ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΠΕΡΙ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΣ τού G.Prestige
Πρίν συνεχίσουμε τίς σύγχρονες αοριστολογίες τού Μπουλγκάκοφ, γύρω από τά δόγματα τής πίστεώς μας, θά προσπαθήσουμε νά δούμε επί τροχάδην, τά ίδια θέματα, μέσα από το κείμενο τού Prestige, γιά νά μπορέσουμε στό τέλος νά εξετάσουμε μέ κάποια επάρκεια τήν θεολογία τού κ.Ζηζιούλα.
Στήν αρχή τού χριστιανισμού η αναγνώριση τής θείας μοναρχίας καί η ομολογία μιάς θείας τριάδος, παρουσιάστηκαν ξεχωριστά, καί πολύ σύντομα αυτές οι δύο ομολογίες χρειάστηκαν νά έλθουν σέ συμφωνία, διότι στούς χριστιανούς φάνταζαν αντιφατικές καί αυτοαναιρούμενες. Τίς προσπάθειες ενότητος ξεκίνησε ο Τερτυλλιανός, ο τελευταίος Έλλην απολογητής καί ο πρώτος λατίνος θεολόγος. Λέει λοιπόν, πώς οι πρώτοι Χριστιανοί άλλαξαν την πολυθεϊστική τους πίστη με την πίστη σε Έναν καί Μοναδικό θεό και δέν μπορούν αν κατανοήσουν το μυστήριο της «Οικονομίας», το οποίο μας αποκάλυψε την Αγία Τριάδα. Κατορθώνει να αντιμετωπίσει τελικώς μόνον τις αντιρρήσεις, δέν προχωρά πολύ πιό πέρα την θεολογία του. Γράφει πώς η Μοναρχία αναφέρεται στην αυθεντία Ενός αλλά και στην εφαρμογή αυτής της αυθεντίας από πολλούς. Η μοναρχία κινδυνεύει μόνον εφόσον βρεθεί μία αυθεντία διαφορετική, η οποία θα διαθέτει δικές της αρχές και δικό της χαρακτήρα. Όταν δηλαδή παρουσιαστεί κάποιος άλλος θεός αντίθετος του Δημιουργού. Όσον αφορά την Αγία Τριάδα κατόρθωσε, με την βοήθεια του όρου οικονομία, να ορίσει ή να φωτίσει το Μυστήριό της με την βοήθεια της έννοιας της ενότητος! Η ενότης της Αγίας Τριάδος ήταν μία ενότης στην οποία η διαφοροποίηση δέν ήταν τίποτε άλλο απο μία διαφορετική πλευρά αυτής της ίδιας της ενότητος [Γι’αυτό και ο Μπουλγκάκοφ κατηγορεί τους Καππαδόκες ότι κατόρθωσαν να επινοήσουν ένα σύστημα με το οποίο μπορούμε να έχουμε τρία ενωμένα σε μία και μόνη Φύση (όχι ουσία, διότι φύσις και ουσία διαφέρουν, παρότι ταυτίζονται σήμερα από τους θεολογούντες. Έτσι για τον Αθανάσιο μία μοναδική Θεία Ενέργεια φανερώνεται στις ξεχωριστές ενέργειες των διαφορετικών προσώπων, μία ενέργεια τόσο αυθεντικά και τελείως μοναδική, όπως μοναδική είναι και η ουσία, η οποία φανερώνεται στις διαφορετικές αντικειμενικές παρουσίες. Ο Νύσσης στην επιστολή 189,6, το διευκρινίζει ακόμη περισσότερο: Από την ταυτότητα της ενέργειας συνεπάγεται η ενότης της Φύσεως. Αυτή η ταυτότης δείχνει τόν αμετάβλητο χαρακτήρα της Φύσεως. Δέν υπάρχει διαφορά στην Θεότητα. Το πάν προοδεύει από την ταυτότητα της ενέργειας στην ταυτότητα της Ουσίας). Και συνεχίζει ο Μπουλγκάκοφ: δέν μπορούμε να έχουμε όμως μία τρι-ενότητα!
Εννοώντας μ’αυτό τον σκοπό της εργασίας του, τον οποίο μοιράζεται και ο Ζηζιούλας και ο Γιανναράς].
Στην συνέχεια το πρωτόλειο δόγμα της Αγίας Τριάδος δέχθηκε το τρομερό χτύπημα του Σαβέλλιου, για το οποίο η Τριάδα των προσώπων είναι τρείς διαφορετικές μάσκες, προσωπεία, του Ενός Θεού.
Η αίρεση του Σαβέλλιου λοιπόν αρνείτο την ύπαρξη τριών προσώπων. Δίδασκε πώς στην Αγία Τριάδα υπήρχε ένα και μοναδικό πρόσωπο και πώς τα δύο υπόλοιπα ονόματα ήταν απλά προσωπεία του Ενός.
Στο ξεκίνημα της Θεολογίας, το πρόσωπο εχρησιμοποιείτο με την Αριστοτελική σημασία της «πρώτης ουσίας», δηλαδή σαν ένα ξεχωριστό άτομο, συγκεκριμένο. Διακρινόταν από την υπόσταση στό γεγονός πως πρόσωπο σήμαινε τήν ιστορική ύπαρξη, ενώ υπόσταση την μεταφυσική. Ο όρος υπόσταση μάλλον προερχόταν από το ρήμα υφίστημι αλλά σήμαινε επίσης και ενεργητική μορφή. Σήμαινε δηλαδή είτε υπόκειμαι είτε υποβαστάζω, συγκρατώ.
Για τον Ωριγένη, η υπόσταση σήμαινε την κατοχή του Νού απο τον Λόγο, σήμαινε δηλαδή κάτι σαν κατοικία, έδρα θεμέλιο. Και για τους υπόλοιπους συγγραφείς σήμαινε μονή, δηλαδή στάση, σταθμό, στον δρόμο πρός τον Κύριο. Στην συνέχεια η υπόσταση άρχισε να σημαίνει περιεχόμενο ή Ουσία! Για τον Μ.Αθανάσιο σήμαινε ύπαρξη και έτσι υπόσταση και Είναι σήμαιναν αυτό που υπάρχει. Ότι υπάρχει. Συνήθως ταυτιζόταν με την ουσία, και ο Επιφάνιος, ερμηνεύοντας την έκφραση «αυτός που είναι» λέει πώς σημαίνει το απόλυτο Είναι, το όν, και αυτό το απόλυτο όν σημαίνει υπάρχουσα ουσία. Είναι ο πρώτος επίσης που ομολογεί πώς ο Πατήρ είναι ενυπόστατος (δηλαδή συγκεκριμένα και πραγματικά ξεχωριστός) όπως και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Παρότι όμως ουσία και υπόσταση ταυτιζόταν, υπήρχε και η συνείδηση μιάς κάποιας διαφοράς. Διότι και ο όρος ουσία ήταν μεταφυσικός και σήμαινε ότι τό ατομικό καί ξεχωριστό τής ουσίας, στήν εσωτερική του ανάλυση, σημαίνει ένα πράγμα που φιλοσοφικά συστήνει μία ενότητα. Ενώ η υπόσταση άρχισε να χρησιμοποιείται περισσότερο με την έννοια της εξωτερικής και συγκεκριμένης ανεξαρτησίας, παρά με την έννοια του περιεχομένου.
Όταν λοιπόν ολοκληρώθηκε το Τριαδικό δόγμα, και σταθεροποιήθηκε στη έκφραση μία ουσία σε τρείς υποστάσεις, αυτό σήμαινε πώς ο Θεός, ώς πρός την εσωτερική του ανάλυση, είναι ένα αντικείμενο. Αλλά εκλαμβανόμενος στην εξωτερική φανέρωση Αυτός είναι τρία αντικείμενα. Η ενότης του Θεού διασώθηκε από την ομολογία πώς αυτά τα τρία αντικείμενα στην φανέρωσή τους, είναι στην ταυτότητά τους Ένα. Η πρόσθεσή τους Θεός+Θεός+Θεός, δέν δίνει σαν αποτέλεσμα τρείς Θεούς, αλλά απλώς έναν Θεό! Διότι, όπως εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, η λέξη Θεός, εφόσον εφαρμόζεται σε κάθε ένα ξεχωριστά από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος εκφράζει μιάν ολότητα και μία απολυτότητα που δέν δέχονται πλέον καμμία αύξηση, ούτε σε ποσότητα ούτε σε ποιότητα. Η υπόσταση καταλήγει να σημαίνει στήριγμα! Για την Θεολογία όμως η σημασία που επικρατεί εκφράζει την διαρκή πραγματικότητα και την αντικειμενική στερεότητα του δεδομένου πράγματος. Έτσι εμφανίζονται εκφράσεις σαν «υπόσταση της Ουσίας» που θα μπορούσε να μεταφραστεί σαν «χαρακτήρας ουσιαστικώς αντικειμενικός», υπαρκτός. Μερικά πράγματα ας πούμε, συμβαίνουν όχι φαινομενικώς αλλά στην υπόσταση της αληθείας. Ο Μεθόδιος. Δίνει την καλύτερη εικόνα, εκεί όπου προσπαθεί να ορίσει τις διαφορετικές σημασίες με τις οποίες μπορούμε να πούμε πώς δύο αντικείμενα είναι χωρισμένα. Ένα πράγμα μπορεί να ξεχωρίζει από ένα άλλο πράγμα μέσω προόδου και υποστάσεως. Ένα παράδειγμα στην μία περίπτωση είναι η ήρα και το σιτάρι, τα οποία ξεχωρίζουν διότι οι σωροί τους είναι φυσικώς διαφορετικοί. Μπορούν όμως επίσης τα πράγματα να ξεχωρίσουν με μία πρόοδο, μέσω σκέψης, χωρίς όμως να έχουν ξεχωρίσει ώς πρός την υπόσταση. Όπως στην περίπτωση που το στοιχείο που αφαιρείται δέν διαθέτει «υπόσταση ουσίας». Όπως συμβαίνει σε ένα άγαλμα το οποίο παριστάνει έναν άνθρωπο ή ένα άλογο και στο οποίο, λυώνοντας τον μπρούτζο, διαχωρίζεται η μορφή από την ύλη. Έτσι η μορφή καταργείται, ακυρώνεται, διότι δέν περιέχει μία «αντικειμενικότητα ουσίας».
[Εδώ βρίσκονται τα όρια αρχαίας σκέψης και Χριστιανισμού, τα οποία καταργήθηκαν με την προτίμηση του προσώπου έναντι της υποστάσεως από τον Αυγουστίνο. Γι’ αυτό και οι Δυτικοί μελετητές ομιλούν για κοινά θεμέλια σκέψης. Σκέψη σήμερα σημαίνει και η οντολογία. Η οποία κυριαρχεί, παρότι ούτε ο Πλάτων είχε σαν πρώτη αρχή, το Είναι ή το όν, αλλά την δύναμη, δύναμη ζωής, παθήματος και ενεργείας]
Η υπόσταση λοιπόν αποκτά την σημασία ενός πράγματος που υπάρχει θετικά, συγκεκριμένα και διακεκριμένο από άλλα. Γι’αυτό και ο Αθανάσιος μπορεί νά πεί για το κακό: μερικοί Έλληνες στοχαστές ισχυρίζονται λανθασμένα την ύπαρξη του κακού σε υπόσταση και καθ’εαυτό. Του απέδιδαν μία ανεξάρτητη και πραγματική ύπαρξη. [όπως μερικοί σήμερα, συνηθισμένοι να βλέπουν μόνο το κακό, διότι αυτοαναφέρονται, διότι έχουν σαν κέντρο το Εγώ, ισχυρίζοντας ότι ο Αντίχριστός θα είναι άνθρωπος]
Το επίθετο ενυπόστατος σημαίνει απλώς αυτό που διαθέτει μία δική του αντικειμενική ύπαρξη. Και διαφέρει επομένως από ένα συμβεβηκός ή ένα χαρακτηριστικό ή ιδιότητα ή από οποιαδήποτε άλλη νοητική αφαίρεση που δέν είναι ένα συγκεκριμένο αντικείμενο ή ένα πράγμα. Ο Κύριλλος στις κατηχήσεις του 11,10, λέει πώς ο Λόγος δέν ήταν μία λέξη που ειπώθηκε αλλά ένας ενυπόστατος λόγος, γεννηθείς εκ του Πατρός σε υπόσταση. Ο Ιππόλυτος μας λέει τέλος πώς το Είναι, το όν, διακρίνεται σε τρείς κατηγορίες: γένος, είδος και άτομο. Σαν παράδειγμα γένους είναι η λέξη ζώον. Για το είδος η λέξη άνθρωπος. Η οποία όμως ακόμη δέν τον ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα, δέν τον εξατομικεύει και δέν τον κάνει ακόμη μία υποστατική ουσία. Σαν άτομο, εννοεί την ουσία του Αριστοτέλη.
Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ονομάστηκαν για πρώτη φορά υποστάσεις από τον Ωριγένη (Κατά Κέλσου 8,12), όπου μας λέει πώς ο Πατήρ και ο Υιός είναι δύο υποστάσεις, δηλαδή είναι δύο αντικείμενα (πράγματα) σε υπόσταση. Ο Μ.Αθανάσιος δέν χρησιμοποίησε τον όρο υπόσταση, διότι φοβήθηκε ότι θα ευνοούσε τους Αρειανούς στήν πολεμική τους εναντίον της αληθινής πίστεως.
Θα συνεχίσουμε με την θεολογία του Μ.Αθανασίου διότι χρησιμοποιήται πολύ πονηρά από τον Ζηζιούλα για να εδραιώση της ιεραρχία στην Αγία Τριάδα, καταργώντας το Ομοούσιον. Κάτι που πρεσβεύει σήμερα και ο κληρικαλισμός, ιδιαιτέρως διά του εκπροσώπου του πρ. Ζήση!
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου