Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (56)

Συνέχεια από:Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
του Enrico Berti.
         
Η αντίφαση και η διαλεκτική στον Κάντ (συνέχεια).

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον λοιπόν να δούμε τον τρόπο με τον οποίο ο Κάντ ερμηνεύει την αριστοτελική διάκριση ανάμεσα στην αντίθεση λόγω εναντιώσεως και την αντίθεση ένεκεν αντιφάσεως, στην ορολογία του: Ας μου επιτραπεί-συμπληρώνει- να ονομάσω αυτό το είδος αντιθέσεως διαλεκτικό, και εκείνο τής αντιφάσεως, αναλυτική αντίθεση", όπου είναι φανερό ότι διαλεκτική σημαίνει "φαινομενική" και αναλυτική σημαίνει "αληθινή και πραγματική". Η εναντίωση λοιπόν είναι μία αντίθεση μόνον φαινομενική, η οποία δέν αποκλείει μία τρίτη δυνατότητα, ενώ η αντίφαση είναι μία αληθινή αντίθεση, αποκλείουσα κάθε άλλη δυνατότητα!
          Αλλ'όμως εάν οι δύο ενάντιες θέσεις, ή αντίθετες φαινομενικώς μόνον, διά της διαλεκτικής αντιθέσεως, είναι ψευδείς και οι δύο, πρέπει να είναι αληθής, λόγω τής αρχής τού τρίτου αποκλειομένου, η αντιφατική και των δύο, δηλαδή  αντίθετη πρόταση και στις δύο σύμφωνα με την αναλυτική αντίθεση. Ο Κάντ λοιπόν δέν διστάζει να φτάσει σ'αυτό το συμπέρασμα "εάν οι δύο προτάσεις-ο κόσμος σχετικά με το μέγεθος είναι άπειρος, ο κόσμος σχετικά με το μέγεθος είναι πεπερασμένος- υπολογίζονται σαν να είναι μεταξύ τους αντίθετες αντιφατικές [κάτι που δέν ισχύει όπως είδαμε], τότε οδηγούμαστε στην επιβεβαίωση ότι ο κόσμος (η σειρά όλων των φαινομένων) είναι ένα καθαυτό πράγμα... Αλλά εάν εγώ αφαιρέσω αυτή την προϋπόθεση, ή αυτό το υπερβατικό φαινόμενο, και αρνηθώ ότι ο κόσμος είναι ένα καθαυτό πράγμα, τότε η αντιφατική αντίθεση των δύο δηλώσεων μεταλλάσσεται σε απλή διαλεκτική αντίθεση [όπως είναι στην πραγματικότητα] και επειδή ο κόσμος δέν υπάρχει καθαυτός... αυτός δέν υπάρχει ούτε σαν ένα όλον καθαυτό άπειρο, ούτε σαν πεπερασμένο".
          Να λοιπόν η ανάδυση της λύσης, η οποία αποκτάται μέσω τής "σκεπτικής μεθόδου" τής αντιπαραθέσεως μεταξύ τους τών ισοδύναμων θέσεων". Εκεί όπου η αντινομία τού καθαρού λόγου στις κοσμολογικές του ιδέες ξεπερνιέται αποδεικνύοντας ότι αυτή είναι απλώς διαλεκτική, εκεί είναι μία διαμάχη ενός φαινομένου το οποίο γεννάται απο αυτή, ότι δηλ. έχει εφαρμοστεί η απόλυτη ιδέα τής ολότητος, η οποία δέν έχει κάποια αξία παρά μόνον σαν συνθήκη τών καθαυτό πραγμάτων, στα φαινόμενα τα οποία όμως δέν υπάρχουν παρά μόνον στην αναπαράσταση!.... Αλλά μπορούμε επίσης, αντιστρόφως, απο αυτή την αντινομία να αποκομίσουμε ένα αληθινό πλεονέκτημα, όχι δραματικό, αλλά κριτικό και δογματικό: να αποδείξουμε έτσι εμμέσως την ιδεατή υπερβατικότητα των φαινομένων.... δηλαδή ότι τα φαινόμενα γενικώς δέν είναι τίποτε έξω απο τις δικές μας αναπαραστάσεις".
          Εδώ δέν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κάντ εφάρμοσε την αρχή τού τρίτου αποκλειομένου (α.τ.τ.α) με αποδεικτικό σκοπό, εκμεταλλεύθηκε δηλαδή την "σκεπτική μέθοδο" στο μάξιμο των δυνατοτήτων της. Ξεπερνώντας δηλαδή την αντινομία αποδεικνύοντας δηλαδή το ψεύδος τόσο τής θέσεως (ο κόσμος είναι πεπερασμένος) όσο και τής αντιθέσεως (ο κόσμος είναι άπειρος) αυτός απέδειξε ότι ο κόσμος δέν είναι ούτε πεπερασμένος ούτε άπειρος, ότι  δηλαδή είναι λάθος να ομιλούμε για τον "κόσμο", δηλαδή για την ολότητα των φανομένων σαν να ήταν ένα καθαυτό πράγμα. Με άλλα λόγια απέδειξε ότι τα φαινόμενα δέν υπάρχουν καθαυτά, παρά μόνον στην αναπαράστασή μας!
          Ο αποδεικτικός χαρακτήρας αυτού του επιχειρήματος δέν διαψεύδεται απο όσα δηλώνει ο Κάντ, στο "Υπερβατικό δόγμα τής μεθόδου", σχετικά με το ανεφάρμοστο τών "απαγωγικών αποδείξεων" στην φιλοσοφία.  Εδώ δηλώνει ότι αυτός ο τύπος τών αποδείξεων, δηλαδή οι αποδείξεις διά τού παραλόγου (Αριστ. Αναλυτ. πρότ. Ι, 44,50 30 : απαγωγή εις το αδύνατον), παρότι παράγει μία μεγαλύτερη εμπιστοσύνη απο τις άμεσες, καθότι χρησιμοποιούν την αντίφαση, η οποία είναι μία έννοια υπερβολικά καθαρή και διαισθητική, ταιριάζουν σε επιστήμες όπως τα μαθηματικά, όπου είναι αδύνατον "να ανταλλάξουμε τήν υποκειμενικότητα τών αναπαραστάσεών μας με την αντικειμενικότητα" αλλά δέν ισχύει στην φιλοσοφία όπου αυτή η αδυναμία δέν ισχύει, δέν ενυπάρχει! Αυτή η αξιολόγηση βασίζεται στην σωστή παρατήρηση ότι η απαγωγή εις το αδύνατον, συμπεραίνοντας ακόμη και μία μόνον συνέπεια ψευδή απο την αντίθετη πρόταση απο εκείνη που θέλουμε να αποδείξουμε, φανερώνει το ψεύδος εκείνης και επομένως την αλήθεια της αντιθέτου της! Στα μαθηματικά, όπου το υποκειμενικό στοιχείο λείπει, δέν υπάρχει κίνδυνος το αντίθετο να αντιπαρατίθεται μόνον σε μία συνθήκη υποκειμενική τής σκέψης και όχι στο αντικείμενο, κάτι που σημαίνει ότι η αντίθεση είναι πραγματικά μία αντίθεση αντιφάσεως, καθότι σ'αυτή μπορεί να εφαρμοστεί η αρχή του τρίτου αποκλειομένου και επομένως το ψεύδος μιας προτάσεως συνεπάγεται την αλήθεια της αντιθέτου της! Ενώ στην φιλοσοφία, όπου υπάρχει ο κίνδυνος, λόγω της φυσικής τάσεως τής νοήσεως να δημιουργεί την υπερβατική φαινομενικότητα, να ανταλλάσσει σαν αντικειμενική μία υποκειμενική συνθήκη τής σκέψης μπορεί να συμβεί μία πρόταση να είναι το αντίθετο μόνον σ'αυτή την συνθήκη, υπολογισμένη ψευδώς σαν αντικειμενική, ή μιας άλλης προτάσεως η οποία υπόκειται σ'αυτή την συνθήκη, "και καθότι η συνθήκη είναι ψευδής, μπορεί να είναι και οι δύο ψευδείς, χωρίς να μπορεί το ψεύδος τής μιας να συγκλίνει στην αλήθεια τής άλλης". Είναι φανερό ότι εδώ ο Κάντ σκέπτεται την κατάσταση η οποία καθορίζεται απο τις αντινομίες, όπου η αντίθεση ανάμεσα στην θέση και την αντίθεση, καθώς θεμελιώνεται στην ίδια υποκειμενική συνθήκη, στην ψευδαίσθηση δηλαδή ότι είναι δυνατόν να καθορίζει τον κόσμο ένα καθαυτό πράγμα, δέν είναι μία αληθινή αντίθεση δι'αντιφάσεως, αλλά μόνον μία αντίθεση λόγω εναντιώσεως και έτσι η α.τ.μ.α. δέν είναι εφαρμόσιμη!
          Αυτό επιβεβαιώνεται απο το παράδειγμα που μεταφέρει αμέσως μετά : "εάν υποθέσουμε ότι ο αισθητός κόσμος καθαυτός δίνεται στην ολότητά του, είναι ψεύδος, ότι αυτός σε σχέση με τον χώρο, ή πρέπει να είναι άπειρος ή πεπερασμένος και περιορισμένος, λόγω τού ότι και τα δύο πράγματα είναι ψευδή". Σ'αυτή την περίπτωση "δέν είναι δυνατόν απο την αναίρεση τού αντιθέτου να φτάσουμε απαγωγικώς στην γνώση τής αλήθειας". Αυτή η αδυναμία οδηγεί τον Κάντ σε μία υπερβολική καταδίκη τών απαγωγικών αποδείξεων γενικώς, όπως δηλώνει : Ο απαγωγικός τρόπος απόδειξης είναι επίσης η πραγματική ψευδαίσθηση στην οποία κατέληξαν, οι θαυμαστές κάθε καιρού, τής σταθερότητος τών δογματικών μας σκέψεων : υπήρξε το κυρίως όπλο με το οποίο έγινε η υπεράσπιση τής τιμής και του αναμφισβήτητου δικαίου τού υπερασπιζόμενου μέρους, προσπαθώντας να μειώσει τυπικά κάθε έναν που θα ήθελε να την αμφισβητήσει, παρότι δέν βγαίνει κανένα αποτέλεσμα, παρά μόνον δοκιμάζονται οι δυνάμεις τών αντιπάλων". Στην πραγματικότητα, όπου υπάρχει μόνον μία αντίθεση δι'εναντιώσεως δέν μπορούμε να μιλήσουμε για απαγωγική απόδειξη, και είναι περιττό να την κατηγορούμε για ανεπάρκεια! Όλο αυτό δέν επηρεάζει την ανάπτυξη που πραγματοποιεί ο Κάντ στην κριτική τών αντινομιών, αλλά είναι διαλεκτική απόδειξις (με την καλύτερη σημασία) τού ψεύδους και των δύο προτάσεων τής αντιθέσεως και επομένως τής αλήθειας τής αντιφάσεώς των, δηλαδή τής ιδανικής υπερβατικότητος τών φαινομένων.

Συνεχίζεται
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: