Συνέχεια από Τρίτη, 17 Απριλίου 2018
23. Επιπλέον δε, εάν κατά την γνώμην σου το Πνεύμα είναι και εκ του Υιού και έχει δι’ αυτού την ύπαρξιν, αυτός είναι ένωσις Πατρός και Πνεύματος. Πώς λοιπόν ο ίδιος μέγας στη θεολογία Γρηγόριος λέγει, «άναρχον και αρχή και το μετά της αρχής είς Θεός»1, «η φύσις δε εις τα τρία είναι μία· ένωσις δε (είναι) ο Πατήρ, εκ του οποίου και προς τον οποίον ανάγονται τα επόμενα, όχι (υπό την έννοια) ότι συγχωνεύονται (ουχ ως συναλείφθεσαι) αλλ’ ότι συνέχονται (αλλ’ ως έχεσθαι)»;.
Έτσι, όταν ακούει κανείς ότι διά του Υιού το Πνεύμα συνάπτεται με τον Πατέρα, θα έπρεπε να νοεί ότι τούτο λέγεται για την κατά την ομολογία εκφώνησιν, όπου ο Υιός ευρίσκεται εις το μέσον. Και ότι είναι Πατρός Πνεύμα, δεν θα μπορούσε να λεχθεί άλλως, ειμή δια του Υιού. Πώς θα είναι ένωσις ο Πατήρ, εάν δεν έχει προσεχώς προς εκάτερον (και προς το εν και προς το άλλο) προβάλλων αμέσως και το εν και το άλλο; Αλλά και το «όχι ως συναλείφθεσαι αλλά ως έχεσθαι» δηλώνει την προσεχή και άμεσον σχέσιν εκατέρου προς αυτόν.
24. Τί δε σημαίνει ότι «το άναρχον και η αρχή και το μετά της αρχής είς Θεός»; Εάν ανεγνώριζε το Πνεύμα και εκ Υιού, θα έλεγε το εκ της αρχής, όχι το μετά της αρχής.
25. Επομένως, όταν ακούσεις ότι το Πνεύμα εκπορεύεται διά του Υιού, νόησε τούτο ως συμπαρομαρτούν στον Λόγον. Διότι έτσι θα εννοήσεις και την «διά» όχι ως «εκ» κακώς, αλλά ως «μετά», συμφωνώντας με τον επώνυμο της θεολογίας. «Διότι Πνεύμα, λέγει ο θείος Δαμασκηνός, μάθαμε το συμπαρομαρτούν στον Λόγον και το φανερούν (αυτό που φανερώνει) την ενέργειαν αυτού». Συμπαρομαρτείν δε είναι το συνακολουθείν, όπως ο ίδιος λέγει εκεί, ώστε (το Πνεύμα) δεν είναι εκ του Υιού, αλλά μαζί με τον Υιόν το Πνεύμα εκ Πατρός, καθώς την γέννησιν συνακολουθεί αδιαστάτως και αχρόνως η εκπόρευσις. «Μάθαμε» δε είπε, διότι έτσι διδάσκουν οι προ αυτού θεοφόροι, από τους οποίους ευήθη έτσι να νοεί το Πνεύμα διά του Υιού και απαγόρευσε εντελώς τούτο να λέγεται εκ του Υιού.
Ο μέγας Βασίλειος λέγει ότι δεν είναι εκτός μέτρου το να εκλαμβάνουμε την «διά» ως «εκ», αλλά τούτο για τα κτίσματα, γι’ αυτό και προέβαλε τον απόστολο να λέγει «εξ αυτού και δι’ αυτού και εις αυτόν τα πάντα», διότι από αυτόν έχουν δημιουργηθεί και δι’ αυτού συνέχονται και προς αυτόν επιστρέφουν όλα τα όντα, ο δε ιερός Δαμασκηνός στο έβδομον των θεολογικών κεφαλαίων του, αφού έθεσε προηγουμένως το ανωτέρω αναφερθέν χωρίο, έπειτα από ολίγο, συμφωνώντας με τον Κατηχητικό λόγον του ένθεου Γρηγορίου Νύσσης λέγει «ότι το άγιον Πνεύμα είναι δύναμις ουσιώδης, η οποία υπάρχει εφ’ εαυτής σε ιδιαιτέρα υπόστασιν και φανερώνει (ούσαν εκφαντικήν) αυτόν, δηλαδή τον Λόγον, δεν δύναται δε να χωρισθεί του Θεού εις τον όποιον υφίσταται και του Λόγου εις τον οποίον συμπαρομαρτεί». Δεν είναι λοιπόν σαφές και από εδώ ότι το άγιον Πνεύμα δεν προέρχεται και εκ του Υιού;
26. Αλλ’ όμως επειδή από τους θεολόγους λέγεται άλλοτε μεν ο Πατήρ μέσος του Υιού και του Πνεύματος, άλλοτε δε ο Υιός μέσος του Πατρός και του Πνεύματος, άλλοτε δε το Πνεύμα μέσον του Πατρός και του Υιού, δεν θα μπορούσε να είναι τρίτον από τον Πατέρα το Πνεύμα, ούτε να έχει το είναι (την ύπαρξιν) εκ του Πατρός διά του Υιού. Διότι εις τα τρία συνεχή σημεία, δεν θα ήτο ποτέ δυνατόν ένα εκ των εκατέρωθεν κειμένων άκρων να είναι μέσον· αλλά προφανώς η επί της θεολογίας μεσότης νοείται κατά τα άκρα σημεία των γωνιών του ισοπλεύρου τριγώνου· εκεί πράγματι έκαστον σημείον βρίσκεται στο μέσον των άλλων δύο. Αν δε και τον πρώτον έχοντα μεσότητα σε αριθμούς επισωρεύσας σαν σε επίπεδο σχήμα, τότε τον πρώτον αριθμόν θα καταστήσεις ενεργεία τρίγωνον και εκείνη από τις μονάδες την οποία θα λάβεις θα είναι μέση των δύο υπολοίπων. Εάν λοιπόν αρχήν και αίτιον των δύο κέντρων κανείς υποθέσει το έν, κατ’ ανάγκην προσεχώς και αμέσως εκείνο έχει παρομοίαν βεβαίως θέσιν και προς τις μονάδες.
27. Αυτοί δε, οι λέγοντες ως έν το καθέν από αυτά ότι έχει προς το άλλο όχι ολιγότερο από όσον έχει προς εαυτό, άραγε δεν παριστούν αυτά σαφώς αμέσως να έχουν προς άλληλα;
28. Αυτός δε (ο Γρηγόριος ο Θεολόγος), ο οποίος παραγγέλλει με τα έμμετρα Έπη θεολογικώς και πατρικώς μαζί, ότι εάν ακούσεις περί του Υιού και του Πνεύματος, «ότι έχουν την δευτέραν θέσιν μετά τον Θεόν Πατέρα, σε συμβουλεύω να εννοείς λόγους βαθυκόλπου σοφίας»· ότι είς ρίζαν άναρχον ανέρχεται, δεν τέμνει την θεότητα. Διότι, εάν το Πνεύμα δεν ήτο αμέσως εκ του Πατρός, δεν θα έθετε και τούτο δεύτερον από τον Πατέρα, όπως και τον Υιόν.
29. Και βεβαίως η εκπόρευσις, δι’ οποιονδήποτε και αν ελέγετο, είναι πρόοδος και κίνησις κατάλληλος και εις τον εκπορεύοντα και εις τον εκπορευόμενον. Η δε πρόοδος του Πνεύματος κηρύσσεται διττή διά της θεοπνεύστου Γραφής· διότι προχέεται εκ του Πατρός διά του Υιού, εάν δε θέλεις και εκ του Υιού, προς όλους τους άξιους, στους οποίους επαναπαύεται και ενοικεί. Αυτή λοιπόν η κίνησις και πρόοδος, εάν δε θέλεις και εκπόρευσις —διότι δεν θα κατατριβούμε σε διαμάχες περί των ονομάτων· και ο Δαβίδ άλλωστε λέγει, «Θεέ, κατά την έξοδόν σου στο μέσον του λαού σου, κατά την διάβασίν σου διά της ερήμου, εσείσθη η γή», ως εκπόρευσιν εδώ εννοών την έκχυσιν του Πνεύματος προς πάσα σάρκα πιστεύσασα εις Χρίστον, η οποία προηγουμένως ήτο έρημος της χάριτος, ως σεισμόν δε της γής την μετάβασιν από την ειδωλολατρίαν εις τον Θεόν— αυτή λοιπόν η πρόοδος του Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού δεν πραγματοποιείται πάντως και διά των αξίων ανθρώπων, και μάλιστα πάλιν προς αυτούς, εις τους οποίους κατοικεί και αναπαύεται διά της χάριτος το άγιον Πνεύμα. Πράγματι εις αυτούς είναι ανάπαυσις, αλλά όχι εξ αυτών κίνησις του Πνεύματος, μάλλον δε παύλα της προς αυτούς κινήσεως· και αν μερικοί απέκτησαν δύναμιν μεταδόσεως, αλλ’ αυτή πραγματοποιείται με άλλον τρόπον.
Η πρόοδος λοιπόν του Πνεύματος εκ Πατρός δι’ Υιού, περί της οποίας μιλήσαμε, καλείται και ευδοκία Πατρός και Υιού, ως συντελεσθείσα από φιλανθρωπίαν, όπως επίσης και αποστολή και δόσις και συγκατάβασις και χρονικώς προάγεται πάντοτε και προς κάποιους και δι’ αίτιας, για να αγιάσει και διδάξει και υπομνήσει και ελέγξει τους απειθείς· αλλά αυτή είναι μία κίνησις και πρόοδος του Πνεύματος.
Υπάρχει δε και η αναιτίως και ελευθέρως και υπεράνω ευδοκίας και φιλανθρωπίας, καθ’ όσον είναι εκ του Πατρός όχι κατά θέλησιν αλλά κατά φύσιν μόνον, προαιώνιος και υπερφυεστάτη εκπόρευσις του Πνεύματος και κίνησις και πρόοδος. Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε, αυτή η άφραστος και απερινόητος κίνησις, κατά την οποίαν το Πνεύμα προέρχεται εκ του Πατρός, άραγε έχει κατά τις Γραφές και «αυτόν εις τον όποιον αναπαύεται» θεοπρεπώς; Ζητούντες λοιπόν ευρίσκουμε ότι ο Πατήρ του μονογενούς Θεού ευδόκησε να διδάξει και αποκαλύψει τούτο πρώτον εις τον Ιωάννη τον Πρόδρομον του Κυρίου και Βαπτιστήν, ο οποίος λέγει· «και εγώ δεν τον εγνώριζα, αλλ’ αυτός ο οποίος με έστειλε να βαπτίζω εις ύδωρ, εκείνος μου είπε· αυτός εις τον οποίον θα δεις να κατέρχεται και να μένει το Πνεύμα, αυτός είναι ο βαπτίζων εις άγιον Πνεύμα». Γι’ αυτό «και εμαρτύρησεν ο Ιωάννης λέγων, ότι είδον το Πνεύμα να καταβαίνει από τον ουρανόν ως περιστερά και έμεινεν εις αυτόν».
Αλλά για να μη πει κανείς, νομίζοντας ότι ταύτα ελέχθησαν και τελέσθηκαν υπό του Πατρός χάριν της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, ότι τούτο δεν είναι κατάλληλον ενδεικτικόν προς εύρεση του ζητουμένου, ας ακούσει και τον θειο Δαμασκηνό γράφοντα στο όγδοο κεφάλαιο των Δογματικών, «πιστεύομεν και εις εν Πνεύμα άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον», και στο περί θείου τόπου, «Θεός είναι το άγιον Πνεύμα, δύναμις αγιαστική ενυπόστατος εκπορευομένη εκ του Πατρός αδιαστάτως και αναπαυομένη εις τον Υιόν». Διά τούτο ο Χριστός είναι και λέγεται επίσης ταμίας του θείου Πνεύματος ως εκ Θεού γνήσιος Υιός. Αυτό δεικνύοντας και ο θείος Κύριλλος στους Θησαυρούς, λέγει, «οπωσδήποτε πρέπει να λέγουμε ότι το άγιον Πνεύμα είναι της θείας φύσεως, της οποίας είναι απαρχή κατά τον απόστολον· εάν δε τούτο δεν είναι κτίσμα, είναι μάλλον Θεός ως εκ Θεού προερχόμενος και εις τον Θεόν υπάρχον». Και πάλιν, «άρα Θεός είναι το Πνεύμα το φυσικώς υπάρχον εις τον Υιόν παρά του Πατρός και έχον όλην αυτού την ενέργειαν»· Αλλά και ο θείος Γρηγόριος, ο συγγραφεύς του Διαλόγου, στον τελευταίον λόγον του λέγει ότι «το άγιον Πνεύμα εκ του Πατρός εκπορεύεται και εις τον Υιόν μένει». «Ούτω θεώμενοι, θα εσεβόμεθα πηγήν ζωής την οποίαν βλέπομεν εις εαυτήν χεομένην και εφ’ εαυτής ισταμένην», κατά τον μέγαν μεταξύ των θεοφαντόρων Διονύσιον.
Επομένως το άγιον Πνεύμα κατά την προαιώνιον εκείνην και απερινόητον εκπόρευσιν και πρόοδον εκπορευόμενον εκ του Πατρός και αναπαυόμενον εις τον Υιόν, πώς θα είχε την πρόοδον ταύτην διά του Υιού εις τον οποίον αναπαύεται; Λοιπόν, αν θεολογείται πάλιν ότι προέρχεται και εκ του Υιού, δεν πρόκειται δι’ εκείνην οπωσδήποτε αλλά δι’ άλλην πρόοδον, η οποία είναι η προς εμάς φανέρωσις και προς τους άξιους μετάδοσίς του. Διότι κατά τον θεολόγον Γρηγόριον ο Χριστός είναι ταμίας του Πνεύματος ως Θεός και Θεού Υιός. Ο δε ταμίας δεν προβάλλει βεβαίως αφ’ εαυτού τα διδόμενα, μολονότι αυτός ο εκ Θεού Θεός έχει φυσικώς μέσα του το άγιον Πνεύμα, το οποίον φυσικώς προβαίνει εξ αυτού προς τους αξίους, αλλά δεν έχει την ύπαρξιν εξ αυτού. Αυτά άρα λέγει και ο ίδιος ο Κύριος, «όταν έλθει ο Παράκλητος τον οποίον εγώ θα σας στείλω από τον Πατέρα», ως εκπορευόμενον από τον Πατέρα και αναπαυόμενον είς αυτόν, και ούτω πεμπόμενον προς τους οικείους.
Συνεχίζεται
Αρχαίο κείμενο
23. Πρός δέ, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα καί δι᾿ αὐτοῦ τήν ὕπαρξιν ἔχει κατά σέ, αὐτός ἐστιν ἕνωσις Πατρός καί Πνεύματος. Πῶς οὖν ὁ αὐτός μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριός φησιν, «ἄναρχον καί ἀρχή καί τό μετά τῆς ἀρχῆς εἷς Θεός», «φύσις δε τοῖς τρισί μία˙ ἕνωσις δέ ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ καί πρός ὅν ἀνάγεται τά ἑξῆς, οὐχ ὡς συναλείφεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι»;
Ἀκούων γάρ τις διά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συναπτόμενον, νοεῖν ἄν ἔχοι τοῦτο λεγόμενον, διά τήν κατά τήν ὁμολογίαν ἐκφώνησιν, μέσου κειμένου τοῦ Υἱοῦ. Καί ὅτι Πατρός Πνεῦμα οὐκ ἄν ἄλλως λέγοιτο, εἰ μή διά τόν Υἱόν. Ἕνωσις δέ ὁ Πατήρ πῶς ἄν εἴη, εἰ μή προσεχῶς ἔχει πρός ἑκάτερον ἀμέσως προβαλλόμενος ἑκάτερον; Ἀλλά καί τό οὐχ ὡς συναλείφεσθαι δέ, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι, τήν προσεχῆ καί ἄμεσον ἑκατέρου σχέσιν πρός αὐτόν δηλοῖ.
24. Τί δέ, ὅτι «τό ἄναρχον καί ἡ ἀρχή καί τό μετά τῆς ἀρχῆς εἷς Θεός»; Εἰ γάρ ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ᾔδει, τό ἐκ τῆς ἀρχῆς ἄν εἶπεν, οὐ τό μετά τῆς ἀρχῆς.
25. Οὐκοῦν ὅταν ἀκούσῃς διά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι, ὡς συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ νόησον. Οὕτω γάρ καί τήν "διά" οὐκ εἰς τήν "ἐκ" κακῶς, ἀλλ᾿ εἰς τήν "μετά", τῷ τῆς θεολογίας ἐπωνύμῳ συνᾴδων μεταλήψῃ. «Πνεῦμα γάρ», φησί, «μεμαθήκαμεν», Δαμασκηνός ὁ θεῖος, «τό συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ καί φανεροῦν αὐτοῦ τήν ἐνέργειαν». Συμπαρομαρτεῖν δέ ἐστι τό συνακολουθεῖν, ὡς ὁ αὐτός ἐκεῖ φησιν ὥστε οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά σύν τῷ Υἱῷ τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, συνακολουθούσης ἀδιαστάτως τε καί ἀχρόνως τῇ γεννήσει τῆς ἐκπορεύσεως. Μεμαθήκαμεν δέ εἶπεν, ὡς τῶν πρό αὐτοῦ θεοφόρων οὕτω διδασκόντων, παρ᾿ ὧν μυηθείς οὕτω νοεῖν τό Πνεῦμα δι᾿ Υἱοῦ, τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ τοῦτο λέγειν παντάπασιν ἀπηγόρευσεν.
Εἰ δ᾿ ὁ μέγας Βασίλειος οὐδέν εἶναί φησιν ἀπᾷδον εἰς τήν "ἐκ" τήν "διά" μεταλαμβάνειν, ἀλλ᾿ ἐπί τῶν κτισμάτων, διό καί τόν ἀπόστολον προήγαγεν εἰπόντα, «ἐξ αὐτοῦ καί δι᾿ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα», παρ᾿ αὐτοῦ γάρ δεδημιούργηνται καί δι᾿ αὐτοῦ συνέχονται καί πρός αὐτόν ἐπιστρέφονται τά ὄντα πάντα, ὁ δέ ἱερός Δαμασκηνός κἀν τῷ ἑβδόμῳ τῶν Θεολογικῶν αὐτοῦ κεφαλαίων προθείς πάλιν ὅ καί ἀνωτέρω ἔφημεν, μετά τινα συνᾴδων τῷ Κατηχητικῷ λόγῳ τοῦ Νύσσης ἐνθέου Γρηγορίου, «τό ἅγιον Πνεῦμα δύναμιν εἶναί φησιν οὐσιώδη, αὐτήν ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἐν ἰδιαζούσῃ ὑποστάσει θεωρουμένην καί αὐτοῦ, δηλονότι τοῦ Λόγου, οὖσαν ἐκφαντικήν, οὐ χωρισθῆναι τοῦ Θεοῦ ἐν ᾧ ἐστι καί τοῦ Λόγου ᾧ συμπαρομαρτεῖ δυναμένην», ἆρ᾿ οὐ σαφές κἀντεῦθεν, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον;
26. Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἐπεί παρά τῶν θεολόγων ποτέ μέν ὁ Πατήρ μέσος εἶναι λέγεται Υἱοῦ καί Πνεύματος, ποτέ δέ ὁ Υἱός μέσος τοῦ Πατρός τε καί Πνεύματος, ποτέ δέ τό Πνεῦμα μέσον τοῦ Πατρός τε καί Υἱοῦ, οὐκ ἄν εἴη τό Πνεῦμα τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός, οὐδ᾿ ἄν ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχοι. Τοῖς γάρ ἐφεξῆς τρισί σημείοις, οὐκ ἄν εἴη ποτέ τι τῶν ἑκατέρωθεν κειμένων ἄκρων μέσον˙ ἀλλ᾿ ἔοικεν ἡ ἐπί τῆς θεολογίας μεσότης νοουμένη τοῖς ἐπί τῶν γωνιῶν τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου σημείοις ἄκροις˙ ἐκεῖ γάρ ἕκαστον μέσον ἑκατέρωθεν εὑρίσκεται. Ἄν δέ καί τόν μεσότητα πρῶτον ἔχοντα ἐν ἀριθμοῖς ἐπισωρεύσας ὡς ἐν ἐπιπέδῳ θῇς, οὕτω τόν τε πρῶτον ἐνεργείᾳ τρίγωνον ἀποτελέσεις ἀριθμόν, καί ἥν ἄν λάβοις τῶν ἐν αὐτῷ μονάδων μέση δυσῖν ὑπολοίποιν ἔσται. Εἴ τις οὖν ἀρχήν καί αἴτιον τῶν δύο κέντρων ὑποθοῖτο τό ἕν, προσεχῶς καί ἀμέσως ἐξ ἀνάγκης ἐκεῖνο πρός ἑκάτερον ἔχει κἀν ταῖς μονάσι δήπου τόν αὐτόν τρόπον.
27. Τί δέ, οἱ λέγοντες ὡς ἕν ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρός τό ἕτερον οὐχ ἧττον ἤ πρός ἑαυτό, ἆρ᾿ οὐκ ἀριδήλως ἀμέσως ἔχειν παριστῶσι πρός ἄλληλα;
28. Τί δ᾿ ὁ ἐμμέτροις Ἔπεσι θεολογικῶς τε ἅμα καί πατρικῶς ἐγκελευόμενος, ὡς εἴπερ ἀκούσαις περί Υἱοῦ καί Πνεύματος, «ὥς ρα Θεοῖο τά δεύτερα Πατρός ἔχουσιν, οὕτω νοεῖν κέλομαί σε λόγους σοφίης βαθυκόλπου»˙ ὡς εἰς ρίζαν ἄναρχον ἀνέρχεται, οὐ θεότητα τέμνει. Εἰ γάρ μή ἀμέσως ἦν ἐκ τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, οὐκ ἄν δεύτερον καί τοῦτ᾿ ἀπό τοῦ Πατρός ἐτίθει, καθά καί τόν Υἱόν.
29. Καί μήν ἐκπόρευσις, ἐφ᾿ οὗπερ ἄν λέγοιτο, πρόοδός τις καί κίνησίς ἐστι, κατάλληλος τῷ τε ἐκπορεύοντι καί τῷ ἐκπορευομένῳ. Ἡ δέ τοῦ Πνεύματος πρόοδος διττή διά τῆς θεοπνεύστου κηρύσσεται Γραφῆς˙ προχεῖται γάρ ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ, εἰ δέ βούλει καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐπί πάντας τούς ἀξίους, οἷς καί ἐπαναπαύεται καί ἐνοικεῖ. Αὕτη οὖν ἡ κίνησίς τε καί πρόοδος, εἰ δέ βούλει καί ἐκπόρευσις - οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν, ἐπεί καί ὁ Δαβίδ λέγει, «ὁ Θεός ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ, γῆ ἐσείσθη», ἐκπόρευσιν ἐνταῦθα λέγων τήν τοῦ Πνεύματος ἔκχυσιν ἐπί πᾶσαν σάρκα τήν εἰς Χριστόν πιστεύσασαν, ἥτις ἔρημος ἦν πρότερον τῆς χάριτος, ὥσπερ καί σεισμόν τῆς γῆς τήν ἐξ εἰδωλολατρίας πρός Θεόν μετάθεσιν - αὕτη οὖν ἡ ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πρόοδος τοῦ Πνεύματος οὐκ ἄν εἴη πάντως καί διά τῶν ἀξίων˙ καί ταῦτα πρός τούς αὐτούς πάλιν, ἐν οἷς οἰκεῖ τε καί ἀναπαύεται χάριτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ἀνάπαυσις γάρ ἐστιν ἐν τούτοις, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτῶν κίνησις τοῦ Πνεύματος, ἀλλά μᾶλλον τῆς ἐπ᾿ αὐτούς κινήσεως παῦλα˙ κἄν τινες μεταδιδόναι δύναμιν ἐκτήσαντο, ἀλλ᾿ ἑτέρῳ πάντως τρόπῳ.
Ἡ μέντοι ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ, ἥν ἔφημεν, πρόοδος τοῦ Πνεύματος καλεῖται καί εὐδοκία Πατρός τε καί Υἱοῦ, ὡς διά φιλανθρωπίαν πάντως τελεσθεῖσα, καί ἀποστολή καί δόσις καί συγκατάβασις, καί χρονικῶς ἀεί προάγεται καί πρός τινας καί δι᾿ αἰτίας, ἵνα ἁγιάσῃ καί διδάξῃ καί ὑπομνήσῃ καί τούς ἀπειθεῖς ἐλέγξῃ˙ μίαν μέν οὖν αὕτη κίνησις καί πρόοδος τοῦ Πνεύματος.
Ἔστι δέ καί ἡ ἀναιτίως τε καί ἀπολελυμένως πάντῃ καί ὑπέρ εὐδοκίαν καί φιλανθρωπίαν, ὡς μή κατά θέλησιν ἀλλά κατά φύσιν μόνην ἐκ τοῦ Πατρός οὖσα προαιώνιος καί ὑπερφυεστάτη τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις καί κίνησις καί πρόοδος. Ζητῆσαι δή χρεών ἡμᾶς καί κατά ταύτην τήν ἄφραστόν τε καί ἀπερινόητον κίνησιν τό Πνεῦμα προερχόμενον ἐκ τοῦ Πατρός, ἆρ᾿ ἔχει κατά τάς γραφάς καί «ἐν ᾧ ἀναπαύεται» θεοπρεπῶς; Ζητοῦντες οὖν εὑρίσκομεν εὐδοκιμήσαντα τόν Πατέρα τοῦ μονογενοῦς Θεοῦ διδάξαι καί ἀποκαλύψαι τοῦτο πρῶτον Ἰωάννῃ τῷ τοῦ Κυρίου προδρόμῳ τε καί βαπτιστῇ, ὅς φησι˙ «κἀγώ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν˙ ἐφ᾿ ὅν ἄν ἴδοις τό Πνεῦμα καταβαῖνον καί μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Διό «καί ἐμαρτύρησεν ὁ Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεί περιστεράν ἐξ οὐρανοῦ καί ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν».
Ἀλλ᾿ ἵνα μή τις, νομίσας διά τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ταῦτα λεχθῆναί τε καί τελεσθῆναι παρά τοῦ Πατρός, οὐχ ἱκανόν εἶναι δεῖγμα τοῦτ᾿ εἴπῃ πρός εὕρεσιν τοῦ ζητουμένου ἀκουέτω Δαμασκηνοῦ τοῦ θείου γράφοντος ἐν ὀγδόῳ τῶν Δογματικῶν, «πιστεύομεν καί εἰς ἕν Πνεῦμα ἅγιον, τό ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον», καί ἐν τῷ περί θείου τόπου, «Θεός τό Πνεῦμα τό ἅγιόν ἐστι, δύναμις ἁγιαστική ἐνυπόστατος ἐκ τοῦ Πατρός ἀδιαστάτως ἐκπορευομένη καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυομένη». Διό καί ταμίας τοῦ θείου Πνεύματος ὁ Χριστός ἐκ Θεοῦ γνήσιος Υἱός ἐστί τε καί λέγεται. Ὅ καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν Θησαυροῖς δεικνύς, «ἀνάγκη πᾶσα», φησί, «τῆς θείας φύσεως εἶναι λέγειν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἧς καί ἔστιν ἀπαρχή κατά τόν ἀπόστολον˙ εἰ δέ τοῦτο, οὐκ ἔστι κτίσμα, Θεός δέ μᾶλλον ὡς ἐκ Θεοῦ καί ἐν Θεῷ». Καί πάλιν, «Θεός ἄρα τό Πνεῦμά ἐστι τό ἐν Υἱῷ παρά Πατρός φυσικῶς ὑπάρχον καί ὅλην αὐτοῦ τήν ἐνέργειαν ἔχον». Ἀλλά καί ὁ τοῦ Διαλόγου θεῖος Γρηγόριος ἐν τῷ τελευταίῳ αὐτοῦ λόγῳ φησίν, ὅτι «τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται καί ἐν τῷ Υἱῷ μένει». «Οὕτω γάρ ἄν θεώμενοι σεφθείημεν πηγήν ζωῆς εἰς ἑαυτήν χεομένην καί ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἑστῶσαν ὁρῶντες», κατά τόν μέγαν θεοφάντορα Διονύσιον.
Καί τοίνυν τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατά τήν προαιώνιον ἐκείνην καί ἀπερινόητον ἐκπόρευσίν τε καί πρόοδον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, πῶς ἄν διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ᾧ ἀναπαύεται ταύτην ἔχει τήν πρόοδον; Οὐκοῦν εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ πάλιν προέρχεσθαι θεολεγεῖται, οὐ κατ᾿ ἐκείνην πάντως, ἀλλά καθ᾿ ἑτέραν πρόοδον, ἥτις ἐστίν ἡ πρός ἡμᾶς φανέρωσις καί πρός τούς ἀξίους μετάδοσις. Ὁ γάρ Χριστός ἐστι κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον ὁ τοῦ Πνεύματος ταμίας, ὡς Θεός τε καί Θεοῦ Υἱός. Ὁ δέ ταμίας οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ πάντως τά διδόμενα προβάλλεται, καίτοι φυσικῶς ἔχει ἐν αὐτῷ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ ἐκ Θεοῦ Θεός καί φυσικῶς ἐξ αὐτοῦ προϊόν εἰς τούς ἀξίους, ἀλλ᾿ οὐχί τήν ὕπαρξιν ἔχον ἐξ αὐτοῦ. Ταῦτ᾿ ἄρα καί αὐτός ὁ Κύριος, «ὅταν ἔλθῃ», φησίν, «ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός», ὡς παρά τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν αὐτῷ ἀναπαυόμενον καί οὕτω πεμπόμενον πρός τούς οἰκείους.
Σημειώσεις
1. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42,15: «Ἓν μὲν οὖν καὶ σύντομον πρόγραμμα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς λόγου, καὶ οἷον στηλογραφία τις πᾶσι γνώριμος, ὁ λαὸς οὗτος, γνήσιος ὢν τῆς Τριάδος προσκυνητής, ὡς θᾶττον ἄν τινα διαζευχθῆναι τῆς ζωῆς ταύτης, ἤ τι τῶν τριῶν ἑν διαζεῦξαι τῆς θεότητος, σύμφρονες, ὁμόζηλοι, ἑνὶ λόγῳ πρός τε ἀλλήλους καὶ πρὸς ἡμᾶς, καὶ τὴν Τριάδα κρατούμενοι· τὰ δὲ καθ᾿ ἕκαστον, ἵν᾿ ἐπέλθω συντόμως, ἄναρχον, καὶ ἀρχὴ, καὶ τὸ μετὰ τῆς ἀρχῆς, εἷς Θεός. Οὔτε τοῦ ἀνάρχου τὸ ἄναρχον φύσις, ἢ τὸ ἀγέννητον· οὐδεμία γὰρ φύσις ὅ τι μὴ τόδε ἐστὶν, ἀλλ᾿ ὅ τι τόδε. Ἡ τοῦ ὄντος θέσις, οὐχὶ τοῦ μὴ ὄντος ἀναίρεσις. Οὔτε ἡ ἀρχὴ, τῷ ἀρχὴ εἶναι, τοῦ ἀνάρχου διείργεται. Οὐ γὰρ φύσις αὐτῷ ἡ ἀρχὴ, ὥσπερ οὐδ᾿ ἐκείνῳ τὸ ἄναρχον. Περὶ γὰρ τὴν φύσιν, οὐ ταῦτα φύσις. Καὶ τὸ μετὰ τοῦ ἀνάρχου, καὶ τῆς ἀρχῆς, οὐκ ἄλλο τι, ἢ ὅπερ ἐκεῖνα. Ὄνομα δὲ, τῷ μὲν ἀνάρχῳ, Πατήρ· τῇ δὲ ἀρχῇ, Υἱός· τῷ δὲ μετὰ τῆς ἀρχῆς, Πνεῦμα ἅγιον. Φύσις δὲ τοῖς τρισὶ μία, Θεός. Ἕνωσις δὲ, ὁ Πατὴρ, ἐξ οὗ, καὶ πρὸς ὃν ἀνάγεται τὰ ἑξῆς· οὐχ ὡς συναλείφεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι, μήτε χρόνου διείργοντος, μήτε θελήματος, μήτε δυνάμεως. Ταῦτα γὰρ ἡμᾶς πολλὰ εἶναι πεποίηκεν, αὐτοῦ τε ἑκάστου πρὸς ἑαυτὸ, καὶ πρὸς τὸ ἕτερον στασιάζοντος. Οἷς δὲ ἁπλῆ φύσις καὶ τὸ εἶναι ταυτόν, τούτοις καὶ τὸ ἑν κύριον.»
23. Επιπλέον δε, εάν κατά την γνώμην σου το Πνεύμα είναι και εκ του Υιού και έχει δι’ αυτού την ύπαρξιν, αυτός είναι ένωσις Πατρός και Πνεύματος. Πώς λοιπόν ο ίδιος μέγας στη θεολογία Γρηγόριος λέγει, «άναρχον και αρχή και το μετά της αρχής είς Θεός»1, «η φύσις δε εις τα τρία είναι μία· ένωσις δε (είναι) ο Πατήρ, εκ του οποίου και προς τον οποίον ανάγονται τα επόμενα, όχι (υπό την έννοια) ότι συγχωνεύονται (ουχ ως συναλείφθεσαι) αλλ’ ότι συνέχονται (αλλ’ ως έχεσθαι)»;.
Έτσι, όταν ακούει κανείς ότι διά του Υιού το Πνεύμα συνάπτεται με τον Πατέρα, θα έπρεπε να νοεί ότι τούτο λέγεται για την κατά την ομολογία εκφώνησιν, όπου ο Υιός ευρίσκεται εις το μέσον. Και ότι είναι Πατρός Πνεύμα, δεν θα μπορούσε να λεχθεί άλλως, ειμή δια του Υιού. Πώς θα είναι ένωσις ο Πατήρ, εάν δεν έχει προσεχώς προς εκάτερον (και προς το εν και προς το άλλο) προβάλλων αμέσως και το εν και το άλλο; Αλλά και το «όχι ως συναλείφθεσαι αλλά ως έχεσθαι» δηλώνει την προσεχή και άμεσον σχέσιν εκατέρου προς αυτόν.
24. Τί δε σημαίνει ότι «το άναρχον και η αρχή και το μετά της αρχής είς Θεός»; Εάν ανεγνώριζε το Πνεύμα και εκ Υιού, θα έλεγε το εκ της αρχής, όχι το μετά της αρχής.
25. Επομένως, όταν ακούσεις ότι το Πνεύμα εκπορεύεται διά του Υιού, νόησε τούτο ως συμπαρομαρτούν στον Λόγον. Διότι έτσι θα εννοήσεις και την «διά» όχι ως «εκ» κακώς, αλλά ως «μετά», συμφωνώντας με τον επώνυμο της θεολογίας. «Διότι Πνεύμα, λέγει ο θείος Δαμασκηνός, μάθαμε το συμπαρομαρτούν στον Λόγον και το φανερούν (αυτό που φανερώνει) την ενέργειαν αυτού». Συμπαρομαρτείν δε είναι το συνακολουθείν, όπως ο ίδιος λέγει εκεί, ώστε (το Πνεύμα) δεν είναι εκ του Υιού, αλλά μαζί με τον Υιόν το Πνεύμα εκ Πατρός, καθώς την γέννησιν συνακολουθεί αδιαστάτως και αχρόνως η εκπόρευσις. «Μάθαμε» δε είπε, διότι έτσι διδάσκουν οι προ αυτού θεοφόροι, από τους οποίους ευήθη έτσι να νοεί το Πνεύμα διά του Υιού και απαγόρευσε εντελώς τούτο να λέγεται εκ του Υιού.
Ο μέγας Βασίλειος λέγει ότι δεν είναι εκτός μέτρου το να εκλαμβάνουμε την «διά» ως «εκ», αλλά τούτο για τα κτίσματα, γι’ αυτό και προέβαλε τον απόστολο να λέγει «εξ αυτού και δι’ αυτού και εις αυτόν τα πάντα», διότι από αυτόν έχουν δημιουργηθεί και δι’ αυτού συνέχονται και προς αυτόν επιστρέφουν όλα τα όντα, ο δε ιερός Δαμασκηνός στο έβδομον των θεολογικών κεφαλαίων του, αφού έθεσε προηγουμένως το ανωτέρω αναφερθέν χωρίο, έπειτα από ολίγο, συμφωνώντας με τον Κατηχητικό λόγον του ένθεου Γρηγορίου Νύσσης λέγει «ότι το άγιον Πνεύμα είναι δύναμις ουσιώδης, η οποία υπάρχει εφ’ εαυτής σε ιδιαιτέρα υπόστασιν και φανερώνει (ούσαν εκφαντικήν) αυτόν, δηλαδή τον Λόγον, δεν δύναται δε να χωρισθεί του Θεού εις τον όποιον υφίσταται και του Λόγου εις τον οποίον συμπαρομαρτεί». Δεν είναι λοιπόν σαφές και από εδώ ότι το άγιον Πνεύμα δεν προέρχεται και εκ του Υιού;
26. Αλλ’ όμως επειδή από τους θεολόγους λέγεται άλλοτε μεν ο Πατήρ μέσος του Υιού και του Πνεύματος, άλλοτε δε ο Υιός μέσος του Πατρός και του Πνεύματος, άλλοτε δε το Πνεύμα μέσον του Πατρός και του Υιού, δεν θα μπορούσε να είναι τρίτον από τον Πατέρα το Πνεύμα, ούτε να έχει το είναι (την ύπαρξιν) εκ του Πατρός διά του Υιού. Διότι εις τα τρία συνεχή σημεία, δεν θα ήτο ποτέ δυνατόν ένα εκ των εκατέρωθεν κειμένων άκρων να είναι μέσον· αλλά προφανώς η επί της θεολογίας μεσότης νοείται κατά τα άκρα σημεία των γωνιών του ισοπλεύρου τριγώνου· εκεί πράγματι έκαστον σημείον βρίσκεται στο μέσον των άλλων δύο. Αν δε και τον πρώτον έχοντα μεσότητα σε αριθμούς επισωρεύσας σαν σε επίπεδο σχήμα, τότε τον πρώτον αριθμόν θα καταστήσεις ενεργεία τρίγωνον και εκείνη από τις μονάδες την οποία θα λάβεις θα είναι μέση των δύο υπολοίπων. Εάν λοιπόν αρχήν και αίτιον των δύο κέντρων κανείς υποθέσει το έν, κατ’ ανάγκην προσεχώς και αμέσως εκείνο έχει παρομοίαν βεβαίως θέσιν και προς τις μονάδες.
27. Αυτοί δε, οι λέγοντες ως έν το καθέν από αυτά ότι έχει προς το άλλο όχι ολιγότερο από όσον έχει προς εαυτό, άραγε δεν παριστούν αυτά σαφώς αμέσως να έχουν προς άλληλα;
28. Αυτός δε (ο Γρηγόριος ο Θεολόγος), ο οποίος παραγγέλλει με τα έμμετρα Έπη θεολογικώς και πατρικώς μαζί, ότι εάν ακούσεις περί του Υιού και του Πνεύματος, «ότι έχουν την δευτέραν θέσιν μετά τον Θεόν Πατέρα, σε συμβουλεύω να εννοείς λόγους βαθυκόλπου σοφίας»· ότι είς ρίζαν άναρχον ανέρχεται, δεν τέμνει την θεότητα. Διότι, εάν το Πνεύμα δεν ήτο αμέσως εκ του Πατρός, δεν θα έθετε και τούτο δεύτερον από τον Πατέρα, όπως και τον Υιόν.
29. Και βεβαίως η εκπόρευσις, δι’ οποιονδήποτε και αν ελέγετο, είναι πρόοδος και κίνησις κατάλληλος και εις τον εκπορεύοντα και εις τον εκπορευόμενον. Η δε πρόοδος του Πνεύματος κηρύσσεται διττή διά της θεοπνεύστου Γραφής· διότι προχέεται εκ του Πατρός διά του Υιού, εάν δε θέλεις και εκ του Υιού, προς όλους τους άξιους, στους οποίους επαναπαύεται και ενοικεί. Αυτή λοιπόν η κίνησις και πρόοδος, εάν δε θέλεις και εκπόρευσις —διότι δεν θα κατατριβούμε σε διαμάχες περί των ονομάτων· και ο Δαβίδ άλλωστε λέγει, «Θεέ, κατά την έξοδόν σου στο μέσον του λαού σου, κατά την διάβασίν σου διά της ερήμου, εσείσθη η γή», ως εκπόρευσιν εδώ εννοών την έκχυσιν του Πνεύματος προς πάσα σάρκα πιστεύσασα εις Χρίστον, η οποία προηγουμένως ήτο έρημος της χάριτος, ως σεισμόν δε της γής την μετάβασιν από την ειδωλολατρίαν εις τον Θεόν— αυτή λοιπόν η πρόοδος του Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού δεν πραγματοποιείται πάντως και διά των αξίων ανθρώπων, και μάλιστα πάλιν προς αυτούς, εις τους οποίους κατοικεί και αναπαύεται διά της χάριτος το άγιον Πνεύμα. Πράγματι εις αυτούς είναι ανάπαυσις, αλλά όχι εξ αυτών κίνησις του Πνεύματος, μάλλον δε παύλα της προς αυτούς κινήσεως· και αν μερικοί απέκτησαν δύναμιν μεταδόσεως, αλλ’ αυτή πραγματοποιείται με άλλον τρόπον.
Η πρόοδος λοιπόν του Πνεύματος εκ Πατρός δι’ Υιού, περί της οποίας μιλήσαμε, καλείται και ευδοκία Πατρός και Υιού, ως συντελεσθείσα από φιλανθρωπίαν, όπως επίσης και αποστολή και δόσις και συγκατάβασις και χρονικώς προάγεται πάντοτε και προς κάποιους και δι’ αίτιας, για να αγιάσει και διδάξει και υπομνήσει και ελέγξει τους απειθείς· αλλά αυτή είναι μία κίνησις και πρόοδος του Πνεύματος.
Υπάρχει δε και η αναιτίως και ελευθέρως και υπεράνω ευδοκίας και φιλανθρωπίας, καθ’ όσον είναι εκ του Πατρός όχι κατά θέλησιν αλλά κατά φύσιν μόνον, προαιώνιος και υπερφυεστάτη εκπόρευσις του Πνεύματος και κίνησις και πρόοδος. Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε, αυτή η άφραστος και απερινόητος κίνησις, κατά την οποίαν το Πνεύμα προέρχεται εκ του Πατρός, άραγε έχει κατά τις Γραφές και «αυτόν εις τον όποιον αναπαύεται» θεοπρεπώς; Ζητούντες λοιπόν ευρίσκουμε ότι ο Πατήρ του μονογενούς Θεού ευδόκησε να διδάξει και αποκαλύψει τούτο πρώτον εις τον Ιωάννη τον Πρόδρομον του Κυρίου και Βαπτιστήν, ο οποίος λέγει· «και εγώ δεν τον εγνώριζα, αλλ’ αυτός ο οποίος με έστειλε να βαπτίζω εις ύδωρ, εκείνος μου είπε· αυτός εις τον οποίον θα δεις να κατέρχεται και να μένει το Πνεύμα, αυτός είναι ο βαπτίζων εις άγιον Πνεύμα». Γι’ αυτό «και εμαρτύρησεν ο Ιωάννης λέγων, ότι είδον το Πνεύμα να καταβαίνει από τον ουρανόν ως περιστερά και έμεινεν εις αυτόν».
Αλλά για να μη πει κανείς, νομίζοντας ότι ταύτα ελέχθησαν και τελέσθηκαν υπό του Πατρός χάριν της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, ότι τούτο δεν είναι κατάλληλον ενδεικτικόν προς εύρεση του ζητουμένου, ας ακούσει και τον θειο Δαμασκηνό γράφοντα στο όγδοο κεφάλαιο των Δογματικών, «πιστεύομεν και εις εν Πνεύμα άγιον, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον και εν Υιώ αναπαυόμενον», και στο περί θείου τόπου, «Θεός είναι το άγιον Πνεύμα, δύναμις αγιαστική ενυπόστατος εκπορευομένη εκ του Πατρός αδιαστάτως και αναπαυομένη εις τον Υιόν». Διά τούτο ο Χριστός είναι και λέγεται επίσης ταμίας του θείου Πνεύματος ως εκ Θεού γνήσιος Υιός. Αυτό δεικνύοντας και ο θείος Κύριλλος στους Θησαυρούς, λέγει, «οπωσδήποτε πρέπει να λέγουμε ότι το άγιον Πνεύμα είναι της θείας φύσεως, της οποίας είναι απαρχή κατά τον απόστολον· εάν δε τούτο δεν είναι κτίσμα, είναι μάλλον Θεός ως εκ Θεού προερχόμενος και εις τον Θεόν υπάρχον». Και πάλιν, «άρα Θεός είναι το Πνεύμα το φυσικώς υπάρχον εις τον Υιόν παρά του Πατρός και έχον όλην αυτού την ενέργειαν»· Αλλά και ο θείος Γρηγόριος, ο συγγραφεύς του Διαλόγου, στον τελευταίον λόγον του λέγει ότι «το άγιον Πνεύμα εκ του Πατρός εκπορεύεται και εις τον Υιόν μένει». «Ούτω θεώμενοι, θα εσεβόμεθα πηγήν ζωής την οποίαν βλέπομεν εις εαυτήν χεομένην και εφ’ εαυτής ισταμένην», κατά τον μέγαν μεταξύ των θεοφαντόρων Διονύσιον.
Επομένως το άγιον Πνεύμα κατά την προαιώνιον εκείνην και απερινόητον εκπόρευσιν και πρόοδον εκπορευόμενον εκ του Πατρός και αναπαυόμενον εις τον Υιόν, πώς θα είχε την πρόοδον ταύτην διά του Υιού εις τον οποίον αναπαύεται; Λοιπόν, αν θεολογείται πάλιν ότι προέρχεται και εκ του Υιού, δεν πρόκειται δι’ εκείνην οπωσδήποτε αλλά δι’ άλλην πρόοδον, η οποία είναι η προς εμάς φανέρωσις και προς τους άξιους μετάδοσίς του. Διότι κατά τον θεολόγον Γρηγόριον ο Χριστός είναι ταμίας του Πνεύματος ως Θεός και Θεού Υιός. Ο δε ταμίας δεν προβάλλει βεβαίως αφ’ εαυτού τα διδόμενα, μολονότι αυτός ο εκ Θεού Θεός έχει φυσικώς μέσα του το άγιον Πνεύμα, το οποίον φυσικώς προβαίνει εξ αυτού προς τους αξίους, αλλά δεν έχει την ύπαρξιν εξ αυτού. Αυτά άρα λέγει και ο ίδιος ο Κύριος, «όταν έλθει ο Παράκλητος τον οποίον εγώ θα σας στείλω από τον Πατέρα», ως εκπορευόμενον από τον Πατέρα και αναπαυόμενον είς αυτόν, και ούτω πεμπόμενον προς τους οικείους.
Συνεχίζεται
Αρχαίο κείμενο
23. Πρός δέ, εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα καί δι᾿ αὐτοῦ τήν ὕπαρξιν ἔχει κατά σέ, αὐτός ἐστιν ἕνωσις Πατρός καί Πνεύματος. Πῶς οὖν ὁ αὐτός μέγας ἐν θεολογίᾳ Γρηγόριός φησιν, «ἄναρχον καί ἀρχή καί τό μετά τῆς ἀρχῆς εἷς Θεός», «φύσις δε τοῖς τρισί μία˙ ἕνωσις δέ ὁ Πατήρ, ἐξ οὗ καί πρός ὅν ἀνάγεται τά ἑξῆς, οὐχ ὡς συναλείφεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι»;
Ἀκούων γάρ τις διά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τῷ Πατρί συναπτόμενον, νοεῖν ἄν ἔχοι τοῦτο λεγόμενον, διά τήν κατά τήν ὁμολογίαν ἐκφώνησιν, μέσου κειμένου τοῦ Υἱοῦ. Καί ὅτι Πατρός Πνεῦμα οὐκ ἄν ἄλλως λέγοιτο, εἰ μή διά τόν Υἱόν. Ἕνωσις δέ ὁ Πατήρ πῶς ἄν εἴη, εἰ μή προσεχῶς ἔχει πρός ἑκάτερον ἀμέσως προβαλλόμενος ἑκάτερον; Ἀλλά καί τό οὐχ ὡς συναλείφεσθαι δέ, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι, τήν προσεχῆ καί ἄμεσον ἑκατέρου σχέσιν πρός αὐτόν δηλοῖ.
24. Τί δέ, ὅτι «τό ἄναρχον καί ἡ ἀρχή καί τό μετά τῆς ἀρχῆς εἷς Θεός»; Εἰ γάρ ἐξ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ᾔδει, τό ἐκ τῆς ἀρχῆς ἄν εἶπεν, οὐ τό μετά τῆς ἀρχῆς.
25. Οὐκοῦν ὅταν ἀκούσῃς διά τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα ἐκπορεύεσθαι, ὡς συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ νόησον. Οὕτω γάρ καί τήν "διά" οὐκ εἰς τήν "ἐκ" κακῶς, ἀλλ᾿ εἰς τήν "μετά", τῷ τῆς θεολογίας ἐπωνύμῳ συνᾴδων μεταλήψῃ. «Πνεῦμα γάρ», φησί, «μεμαθήκαμεν», Δαμασκηνός ὁ θεῖος, «τό συμπαρομαρτοῦν τῷ λόγῳ καί φανεροῦν αὐτοῦ τήν ἐνέργειαν». Συμπαρομαρτεῖν δέ ἐστι τό συνακολουθεῖν, ὡς ὁ αὐτός ἐκεῖ φησιν ὥστε οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά σύν τῷ Υἱῷ τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, συνακολουθούσης ἀδιαστάτως τε καί ἀχρόνως τῇ γεννήσει τῆς ἐκπορεύσεως. Μεμαθήκαμεν δέ εἶπεν, ὡς τῶν πρό αὐτοῦ θεοφόρων οὕτω διδασκόντων, παρ᾿ ὧν μυηθείς οὕτω νοεῖν τό Πνεῦμα δι᾿ Υἱοῦ, τό ἐκ τοῦ Υἱοῦ τοῦτο λέγειν παντάπασιν ἀπηγόρευσεν.
Εἰ δ᾿ ὁ μέγας Βασίλειος οὐδέν εἶναί φησιν ἀπᾷδον εἰς τήν "ἐκ" τήν "διά" μεταλαμβάνειν, ἀλλ᾿ ἐπί τῶν κτισμάτων, διό καί τόν ἀπόστολον προήγαγεν εἰπόντα, «ἐξ αὐτοῦ καί δι᾿ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα», παρ᾿ αὐτοῦ γάρ δεδημιούργηνται καί δι᾿ αὐτοῦ συνέχονται καί πρός αὐτόν ἐπιστρέφονται τά ὄντα πάντα, ὁ δέ ἱερός Δαμασκηνός κἀν τῷ ἑβδόμῳ τῶν Θεολογικῶν αὐτοῦ κεφαλαίων προθείς πάλιν ὅ καί ἀνωτέρω ἔφημεν, μετά τινα συνᾴδων τῷ Κατηχητικῷ λόγῳ τοῦ Νύσσης ἐνθέου Γρηγορίου, «τό ἅγιον Πνεῦμα δύναμιν εἶναί φησιν οὐσιώδη, αὐτήν ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἐν ἰδιαζούσῃ ὑποστάσει θεωρουμένην καί αὐτοῦ, δηλονότι τοῦ Λόγου, οὖσαν ἐκφαντικήν, οὐ χωρισθῆναι τοῦ Θεοῦ ἐν ᾧ ἐστι καί τοῦ Λόγου ᾧ συμπαρομαρτεῖ δυναμένην», ἆρ᾿ οὐ σαφές κἀντεῦθεν, ὡς οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον;
26. Οὐ μήν, ἀλλ᾿ ἐπεί παρά τῶν θεολόγων ποτέ μέν ὁ Πατήρ μέσος εἶναι λέγεται Υἱοῦ καί Πνεύματος, ποτέ δέ ὁ Υἱός μέσος τοῦ Πατρός τε καί Πνεύματος, ποτέ δέ τό Πνεῦμα μέσον τοῦ Πατρός τε καί Υἱοῦ, οὐκ ἄν εἴη τό Πνεῦμα τρίτον ἀπό τοῦ Πατρός, οὐδ᾿ ἄν ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ τό εἶναι ἔχοι. Τοῖς γάρ ἐφεξῆς τρισί σημείοις, οὐκ ἄν εἴη ποτέ τι τῶν ἑκατέρωθεν κειμένων ἄκρων μέσον˙ ἀλλ᾿ ἔοικεν ἡ ἐπί τῆς θεολογίας μεσότης νοουμένη τοῖς ἐπί τῶν γωνιῶν τοῦ ἰσοπλεύρου τριγώνου σημείοις ἄκροις˙ ἐκεῖ γάρ ἕκαστον μέσον ἑκατέρωθεν εὑρίσκεται. Ἄν δέ καί τόν μεσότητα πρῶτον ἔχοντα ἐν ἀριθμοῖς ἐπισωρεύσας ὡς ἐν ἐπιπέδῳ θῇς, οὕτω τόν τε πρῶτον ἐνεργείᾳ τρίγωνον ἀποτελέσεις ἀριθμόν, καί ἥν ἄν λάβοις τῶν ἐν αὐτῷ μονάδων μέση δυσῖν ὑπολοίποιν ἔσται. Εἴ τις οὖν ἀρχήν καί αἴτιον τῶν δύο κέντρων ὑποθοῖτο τό ἕν, προσεχῶς καί ἀμέσως ἐξ ἀνάγκης ἐκεῖνο πρός ἑκάτερον ἔχει κἀν ταῖς μονάσι δήπου τόν αὐτόν τρόπον.
27. Τί δέ, οἱ λέγοντες ὡς ἕν ἕκαστον αὐτῶν ἔχει πρός τό ἕτερον οὐχ ἧττον ἤ πρός ἑαυτό, ἆρ᾿ οὐκ ἀριδήλως ἀμέσως ἔχειν παριστῶσι πρός ἄλληλα;
28. Τί δ᾿ ὁ ἐμμέτροις Ἔπεσι θεολογικῶς τε ἅμα καί πατρικῶς ἐγκελευόμενος, ὡς εἴπερ ἀκούσαις περί Υἱοῦ καί Πνεύματος, «ὥς ρα Θεοῖο τά δεύτερα Πατρός ἔχουσιν, οὕτω νοεῖν κέλομαί σε λόγους σοφίης βαθυκόλπου»˙ ὡς εἰς ρίζαν ἄναρχον ἀνέρχεται, οὐ θεότητα τέμνει. Εἰ γάρ μή ἀμέσως ἦν ἐκ τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, οὐκ ἄν δεύτερον καί τοῦτ᾿ ἀπό τοῦ Πατρός ἐτίθει, καθά καί τόν Υἱόν.
29. Καί μήν ἐκπόρευσις, ἐφ᾿ οὗπερ ἄν λέγοιτο, πρόοδός τις καί κίνησίς ἐστι, κατάλληλος τῷ τε ἐκπορεύοντι καί τῷ ἐκπορευομένῳ. Ἡ δέ τοῦ Πνεύματος πρόοδος διττή διά τῆς θεοπνεύστου κηρύσσεται Γραφῆς˙ προχεῖται γάρ ἐκ τοῦ Πατρός διά τοῦ Υἱοῦ, εἰ δέ βούλει καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ἐπί πάντας τούς ἀξίους, οἷς καί ἐπαναπαύεται καί ἐνοικεῖ. Αὕτη οὖν ἡ κίνησίς τε καί πρόοδος, εἰ δέ βούλει καί ἐκπόρευσις - οὐδέ γάρ περί τῶν ὀνομάτων ζυγομαχοῦντες ἀσχημονήσομεν, ἐπεί καί ὁ Δαβίδ λέγει, «ὁ Θεός ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαί σε ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ σου, ἐν τῷ διαβαίνειν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ, γῆ ἐσείσθη», ἐκπόρευσιν ἐνταῦθα λέγων τήν τοῦ Πνεύματος ἔκχυσιν ἐπί πᾶσαν σάρκα τήν εἰς Χριστόν πιστεύσασαν, ἥτις ἔρημος ἦν πρότερον τῆς χάριτος, ὥσπερ καί σεισμόν τῆς γῆς τήν ἐξ εἰδωλολατρίας πρός Θεόν μετάθεσιν - αὕτη οὖν ἡ ἐκ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πρόοδος τοῦ Πνεύματος οὐκ ἄν εἴη πάντως καί διά τῶν ἀξίων˙ καί ταῦτα πρός τούς αὐτούς πάλιν, ἐν οἷς οἰκεῖ τε καί ἀναπαύεται χάριτι τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Ἀνάπαυσις γάρ ἐστιν ἐν τούτοις, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτῶν κίνησις τοῦ Πνεύματος, ἀλλά μᾶλλον τῆς ἐπ᾿ αὐτούς κινήσεως παῦλα˙ κἄν τινες μεταδιδόναι δύναμιν ἐκτήσαντο, ἀλλ᾿ ἑτέρῳ πάντως τρόπῳ.
Ἡ μέντοι ἐκ Πατρός δι᾿ Υἱοῦ, ἥν ἔφημεν, πρόοδος τοῦ Πνεύματος καλεῖται καί εὐδοκία Πατρός τε καί Υἱοῦ, ὡς διά φιλανθρωπίαν πάντως τελεσθεῖσα, καί ἀποστολή καί δόσις καί συγκατάβασις, καί χρονικῶς ἀεί προάγεται καί πρός τινας καί δι᾿ αἰτίας, ἵνα ἁγιάσῃ καί διδάξῃ καί ὑπομνήσῃ καί τούς ἀπειθεῖς ἐλέγξῃ˙ μίαν μέν οὖν αὕτη κίνησις καί πρόοδος τοῦ Πνεύματος.
Ἔστι δέ καί ἡ ἀναιτίως τε καί ἀπολελυμένως πάντῃ καί ὑπέρ εὐδοκίαν καί φιλανθρωπίαν, ὡς μή κατά θέλησιν ἀλλά κατά φύσιν μόνην ἐκ τοῦ Πατρός οὖσα προαιώνιος καί ὑπερφυεστάτη τοῦ Πνεύματος ἐκπόρευσις καί κίνησις καί πρόοδος. Ζητῆσαι δή χρεών ἡμᾶς καί κατά ταύτην τήν ἄφραστόν τε καί ἀπερινόητον κίνησιν τό Πνεῦμα προερχόμενον ἐκ τοῦ Πατρός, ἆρ᾿ ἔχει κατά τάς γραφάς καί «ἐν ᾧ ἀναπαύεται» θεοπρεπῶς; Ζητοῦντες οὖν εὑρίσκομεν εὐδοκιμήσαντα τόν Πατέρα τοῦ μονογενοῦς Θεοῦ διδάξαι καί ἀποκαλύψαι τοῦτο πρῶτον Ἰωάννῃ τῷ τοῦ Κυρίου προδρόμῳ τε καί βαπτιστῇ, ὅς φησι˙ «κἀγώ οὐκ ᾔδειν αὐτόν, ἀλλ᾿ ὁ πέμψας με βαπτίζειν ἐν ὕδατι, ἐκεῖνός μοι εἶπεν˙ ἐφ᾿ ὅν ἄν ἴδοις τό Πνεῦμα καταβαῖνον καί μένον ἐπ᾿ αὐτόν, οὗτός ἐστιν ὁ βαπτίζων ἐν Πνεύματι ἁγίῳ». Διό «καί ἐμαρτύρησεν ὁ Ἰωάννης λέγων ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ὡσεί περιστεράν ἐξ οὐρανοῦ καί ἔμεινεν ἐπ᾿ αὐτόν».
Ἀλλ᾿ ἵνα μή τις, νομίσας διά τήν ἐνανθρώπησιν τοῦ Κυρίου ταῦτα λεχθῆναί τε καί τελεσθῆναι παρά τοῦ Πατρός, οὐχ ἱκανόν εἶναι δεῖγμα τοῦτ᾿ εἴπῃ πρός εὕρεσιν τοῦ ζητουμένου ἀκουέτω Δαμασκηνοῦ τοῦ θείου γράφοντος ἐν ὀγδόῳ τῶν Δογματικῶν, «πιστεύομεν καί εἰς ἕν Πνεῦμα ἅγιον, τό ἐκ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον», καί ἐν τῷ περί θείου τόπου, «Θεός τό Πνεῦμα τό ἅγιόν ἐστι, δύναμις ἁγιαστική ἐνυπόστατος ἐκ τοῦ Πατρός ἀδιαστάτως ἐκπορευομένη καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυομένη». Διό καί ταμίας τοῦ θείου Πνεύματος ὁ Χριστός ἐκ Θεοῦ γνήσιος Υἱός ἐστί τε καί λέγεται. Ὅ καί ὁ θεῖος Κύριλλος ἐν Θησαυροῖς δεικνύς, «ἀνάγκη πᾶσα», φησί, «τῆς θείας φύσεως εἶναι λέγειν τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἧς καί ἔστιν ἀπαρχή κατά τόν ἀπόστολον˙ εἰ δέ τοῦτο, οὐκ ἔστι κτίσμα, Θεός δέ μᾶλλον ὡς ἐκ Θεοῦ καί ἐν Θεῷ». Καί πάλιν, «Θεός ἄρα τό Πνεῦμά ἐστι τό ἐν Υἱῷ παρά Πατρός φυσικῶς ὑπάρχον καί ὅλην αὐτοῦ τήν ἐνέργειαν ἔχον». Ἀλλά καί ὁ τοῦ Διαλόγου θεῖος Γρηγόριος ἐν τῷ τελευταίῳ αὐτοῦ λόγῳ φησίν, ὅτι «τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται καί ἐν τῷ Υἱῷ μένει». «Οὕτω γάρ ἄν θεώμενοι σεφθείημεν πηγήν ζωῆς εἰς ἑαυτήν χεομένην καί ἐφ᾿ ἑαυτῆς ἑστῶσαν ὁρῶντες», κατά τόν μέγαν θεοφάντορα Διονύσιον.
Καί τοίνυν τό Πνεῦμα τό ἅγιον κατά τήν προαιώνιον ἐκείνην καί ἀπερινόητον ἐκπόρευσίν τε καί πρόοδον ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν Υἱῷ ἀναπαυόμενον, πῶς ἄν διά τοῦ Υἱοῦ ἐν ᾧ ἀναπαύεται ταύτην ἔχει τήν πρόοδον; Οὐκοῦν εἰ καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ πάλιν προέρχεσθαι θεολεγεῖται, οὐ κατ᾿ ἐκείνην πάντως, ἀλλά καθ᾿ ἑτέραν πρόοδον, ἥτις ἐστίν ἡ πρός ἡμᾶς φανέρωσις καί πρός τούς ἀξίους μετάδοσις. Ὁ γάρ Χριστός ἐστι κατά τόν θεολόγον Γρηγόριον ὁ τοῦ Πνεύματος ταμίας, ὡς Θεός τε καί Θεοῦ Υἱός. Ὁ δέ ταμίας οὐκ ἐξ ἑαυτοῦ πάντως τά διδόμενα προβάλλεται, καίτοι φυσικῶς ἔχει ἐν αὐτῷ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ὁ ἐκ Θεοῦ Θεός καί φυσικῶς ἐξ αὐτοῦ προϊόν εἰς τούς ἀξίους, ἀλλ᾿ οὐχί τήν ὕπαρξιν ἔχον ἐξ αὐτοῦ. Ταῦτ᾿ ἄρα καί αὐτός ὁ Κύριος, «ὅταν ἔλθῃ», φησίν, «ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός», ὡς παρά τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον καί ἐν αὐτῷ ἀναπαυόμενον καί οὕτω πεμπόμενον πρός τούς οἰκείους.
Σημειώσεις
1. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 42,15: «Ἓν μὲν οὖν καὶ σύντομον πρόγραμμα τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς λόγου, καὶ οἷον στηλογραφία τις πᾶσι γνώριμος, ὁ λαὸς οὗτος, γνήσιος ὢν τῆς Τριάδος προσκυνητής, ὡς θᾶττον ἄν τινα διαζευχθῆναι τῆς ζωῆς ταύτης, ἤ τι τῶν τριῶν ἑν διαζεῦξαι τῆς θεότητος, σύμφρονες, ὁμόζηλοι, ἑνὶ λόγῳ πρός τε ἀλλήλους καὶ πρὸς ἡμᾶς, καὶ τὴν Τριάδα κρατούμενοι· τὰ δὲ καθ᾿ ἕκαστον, ἵν᾿ ἐπέλθω συντόμως, ἄναρχον, καὶ ἀρχὴ, καὶ τὸ μετὰ τῆς ἀρχῆς, εἷς Θεός. Οὔτε τοῦ ἀνάρχου τὸ ἄναρχον φύσις, ἢ τὸ ἀγέννητον· οὐδεμία γὰρ φύσις ὅ τι μὴ τόδε ἐστὶν, ἀλλ᾿ ὅ τι τόδε. Ἡ τοῦ ὄντος θέσις, οὐχὶ τοῦ μὴ ὄντος ἀναίρεσις. Οὔτε ἡ ἀρχὴ, τῷ ἀρχὴ εἶναι, τοῦ ἀνάρχου διείργεται. Οὐ γὰρ φύσις αὐτῷ ἡ ἀρχὴ, ὥσπερ οὐδ᾿ ἐκείνῳ τὸ ἄναρχον. Περὶ γὰρ τὴν φύσιν, οὐ ταῦτα φύσις. Καὶ τὸ μετὰ τοῦ ἀνάρχου, καὶ τῆς ἀρχῆς, οὐκ ἄλλο τι, ἢ ὅπερ ἐκεῖνα. Ὄνομα δὲ, τῷ μὲν ἀνάρχῳ, Πατήρ· τῇ δὲ ἀρχῇ, Υἱός· τῷ δὲ μετὰ τῆς ἀρχῆς, Πνεῦμα ἅγιον. Φύσις δὲ τοῖς τρισὶ μία, Θεός. Ἕνωσις δὲ, ὁ Πατὴρ, ἐξ οὗ, καὶ πρὸς ὃν ἀνάγεται τὰ ἑξῆς· οὐχ ὡς συναλείφεσθαι, ἀλλ᾿ ὡς ἔχεσθαι, μήτε χρόνου διείργοντος, μήτε θελήματος, μήτε δυνάμεως. Ταῦτα γὰρ ἡμᾶς πολλὰ εἶναι πεποίηκεν, αὐτοῦ τε ἑκάστου πρὸς ἑαυτὸ, καὶ πρὸς τὸ ἕτερον στασιάζοντος. Οἷς δὲ ἁπλῆ φύσις καὶ τὸ εἶναι ταυτόν, τούτοις καὶ τὸ ἑν κύριον.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου