Συνεχίζεται απο : Σάββατο,12 Οκτωβρίου 2013
Hans Georg Gadamer.
Με το σχίσμα του Χριστιανισμού έχουμε μία στροφή στην ιστορία των σχέσεων ανάμεσα στην Χριστιανική Θεολογία και την αρχαία σκέψη. Μεταρρύθμιση και Αντιμεταρρύθμιση είναι γεγονότα που επηρέασαν βαθειά την διαμόρφωση της μοντέρνας εποχής. [Όπως βλέπουμε η Ορθοδοξία δεν υφίσταται, απλώς. Είναι ιστορικά εξαφανισμένη, ένα αιρετικό παρακλάδι της Καθολικής Εκκλησίας, κάτι σαν παλαιοκαθολικοί]. Με το σχίσμα, δίπλα στον καθολικό σχολαστικισμό θα γεννηθεί ένας προτεσταντικός σχολαστικισμός πού αντιπροσωπεύεται από τον Melantone, ο οποίος θα πείσει τον Λούθηρο, μεγάλο αντίπαλο και κριτικό του Αριστοτέλη, πώς χωρίς τον Σταγειρίτη δεν θα ήταν δυνατή μία μόρφωση, ένα σχολείο, μία παιδεία, ένας Χριστιανικός πολιτισμός. Από εδώ κατάγεται εκείνη η «μεταφυσική της σχολής» εκείνη η ακαδημαϊκή μορφή, που θα αναπτυχθεί στην διάρκεια του εξακόσια και του επτακόσια και της οποίας η μεγαλοφυΐα υπήρξε ο Λάϊμπνιτς.
Στην μοντέρνα σκέψη
λοιπόν, διαπερνά η παρουσία του Αριστοτέλη, όπως επίσης και η ένταση που τον
δένει στον Πλάτωνα. Μπορούμε να το δούμε στον Κάντ και τον Χέγκελ. Ο Κάντ είναι
ο μεγάλος στοχαστής που επανένωσε την μεταφυσική παράδοση με την εμπειρική
επιστήμη και τα μαθηματικά τής μοντέρνας εποχής. Ο Χέγκελ με την σειρά του,
ολοκλήρωσε αυτή την πράξη χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό την αριστοτελική
εννοιολόγηση. Η φιλοσοφία του οκτακόσια, μετά τον θάνατο του Χέγκελ, γίνεται
άλλο πράγμα, μία ακαδημαϊκή φιλοσοφία, και παύει να είναι πλέον η πιο σημαντική
έκφραση της σκέψεως. Μεγάλοι συγγραφείς, μεγάλοι ποιητές, υπήρξαν πιο σημαντικοί
εκείνον τον αιώνα και συνεισέφεραν περισσότερο από την φιλοσοφία στον
σχηματισμό της κοινής συνειδήσεως.
Φτάνουμε λοιπόν στην
παρουσία του Αριστοτέλη και του Πλάτωνος στην κουλτούρα μας, στην παιδεία μας.
Ας ξεκινήσουμε από εκείνη την τόσο δημοφιλή ερμηνεία σύμφωνα με την οποία ο ένας
είναι ιδεαλιστής και ο άλλος ρεαλιστής. Πρόκειται για έναν από τους πιο παιδαριώδεις
και παράλογους χαρακτηρισμούς, αλλά ταυτοχρόνως είναι και ένα τυπικό παράδειγμα
αυτού που στην ερμηνευτική ονομάζουμε προκατάληψη. Τι πράγμα μπορεί να σημαίνει
στ’αλήθεια «ρεαλιστής» στην αντίθεση ιδεαλισμού-ρεαλισμού; Είναι φανερό πώς η
αντιπαράθεση είναι διατυπωμένη ξεκινώντας από την άποψη της μοντέρνας
επιστήμης, των πειραματικών επιστημών, της μοντέρνας επιστημολογίας, από την
άποψη δηλαδή σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι μία αντικειμενική
πραγματικότης και όχι μία δημιουργία τού ανθρωπίνου πνεύματος όπως επαναλαμβάνει
η κοινότοπη ερμηνεία του Κάντ. Σ’αυτή την προοπτική ο Αριστοτέλης είναι
ρεαλιστής διότι υπολογίζει τα πράγματα όπως συμβαίνουν, ανεξαρτήτως της θεωρίας
ή του Οράματος, που μπορούμε να έχουμε συνείδηση εξ’αυτών.
Αυτή η ερμηνεία
διατυπώθηκε με τον πιο ζωηρό τρόπο από τον νεοκαντιανισμό, στις αρχές του αιώνος μας
[Σ’αυτό το ρεύμα ανήκει και ο Ράμφος όταν προσπαθεί να σκεφθεί]. Ίσως ο
νεοκαντισμός έπαιξε τον ίδιο ρόλο στην Βόρειο Γερμανία που είχε ο Θωμισμός στην
Μεσογειακή Παιδεία. Τόσο ο Θωμισμός όσο και ο νεοκαντιανισμός δεν κατόρθωσαν να
φτάσουν στο ύψος του προβλήματος που συνιστά η σχέση Πλάτωνος-Αριστοτέλη,
σύμφωνα με εκείνη την ιστορική περίοδο που σχηματικά περιγράψαμε τούς σπουδαιότερους
σταθμούς. Για τον νεοκαντισμό ο Αριστοτέλης υπήρξε μόνον ένας επίγονος τού
μεγάλου Πλάτωνος, αυτού που πρώτος είχε διαγράψει την θεωρία των ιδεών, τον
μεγάλο μαθηματικό, τον μεγάλο αστρονόμο και ούτω καθεξής. Όλο αυτό σημαίνει πώς
ο Αριστοτέλης θεωρήθηκε μία δευτερεύουσα προσωπικότης.
Ο Έρμαν Κόεν, ο
δάσκαλος της σχολής του Μαρβούργου, στην οποία συνετελέσθη η νεανική μου
ωρίμανση, συνήθιζε να λέει πώς ο Αριστοτέλης ήταν σαν ένας φαρμακοποιός, διότι
τακτοποιούσε τις έννοιες σαν παυσίπονα και φάρμακα, με ακρίβεια, τυπικώς καί
ακριβώς, έτσι ώστε να διαθέτει πάντοτε στην διάθεση του μία απάντηση για κάθε
φιλοσοφικό πρόβλημα. Από την μεριά μου όμως δεν πιστεύω καθόλου πώς αυτή η
περιγραφή ταιριάζει στην μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη! Ενάντια στην νεοκαντιανή
ερμηνεία ενός Αριστοτέλη σαν δευτερεύουσας μορφής, θα ήθελα να θυμίσω πώς στα
μάτια του Χέγκελ, ο Σταγειρίτης παρουσιάστηκε σαν ένας μεγάλος στοχαστής ο
οποίος είχε ολοκληρώσει το φιλοσοφικό σχέδιο του Πλάτωνος.
Έτσι λοιπόν σταθεροποιήσαμε
ένα πρώτο σημείο: η πεποίθηση, η οποία διαδόθηκε στις αρχές του αιώνος εξ’αιτίας
του νεοκαντιανισμού, πώς η πραγματικότης δεν είναι τίποτε άλλο από το
πειραματικό δεδομένο, το factum,
η μέθοδος τού οποίου εξασφαλίζει εξάλλου την απόκτηση αυτής της αντικειμενικότητος.
Είναι ξεκάθαρο επίσης πώς αυτή η θέση είχε την ρίζα της στην καθολική φιλοσοφία
του Χέγκελ, αλλά σε μία διαφοροποιημένη μορφή.
Παρ’όλα αυτά όμως, στις
αρχές του αιώνος γεννιέται και η φαινομενολογία η οποία αλλάζει βαθειά την
φιλοσοφική κατάσταση. Για την φαινομενολογία το δεδομένο δεν είναι πλέον εκείνο
που υπολογίζεται και μετράται, όπως συλλαμβάνεται από την επιστήμη. Το αληθινό «γεγονός»
δεν είναι εκείνο των επιστημών, αλλά η ανθρώπινη εμπειρία όπως αυτή προκύπτει
στον προσανατολισμό τού ανθρώπου στο πρακτικό και ζωτικό περιβάλλον τους. Ο
Χούσσερλ μας προσέφερε το δώρο της κατανοήσεως, πώς, πέραν των απαράβατων
φυσικών νόμων και κανόνων, υπάρχουν άλλοι, ενός τύπου εντελώς διαφορετικού, και
είναι οι νόμοι και οι κανόνες σύμφωνα με τους οποίους συστήνεται η πρακτική μας
εμπειρία, η εμπειρία ανθρώπων που πρέπει να προσανατολισθούν στον κόσμο. Το αντικείμενο
που αντιλαμβάνομαι δεν είναι ένα απλό σύνολο αντικειμενικών δεδομένων που μας επιτρέπουν
να προσλάβουμε την αντικειμενική του δομή. Για παράδειγμα δεν μπορώ να δω το
αντικείμενο από μπρός και από πίσω ταυτόχρονα, διότι ακόμη και όταν το κοιτάζω από
πίσω, αυτό μου είναι απέναντι. Ο Χούσσερλ έλεγε πώς στην οπτική αντίληψη το αντικείμενο
μού δίνεται αφηρημένα σε μία μονοδιάστατη «επισκίαση» -είναι η διάσημη φράση
του- σε μία ιδιαίτερη προοπτική που δεν μου επιτρέπει να συλλάβω ποτέ όλες τις δυνατές
πλευρές. Αυτός ο στοχασμός μπορεί να φανεί αυτονόητος, αλλά φωτίζει το γεγονός
πώς στην ανθρώπινη εμπειρία, ακόμη και σε κείνη της πρακτικής ζωής, υπάρχει μία
έμφυτος, αγέννητος δομή η οποία είναι προφανής όπως οι φυσικοί νόμοι, υπάρχει
μία πολλαπλότης προοπτικών και επομένως, το πρόβλημα είναι πώς θα κατορθώσουν
οι διαφορετικές προοπτικές να μπουν σε σχέση μεταξύ τους.
Να παίρνουμε ένα πράγμα,
σύμφωνα με μία προσδιορισμένη πλευρά του, ξεχωρίζοντας το από άλλες δυνατές
πλευρές, είναι το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης εμπειρίας. Αυτή είναι ακριβώς
και η βασική πεποίθηση της ερμηνευτικής. Κατανοούμε ένα πράγμα πάντοτε μερικώς
σύμφωνα με μία πρόθεση, ποτέ στην ολόκληρη και καθοριστική του σημασία. Και αυτό
μοιάζει να είναι το σημείο από το οποίο μπορεί να ξεκινήσει μία νέα ερμηνεία
του Αριστοτέλη, ώστε να εμφανιστεί ένας νέος Αριστοτέλης.
Θα ήθελα να πλησιάσω
αυτό το θέμα αρχίζοντας με μία προσωπική ενθύμηση. Γύρω στο 20, όταν ο Χούσσερλ
είχε την έδρα στο Φράϊμπουργκ, και δίδασκε την φαινομενολογία με την πεποίθηση
ότι θα μπορούσε να είναι ένα θεμέλιο τής φιλοσοφίας πιο γόνιμο και ταιριαστό,
δηλαδή μίας φιλοσοφίας σαν καθαρής επιστήμης, εργαζόταν μαζί του ένας νεαρός
βοηθός, στον οποίο πρόσφερε φιλία και υποστήριξη. Αυτός λοιπόν ο νεαρός βοηθός, όπως
θα’χετε ήδη καταλάβει ήταν ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, κατόρθωσε να πείσει τον
δάσκαλο πώς δεν είναι ο μοναδικός φαινομενολόγος στην ιστορία της φιλοσοφίας:
είχε έναν προκάτοχο και αυτός ήταν ο Αριστοτέλης. Υπήρξε μία μεγάλη στιγμή αυτό
το γεγονός, ένα γεγονός μίας αληθινής στροφής, στην οποία ο Χούσσερλ έδωσε την
ευχή του, επιτρέποντας στον Χάϊντεγκερ να συνεχίσει την φιλοσοφική του έρευνα
μέσω της μελέτης τού Αριστοτέλη.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου