Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (12)

Συνέχεια από Πέμπτη, 19 Μαρτίου  2020

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG
                                                                 
  IIΙ. ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ: ΑΞΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
     
Ήλθε τώρα η στιγμή να παρεμβάλουμε την παρατήρηση, ότι η αναφορά μας στην «παλαίωση» ορισμένων αξιών σε διαφορετικούς καιρούς δεν έχει σε τίποτα να κάνη με την πολυσυζητημένη θέση για τη σχετικότητα των αξιών. Οι αξίες είναι αμετάβλητες καθαυτές: η ευσπλαχνία είναι μια για πάντα καλύτερη απ’ τη σκληροκαρδία, η ανδρεία καλύτερη απ’ τη δειλία. Δεν μπορούμε να επιθυμούμε τη συστολή τους, ούτε να αρνηθούμε τον χαρακτήρα τους ως αρετές. Έχουν όμως (κι αυτές) τον καιρό τους, και μπορούμε βέβαια να επιθυμούμε τόσο την ελάττωση των αφορμών τους όσο και το να τις καθιστούν αχρείαστες οι περιστάσεις. Πρέπει μάλιστα κι αυτές οι ίδιες να το επιθυμούν. Γιατί πρόκειται (κι αυτή είναι η δεύτερη ενδιάμεση παρατήρηση) για αρετές μιας κατάστασης ανάγκης, που δεν μπορούν άρα καν να επιθυμούν την προϋπόθεσή τους, την κατάσταση ανάγκης δηλ. που χρειάζεται να συναντήσουν. Η άρση μιας τέτοιας κατάστασης, άρα και αυτών τών ιδίων, είναι ο πραγματικός προορισμός τους. Όπως παρατηρούσε ήδη ο Αριστοτέλης, διεξάγουμε πόλεμο για να έχουμε ειρήνη. Αλλά και η γενναιοδωρία δεν θέλει να διαιωνίζεται η ένδεια, ώστε να έχη η γενναιοδωρία ένα αντικείμενο για τον εαυτό της. Ακόμα και η δικαιοσύνη, στην πιο χαρακτηριστική της μορφή τού αγώνα ενάντια στην αδικία και υπέρ τού πληγωμένου ή απαρνημένου δικαίου, προσβλέπει τελικά σε μιαν τάξη, όπου ως ιδιαίτερη αρετή, και πάντως ως μαχητική αρετή που πρέπει να αποκαταστήση αυτό που έχει στραβώσει, θα είναι η ίδια περιττή.
      Φτάνουμε όμως έτσι στην άποψη που οδηγεί στην «καρδιά» τού θέματός μας, ότι παρουσιάζεται δηλ. πέρα απ’ τις αρετές τών καταστάσεων ανάγκης και πέρα απ’ τις υποχρεώσεις που εκπληρώνουν από καιρό σε καιρό αυτές οι αρετές, η πολύ  ευρύτερη υποχρέωση, να φροντίζουμε για μια γενική κατάσταση, που δεν θα αφήνη να φτάνουμε πρώτα, όπου αυτό είναι δυνατόν, σε καταστάσεις ανάγκης, αλλά θα αποτρέπη προπάντων εκείνη τη διακινδύνευση του συνόλου, που δεν θα μπορή να την αντιμετωπίση πια καμμιά αρετή. Κάτι που μας οδηγεί επιπλέον απ’ τον προσωπικό στον υπερ-προσωπικό, δημόσιο χώρο και ταυτόχρονα στο ερώτημα, ποιες αξίες – παλιές ή καινούργιες – αποκτούν άρα μιαν ιδιαίτερη, θετική σημασία ως γενική παρακαταθήκη για τον αυριανό κόσμο.
     Την πρώτη αξία την ονομάσαμε ήδη προκαταρκτικά: είναι η αξία τής μέγιστης πληροφόρησης για τις όψιμες συνέπειες της συλλογικής μας δράσης. Η έννοια «μέγιστη» περιλαμβάνει εδώ την επιστημονικότητα της λογικής απαγωγής σε σύζευξη με την ζωηρότητα της φαντασίας, γιατί μόνο με έναν τέτοιο κορεσμό τής αφηρημένης ποσότητας με συγκεκριμένη ποιότητα μπορεί να αποκτήση αυτή η «μακρινή» μας γνώση τη δύναμη, να συν-καθορίση την κυριευμένη απ’ τα τωρινά  ενδιαφέροντα συμπεριφορά μας – κάτι το οποίο συνιστά ακριβώς την αξία αυτής τής πληροφόρησης. Τί είναι καινούργιο εδώ; Καινούργιο είναι το να αντιληφθούμε γενικά αυτό που βρίσκεται ακόμα μακριά και να το αντιπαραθέσουμε στο τόσο πιεστικότερο για μας εγγύς μέλλον, που σχεδόν έχει φθάσει. Ο αναλογισμός τών συνεπειών απασχολούσε πάντα την προγραμματιζόμενη πράξη, που μπορεί ασφαλώς να επιλέξη ανάμεσα σε εναλλακτικές λύσεις, αλλά το χρονικό διάστημα της πρόβλεψης ήταν μικρό, σε απόλυτη συμφωνία με την εγγύτητα των προσιτών στην ισχύ μας σκοπών· και ήταν κατά κανόνα δυνατόν, στις επικρατούσες δηλ. τυπικές περιπτώσεις, να στηριχθούμε στην παρελθούσα εμπειρία, αλλά και να ικανοποιούμαστε κατά τα άλλα με το να προμαντεύουμε κατά προσέγγιση το αποτέλεσμα, με το να εκτελούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που είχαμε μπροστά μας, και με το να αποδεχόμαστε επίσης την άγνωστη τύχη. Ήταν κάτι που αντιστοιχούσε στη «μετριόφρονα» τάξη μεγεθών τών ανθρωπίνων εγχειρημάτων, που μπορούσαν να αφήσουν, μέσα σε μια σταθερή συνολική τάξη τών πραγμάτων, να ετοιμαστούν τα ερχόμενα, με παρόμοιο τρόπο όπως οι εργασίες τής δικής τους ημέρας. Αυτό είναι που άλλαξε εκ θεμελίων. Η αιτιώδης τάξη μεγέθους τών ανθρωπίνων εγχειρημάτων έχει αυξηθή δίχως τέλος στον «αστερισμό» τής τεχνικής· αυτό που δεν ακολουθεί κανένα παράδειγμα έγινε κανόνας, και η αναλογία προς παλαιότερες εμπειρίες απέβη αχρείαστη· οι απώτερες επιδράσεις μπορούν μεν να υπολογισθούν καλύτερα, έγιναν όμως και περισσότερο αντιφατικές· δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε πια επάνω στις αναγεννητικές δυνάμεις τού Συνόλου, που σύρθηκε στη συμπάθεια από τη δική μας πράξη (ενν. την παρακοή…)· και δεν μπορούμε να φανταστούμε τα μελλούμενα να ξεκινούν από μιαν παρόμοια αναμεταξύ τους κατάσταση. Με την υψηλή τεχνολογία πήραμε την απόφαση, πως ο αυριανός κόσμος δεν θα είναι όμοιος με τον χθεσινό. Για να μη γίνη λοιπόν αυτή η ανομοιότητα μοιραία, πρέπει η πρό-γνωση να επιδιώκη να καλύπτη όλη την απόσταση τής δύναμής μας που απομακρύνθηκε εσπευσμένα απ’ την πρό-γνωση, και να κρίνη τούς κοντινούς στόχους αυτής τής δύναμης από τη σκοπιά τών απωτέρων επιδράσεων. Καθίσταται άρα η καινούργια επιστήμη (ή τέχνη) της μελλοντολογίας, που μας επιτρέπει να βλέπουμε τις μακρινές επιδράσεις, μια καινούργια, σ’ αυτήν τη μορφή και λειτουργία, αξία για τον αυριανό κόσμο. Δεν χρησιμεύει, όπως η φυσική επιστήμη, στην οποία και στηρίζεται, στην αύξηση της ισχύος μας, αλλά στην επιτήρησή της και στο να την προστατεύη απ’ τον εαυτό της – για να αποκτήση άρα η μελλοντολογία μεγαλύτερη τελικά ισχύ, από την ισχύ που προήλθε απ’ τη φυσική επιστήμη. Κάτι που μπορεί να το επιτύχη μόνον αν αυτό που εκείνη γνωρίζει, αυτό δηλ. που εμφανίζεται ως δυνατό ή πιθανό, γίνη ένα θεωρητικό βίωμα, γεννώντας μέσα μας το ανάλογο συναίσθημα, που μπορεί να μας κινητοποιήση σε πράξη. Μέσα απ’ αυτόν τον συνδυασμό με ένα συναίσθημα, που ανταποκρίνεται σε μια μελλοντική ανθρώπινη κατάσταση, συνεισφέρει μια τέτοια προεπισκόπηση στον εξανθρωπισμό τής φυσικο-τεχνικής γνώσης, η οποία πρέπει βέβαια ήδη να συγκερασθή, επεκτεινόμενη στο μέλλον, με μια γνώση για τον άνθρωπο.
     Το ανάλογο συναίσθημα, για το οποίο τώρα μιλάμε, είναι σε μεγάλη έκταση ο φόβος. Που αποκτά τώρα κι αυτός μια καινούργια αξία. Ενώ είχε προηγουμένως ένα ασήμαντο κύρος ανάμεσα στις συγκινήσεις ως μια αδυναμία τών δειλών, πρέπει σήμερα να τιμηθή, και η καλλιέργειά του καθίσταται ένα ηθικό, ακριβώς, χρέος. Καλούμαστε μάλιστα εμείς οι σημερινοί «ισχυροί» και συνειδητοί τής ισχύος μας να βρεθούμε, σκόπιμα και αυτο-παιδαγωγούμενοι, στη θέση εκείνου τού ανθρώπου που «εκστράτευε, για να μάθη τον φόβο»· έναν νέου είδους ωστόσο φόβο. Γιατί πρέπει, παραβλέποντας τον έναν και επίκαιρο φόβο για εμάς τούς ίδιους μπροστά στην καταστροφή ενός πυρηνικού πολέμου, να «μετατεθούμε» και να αισθανθούμε τώρα τρόμο για εκείνο που θα είναι κάποια στιγμή αργότερα φοβερό, και για κείνους που δεν έχουν ακόμα γεννηθή. Κι αυτό δεν μπορεί να το επιτύχη ακόμα κι ο ζωηρότερος φανταστικός φόβος, παρά μόνον αν ταυτιστούμε με κείνους τούς μελλοντικούς απογόνους μας – κάτι που δεν συνιστά πια μια φανταστική, αλλά μιαν ηθική πράξη, όπως και το προερχόμενο απ’ αυτήν την «πράξη» αίσθημα ευθύνης. Ή οποία γίνεται έτσι η κορυφαία αξία στον «αστερισμό» τής ισχύος μας· καθώς αντικείμενό της καθίσταται το μέγιστο που μπορούμε γενικά να σκεφτούμε, ενώ δεν το έχουμε σκεφτή ποτέ προηγουμένως ως πρακτικό αντικείμενο, παρεκτός στη θρησκευτική εσχατολογία: το μέλλον τής ανθρωπότητας. Αυτή η ευθύνη είναι λοιπόν, η οποία αναφέρεται για πρώτη φορά σε μας, στην «από ’δώ πλευρά τού κόσμου», που καθιστά χρέος και καθημερινή άσκηση τον σωστό φόβο. Ενώ απ’ εδώ απορρέουν και κάποιες άλλες επαναξιολογήσεις προγενεστέρων αξιών.
    Παλαιότερα ίσχυε το: «Όποιος δεν τολμά, δεν κερδίζει», κι ο τολμηρός απολάμβανε τον έπαινο, ενώ ο προσεκτικός γνώριζε και κάποια περιφρόνηση. Κι αυτό μπορεί να ισχύη ακόμα για τον καθένα στον δικό του χώρο. Για την κοινότητα όμως, που μπορούσε κι αυτή να σκέφτεται παρόμοια στην αρχή τού τεχνολογικού τολμήματος, και της επιτρεπόταν να υπερηφανεύεται για αρκετόν καιρό με όλα όσα αποκτούσε, με την τεράστια έκταση που πήρε στο μεταξύ η τεχνολογία, για την οποία και θα πρέπη να καταβάλλουν κάποτε το τίμημα οι απόγονοί μας, κατέστη ανώτερη αρετή η προσοχή, ενώ οπισθοχώρησε πίσω απ’ αυτήν η αξία τής τόλμης, αν δεν μετεστράφη κιόλας στην απαξία τής ανευθυνότητας.

     ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια: