» ο ίδιος (( Και όχι προκατειλημμένος απ’ την οποιαδήποτε «ιδεολογία» … )) την επέκεινα φύση τού Αγαθού, δεν έχει το «δικαίωμα» (δεν του επιτρέπεται) να το «θεωρήση» ως «ένα (κάποιο, “οποιοδήποτε”) Αγαθό». Πρέπει καλύτερα να παρατηρήση την τριπλή διαβάθμιση της τάξεως του όντος, την ψυχή, την πόλη και τον κόσμο, η οποία και αναπτύσσεται μυθικά στους πλατωνικούς, προπάντων στην Πολιτεία και τον Τίμαιο, διαλόγους. Η ενότητα «ενότητας και πολλαπλότητας», που φανερώνεται εκεί με σαφήνεια, δεν καθιστά μόνον «ωραία» αυτήν την ενότητα – αλλά αποτελεί και τη δύναμη του Αγαθού, που συγκρατεί και συνενώνει «παντού τα πάντα» (( Ενάντια στο οποίο στρέφεται σήμερα με όλες του τις «δυνάμεις» το δαιμονικό εγχείρημα για τη «μετάλλαξη» του ανθρωπίνου όντος… )) .
( συνεχίζεται με το 4ο
κεφάλαιο: «Η αριστοτελική κριτική στην Ιδέα τού Αγαθού» )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου