Σάββατο 8 Μαΐου 2021

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Περί της κατασκευής του ανθρώπου (12)

Συνέχεια από: Παρασκευή, 7 Μαΐου 2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12o


Εξέτασις, περί τού πού βρίσκεται το ηγεμονικό· όπου υπάρχει φυσιολογία και περί δακρύων και περί γέλωτος και φυσικό θεώρημα περί της κοινωνίας στην ύλη, την φύσιν και τον νου.

Ας σιωπήσει λοιπόν κάθε μάταιος στοχασμός εκείνων που περικλείουν τη νοητή ενέργεια σε σωματικά μόρια· από αυτούς άλλοι θεωρούν ότι το ηγεμονικό είναι μέσα στην καρδιά, άλλοι ισχυρίζονται ότι ο νους διαμένει στον εγκέφαλο, κατοχυρώνοντας αυτές τις θεωρίες με επιπόλαιες πιθανολογίες.

Εκείνος που τοποθετεί την ηγεμονία στην καρδιά θεωρεί ως τεκμήριο του ισχυρισμού του την τοπική της εγκαθίδρυση, επειδή αυτή φαίνεται σαν να κατέχει τη μεσαία θέση όλου του σώματος, αφού η προαιρετική κίνησις εύκολα διαμερίζεται προς όλο το σώμα από τη μέση, κι’ έτσι προχωρεί προς ενέργεια. Και για επιβεβαίωση αυτού του ισχυρισμού φέρει τη λυπηρή και τη θυμώδη διάθεση του ανθρώπου, διότι τα πάθη του είδους αυτού συγκινούν το μέρος τούτο προς τη συμπάθεια. Εκείνοι πάλι που αφιερώνουν τον εγκέφαλο στο λογισμό, λέγουν ότι η κεφαλή έχει δομηθεί από τη φύσιν σαν είδος ακροπόλεως ολοκλήρου του σώματος· ότι ενοικεί δε σ’ αυτήν ο νους σαν βασιλεύς, δορυφορούμενος γύρω από τα αισθητήρια σαν αγγελιοφόρους ή υπασπιστές. Ως σημείο αυτής της υποθέσεώς τους προβάλλουν και αυτό το γεγονός, ότι ο λογισμός εκείνων που έπαθαν βλάβη στις μήνιγγες διαταράσσεται και το γεγονός ότι οι μεθυσμένοι περιέρχονται σε άγνοια του σωστού.

Προσθέτει δε η κάθε παράταξη και μερικά άλλα φυσικότερα επιχειρήματα για την υπόθεσή τους αυτή σχετικά με το ηγεμονικό. Ο ένας λέγει ότι η κίνησις που προέρχεται από τη διάνοια είναι συγγενής με το πυρώδες στοιχείο, διότι και το πυρ και η διάνοια είναι αεικίνητα. Κι’ επειδή ομολογείται ότι η θερμότης πηγάζει στο όργανο της καρδιάς, γι’ αυτό, λέγοντας ότι η κίνησις του νου αναμιγνύεται με την ευκινησία της θερμότητος, ισχυρίζεται ότι η καρδιά είναι δοχείο της νοεράς φύσεως, στην οποία περιλαμβάνεται η θερμότης. Ο άλλος λέγει ότι η μήνιγγα (διότι έτσι ονομάζουν τον υμένα που περιέχει τον εγκέφαλο) είναι υποβάθρα και ρίζα σε όλα τα αισθητήρια. Και στηρίζουν τον λόγο τους με τούτο, ότι η νοητική ενέργεια δεν είναι αλλού καθιδρυμένη, παρά σ’ εκείνο το μέρος, όπου και το αυτί είναι εφαρμοσμένο, κι’ έτσι δέχεται τις φωνές πού πέφτουν σ’ αυτό· και η όψις σαν σύμφυτη στον πυθμένα της έδρας των οφθαλμών δημιουργεί την τύπωση προς τα μέσα δια των ειδώλων που εμπίπτουν στις κόρες· και οι ποιότητες των ατμών διακρίνονται σ’ αυτόν με την έλξη της οσφρήσεως· και η αίσθηση της γεύσεως δοκιμάζεται με την κρίσιν της μήνιγγος που αναμιγνύει από τον εαυτό της από κοντά μερικές νευρώδεις εκφύσεις αισθητικές διά μέσου των αυχενικών σπονδύλων προς τον ηθμοειδή πόρο στους μυς που βρίσκονται γύρω.

Εγώ όμως δέχομαι σαν αληθινό ότι το διανοητικό τής ψυχής πολλές φορές διαταράσσεται από την επίδραση των παθημάτων και ότι ο λογισμός τής κατά φύσιν ενεργείας αμβλύνεται από κάποια σωματική περίσταση, και ότι η καρδιά είναι πηγή του πυρώδους του σώματος, που συγκινείται με τις θυμώδεις ορμές. Επίσης, έκτος αυτών ακούοντας από τους ασχολουμένους με τις ανατομικές θεωρίες ότι, η μήνιγγα υποβάλλεται στα αισθητήρια, σύμφωνα με τον λόγο εκείνων που φυσιολογούν μ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς αγκαλιάζει μέσα της στον εγκέφαλο και υπαλείφεται με τους από εκεί προσερχομένους ατμούς, δεν αναιρώ τον λόγο.

Όμως δεν θεωρώ τούτα ως απόδειξη ότι η ασώματη φύσις του νου περιορίζεται σε τοπικά όρια. Διότι έχουμε βεβαιωθεί ότι οι παραφορές δεν γίνονται μόνο από τη μέθη· οι γνώστες της ιατρικής βεβαιώνουν ότι το διανοητικό αρρωσταίνει παρομοίως και όταν οι υμένες που υποζώνουν τις πλευρές είναι προσβεβλημένοι, καλώντας το πάθος τούτο φρενίτιδα, επειδή οι υμένες τούτοι ονομάζονται φρένες. Επίσης και το συναίσθημα πού προκαλείται στην καρδιά από τη λύπη εκλαμβάνεται εσφαλμένως. Διότι από απειρία ανάγουν το πάθος τούτο στην καρδιά, ενώ δεν υποφέρει η καρδιά αλλά το στόμα της κοιλίας. Αυτοί όμως πού εξετάζουν επισταμένως τα πάθη ισχυρίζονται ότι όταν γίνεται συμπίεση και κλείσιμο των πόρων φυσικώς κατά τις λυπηρές διαθέσεις σε ολόκληρο το σώμα, όλο εκείνο που εμποδίζεται προς τη διαπνοή απωθείται προς τις κοιλότητες του βάθους. Γι’ αυτό όταν τα αναπνευστικά σπλάγχνα στενοχωρούνται από εκείνα που τα περικλείουν, πολλές φορές η έλξις του αέρα γίνεται βιαιότερη από τη φύσιν, η οποία διευρύνει το στενωμένο μέρος ώστε να διασταλούν τα πεπιεσμένα.

Το άσθμα του είδους τούτου το θεωρούμε σύμπτωμα λύπης, ονομάζοντάς το στεναγμό και επίκληση. Αλλά και εκείνο που φαίνεται ότι πιέζει το περικάρδιο μέρος, δεν είναι προσβολή της καρδιάς, αλλά του στόματος της κοιλίας, που από την ίδια αιτία, δηλαδή την προκαλουμένη από τη σύμπτωση των πόρων, το χοληδόχο αγγείο χύνει από τη στενοχώρια τον πικρό εκείνο και δακνώδη χυμό προς το στόμα της κοιλιάς. Απόδειξη τούτου είναι ότι η επιφάνεια εκείνων που λυπούνται γίνεται ύπωχρος και κίτρινη από τη μεγάλη πίεση που διασπείρει στις φλέβες τον χυμό της χολής· αλλά και το από το αντίστροφο γινόμενο πάθος, δηλαδή η ευφροσύνη και το γελοίο, επιβεβαιώνει καλύτερα τον λόγο. Διότι από την ηδονή διαχέονται κάπως και διαλύονται οι πόροι του σώματος εκείνων πού επηρεάζονται από κάποιο γλυκύ άκουσμα.

Εκεί δηλαδή από τη λύπη κλείνονται οι λεπτές και άδηλες διαπνοές των πόρων και σφίγγοντας την εσωτερική διάθεση των σπλάγχνων πιέζουν τον νοτερό ατμό προς την κεφαλή και τα μηνίγγια· αυτός ο ατμός, που εμπεριέχεται άφθονος στις κοιλότητες του εγκεφάλου, εξωθείται διά των πόρων που βρίσκονται κατά τη βάσιν προς τους οφθαλμούς, οπότε το κλείσιμο των βλεφάρων τραβά προς τα έξω κατά σταγόνες την υγρασία· και σταγόνα είναι το δάκρυο. Έτσι να εννοήσεις επίσης ότι, όταν από την αντίθετη διάθεση διανοίγουν περισσότερο από το συνηθισμένο οι πόροι, εισέρχεται διά μέσου αυτών κάποιος αέρας προς το βάθος, και πάλι εξωθείται από εκεί παρά της φύσεως διά μέσου του πόρου του στόματος· τον εξωθούν αυτόν τον αέρα με μια κίνηση τρομώδη και ταραχώδη όλα μαζί τα σπλάγχνα, και μάλιστα το ήπαρ, όπως λέγουν. Έτσι η φύσις βρίσκοντας κάποια ευκολία για τη διέξοδο του αέρα, διανοίγει τον πόρο γύρω από το στόμα, διαστέλλοντας τα μάγουλα γύρω από την αναπνοή· το αποτέλεσμα ονομάζεται γέλιο.

Επομένως δεν πρέπει γι’ αυτά να υποθέσουμε ούτε ότι το ηγεμονικό είναι στο ήπαρ, ούτε λόγω της περικάρδιας θέρμης του αίματος κατά τις θυμικές διαθέσεις πρέπει να νομίσουμε ότι έδρα του νου είναι η καρδιά. Αυτά τα φαινόμενα θα τα αποδώσουμε στις ιδιότητες της κατασκευής των σωμάτων· για τον νου όμως πρέπει να θεωρήσουμε ότι εφάπτεται ομοτίμως το καθένα από τα μόρια του σώματος κατά τον άφραστο λόγο της ανακράσεώς τους. Κι αν μερικοί μας επιδεικνύουν γι’ αυτό τη Γραφή, που αποδίδει το ηγεμονικό στην καρδιά, δεν θα δεχθούμε χωρίς εξέτασιν τον ισχυρισμό τους. Διότι εκείνος που ανέφερε καρδιά μνημόνευσε και τους νεφρούς, λέγοντας· «ο Θεός που εξερευνά καρδιά και νεφρούς»· ώστε πρέπει να περικλείσουν το νοερό μέρος ή και στα δυο ή σέ κανένα. Επειδή όμως εγώ διδάχθηκα ότι οι νοητικές ενέργειες αμβλύνονται ή και απρακτούν εντελώς ανάλογα με τη διάθεση του σώματος, δεν θεωρώ τούτο ισχυρό τεκμήριο περί του ότι η δύναμις του νου περιορίζεται σ’ ένα τόπο, ώστε με τις φλεγμονές που προκαλούνται στα μέρη να αποκλείεται η άνεση λειτουργίας της. Διότι αυτού του είδους η δοξασία είναι σωματική, ότι δηλαδή, όταν ένα αγγείο είναι προκατειλημμένο από κάποιο αντικείμενο, δεν είναι δυνατό να χωρέσει σ’ αυτό κάτι άλλο.

Πράγματι η νοητή φύσις ούτε στις κενώσεις των σωμάτων εμφιλοχωρεί ούτε από τις πληθωρικές σάρκες εξωθείται. Αλλά το σώμα έχει δημιουργηθεί ολόκληρο σαν μουσικό όργανο. Όπως λοιπόν πολλές φορές συμβαίνει μ’ εκείνους που γνωρίζουν να μελωδούν, αδυνατούν όμως να δείξουν την επιστήμη, επειδή η αχρήστευση των οργάνων δεν παραδέχεται την τέχνη (διότι το φθαρμένο από τον χρόνο ή θραυσμένο από πτώση ή αχρηστευμένο από σκουριά και μούχλα όργανο, μένει άφωνο και ανενέργητο, έστω κι’ αν παίζεται από κάποιον που διακρίνεται στην αυλητική τέχνη)· έτσι κι’ ο νους, καθώς διήκει διά μέσου όλου του σωματικού οργάνου και προσεγγίζει κάθε μέρος καταλλήλως δια των νοητικών ενεργειών, σύμφωνα με τη φύσιν του, σ’ εκείνα μεν που λειτουργούν κατά φύσιν ενεργεί τα αρμόδια, σ’ εκείνα όμως που αδυνατούν να δεχθούν την τεχνική του κίνηση, μένει άπρακτος και ανενέργητος. Πράγματι ο νους είναι καμωμένος προς εκείνο μεν που λειτουργεί κατά φύσιν να είναι οικείος, προς εκείνο όμως που έχει ξεφύγει από τη φύσιν να αλλοτριώνεται.

Νομίζω πάντως ότι φυσικότερο είναι ως προς το σημείο τούτο κάποιο θεώρημα, δια του οποίου θα είναι δυνατό να μάθουμε ένα από τα ευγενέστερα δόγματα. Επειδή δηλαδή το καλύτερο και εξοχότερο από όλα τα αγαθά είναι το θείο, προς το όποιο στρέφονται όλα όσα ποθούν το καλό, γι’ αυτό λέγουμε ότι και ο νους, αφού έγινε κατ’ εικόνα του καλλίστου, έως ότου μετέχει της ομοιότητας προς το αρχέτυπο, όσο είναι δυνατό, κι’ αυτός παραμένει μέσα στο καλό, αν όμως ξεφύγει κάπως απ’ αυτό, γυμνώνεται κι’ αυτός από το κάλλος στο όποιο ήταν. Όπως είπαμε ότι ο νους στολίζεται με την ομοίωση του πρωτοτύπου κάλλους, σαν κατοπτρισμός που μορφώνεται κατά τον χαρακτήρα τού εμφανιζομένου, κατά την ίδια αναλογία σκεπτόμαστε ότι σχετίζεται με τον νου και η διοικουμένη από αυτόν φύσις και ότι στηρίζεται και αυτή με το παρακείμενο κάλλος, γινομένη σαν ένα είδος κάτοπτρο του κατόπτρου. Σκεπτόμαστε επίσης ότι το υλικό της υποστάσεως, στην οποία ανήκει η φύσις, κρατείται και συνέχεται από αυτήν.

Έως ότου λοιπόν το ένα στοιχείο είναι σ’ επαφή με το άλλο, η κοινωνία του αληθινού κάλλους προχωρεί διαμέσου όλων, καλλωπίζοντας με το υπερκείμενο το επόμενο. Όταν όμως γίνει κάποια διάσπαση αυτής της αγαθής συμφυΐας, τότε από την ύλη αυτή, όταν απομονωθεί από τη φύσιν, ξεχωρίζεται το ασχημάτιστο (διότι η ύλη καθ’ εαυτήν είναι κάτι άμορφο και ακατάσκευο) και μαζί με την αμορφία της καταστρέφεται και το κάλλος της φύσεως, η οποία ομορφαίνει δια του νου. Κι’ έτσι πραγματοποιείται η διάδοση του υλικού αίσχους δια της φύσεως προς τον νου τον ίδιο, εφ’ όσον δεν διακρίνεται πλέον η εικών του Θεού στον χαρακτήρα του πλάσματος. Διότι ο νους καθιστώντας την ιδέα των αγαθών σαν καθρέπτη από πίσω του, εκβάλλει μεν τις εμφάσεις της εκλάμψεως του αγαθού, αλλά εξαφανίζει μέσα του την αμορφία της ύλης.

Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η γένεσις του κακού, προκαλουμένη με την αφαίρεση του καλού. Καλό είναι ό,τι έχει οικειότητα προς το πρώτο αγαθό, ό,τι όμως βρίσκεται έκτος σχέσεως και ομοιώσεως με αυτό, είναι οπωσδήποτε άμοιρο του καλού. Αν λοιπόν το όντως αγαθό είναι ένα, σύμφωνα με αυτήν την έκθεση, ενώ ο νους είναι και αυτός καλός, αφού έχει γίνει κατ’ εικόνα του καλού, και η φύσις που συνέχεται από το νου είναι σαν μια εικών εικόνος· από αυτά αποδεικνύεται ότι το υλικό μας συνέχεται και περικρατείται, όταν διοικείται από τη φύσιν, λύεται δε και καταρρέει πάλι, όταν χωρισθεί από αυτό που το περικρατεί και το συνέχει και διασπασθεί από τη συμφυΐα με το καλό. Κι’ αυτό δεν γίνεται αλλιώς, παρά μόνο όταν η φύσις επιστρέψει προς το αντίστροφο, όποτε η επιθυμία δεν στρέφεται προς το καλό, αλλά προς εκείνο που χρειάζεται καλλωπισμό. Διότι κατ’ απόλυτη ανάγκη το ομοιούμενο συμμεταμορφούται κατά την ασχήμια και την ακαλία προς την ύλη η οποία στερείται της μορφής της.

Αυτά όμως τα εξετάσαμε παρεμπιπτόντως, διότι παρενεβλήθηκαν στο προκείμενο θέμα κατά τη θεώρησί του. Το ζητούμενο πράγματι ήταν, αν η νοερά δύναμις είναι καθιδρυμένη σε κάποιο μέρος του οργανισμού μας ή βρίσκεται σε όλα τα μέρη του ισομερώς. Απέναντι σ’ εκείνους που περιορίζουν τον νου σε τοπικά μόρια και για απόδειξη της απόψεώς τους έφεραν το φαινόμενο κατά το όποιο δεν λειτουργεί καλά η διάνοια τους σ’ εκείνους που έχουν ασθενείς τις μήνιγγές τους, ο λόγος απέδειξε ότι σε κάθε μέρος του ανθρωπίνου οργανισμού, κατά το όποιο ενεργεί φυσιολογικά ο καθένας, εξ ίσου μένει ανενέργητη η δύναμις τής ψυχής, όταν το μέρος δεν είναι σέ φυσική κατάσταση. Γι’ αυτό, στην ακολουθία της σειράς της σκέψεώς μας παρενέπεσε το παραπάνω θεώρημα στη διαπραγμάτευση, δια του οποίου μαθαίνουμε ότι στον ανθρώπινο οργανισμό ο νους διοικείται από τον Θεό, ενώ η υλική μας ζωή διοικείται από το νου, όταν μένει στη φυσική της κατάσταση, αν όμως παρεκτραπεί από τη φύση, αποξενώνεται και από την ενέργεια του νου.

Αλλά ας επανέλθουμε πάλι εκεί από όπου ξεφύγαμε· ότι στην περίπτωση εκείνων που δεν παρατράπηκαν από τη φυσική τους κατάσταση εξ αιτίας πάθους ο νους ενεργεί τη δύναμίν του· είναι δυνατός στους υγιείς αλλά αδυνατεί να λειτουργήσει σ’ εκείνους που δεν χωρούν την ενέργειά του. Είναι δυνατό να επιβεβαιώσουμε και με άλλα επιχειρήματα τη γνώμη γι’ αυτά. Αν δεν είναι βαρύ για το άκουσμα απ’ αυτούς πού έχουν κουρασθεί ήδη από το λόγο, θα διαλάβουμε και γι’ αυτά σύντομα, όσο μπορούμε.

Το πρωτότυπο κείμενο

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒʹ.

Ἐξέτασις, ἐν τίνι τὸ ἡγεμονικὸν νομιστέον, ἐν ᾧ καὶ περὶ δακρύων καὶ περὶ γέλωτος φυσιολογία, καὶ θεώρημά τι φυσικὸν περὶ τῆς κατὰ τὴν ὕλην, καὶ τὴν φύσιν, καὶ τὸν νοῦν κοινωνίας. 


Σιγάτω τοίνυν πᾶσα στοχαστικὴ ματαιολογία τῶν μορίοις τισὶ σωματικοῖς τὴν νοητὴν ἐναποκλειόντων ἐνέργειαν, ὧν οἱ μὲν ἐν καρδίᾳτὸ ἡγεμονικὸν εἶναι τί θενται, οἱ δὲ τῷ ἐγκεφάλῳ τὸν νοῦν ἐνδιαιτᾶσθαί φασιν, ἐπιπολαίοις τισὶ πιθανότησι τὰς τοιαύτας ἐπι νοίας κρατοῦντες. 

Ὁ μὲν γὰρ τῇ καρδίᾳ προστιθεὶς τὴν ἡγεμονίαν, τὴν κατὰ τόπον αὐτῆς θέσιν ποιεῖται τοῦ λόγου τεκμήριον, διὰ τὸ δοκεῖν πως τὴν μέσην τοῦ παντὸς σώματος ἐπέχειν χώραν αὐτὴν, ὡς τῆς προαιρετικῆς κινήσεως εὐκόλως ἐκ τοῦ μέσου πρὸς ἅπαν μεριζομένης σῶμα, καὶ οὕτως εἰς ἐνέργειαν προϊούσης. Καὶ μαρτύριον ποιεῖται τοῦ λόγου τὴν λυπηράν τε καὶ θυμώδη τοῦ ἀνθρώπου διάθεσιν, ὅτι δοκεῖ πως τὰ τοιαῦτα πάθη συγκινεῖν τὸ μέρος τοῦτο πρὸς τὴν συμπάθειαν. Οἱ δὲ τὸν ἐγκέφαλον ἀφιεροῦν τες τῷ λογισμῷ, ὥσπερ ἀκρόπολίν τινα τοῦ παντὸς σώματος τὴν κεφαλὴν δεδομῆσθαι παρὰ τῆς φύσεως λέγουσιν· ἐνοικεῖν δὲ ταύτῃ καθάπερ τινὰ βασιλέα τὸν νοῦν, οἷόν τισιν ἀγγελιαφόροις ἢ ὑπασπισταῖ, τοῖς αἰσθητηρίοις ἐν κύκλῳ δορυφορούμενον. Σημεῖον δὲ καὶ οὗτοι τῆς τοιαύτης ὑπονοίας ποιοῦνται, τὸ παράγεσθαι τοῦ καθεστῶτος τὸν λογισμὸν τῶν κεκακωμένων τὰς μήνιγγας, καὶ τὸ ἐν ἀγνοίᾳ τοῦ πρέποντος γίνεσθαι τοὺς ἐν μέθῃ καρηβαρήσαντας.

Προστιθέασι δὲ καί τινας φυσικωτέρας αἰτίας τῆς τοιαύ της περὶ τὸ ἡγεμονικὸν ὑπονοίας ἑκάτερος τῶν ταύς ταῖς δόξαις παρισταμένων. Ὁ μὲν γὰρ πρὸς τὸ πυρῶδες συγγενῶς ἔχειν τὴν ἐκ τῆς διανοίας κίνησιν λέγει, διὰ τὸ ἀεικίνητον εἶναι καὶ τὸ πῦρ καὶ τὴν διάνοιαν. Καὶ ἐπειδὴ πηγάζειν ἐν τῷ μορίῳ τῆς καρδίας ἡ θερμότης ὁμολογεῖται· διὰ τοῦτο τῷ εὐ κινήτῳ τῆς θερμότητος τὴν τοῦ νοῦ κίνησιν ἀνακεκρᾶσθαι λέγων, δοχεῖον τῆς νοερᾶς φύσεως τὴν καρ δίαν εἶναί φησιν, ἐν ᾗ τὸ θερμὸν περιείληπται. Ὁ δὲ ἕτερος πᾶσι τοῖς αἰσθητηρίοις οἷον ὑποβάθραν τινὰ καὶ ῥίζαν εἶναι λέγει τὴν μήνιγγα (οὕτω γὰρ ὀνο μάζουσι τὸν περιεκτικὸν τοῦ ἐγκεφάλου ὑμένα)· καὶ τούτῳ πιστοῦνται τὸν ἴδιον λόγον, ὡς οὐχ ἑτέρωθι τῆς νοητικῆς ἐνεργείας καθιδρυμένης, εἰ μὴ κατ' ἐκεῖνο τὸ μέρος, ᾧ καὶ τὸ οὖς ἐφηρμοσμένον τὰς ἐμπιπτού σας αὐτῷ φωνὰς προσαράσσει. Καὶ ἡ ὄψις κατὰ τὸν πυθμένα τῆς τῶν ὀφθαλμῶν ἕδρας συμπεφυκυῖα, διὰ τῶν ἐμπιπτόντων ταῖς κόραις εἰδώλων πρὸς τὸ ἔσω ποιεῖται τὴν τύπωσιν. Καὶ τῶν ἀτμῶν αἱ ποιότητες διὰ τῆς τῶν ὀσφρήσεων ὁλκῆς ἐν αὐτῷ διακρίνονται. Καὶ ἡ κατὰ τὴν γεῦσιν αἴσθησις τῇ ἐπικρίσει τῆς μήνιγγος δοκιμάζεται, ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἐκφύσεις τι νὰς νευρώδεις ἀφ' ἑαυτῆς αἰσθητικὰς διὰ τῶν αὐχενίων σπονδύλων ἐπὶ τὸν ἠθμοειδῆ πόρον κατὰ τοὺς αὐτόθι μύας ἐγκαταμιξάσης. 

Ἐγὼ δὲ τὸ μὲν ἐπιταράσσεσθαι πολλάκις πρὸς τὰς τῶν παθημάτων ἐπι κρατήσεις τὸ διανοητικὸν τῆς ψυχῆς, καὶ ἀμβλύνεσθαι τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας τὸν λογισμὸν ἔκ τινος σωματικῆς περιστάσεως, ἀληθὲς εἶναί φημι· καὶ πηγήν τινα τοῦ κατὰ τὸ σῶμα πυρώδους τὴν καρδίαν εἶναι, πρὸς τὰς θυμώδεις ὁρμὰς συγκινουμένην. Καὶ ἔτι πρὸς τούτοις, τὸ ὑποβεβλῆσθαι τοῖς αἰσθητηρίοις τὴν μήνιγγα, κατὰ τὸν λόγον τῶν τὰ τοιαῦτα φυσιολογούντων, περιπτυσσομένην ἐν ἑαυτῇ τὸν ἐγκέφαλον, καὶ τοῖς ἐκεῖθεν ἀτμοῖς ὑπαλειφομένην, τῶν ταῖς ἀνατομικαῖς θεωρίαις ἐσχολακότων τὸ τοιοῦτον ἀκούων, οὐκ ἀθετῶ τὸ λεγόμενον.

Οὐ μὴν ἀπόδειξιν ποιοῦμαι ταύτην τοῦ τοπικαῖς τισι περιγραφαῖς ἐμπεριειλῆφθαι τὴν ἀσώματον φύσιν. Τάς τε γὰρ παραφορὰς οὐκ ἐκ μόνης καρηβαρείας γίνεσθαι μεμαθήκαμεν, ἀλλὰ καὶ τῶν τὰς πλευρὰς ὑπεζωκότων ὑμένων ἐμπαθῶς διατεθέντων, ὁμοίως ἀῤῥωστεῖν τὸ διανοητικὸν διορίζονται οἱ τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμονες, φρενῖτιν τὸ πάθος καλοῦντες, ἐπειδὴ φρένες τοῖς ὑμέσι τούτοις ἐστὶ τὸ ὄνομα. Καὶ ἡ ἀπὸ τῆς λύπης ἐπὶ τὴν καρδίαν γινομένη συναίσθησις ἐσφαλμένως ὑπονοεῖται. Οὐ γὰρ τῆς καρδίας, ἀλλὰ τοῦ στόματος τῆς κοιλίας δριμυσσομένου, εἰς τὴν καρδίαν τὸ πάθος ὑπ' ἀπειρίας ἀνάγουσι. Τοιοῦτον δέ τί φασιν οἱ ἐπεσκεμμένοι δι' ἀκριβείας τὰ πάθη, ὅτι συμπτώσεως τῶν πόρων καὶ μύσεως ἐν ταῖς λυπηραῖς διαθέσεσι φυσικῶς περὶ ἅπαν γινομένης τὸ σῶμα, πρὸς τὰς ἐν τῷ βάθει κοιλότητας συνωθεῖται πᾶν τὸ πρὸς τὴν διαπνοὴν κωλυόμενον· ὅθεν καὶ τῶν ἀναπνευστικῶν σπλάγχνων στενοχωρουμένων τῷ περιέχοντι, βιαιοτέρα πολλάκις ἡ ὁλκὴ τοῦ πνεύματος ὑπὸ τῆς φύσεως γίνεται, πρὸς τὴν τῶν συμπεπτωκότων διαστολὴν τὸ στενωθὲν εὐρυνούσης. 

Τὸ δὲ τοιοῦτον ἆσθμα σύμπτωμα λύπης ποιούμεθα, στεναγμὸν αὐτὸ καὶ ἀναποτνιασμὸν ὀνομάζοντες. Ἀλλὰ καὶ τὸ δοκοῦν ὑποθλίβειν τὸ περικάρδιον μέρος, οὐ τῆς καρδίας, ἀλλὰ τοῦ στόματός ἐστι τῆς γαστρὸς ἀηδία, διὰ τῆς αὐτῆς αἰτίας, λέγω δὴ τῆς κατὰ τὴν σύμπτωσιν τῶν πόρων, τοῦ χοληδόχου ἀγγείου τὸν δριμὺν ἐκεῖνον καὶ δακνώδη χυμὸν ὑπὸ στενοχωρίας ἐπὶ τὸ στόμα τῆς γαστρὸς παρεγχέοντος. Ἀπόδειξις δὲ τούτου τὸ ὕπωχρον γίνεσθαι καὶ ἰκτερώδη τοῖς λυπουμένοις τὴν ἐπιφάνειαν, ἀπὸ τῆς ἄγαν συνοχῆς ἐπὶ τὰς φλέβας τὸν ἴδιον χυμὸν τῆς χολῆς ἐπισπει ρούσης· ἀλλὰ καὶ τὸ ἐξ ἐναντίου γινόμενον πάθος, τὸ κατὰ τὴν εὐφροσύνην φημὶ καὶ τὸν γέλωτα, μᾶλλον τὸν λόγον συνίστησι. Διαχέονται γάρ πως καὶ διαλύονται δι' ἡδονῆς οἱ τοῦ σώματος πόροι τῶν ἔκ τινος ἀκοῆς ἡδείας διαχεθέντων. 

Ὡς γὰρ ἐκεῖ διὰ τῆς λύπης μύουσιν αἱ λεπταί τε καὶ ἄδηλοι τῶν πόρων διαπνοαὶ, καὶ διασφίγ ξασαι τὴν ἔνδοθεν τῶν σπλάγχνων διάθεσιν, ἐπὶ τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς μήνιγγας τὸν νοτερὸν ἀτμὸν ἀναθλίβουσιν, ὃς πολὺς ἐναποληφθεὶς ταῖς τοῦ ἐγκεφάλου κοιλότησι, διὰ τῶν κατὰ τὴν βάσιν πόρων ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐξωθεῖται, τῆς τῶν ὀφρύων συμπτώσεως ἐξελκομένης διὰ σταγόνων τὴν ὑγρασίαν (ἡ δὲ σταγὼν δάκρυον λέγεται)· οὕτω μοι νόη σον, ἐκ τῆς ἐναντίας διαθέσεως πλέον τοῦ συνήθους εὐρυνομένων τῶν πόρων, εἰσέλκεσθαί τι πνεῦμα δι' αὐτῶν ἐπὶ τὸ βάθος, κἀκεῖθεν πάλιν ἐξωθεῖσθαι παρὰ τῆς φύσεως διὰ τοῦ κατὰ τὸ στόμα πόρου, πάντων τῶν σπλάγχνων, καὶ μάλιστά γε τοῦ ἥπατος, ὤς φασι, διά τινος κλόνου καὶ βρασμώδους κινήσεως τὸ τοιοῦ τον πνεῦμα συνεξωθούντων. Ὅθεν εὐκολίαν τινὰ τῇ διεξόδῳ τοῦ πνεύματος μηχανωμένη ἡ φύσις, ἀνευρύ νει τὸν περὶ τὸ στόμα πόρον, ἑκατέρωθεν περὶ τὸ ἆσθμα τὰς παρειὰς διαστέλλουσα. Ὄνομα δὲ τῷ γινομένῳ γέλως ἐστίν. 

Οὔτε οὖν διὰ τοῦτο τῷ ἥπατι τὸ ἡγεμονικὸν λογιστέον, οὔτε διὰ τὴν περικάρδιον ζέσιν τοῦ αἵματος ἐν ταῖς θυμικαῖς διαθέσεσιν, ἐν καρδίᾳ νομιστέον εἶναι τοῦ νοῦ τὴν καθίδρυσιν; ἀλλὰ ταῦτα μὲν εἰς τὰς ποιὰς τῶν σωμάτων κατασκευὰς ἀνακτέον. Τὸν δὲ νοῦν ὁμοτίμως ἑκάστῳ τῶν μορίων, κατὰ τὸν ἄφραστον τῆς ἀνακράσεως λόγον ἐφάπτεσθαι νομιστέον. Κἂν τὴν Γραφήν τινες ἡμῖν πρὸς τοῦτο προτείνωνται, τῇ καρδίᾳ τὸ ἡγεμονικὸν μαρτυροῦ σαν, οὐκ ἀνεξετάστως τὸν λόγον δεξόμεθα. Ὁ γὰρ καρδίαν μνησθεὶς, καὶ νεφρῶν ἐμνημόνευσεν, εἰπών· «Ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός·» ὥστε ἢ ἀμ φοτέροις, ἢ οὐδετέρῳ τὸ νοερὸν κατακλείουσιν. Ἀμβλύνεσθαι δὲ τὰς νοητικὰς ἐνεργείας, ἢ καὶ παντάπασιν ἀπρακτεῖν ἐν τῇ ποιᾷ διαθέσει τοῦ σώματος διδαχθεὶς, οὐχ ἱκανὸν ποιοῦμαι τοῦτο τεκμήριον, τοῦ τόπῳ τινὶ τὴν δύναμιν τοῦ νοῦ περιείργεσθαι, ὡς ταῖς ἐπιγινομέναις τοῖς μέρεσι φλεγμοναῖς τῆς οἰκείας εὐρυχωρίας ἐξειργομένης. Σωματικὴ γὰρ ἡ τοιαύτη δόξα, τὸ μὴ δύνασθαι προκατειλημμένου τοῦ ἀγγείου διά τινος τῶν ἐμβεβλημένων, ἕτερόν τι ἐν αὐτῷ χώραν εὑρεῖν. 

Ἡ γὰρ νοητὴ φύσις οὔτε ταῖς κενώσεσιν ἐμ φιλοχωρεῖ τῶν σωμάτων, οὔτε τῷ πλεονάζοντι τῆς σαρκὸς ἐξωθεῖται. Ἀλλ' ἐπειδὴ καθάπερ τι μουσικὸν ὄργανον ἅπαν τὸ σῶμα δεδημιούργηται, ὥσπερ συμ βαίνει πολλάκις ἐπὶ τῶν μελῳδεῖν μὲν ἐπισταμένων, ἀδυνατούντων δὲ δεῖξαι τὴν ἐπιστήμην, τῆς τῶν ὀργάνων ἀχρηστίας οὐ παραδεχομένης τὴν τέχνην (τὸ γὰρ ἢ χρόνῳ φθαρὲν, ἢ παρεῤῥηγμένον ἐκ καταπτώσεως, ἢ ὑπό τινος ἰοῦ καὶ εὐρῶτος ἠχρειω μένον, ἄφθογγον μένει καὶ ἀνενέργητον, κἂν ὑπὸ τοῦ προέχειν δοκοῦντος κατὰ τὴν αὐλητικὴν τέχνην ἐμπνέηται)· οὕτω καὶ ὁ νοῦς δι' ὅλου τοῦ ὀργάνου διήκων, καὶ καταλλήλως ταῖς νοητικαῖς ἐνεργείαις, καθὸ πέφυκεν, ἑκάστῳ τῶν μερῶν προσαπτόμενος, ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ φύσιν διακειμένων τὸ οἰκεῖον ἐν ήργησεν, ἐπὶ δὲ τῶν ἀσθενούντων δέξασθαι τὴν τεχνι κὴν αὐτοῦ κίνησιν, ἄπρακτός τε καὶ ἀνενέργητος ἔμεινε. Πέφυκε γάρ πως ὁ νοῦς πρὸς μὲν τὸ κατὰ φύσιν διακείμενον οἰκείως ἔχειν, πρὸς δὲ τὸ παρενεχθὲν ἀπὸ ταύτης, ἀλλοτριοῦσθαι. 

Καί μοι δοκεῖ φυσικώτερον εἶναί τι κατὰ τὸ μέρος τοῦτο θεώρημα, δι' οὗ μαθεῖν ἔστι τι τῶν ἀστειοτέρων δογμάτων. Ἐπειδὴ γὰρ τὸ κάλλιστον πάντων καὶ ἐξ οχώτατον ἀγαθὸν αὐτὸ τὸ Θεῖόν ἐστι, πρὸς ὃ πάντα νέ νευκεν, ὅσα τοῦ καλοῦ τὴν ἔφεσιν ἔχει, διὰ τοῦτό φα μεν καὶ τὸν νοῦν, ἅτε κατ' εἰκόνα τοῦ καλλίστου γε νόμενον, ἕως ἂν μετέχῃ τῆς πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοιό τητος, καθόσον ἐνδέχεται, καὶ αὐτὸν ἐν τῷ καλῷ δια μένειν, εἰ δέ πως ἔξω γένοιτο τούτου, γυμνοῦσθαι τοῦ κάλλους ἐν ᾧ ἦν. Ὥσπερ δὲ ἔφαμεν τῇ ὁμοιώσει τοῦ πρωτοτύπου κάλλους κατακοσμεῖσθαι τὸν νοῦν, οἷόν τι κάτοπτρον τῷ χαρακτῆρι τοῦ ἐμφαινομένου μορ φούμενον· κατὰ τὴν αὐτὴν ἀναλογίαν, καὶ τὴν οἰκονομουμένην ὑπ' αὐτοῦ φύσιν ἔχεσθαι τοῦ νοῦ λογιζόμεθα, καὶ τῷ παρακειμένῳ κάλλει καὶ αὐτὴν κοσμεῖσθαι οἷόν τι κατόπτρου κάτοπτρον γινομένην· κρατεῖσθαι δὲ ὑπὸ ταύτης καὶ συνέχεσθαι τὸ ὑλικὸν τῆς ὑποστάσεως, περὶ ἢν θεωρεῖται ἡ φύσις.

Ἕως ἂν οὖν ἔχηται τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον, διὰ πάντων ἀναλόγως ἡ τοῦ ὄντως κάλλους κοινωνία διέξεισι, διὰ τοῦ ὑπερκειμένου τὸ προσεχὲς καλλωπίζουσα. Ἐπειδὰν δέ τις γένηται τῆς ἀγαθῆς ταύτης συμφυΐας διασπασμὸς, ἢ καὶ πρὸς τὸ ἔμπαλιν, ἀντακολουθῇ τῷ ὑποβεβηκότι τὸ ὑπερέχον· τότε αὐτῆς τε τῆς ὕλης, ὅταν μονωθῇ τῆς φύσεως, διηνέχθη τὸ ἄσχημον (ἄμορφον γάρ τι καθ' ἑαυτὴν ἡ ὕλη καὶ ἀκατάσκευον) καὶ τῇ ἀμορφίᾳ ταύτης συνδιεφθάρη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, ἢ διὰ τοῦ νοῦ καλλωπίζεται. Καὶ οὕτως ἐπ' αὐτὸν τὸν νοῦν τοῦ κατὰ τὴν ὕλην αἴσχους διὰ τῆς φύσεως ἡ διάδοσις γίνεται, ὡς μη κέτι τοῦ Θεοῦ τὴν εἰκόνα ἐν τῷ χαρακτῆρι καθορᾶσθαι τοῦ πλάσματος. Οἷον γάρ τι κάτοπτρον κατὰ νώτου τὴν τῶν ἀγαθῶν ἰδέαν ὁ νοῦς ποιησάμενος, ἐκβάλλει μὲν τῆς ἐκλάμψεως τοῦ ἀγαθοῦ τὰς ἐμφάσεις, τῆς δὲ ὕλης τὴν ἀμορφίαν εἰς ἑαυτὸν ἀναμάσσεται· Καὶ τούτῳ γίνεται τῷ τρόπῳ τοῦ κακοῦ ἡ γένεσις, διὰ τῆς ὑπεξαιρέσεως τοῦ καλοῦ παρυφισταμένη· Καλὸν δὲ πᾶν, ὅπερ ἂν τύχῃ πρὸς τὸ πρῶτον ἀγαθὸν οἰκείως ἔχον· ὅ τι δ' ἂν ἔξω γένηται τῆς πρὸς τοῦτο σχέσεώς τε καὶ ὁμοιώσεως, ἄμοιρον τοῦ καλοῦ πάντως ἐστίν. Εἰ οὖν ἓν μὲν κατὰ τὸν θεωρηθέντα λόγον τὸ ὄντως ἀγαθόν· ὁ δὲ νοῦς τῷ κατ' εἰκόνα τοῦ καλοῦ γεγενῆσθαι, καὶ αὐτὸς ἔχει τὸ καλὸς εἶναι· ἡ δὲ φύσις ἡ ὑπὸ τοῦ νοῦ συνεχομένη, καθάπερ τις εἰκὼν εἰκόνος ἐστί· δείκνυται διὰ τούτων, ὅτι τὸ ὑλικὸν ἡμῶν συνέστηκε μὲν καὶ περικρατεῖται, ὅταν οἰκονομῆται ὑπὸ τῆς φύσεως· λύεται δὲ, καὶ διαπίπτει πάλιν, ὅταν χωρι σθῇ τοῦ, περικρατοῦντός τε καὶ συνέχοντος, καὶ διασπασθῇ τῆς πρὸς τὸ καλὸν συμφυΐας. Τὸ δὲ τοιοῦτον οὐκ ἄλλως γίνεται, ἢ ὅταν τῆς φύσεως πρὸς τὸ ἔμ παλιν γένηται ἡ ἐπιστροφὴ, μὴ πρὸς τὸ καλὸν τῆς ἐπιθυμίας νευούσης, ἀλλὰ πρὸς τὸ χρῇζον τοῦ καλλω πίζοντος.

Ἀνάγκη γὰρ πᾶσα τῇ πτωχευούσῃ τῆς ἰδίας μορφῆς ὕλῃ κατὰ τὸ ἄσχημόν τε καὶ ἀκαλλὲς συμμεταμορφοῦσθαι τὸ ὁμοιούμενον, ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἡμῖν ἐξ ἀκολουθίας τινὸς παρεξητάσθη, διὰ τῆς εἰς τὸ προκείμενον θεωρίας ἐπεισελθόντα. Τὸ γὰρ ζητούμενον ἦν, εἰ ἐν μέρει τινὶ τῶν ἐν ἡμῖν ἡ νοερὰ καθίδρυται δύναμις, ἢ διὰ πάντων κατὰ τὸ ἴσον διήκει. Τῶν γὰρ τοπικοῖς μέρεσι περιειργόντων τὸν νοῦν, καὶ εἰς σύ στασιν τῆς τοιαύτης αὐτῶν ὑπολήψεως προφερόντων, τὸ μὴ εὐοδοῦσθαι τὴν διάνοιαν ἐπὶ τῶν παρὰ φύσιν διακειμένων τὰς μήνιγγας· ἀπέδειξεν ὁ λόγος, ὅτι κατὰ πᾶν μέρος τοῦ ἀνθρωπίνου συγκρίματος, καθ' ὃ πέφυκεν ἕκαστος ἐνεργεῖν, ἴσως ἡ τῆς ψυχῆς δύνα μις ἀνενέργητος μένει, μὴ διαμένοντος ἐν τῇ φύσει τοῦ μέρους. Καὶ διὰ τοῦτο ἐξ ἀκολουθίας τὸ προτεθὲν παρενέπεσε τῷ λόγῳ θεώρημα, δι' οὗ μανθάνομεν, ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ συγκρίματι ὑπὸ Θεοῦ μὲν διοικεῖσθαι τὸν νοῦν, ὑπ' ἐκείνου δὲ τὴν ὑλικὴν ἡμῶν ζωὴν, ὅταν ἐν τῇ φύσει μένῃ, εἰ δὲ παρατραπείη τῆς φύσεως, καὶ τῆς κατὰ τὸν νοῦν ἐνεργείας ἀλλοτριοῦ σθαι. Ἀλλ' ἐπανέλθωμεν πάλιν ὅθεν ἐξέβημεν, ὅτι ἐπὶ τῶν μὴ παρατραπέντων ἐκ πάθους τινὸς τῆς φυσικῆς καταστάσεως τὴν οἰκείαν δύναμιν ὁ νοῦς ἐνεργεῖ, καὶ ἔῤῥωται μὲν ἐπὶ τῶν συνεστώτων, ἀδυ νατεῖ δὲ πάλιν ἐπὶ τῶν μὴ χωρούντων αὐτοῦ τὴν ἐνέργειαν. Ἔστι γὰρ καὶ δι' ἑτέρων τὸ περὶ τούτων δόγμα πιστώσασθαι· καὶ εἰ μὴ βαρὺ τῇ ἀκοῇ τῶν προκεκμηκότων ἤδη τῷ λόγῳ, καὶ περὶ τούτων, ὡς ἂν οἷοί τε ὦμεν, δι' ὀλίγων διαληψώμεθα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: