Συνέχεια από Τρίτη, 10 Απριλίου 2018
7. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να έχει τίποτε από την πατρική υπόσταση o Υιός· εάν δε έχει, τότε ή τα αίτια θα είναι δύο, αφού το εκπορεύειν θα ευρίσκετο σε δύο υποστάσεις (άλλωστε υπ’ αυτήν την έννοια δύο είναι και τα αιτιατά, αφού το αιτιατό παρατηρείται σε δύο υποστάσεις) ή θα συνενωθούν σε μία υπόστασιν ο Πατήρ και ο Υιός. Άρα το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, και μάλιστα ευθέως (προσεχώς) και αμέσως εκ Πατρός, όπως και ο Υιός εκ του Πατρός γεννάται.
Γι’ αυτό και ό Γρηγόριος, ο θειος πρόεδρος της Νύσσης, λέγει, «τα πρόσωπα του ανθρώπου δεν έχουν όλα την ύπαρξιν απ' ευθείας από το ίδιον πρόσωπον, διότι μαζί με τα αιτιατά είναι και τα αίτια πολλά και διάφορα. Επί της άγιας Τριάδος όμως δεν συμβαίνει το ίδιον· διότι εν και το αυτό είναι το πρόσωπον, από το όποιον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα, το του Πατρός. Γι’ αυτό έχουμε το θάρρος να λέγουμε εγκύρως (κυρίως) ένα Θεόν τον ένα αίτιον μετά του αυτού αιτιατών».
Άραγε έλαβες νουν, αφού επληγώθεις με τον λόγον της αληθείας, και μανθάνεις πάλι την αλήθεια και πείθεσαι στον Θεόν και στους κατά Θεόν πατέρες, ώστε ακούγοντας ότι εκ του Πατρός το Πνεύμα να συνυπακούεις (εξυπακούεται) το “εκ μόνου” και να μην αποδίδεις πλέον την ύπαρξίν του σε διάφορα πρόσωπα, αλλά εκ του ενός, του Πατρός, κατά το προσεχές (ορθώς) θεολογείν, όχι τον Υιόν μόνον αλλά και το άγιον Πνεύμα; Άραγε θεωρείς (δοξάζεις) τον Θεόν, εν πρόσωπον το αίτιον μαζί τα αιτιατά αυτού, αλλά και δεν λέγεις τα δύο πρόσωπα έχοντα την ιδία ουσία ως ένα αίτιο του ενός, οπότε έτσι τα αίτια γίνονται πολλά, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ημών των ανθρώπων, και δεν είναι πλέον εις Θεός, όπως ούτε εμείς δεν είμεθα όλοι εις άνθρωπος, αν και είμεθα της ιδίας ουσίας;
Άραγε πείθεσαι με αυτά στον Θεόν και στους κατά Θεόν θεολογούντες ή ζητείς να τα ακούσεις και με βροντές, σύμφωνα με τους ζητούντες να δουν σημείον εκ των ουρανών μετά τις πολλές θεοσημίες του Ιησού; Άκουε λοιπόν και την βροντήν, τον Ιωάννη και θεολογικώτατο από τους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος λέγει· «είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός». Τί λοιπόν, δεν θα θεωρήσουμε τον μονογενή παρά μόνου του Πατρός, επειδή δεν παρατίθεται το “μόνου”; Αλλά και o ίδιος o Κύριος, λέγοντας προς τους Ιουδαίους, «αν ο Θεός ήταν πατήρ σας, θα ηγαπάτε και εμέ, διότι εγώ εκ Θεού εξήλθον και έφθασα», και πάλι, «κανείς δεν έχει ίδει τον πατέρα, παρά μόνον αυτός που είναι από τον Θεόν, αυτός έχει ιδεί τον πατέρα», πώς δεν προσέθεσε το “μόνου”, λέγοντας “εκ του Πατρός μόνου εξήλθον” που είναι “ο ων παρά μόνου του Πατρός”, με την προϋπόθεσιν ότι δεν εννοείται κατ’ ανάγκην;
Αφού λοιπόν τόσες φορές έχει λεχθεί περί του Υιού ότι προέρχεται παρά του Πατρός και πουθενά δεν παρετέθη το “μόνου”, και συ ο ίδιος το συνυπακούεις παντού και για τους παντού συνυπακούοντες αυτό δεν δυσανασχετείς. Αντιθέτως μάλιστα θα δυσανασχετήσεις βαρύτατα εναντίον εκείνων οι οποίοι δεν το συνυπονοούν, και θα τους κατηγορήσεις (εγκαλέσεις) ως δυσσεβείς ή και ασεβείς. Περί δε του αγίου Πνεύματος, ακούγοντας ότι προέρχεται εκ του Πατρός, τί έπαθες και δεν συνυπονοείς το εξ ανάγκης συνυπακουόμενον “μόνου”, αλλά και εξετράπης στην αντίθετον γνώμην; Αυτό για το oποίο δικαίως θα κατηγορείς τους εννοούντες κακώς περί του Υιού, το έπαθες εσύ ο ίδιος αδίκως επί του Πνεύματος, χωρίς να υπάρχει καμμία απολύτως αφορμή προξενούσα την δυσσέβεια;
8. Το Πνεύμα εννοείται εξ ανάγκης εκπορευόμενο από μόνον τον Πατέρα, όχι μόνον διότι λέγεται παρά του Πατρός το Πνεύμα, όπως ο του Θεού Λόγος προ αιώνων (λέγεται) παρά του Πατρός, αλλά και διότι κατά τον σοφόν μάρτυρα της αληθείας Ιουστίνον, «όπως ο Υιός είναι εκ του Πατρός, έτσι και το άγιον Πνεύμα είναι εκ του Πατρός, πλην του τρόπου της υπάρξεως· διότι εκείνος μεν εξέλαμψε γεννητώς εκ φωτός, τούτο δε, αν και είναι επίσης φώς εκ φωτός και αυτό, δεν προήλθε γεννητώς αλλά εκπορευτώς». Αν ο Υιός είναι αμέσως εκ Πατρός, αμέσως εκ Πατρός είναι και το Πνεύμα· και αν ο Υιός δεν είναι και εκ του Πνεύματος, και το Πνεύμα δεν είναι και εκ του Υιού· και αν ο Υιός είναι εκ μόνου του Πατρός, και το Πνεύμα είναι εκ μόνου του Πατρός. Επειδή δηλαδή το άγιον Πνεύμα είναι εκπορευτό εκ του Πατρός, όπως ο Υιός είναι γεννητός εκ του Πατρός, το δε εκπορευτόν, όπως ο Υιός είναι γεννητός εκ του Πατρός, είναι εκπορευτόν εκ μόνου του Πατρός, άρα το άγιον Πνεύμα (είναι Θεός) προερχόμενος εκπορευτώς εκ Θεού Πατρός μόνου.
Αυτά άρα και ομοίως λέγονται και είναι, μαζί και χωριστά το καθένα, προσφέροντα σε εμάς την απόδειξη της αληθείας διά μεν του ομοίως είναι αιτιώδη, διά δε του ομοίως λέγεσθαι τεκμηριώδη (Σχόλιο Π. Χρήστου: Το ότι Υιός και Πνεύμα είναι μαζί δεικνύει την αιτιώδη σχέσιν των, το ότι δε λέγονται μαζί δεικνύει την αποδεικτικήν σχέσιν των)· διότι το γεγονός ότι ο Υιός και το Πνεύμα προέρχονται μαζί εξ αϊδίου δεν σημαίνει ότι δεν θα γνωρίσουμε από τον Υιόν τα του Πνεύματος, αλλ’ ότι, αφού τα του Υιού μας είναι γνωριμώτερα, από αυτά τα γνωριμώτερα θα αποδείξουμε και τα του Πνεύματος. Άλλωστε το Πνεύμα αποδεικνύεται ότι υπάρχει εκ μόνου του Πατρός όχι απλώς εκ της περιπτώσεως του Υιού, αλλά εκ του ότι είναι όπως ο Υιός εκ Πατρός.
Συνεχίζεται
Αρχαίο κείμενο
7. Οὐκοῦν ἔνι τι τῶν τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν˙ εἰ δ᾿ ἔχει, ἤ δύο ἔσονται τά αἴτια, ὡς ἐν δυσίν ὑποστάσεσι τοῦ ἐκπορεύειν ὄντος (οὕτω γάρ δύο καί τά αἰτιατά, ὡς τοῦ αἰτιατοῦ ἐν δυσίν ὑποστάσεσι θεωρουμένου), ἤ συνδραμοῦνται εἰς μίαν τήν ὑπόστασιν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός. Ἐκ μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί προσεχῶς καί ἀμέσως ἐκ Πατρός, ὡς καί ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός γεννᾶται.
Διό καί Γρηγόριος ὁ Νύσσης θεῖος πρόεδρος, «τά τοῦ ἀνθρώπου», φησί, «πρόσωπα πάντα, οὐκ ἀπό τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατά τό προσεχές ἔχει τό εἶναι, ὡς πολλά καί διάφορα εἶναι πρός τοῖς αἰτιατοῖς καί τά αἴτια. Ἐπί δέ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως˙ ἕν γάρ πρόσωπον καί τό αὐτό τοῦ Πατρός, ἐξ οὗπερ ὁ Υἱός γεννᾶται καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τό ἕνα αἴτιον μετά τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν φαμεν τεθαρρηκότως».
Ἆρα νοῦν ἔλαβες πληγείς τῷ τῆς ἀληθείας λόγῳ καί μεταμανθάνεις τήν ἀλήθειαν καί πείθῃ Θεῷ καί τοῖς κατά Θεόν πατράσιν, ὡς ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούων τό Πνεῦμα συνυπακούειν τό ἐκ μόνου καί μηκέτ᾿ ἐκ διαφόρων προσώπων τήν ὕπαρξιν αὐτῷ παρέχειν, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ ἑνός, τοῦ Πατρός, κατά τό προσεχές θεολογεῖν, οὐ τόν Υἱόν μόνον, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἕν πρόσωπον τό αἴτιον τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν εἶναι δοξάζων τόν Θεόν, ἀλλ᾿ οὐχ ἕν αἴτιον ὡς τῆς αὐτῆς οὐσίας τά δύο πρόσωπα λέγων τοῦ ἑνός, οὕτω γάρ πολλά γίνεται τά αἴτια, ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν συμβαίνει, καί οὐκέτι Θεός εἷς, ὥσπερ οὐδ᾿ ἡμεῖς εἷς οἱ πάντες ἄνθρωπος, εἰ καί τῆς αὐτῆς ἐσμεν οὐσίας;
Ἆρ᾿ οὖν πείθῃ κατά ταῦτα Θεῷ καί τοῖς κατά Θεόν θεολογοῦσιν ἤ ζητεῖς ἔτι καί διά βροντῆς ἀκηκοέναι κατά τούς μετά τάς πολλάς Ἰησοῦ θεοσημίας σημεῖον ζητοῦντας ἐκ τοῦ οὐρανῶν ἰδεῖν; Ἄκουε δή καί τῆς βροντῆς, Ἰωάννου καί θεολογικωτάτου τῶν τοῦ Κυρίου μαθητῶν, ὅς φησιν˙ «εἴδομεν τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά τοῦ πατρός». Τί οὖν, οὐκ ἐροῦμεν τόν μονογενῆ παρά μόνου τοῦ Πατρός, ἐπεί μή πρόσκειται τοῦ «μόνου»; Ἀλλά καί ὁ Κύριος αὐτός πρός Ἰουδαίους λέγων, «εἰ ὁ Θεός πατήρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἄν ἐμέ, ἐγώ γάρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καί ἥκων», καί πάλιν, «οὐχ ὅτι τις ἑώρακε τόν πατέρα, εἰ μή ὁ ὤν παρά τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τόν πατέρα», πῶς οὐ προσέθηκε τό «μόνου» λέγων "ἐκ τοῦ Πατρός μόνου ἐξῆλθον", ἤ "ὁ ὤν παρά μόνου τοῦ Πατρός", οὐχ ὡς ἐξ ἀνάγκης συννοούμενον;
Τοσαυτάκις οὖν εἰρημένου περί τοῦ Υἱοῦ ὅτι παρά τοῦ Πατρός καί μηδαμοῦ τοῦ «μόνου» προσκειμένου, αὐτός τε πανταχοῦ συνυπακούεις τοῦτο καί τοῖς πανταχοῦ συνυπακούουσιν οὐ δυσχεραίνεις. Μᾶλλον μέν οὖν καί τοῖς μή συννοοῦσι τοῦτο ἐς τά μάλιστα δυσχερανεῖς καί ὡς δυσεβέσιν ἤ καί ἀσεβέσιν ἐγκαλέσεις. Περί δέ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούων, εἶτα τί παθών, οὐ συννοεῖς τό ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον, ἀλλά καί εἰς τήν ἐναντίαν ἐξετράπης δόξαν, ὅ ἄν ἐνεκάλεσας δικαίως τοῖς περί τοῦ Υἱοῦ κακῶς νοοῦσι, τοῦτ᾿ αὐτός ἀδίκως πεπονθώς ἐπί τοῦ Πνεύματος, ἐκ μηδεμιᾶς ὅλως τό δυσσεβές προεξενούσης ἀφορμῆς;
8. Οὐ γάρ μόνον ὅτι λέγεται παρά τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, ὡς ὁ Θεός Λόγος πρό αἰώνων παρά τοῦ Πατρός, ἐξ ἀνάγκης παρά μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον νοεῖται, ἀλλ᾿ ἐπεί καί κατά τόν σοφόν μάρτυρα τῆς ἀληθείας Ἰουστῖνον, «ὡς ὁ Υἱός ἐστιν ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως˙ ὁ μέν γάρ γεννητῶς ἐκ φωτός ἐξέλαμψε, τό δέ, φῶς μέν ἐκ φωτός καί αὐτό, οὐ μήν γεννητῶς, ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς προῆλθεν». Εἰ ὁ Υἱός ἀμέσως ἐκ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός ἀμέσως˙ καί εἰ ὁ Υἱός οὐχί καί ἐκ τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ˙ καί εἰ ὁ Υἱός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Ἐπεί γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός, τό δέ ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν, τό Πνεῦμα ἄρα τό ἅγιον ἐκ Θεοῦ Πατρός μόνου ἐκπορευτῶς προερχόμενος.
Ταῦτα ἄρα καί ὁμοίως λέγεταί τε καί ἔστιν, ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερον, διά μέν τοῦ ὁμοίως εἶναι τήν ἀπόδειξιν ἡμῖν τῆς ἀληθείας αἰτιώδη παρεχόμενα, διά δέ τοῦ ὁμοίως λέγεσθαι τεκμηριώδη˙ οὐ γάρ ὅτι ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, διά τοῦτο οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τά τοῦ Πνεύματος γνωρίσομεν, ἀλλ᾿ ὅτι γνωριμώτερα ἡμῖν ἐστι τά τοῦ Υἱοῦ, ἐκ τῶν γνωριμωτέρων τούτων καί τό Πνεῦμα ἀποδείξομεν. Ἄλλως τε οὐδέ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ εἶναι ὡς ὁ Υἱός τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὑπάρχον ἀποδέδεικται.
7. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν να έχει τίποτε από την πατρική υπόσταση o Υιός· εάν δε έχει, τότε ή τα αίτια θα είναι δύο, αφού το εκπορεύειν θα ευρίσκετο σε δύο υποστάσεις (άλλωστε υπ’ αυτήν την έννοια δύο είναι και τα αιτιατά, αφού το αιτιατό παρατηρείται σε δύο υποστάσεις) ή θα συνενωθούν σε μία υπόστασιν ο Πατήρ και ο Υιός. Άρα το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, και μάλιστα ευθέως (προσεχώς) και αμέσως εκ Πατρός, όπως και ο Υιός εκ του Πατρός γεννάται.
Γι’ αυτό και ό Γρηγόριος, ο θειος πρόεδρος της Νύσσης, λέγει, «τα πρόσωπα του ανθρώπου δεν έχουν όλα την ύπαρξιν απ' ευθείας από το ίδιον πρόσωπον, διότι μαζί με τα αιτιατά είναι και τα αίτια πολλά και διάφορα. Επί της άγιας Τριάδος όμως δεν συμβαίνει το ίδιον· διότι εν και το αυτό είναι το πρόσωπον, από το όποιον γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το άγιον Πνεύμα, το του Πατρός. Γι’ αυτό έχουμε το θάρρος να λέγουμε εγκύρως (κυρίως) ένα Θεόν τον ένα αίτιον μετά του αυτού αιτιατών».
Άραγε έλαβες νουν, αφού επληγώθεις με τον λόγον της αληθείας, και μανθάνεις πάλι την αλήθεια και πείθεσαι στον Θεόν και στους κατά Θεόν πατέρες, ώστε ακούγοντας ότι εκ του Πατρός το Πνεύμα να συνυπακούεις (εξυπακούεται) το “εκ μόνου” και να μην αποδίδεις πλέον την ύπαρξίν του σε διάφορα πρόσωπα, αλλά εκ του ενός, του Πατρός, κατά το προσεχές (ορθώς) θεολογείν, όχι τον Υιόν μόνον αλλά και το άγιον Πνεύμα; Άραγε θεωρείς (δοξάζεις) τον Θεόν, εν πρόσωπον το αίτιον μαζί τα αιτιατά αυτού, αλλά και δεν λέγεις τα δύο πρόσωπα έχοντα την ιδία ουσία ως ένα αίτιο του ενός, οπότε έτσι τα αίτια γίνονται πολλά, όπως συμβαίνει στην περίπτωση ημών των ανθρώπων, και δεν είναι πλέον εις Θεός, όπως ούτε εμείς δεν είμεθα όλοι εις άνθρωπος, αν και είμεθα της ιδίας ουσίας;
Άραγε πείθεσαι με αυτά στον Θεόν και στους κατά Θεόν θεολογούντες ή ζητείς να τα ακούσεις και με βροντές, σύμφωνα με τους ζητούντες να δουν σημείον εκ των ουρανών μετά τις πολλές θεοσημίες του Ιησού; Άκουε λοιπόν και την βροντήν, τον Ιωάννη και θεολογικώτατο από τους μαθητές του Κυρίου, ο οποίος λέγει· «είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός». Τί λοιπόν, δεν θα θεωρήσουμε τον μονογενή παρά μόνου του Πατρός, επειδή δεν παρατίθεται το “μόνου”; Αλλά και o ίδιος o Κύριος, λέγοντας προς τους Ιουδαίους, «αν ο Θεός ήταν πατήρ σας, θα ηγαπάτε και εμέ, διότι εγώ εκ Θεού εξήλθον και έφθασα», και πάλι, «κανείς δεν έχει ίδει τον πατέρα, παρά μόνον αυτός που είναι από τον Θεόν, αυτός έχει ιδεί τον πατέρα», πώς δεν προσέθεσε το “μόνου”, λέγοντας “εκ του Πατρός μόνου εξήλθον” που είναι “ο ων παρά μόνου του Πατρός”, με την προϋπόθεσιν ότι δεν εννοείται κατ’ ανάγκην;
Αφού λοιπόν τόσες φορές έχει λεχθεί περί του Υιού ότι προέρχεται παρά του Πατρός και πουθενά δεν παρετέθη το “μόνου”, και συ ο ίδιος το συνυπακούεις παντού και για τους παντού συνυπακούοντες αυτό δεν δυσανασχετείς. Αντιθέτως μάλιστα θα δυσανασχετήσεις βαρύτατα εναντίον εκείνων οι οποίοι δεν το συνυπονοούν, και θα τους κατηγορήσεις (εγκαλέσεις) ως δυσσεβείς ή και ασεβείς. Περί δε του αγίου Πνεύματος, ακούγοντας ότι προέρχεται εκ του Πατρός, τί έπαθες και δεν συνυπονοείς το εξ ανάγκης συνυπακουόμενον “μόνου”, αλλά και εξετράπης στην αντίθετον γνώμην; Αυτό για το oποίο δικαίως θα κατηγορείς τους εννοούντες κακώς περί του Υιού, το έπαθες εσύ ο ίδιος αδίκως επί του Πνεύματος, χωρίς να υπάρχει καμμία απολύτως αφορμή προξενούσα την δυσσέβεια;
8. Το Πνεύμα εννοείται εξ ανάγκης εκπορευόμενο από μόνον τον Πατέρα, όχι μόνον διότι λέγεται παρά του Πατρός το Πνεύμα, όπως ο του Θεού Λόγος προ αιώνων (λέγεται) παρά του Πατρός, αλλά και διότι κατά τον σοφόν μάρτυρα της αληθείας Ιουστίνον, «όπως ο Υιός είναι εκ του Πατρός, έτσι και το άγιον Πνεύμα είναι εκ του Πατρός, πλην του τρόπου της υπάρξεως· διότι εκείνος μεν εξέλαμψε γεννητώς εκ φωτός, τούτο δε, αν και είναι επίσης φώς εκ φωτός και αυτό, δεν προήλθε γεννητώς αλλά εκπορευτώς». Αν ο Υιός είναι αμέσως εκ Πατρός, αμέσως εκ Πατρός είναι και το Πνεύμα· και αν ο Υιός δεν είναι και εκ του Πνεύματος, και το Πνεύμα δεν είναι και εκ του Υιού· και αν ο Υιός είναι εκ μόνου του Πατρός, και το Πνεύμα είναι εκ μόνου του Πατρός. Επειδή δηλαδή το άγιον Πνεύμα είναι εκπορευτό εκ του Πατρός, όπως ο Υιός είναι γεννητός εκ του Πατρός, το δε εκπορευτόν, όπως ο Υιός είναι γεννητός εκ του Πατρός, είναι εκπορευτόν εκ μόνου του Πατρός, άρα το άγιον Πνεύμα (είναι Θεός) προερχόμενος εκπορευτώς εκ Θεού Πατρός μόνου.
Αυτά άρα και ομοίως λέγονται και είναι, μαζί και χωριστά το καθένα, προσφέροντα σε εμάς την απόδειξη της αληθείας διά μεν του ομοίως είναι αιτιώδη, διά δε του ομοίως λέγεσθαι τεκμηριώδη (Σχόλιο Π. Χρήστου: Το ότι Υιός και Πνεύμα είναι μαζί δεικνύει την αιτιώδη σχέσιν των, το ότι δε λέγονται μαζί δεικνύει την αποδεικτικήν σχέσιν των)· διότι το γεγονός ότι ο Υιός και το Πνεύμα προέρχονται μαζί εξ αϊδίου δεν σημαίνει ότι δεν θα γνωρίσουμε από τον Υιόν τα του Πνεύματος, αλλ’ ότι, αφού τα του Υιού μας είναι γνωριμώτερα, από αυτά τα γνωριμώτερα θα αποδείξουμε και τα του Πνεύματος. Άλλωστε το Πνεύμα αποδεικνύεται ότι υπάρχει εκ μόνου του Πατρός όχι απλώς εκ της περιπτώσεως του Υιού, αλλά εκ του ότι είναι όπως ο Υιός εκ Πατρός.
Συνεχίζεται
Αρχαίο κείμενο
7. Οὐκοῦν ἔνι τι τῶν τῆς πατρικῆς ὑποστάσεως ἔχειν τόν Υἱόν˙ εἰ δ᾿ ἔχει, ἤ δύο ἔσονται τά αἴτια, ὡς ἐν δυσίν ὑποστάσεσι τοῦ ἐκπορεύειν ὄντος (οὕτω γάρ δύο καί τά αἰτιατά, ὡς τοῦ αἰτιατοῦ ἐν δυσίν ὑποστάσεσι θεωρουμένου), ἤ συνδραμοῦνται εἰς μίαν τήν ὑπόστασιν ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός. Ἐκ μόνου ἄρα τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται τό Πνεῦμα τό ἅγιον, καί προσεχῶς καί ἀμέσως ἐκ Πατρός, ὡς καί ὁ Υἱός ἐκ τοῦ Πατρός γεννᾶται.
Διό καί Γρηγόριος ὁ Νύσσης θεῖος πρόεδρος, «τά τοῦ ἀνθρώπου», φησί, «πρόσωπα πάντα, οὐκ ἀπό τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατά τό προσεχές ἔχει τό εἶναι, ὡς πολλά καί διάφορα εἶναι πρός τοῖς αἰτιατοῖς καί τά αἴτια. Ἐπί δέ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως˙ ἕν γάρ πρόσωπον καί τό αὐτό τοῦ Πατρός, ἐξ οὗπερ ὁ Υἱός γεννᾶται καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορεύεται. Διό καί κυρίως τό ἕνα αἴτιον μετά τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν φαμεν τεθαρρηκότως».
Ἆρα νοῦν ἔλαβες πληγείς τῷ τῆς ἀληθείας λόγῳ καί μεταμανθάνεις τήν ἀλήθειαν καί πείθῃ Θεῷ καί τοῖς κατά Θεόν πατράσιν, ὡς ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούων τό Πνεῦμα συνυπακούειν τό ἐκ μόνου καί μηκέτ᾿ ἐκ διαφόρων προσώπων τήν ὕπαρξιν αὐτῷ παρέχειν, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ ἑνός, τοῦ Πατρός, κατά τό προσεχές θεολογεῖν, οὐ τόν Υἱόν μόνον, ἀλλά καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἕν πρόσωπον τό αἴτιον τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν εἶναι δοξάζων τόν Θεόν, ἀλλ᾿ οὐχ ἕν αἴτιον ὡς τῆς αὐτῆς οὐσίας τά δύο πρόσωπα λέγων τοῦ ἑνός, οὕτω γάρ πολλά γίνεται τά αἴτια, ὡς ἐφ᾿ ἡμῶν συμβαίνει, καί οὐκέτι Θεός εἷς, ὥσπερ οὐδ᾿ ἡμεῖς εἷς οἱ πάντες ἄνθρωπος, εἰ καί τῆς αὐτῆς ἐσμεν οὐσίας;
Ἆρ᾿ οὖν πείθῃ κατά ταῦτα Θεῷ καί τοῖς κατά Θεόν θεολογοῦσιν ἤ ζητεῖς ἔτι καί διά βροντῆς ἀκηκοέναι κατά τούς μετά τάς πολλάς Ἰησοῦ θεοσημίας σημεῖον ζητοῦντας ἐκ τοῦ οὐρανῶν ἰδεῖν; Ἄκουε δή καί τῆς βροντῆς, Ἰωάννου καί θεολογικωτάτου τῶν τοῦ Κυρίου μαθητῶν, ὅς φησιν˙ «εἴδομεν τήν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρά τοῦ πατρός». Τί οὖν, οὐκ ἐροῦμεν τόν μονογενῆ παρά μόνου τοῦ Πατρός, ἐπεί μή πρόσκειται τοῦ «μόνου»; Ἀλλά καί ὁ Κύριος αὐτός πρός Ἰουδαίους λέγων, «εἰ ὁ Θεός πατήρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἄν ἐμέ, ἐγώ γάρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καί ἥκων», καί πάλιν, «οὐχ ὅτι τις ἑώρακε τόν πατέρα, εἰ μή ὁ ὤν παρά τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τόν πατέρα», πῶς οὐ προσέθηκε τό «μόνου» λέγων "ἐκ τοῦ Πατρός μόνου ἐξῆλθον", ἤ "ὁ ὤν παρά μόνου τοῦ Πατρός", οὐχ ὡς ἐξ ἀνάγκης συννοούμενον;
Τοσαυτάκις οὖν εἰρημένου περί τοῦ Υἱοῦ ὅτι παρά τοῦ Πατρός καί μηδαμοῦ τοῦ «μόνου» προσκειμένου, αὐτός τε πανταχοῦ συνυπακούεις τοῦτο καί τοῖς πανταχοῦ συνυπακούουσιν οὐ δυσχεραίνεις. Μᾶλλον μέν οὖν καί τοῖς μή συννοοῦσι τοῦτο ἐς τά μάλιστα δυσχερανεῖς καί ὡς δυσεβέσιν ἤ καί ἀσεβέσιν ἐγκαλέσεις. Περί δέ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρός ἀκούων, εἶτα τί παθών, οὐ συννοεῖς τό ἐξ ἀνάγκης συνυπακουόμενον, ἀλλά καί εἰς τήν ἐναντίαν ἐξετράπης δόξαν, ὅ ἄν ἐνεκάλεσας δικαίως τοῖς περί τοῦ Υἱοῦ κακῶς νοοῦσι, τοῦτ᾿ αὐτός ἀδίκως πεπονθώς ἐπί τοῦ Πνεύματος, ἐκ μηδεμιᾶς ὅλως τό δυσσεβές προεξενούσης ἀφορμῆς;
8. Οὐ γάρ μόνον ὅτι λέγεται παρά τοῦ Πατρός τό Πνεῦμα, ὡς ὁ Θεός Λόγος πρό αἰώνων παρά τοῦ Πατρός, ἐξ ἀνάγκης παρά μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον νοεῖται, ἀλλ᾿ ἐπεί καί κατά τόν σοφόν μάρτυρα τῆς ἀληθείας Ἰουστῖνον, «ὡς ὁ Υἱός ἐστιν ἐκ τοῦ Πατρός, οὕτω καί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκ τοῦ Πατρός, πλήν τοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως˙ ὁ μέν γάρ γεννητῶς ἐκ φωτός ἐξέλαμψε, τό δέ, φῶς μέν ἐκ φωτός καί αὐτό, οὐ μήν γεννητῶς, ἀλλ᾿ ἐκπορευτῶς προῆλθεν». Εἰ ὁ Υἱός ἀμέσως ἐκ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός ἀμέσως˙ καί εἰ ὁ Υἱός οὐχί καί ἐκ τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα οὐχί καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ˙ καί εἰ ὁ Υἱός ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, καί τό Πνεῦμα ἐκ μόνου τοῦ Πατρός. Ἐπεί γάρ τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἐκπορευτόν ἐκ τοῦ Πατρός, ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός, τό δέ ὡς ὁ Υἱός γεννητός ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ἐκπορευτόν, τό Πνεῦμα ἄρα τό ἅγιον ἐκ Θεοῦ Πατρός μόνου ἐκπορευτῶς προερχόμενος.
Ταῦτα ἄρα καί ὁμοίως λέγεταί τε καί ἔστιν, ὁμοῦ τε καί χωρίς ἑκάτερον, διά μέν τοῦ ὁμοίως εἶναι τήν ἀπόδειξιν ἡμῖν τῆς ἀληθείας αἰτιώδη παρεχόμενα, διά δέ τοῦ ὁμοίως λέγεσθαι τεκμηριώδη˙ οὐ γάρ ὅτι ἅμα ἐξ ἀϊδίου ὁ Υἱός τε καί τό Πνεῦμα, διά τοῦτο οὐκ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τά τοῦ Πνεύματος γνωρίσομεν, ἀλλ᾿ ὅτι γνωριμώτερα ἡμῖν ἐστι τά τοῦ Υἱοῦ, ἐκ τῶν γνωριμωτέρων τούτων καί τό Πνεῦμα ἀποδείξομεν. Ἄλλως τε οὐδέ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ εἶναι ὡς ὁ Υἱός τό Πνεῦμα ἐκ Πατρός, ἐκ μόνου τοῦ Πατρός ὑπάρχον ἀποδέδεικται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου