Τό τυπικό καί τό καθολικό, ως πρός τό μοναχικό καί τό ατομικό, καί τό πρωτείο τού καθολικού στό ατομικό, συνιστά θεμέλιο τής αρχαίας φιλοσοφίας.
Κάτι πού τελικώς φάνηκε σέ πλήρη διαφωνία μέ τήν χριστιανική αλήθεια.
Στόν χριστιανισμό τό ουσιώδες είναι τό πρόσωπο. Ο πνευματικός κόσμος, από τήν πραγματικότητα, αισθητή καί χρονική, τού οποίου εξαρτάται, καί στόν οποίον είναι αγκυροβολημένο, δέν παρουσιάζεται πλέον σάν ένα βασίλειο καθολικών καί ιδεατών οντοτήτων, οι οποίες διαθέτουν τήν δύναμη τής τάξεως μιάς πραγματικότητας αναγκαίας καί τυπικής σέ σχέση μέ τήν τυχαιότητα τού υλικού κόσμου. Παρουσιάζεται σάν μιά πολλαπλότης πνευματικών-υποκειμενικών υπάρξεων, οι οποίες συνεχίζουν νά υφίστανται ουσιαστικώς σάν τά ίδια ακριβώς τα άτομα, μέ τήν ίδια ταυτότητα καί στόν χρόνο όπως καί στην αιωνιότητα. Καθένας αισθάνεται, σάν πρόσωπο, σέ απευθείας σχέση μέ τόν Πατέρα. Η μοίρα τής υπάρξεως τού καθενός εξαρτάται από τήν ελέυθερη θέλησή του, από τόν τρόπο ζωής του, από τήν ενέργεια τής χάρης τού Θεού, η οποία μετρά κάθε τρίχα τής κεφαλής τού καθενός καί είναι στραμμένη στό άτομο, μέ αγάπη. Τό καθολικό τώρα, προκύπτει θεμελιωμένο μόνον στίς πράξεις καί στόν δεσμό (κοινωνία) πού κρατά τά άτομα.
Έτσι π.χ. τό προπατορικό αμάρτημα, στό οποίο όλοι μετέχουμε, δέν αποτελεί έναν γενικό χαρακτήρα, αλλά ένα αποτέλεσμα τής θεληματικής πράξης ενός ατόμου, τού Αδάμ. Κάι μεταφέρεται από άτομο σέ άτομο.
Ακόμη καί η απελευθερωτική πράξη τής θυσίας τού Χριστού είναι πάνω απ’όλα κάτι μοναδικά ατομικό. Καί μόνον ξεκινώντας από αυτήν τήν συνθήκη αποκτά τήν καθολική της σημασία. Όσο πιό καθαρά λοιπόν, από κεί καί πέρα στίς επόμενες εποχές, η νέα σημασία γιά τόν κόσμο τού αθανάτου προσώπου επιβάλλεται στήν έννοια τού Είναι, τόσο πιό καθαρά καί τό άτομο, τό ανθρώπινο άτομο, τό προσωπικό, απελευθερώνεται από τήν περιθωριακή θέση πού τό είχε τοποθετήσει η αρχαιότης.
Έτσι η αρχαία φορμαλιστική θεωρία μέ τήν τάση της πρός τό καθολικό, πρέπει νά αποσυρθεί έναντι τής νέας ουσιώδους συλλήψεως τής ατομικής ψυχής καί τού διαχωρισμού της από τό οργανικό σώμα. Ακόμη καί τό δόγmα τής αναστάσεως τού σώματος βοηθά στήν επέκταση τής έννοιας τού ατόμου καί σ’ αυτό πού είναι τυχαίο, υλικό. Ο Πλάτων ερμηνεύθηκε εύκολα σάν εκφραστής, μέ τήν θεωρία τών ιδεών, τής Ελληνικής τέχνης. Μέ τό ιδανικό τής μορφής. Μιά ερμηνεία πού απηχεί τήν ερμηνευτική μέθοδο τού Σλάϊερμάχερ. Σήμερα η ερμηνευτική προσπαθεί νά ξεφύγει από τίς πλάνες τού Γερμανικού ιδεαλισμού, οι οποίες επηρέασαν ολόκληρη τήν κληρονομιά τής Δύσεως, καί σ’ αυτήν τή νέα προσπάθεια αφιερώνουμε σιγά σιγά καί θ΄ αφιερώσουμε πολλά δεδομένα. Άς προχωρήσουμε όμως μέ δύο άλλα σημαντικά σημεία.
Στήν εποχή τών Πατέρων τής Εκκλησίας, μέχρι τόν Αυγουστίνο, τά παλαιά καί τά νέα θέματα, οι παλαιοί καί οι νέοι λόγοι, ήταν ακόμη ενωμένοι, συνυπήρχαν. Οι μεταμορφωτικές δυνάμεις, πού από τήν αρχή διαπερνούν τό θέμα τής υποκειμενικότητος καί εκείνο τού ζωντανού χαρακτήρος τού πνεύματος, δέν αποκαλύπτουν αμέσως τό θέμα τής ατομικότητος. Άς προσπαθήσουμε νά δούμε από κοντά τό θέμα τού ζωντανού χαρακτήρος τού πνεύματος, πού παίζει καθοριστικό ρόλο στήν νεωτερικότητα καί γεννήθηκε ακριβώς από τήν αναβάθμιση τού σώματος εκ μέρους τής χριστιανικής πίστεως.
Κάθε μεταφυσική απαίτηση συναντά αμέσως λοιπόν τήν εμπλοκή καί τήν αντίθεση τής σταθερότητος καί τής κινήσεως, τής ησυχίας καί τής κινήσεως, τού ακινήτου όντος καί τής ζωτικότητος πού βρίσκεται πάντοτε σέ αλλαγή. Αυτό πού μάς δίνεται αμέσως από τήν ζωή πού υπάρχει γύρω μας καί μέσα μας είναι η σταθερότητα τής αλλαγής, τής μεταλλάξεως, στόν χρόνο. Η γέννηση καί η φθορά, η ζωτική αύξηση καί η παρακμή, η ανατολή καί η δύση, είναι πρωταρχικές εμπειρίες τής καθημερινότητός μας, Είναι επίσης καί οι πηγές κάθε χαράς καί κάθε λύπης .Σ’ άυτήν όμως τήν τάση, πού τείνει νά παρασύρει όλα τά πράγματα στό ρεύμα τού γίγνεσθαι, αντιτίθεται μιά εμπειρία η οποία δέν σταματά ποτέ νά υπάρχει μέσα μας, τής ακινησίας καί τής σταθερότητος, απέναντι στήν οποία η αλλαγή κυλά παραμένοντας στό εξωτερικό της. Και η οποία κατορθώνει νά διατηρείται καί νά συντηρείται χωρίς νά επιτρέπει τήν αντίληψη οποιασδήποτε αρχής ή τέλους, καί δυναμώνει μέ τίς απαιτήσεις τής λογικής καί τού συναισθήματος. Ο,τιδήποτε κυλά καί ρέει είναι γιά την γνώση αυτό πού δέν συλλαμβάνεται, καί γι' αυτό προσπαθεί νά βρεί παντού σταθερά σημεία, κάτι ακίνητο, σέ αντίθεση μέ τό γίγνεσθαι ή ακόμη καί μέσα στό ίδιο τό γίγνεσθαι.
Η σκέψη ψάχνει από πάντοτε τήν ουσία μ’αυτήν ακριβώς τήν σημασία : τής σταθερότητος, τού αναλλοίωτου, τού αιωνίου καί τού αθανάτου, αυτού πού μπορεί νά συλληφθεί καί τό οποίο δέν μπορεί νά διαλυθεί από τήν στιγμή πού η νοημοσύνη τό έχει συλλάβει (σήμερα αυτή η ιδιαιτερότης αποτελεί τήν συνείδηση). Τό πραγματικό γίγνεσθαι, μιά ανάδυση τού Είναι από τό Τίποτα, ή η εξαφάνιση τού Είναι στό Τίποτα, φαίνεται, παρότι αυτή η εμπειρία είναι οικεία στήν αισθητή εμπειρία τής ζωής, κάτι το αδιανόητο γιά την νόηση. Η νόηση προσπαθεί νά σωθεί από τό γίγνεσθαι (διά τής συντηρήσεως), προσπαθώντας νά συλλάβει αυτό πού αλλάζει σάν μιαν απλή κάι εξωτερική αλλοίωση αυτού πού καθ’ εαυτό δέν γίγνεται καί δέν καταστρέφεται. Προσπαθεί νά σωθεί μέ τήν ουσία (τήν αθανασία τής ψυχής). Κάι γιά τήν νόηση τίποτε δέν γενιέται από τό τίποτε, ή αυτό πού είναι, δέν μπορεί νά καταστραφεί. Σ’αυτή τήν απαίτηση τής λογικής μπορούμε νά προσθέσουμε καί τήν απαίτηση τού συναισθήματος. Αυτό πού πάντοτε αλλάζει, και πού είναι συχνά η πηγή ενός ζωτικού συναισθήματος πού μπορεί νά οδηγήσει ακόμη καί σέ έκσταση, συνειδητοποιείται στήν διάρκεια τού χρόνου σάν βασανιστική διατάραξη κάποιας τάξεως, καί δίνει μιά πολύ σημαντική σημασία στήν επιθυμία μιάς στάσης μέσα στή ζωή, μιάς απουσίας κινήσεως καί αλλαγής, μιας ησυχίας καί ισορροπίας (puer aeternus). Στήν μυστηριώδη ροή πού φέρνει τά όντα στή γέννηση καί στήν φθορά, βιώνεται μέ σφοδρότητα η φθορά, έτσι ώστε εναντίον τής καταστροφής πού προκαλεί παντού ο χρόνος, νά επιθυμείται κάτι αθάνατο, πού δέν εκπίπτει, αιώνιο, η αιώνια ησυχία στήν θέση τής εναλλαγής επιθυμίας καί απολαύσεως.
Αυτός ακριβώς είναι ο μύθος τής Δήμητρας καί τής Περσεφόνης. Μέ τόν οποίον η Δύση ερμήνευσε τό μέτρο τής φιλοσοφίας, τήν αγάπη της γιά τό ορισμένο κάι τήν αποστροφή της γιά κάθε άπειρο. Τήν σκοπιμότητα επομένως τής σοφίας καί τήν προτίμησή της στόν κύκλο, σάν έκφραση τής τελειότητος . Μέσα σ’αυτό τό πλαίσιο ερμηνεύεται καί η ορθόδοξη εκκλησία. Κατηγορείται για συντήρηση καί ακινησία, καί δικαίως. Διότι αυτό πού ξεχωρίζει στην καθημερινή μας εμπειρία είναι ο κληρικαλισμός. Διότι αγνοούμε τήν πνευματική ζωή τής εκκλησίας. Μέ τήν εμπειρία τού νέου μπορούμε να ερμηνεύσουμε εξάλλου καί τήν συντριπτική επιτυχία τού ΠΑΣΟΚ, τό οποίο ξεκίνησε μέ τό σύνθημα τής αλλαγής, τήν επιτυχία τής αριστεράς ιδεολογίας πού συνέτριψε τόν συντηρητισμό. Γιά τήν αλλαγή αγωνίζεται καί ο οικουμενισμός. Καί απευθύνεται στόν άνθρωπο, πού διαθέτει τό σύνθετο ψυχής καί σώματος, συναισθήματος καί λογικής, χωρίς νά ενδιαφέρεται ούτε γιά τήν πραγματικότητα καί τήν διαφορά από τό σύνθετο τής φιλοσοφικής ψυχής, ούτε και τής χριστιανικής. Πράγματα πού θα δούμε αναλυτικότερα σιγά-σιγά.
Από αυτή τήν αρχετυπική ακινησία απελευθέρωσαν τήν Δύση ο Χέγκελ καί ο Νίτσε. Ιδιαιτέρως ο Νίτσε, μέ τήν θριαμβευτική καί διονυσιακή αποδοχή τού γίγνεσθαι. Έτσι οι προφήτες τής νεωτερικότητος ξεκινούν μέ τον Ηράκλειτο, τόν φιλόσοφο τής αλλαγής καί τού ‘‘Τά πάντα ρεί’’, συνεχίζουν στόν Χέγκελ, για νά αποθεωθούν στόν Νιτσε, ο οποίος κήρυξε τόν θάνατο τού θεού, δηλ. τής ουσιοκρατίας τού Ακινάτη, τού ακινήτου όντος, τού summum bonnum. Ένας αποκλεισμός τής ουσίας, που συμπαρέσυρε καί τήν υπερούσιο ουσία τής Αγίας Τριάδος. Γιά τόν Νίτσε λοιπόν, ο Χέγκελ είναι, μαζί μέ τόν Ηράκλειτο, ο μεγάλος προφήτης τής ευτυχίας τού γίγνεσθαι, τής αποδοχής ακόμη καί τής παρακμής καί τής εκμηδενίσεως, τής αντιθέσεως καί τού πολέμου. Ανήκει στούς Γερμανούς, κατά τήν γνώμη του, η τιμή τής εξαγγελίας τού Γίγνεσθαι, μέ μιά ταυτόχρονη ριζική άρνηση τής εννοίας τού Είναι. Η αλλαγή ανήκει στήν ουσία αυτού πού είναι. Καί υιοθετεί αμέσως τήν φιλοσοφία τής πράξεως τού Φίχτε: Δέν υπάρχει κανένα είναι πίσω από τήν πράξη, από τήν ενέργεια, από τό γίγνεσθαι. Αυτός πού πράττει είναι ένα καθαρό αποτέλεσμα τής πράξεως. Η πράξη είναι τό πάν. Η πραγματικότης τού πνέυματος σάν ενός γίγνεσθαι, αποδεικνύει πως ο κόσμος δέν έχει κανέναν σκοπό, κανένα τελικό στάδιο, καί δέν μπορεί νά διαθέτει ΕΙΝΑΙ. Εμείς οι Γερμανοί είμαστε Εγελιανοί, λέει, διότι ενστικτωδώς αποδίδουμε στό γίγνεσθαι, στήν ανάπτυξη, ένα βαθύτερο νόημα από αυτό πού έχει όλο εκείνο πού Είναι. Η εξέλιξη είναι η αυθεντική ανακάλυψη καί πραγματοποίηση τής Γερμανίας στήν ιστορία τής φιλοσοφίας.
Καταλαβαίνουμε πιό εύκολα τώρα τήν θέληση γιά δύναμη, τόν καπιταλισμό, τήν σύγχρονη έννοια τής ιστορίας, αλλά ιδιαιτέρως τήν ουσία τής τεχνολογίας, η οποία υπέταξε εύκολα στά δεδομένα της, μέχρις εξαφανίσεως, τήν επιστήμη.Άς σημειώσουμε κλείνοντας, πως καί ο ησυχασμός ερμηνεύεται, καί από τόν κληρικαλισμό καί από τόν οικουμενισμό, μέ τά παραπάνω δεδομένα. Σάν στασιμότης, συντήρηση, έξοδος από τήν ζωή καί προδοσία τής εκκλησίας, η οποία πρέπει νά είναι ουσιαστικώς ιστορία.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου